Οι πολυάριθμες διακρίσεις καταδεικνύουν την προσήλωσή της εταιρείας στη βιώσιμη ανάπτυξη, την καινοτομία και την παροχή αξίας στους καταναλωτές, τους εργαζομένους και την κοινωνία.
Εικονομαχία: η θρησκευτική διαμάχη που συγκλόνισε τα Βυζάντιο από το 726 ως το 843
Εικονομαχία: η θρησκευτική διαμάχη που συγκλόνισε τα Βυζάντιο από το 726 ως το 843
Πώς ξεκίνησε η Εικονομαχία; - Οι διάφορες «φάσεις» της από το 726 ως το 843 – Συγκρούσεις εικονολατρών και εικονομάχων – Ποια ήταν τα πραγματικά αίτια της εικονομαχίας και πώς έληξε;
Με την Εικονομαχία, τη σημαντική θρησκευτική διαμάχη που συγκλόνισε το Βυζάντιο τον 8ο και τον 9ο αιώνα θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Θα δούμε πώς ξεκίνησε, πώς εξελίχθηκε και ποιοι ήταν οι λόγοι που την προκάλεσαν.
Πώς ξεκίνησε η λατρεία των εικόνων;
Ως Εικονολατρία χαρακτηρίζεται ιστορικά η τιμητική προσκύνηση των εικόνων με τη μορφή οργανικού στοιχείου της λατρείας. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία, η εικόνα του Χριστού αποτελεί μαρτυρία της αληθινής σάρκωσής Του και κατ’ επέκταση οι εικόνες της Παναγίας και των αγίων είναι αποδείξεις των πνευματικών αγώνων τους. Η εικόνα είναι λατρευτικό αντικείμενο που συνδέει τον πιστό με τον Θεό. Όπως γράφει ο Μέγας Βασίλειος οι εικόνες είναι ερμηνείες των ιερών κειμένων «ό,τι ο λόγος μεταδίδει με μέσο την ακοή, η ζωγραφική το δείχνει σιωπηρά με μέσο την παράσταση». Από την αρχή των συνάξεων για την κοινή λατρεία οι Χριστιανοί αισθάνθηκαν την ανάγκη να ζωγραφίσουν τα πρόσωπα και τα θέματα, γύρω από τα οποία επικεντρωνόταν η χριστιανική διδασκαλία. Τα παλαιότερα δείγματα αυτής της ζωγραφικής έχουν εντοπιστεί στις κατακόμβες της Ρώμης και στο Βαπτιστήριο της Δούρα – Ευρωπού της Συρίας. Σιγά – σιγά η εικονογραφία θεωρήθηκε αναπόσπαστο τμήμα της λατρευτικής πράξης μαζί με την ποίηση και τη μουσική. Τον 6ο αιώνα παρουσιάστηκαν τα πρώτα φαινόμενα υπερβολικής λατρείας των εικόνων.
Η αρχή της Εικονομαχίας
Οι υπερβολές και οι ακρότητες στη λατρεία των εικόνων πλήθαιναν με το πέρασμα των χρόνων, χωρίς όμως να λείπουν και οι περιπτώσεις άγνοιας, παρερμηνείας ή υποτίμησης της αξίας τους. Τα παγανιστικά στοιχεία και οι λαϊκές δοξασίες που εισχώρησαν στο θέμα της λατρείας των εικόνων όξυναν περισσότερο τις διάφορες αντιθέσεις. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα, ενώ οι αιτίες ήταν άλλες και βαθύτερες ξεκίνησε η κρίση που δίχασε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για περισσότερα από εκατό χρόνια, προκάλεσε τη σύγκρουση Εκκλησίας και Κράτους και συγκλόνισε την κοινωνία. Οι επιπτώσεις ήταν βαθύτατες, όχι μόνο για τοΝ θρησκευτικό χώρο, αλλά και για τον πολιτικό, τον στρατιωτικό και τον οικονομικό. Η διαμάχη πήρε και φιλοσοφικές διαστάσεις: αν είναι εφικτή η απεικόνισή του θείου και αν το υπεραισθητό χώρα μέσα στο αισθητό.
Αν και σχεδόν όλοι οι ιστορικοί τοποθετούν την αρχή της Εικονομαχίας στο 726 μ.Χ. ο αείμνηστος Βυζαντινολόγος και ακαδημαϊκός Διονύσιος Ζακυθηνός την τοποθετεί το 723 μ.Χ., όταν ξεκίνησαν στη Συρία οι πρώτοι διωγμοί από τον Ομεϋαδη χαλλίφη Yazid B’ ο οποίος «δείγμα καθολικού εψηφίσατο κατά των αγιών εικόνων». Τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν αυτή τη μαρτυρία. Κατά τον Θεοφάνη, η «κακοδοξία» διείσδυσε και στο Βυζαντινό κράτος.
Υπάρχουν δύο ακόμα ενδιαφέροντα στοιχεία για την αρχή της Εικονομαχίας. Το πρώτο είναι η επιφυλακτική, έως και αρνητική στάση παλαιότερων Πατέρων της Εκκλησίας σε Δύση και Ανατολή απέναντι στις εικόνες: Τερτυλλιανός, Αρνόβιος και Λακτάντιος στη Δύση, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και Ευσέβιος ο Καισαρείας στην Ανατολή. Για τον τελευταίο μάλιστα είναι γνωστό ότι αρνήθηκε να επιτρέψει στην αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου την κατοχή εικόνας του Χριστού.
Το δεύτερο είναι η πολιτική του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου, που αργότερα αποκαθήλωσε τις εικόνες, κατά την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του (716-726). Στις μολύβδινες σφραγίδες του απεικονίζεται η Θεοτόκος, ενώ στα σύμβολα της μοναρχίας του περίοπτη θέση κατέχει η εικόνα του αυτοκράτορα.
Η πρώτη πράξη του Λέοντα Γ’ κατά την εικόνων χρονολογείται στο 826. Σύμφωνα με τον Θεοφάνη: «τούτω το έτε ήρξετο ο δυσσεβής βασιλεύς Λέων της κατά των αγίων και σεπτών εικόνων καθαιρέσεως λόγου ποιείσθαι». Όμως το διάταγμα για την καθαίρεση των εικόνων εκδόθηκε μόλις το 730. Στο μεταξύ, ο Λέων Γ’ δεν είχε καταφέρει να πείσει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό Α’ (715-730) και τον Πάπα Γρηγόριο Β’ για την καθαίρεση των εικόνων. Στις 17 Ιανουαρίου 730 ο Λέων συγκάλεσε σιλέντιο (μυστικό συμβούλιο που συγκαλούσαν οι αυτοκράτορες στο Βυζάντιο) και ζήτησε από τον Πατριάρχη να υπογράψει πράξη για την καθαίρεση των εικόνων. Αυτός αρνήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου και παραιτήθηκε. Έτσι, στις 22 Ιανουαρίου 730 ανέβηκε στον θρόνο ο Αναστάσιος και εκδόθηκε το κατά των εικόνων διάταγμα.
Πώς ξεκίνησε η λατρεία των εικόνων;
Ως Εικονολατρία χαρακτηρίζεται ιστορικά η τιμητική προσκύνηση των εικόνων με τη μορφή οργανικού στοιχείου της λατρείας. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία, η εικόνα του Χριστού αποτελεί μαρτυρία της αληθινής σάρκωσής Του και κατ’ επέκταση οι εικόνες της Παναγίας και των αγίων είναι αποδείξεις των πνευματικών αγώνων τους. Η εικόνα είναι λατρευτικό αντικείμενο που συνδέει τον πιστό με τον Θεό. Όπως γράφει ο Μέγας Βασίλειος οι εικόνες είναι ερμηνείες των ιερών κειμένων «ό,τι ο λόγος μεταδίδει με μέσο την ακοή, η ζωγραφική το δείχνει σιωπηρά με μέσο την παράσταση». Από την αρχή των συνάξεων για την κοινή λατρεία οι Χριστιανοί αισθάνθηκαν την ανάγκη να ζωγραφίσουν τα πρόσωπα και τα θέματα, γύρω από τα οποία επικεντρωνόταν η χριστιανική διδασκαλία. Τα παλαιότερα δείγματα αυτής της ζωγραφικής έχουν εντοπιστεί στις κατακόμβες της Ρώμης και στο Βαπτιστήριο της Δούρα – Ευρωπού της Συρίας. Σιγά – σιγά η εικονογραφία θεωρήθηκε αναπόσπαστο τμήμα της λατρευτικής πράξης μαζί με την ποίηση και τη μουσική. Τον 6ο αιώνα παρουσιάστηκαν τα πρώτα φαινόμενα υπερβολικής λατρείας των εικόνων.
Η αρχή της Εικονομαχίας
Οι υπερβολές και οι ακρότητες στη λατρεία των εικόνων πλήθαιναν με το πέρασμα των χρόνων, χωρίς όμως να λείπουν και οι περιπτώσεις άγνοιας, παρερμηνείας ή υποτίμησης της αξίας τους. Τα παγανιστικά στοιχεία και οι λαϊκές δοξασίες που εισχώρησαν στο θέμα της λατρείας των εικόνων όξυναν περισσότερο τις διάφορες αντιθέσεις. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα, ενώ οι αιτίες ήταν άλλες και βαθύτερες ξεκίνησε η κρίση που δίχασε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για περισσότερα από εκατό χρόνια, προκάλεσε τη σύγκρουση Εκκλησίας και Κράτους και συγκλόνισε την κοινωνία. Οι επιπτώσεις ήταν βαθύτατες, όχι μόνο για τοΝ θρησκευτικό χώρο, αλλά και για τον πολιτικό, τον στρατιωτικό και τον οικονομικό. Η διαμάχη πήρε και φιλοσοφικές διαστάσεις: αν είναι εφικτή η απεικόνισή του θείου και αν το υπεραισθητό χώρα μέσα στο αισθητό.
Αν και σχεδόν όλοι οι ιστορικοί τοποθετούν την αρχή της Εικονομαχίας στο 726 μ.Χ. ο αείμνηστος Βυζαντινολόγος και ακαδημαϊκός Διονύσιος Ζακυθηνός την τοποθετεί το 723 μ.Χ., όταν ξεκίνησαν στη Συρία οι πρώτοι διωγμοί από τον Ομεϋαδη χαλλίφη Yazid B’ ο οποίος «δείγμα καθολικού εψηφίσατο κατά των αγιών εικόνων». Τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν αυτή τη μαρτυρία. Κατά τον Θεοφάνη, η «κακοδοξία» διείσδυσε και στο Βυζαντινό κράτος.
Υπάρχουν δύο ακόμα ενδιαφέροντα στοιχεία για την αρχή της Εικονομαχίας. Το πρώτο είναι η επιφυλακτική, έως και αρνητική στάση παλαιότερων Πατέρων της Εκκλησίας σε Δύση και Ανατολή απέναντι στις εικόνες: Τερτυλλιανός, Αρνόβιος και Λακτάντιος στη Δύση, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και Ευσέβιος ο Καισαρείας στην Ανατολή. Για τον τελευταίο μάλιστα είναι γνωστό ότι αρνήθηκε να επιτρέψει στην αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου την κατοχή εικόνας του Χριστού.
Το δεύτερο είναι η πολιτική του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου, που αργότερα αποκαθήλωσε τις εικόνες, κατά την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του (716-726). Στις μολύβδινες σφραγίδες του απεικονίζεται η Θεοτόκος, ενώ στα σύμβολα της μοναρχίας του περίοπτη θέση κατέχει η εικόνα του αυτοκράτορα.
Η πρώτη πράξη του Λέοντα Γ’ κατά την εικόνων χρονολογείται στο 826. Σύμφωνα με τον Θεοφάνη: «τούτω το έτε ήρξετο ο δυσσεβής βασιλεύς Λέων της κατά των αγίων και σεπτών εικόνων καθαιρέσεως λόγου ποιείσθαι». Όμως το διάταγμα για την καθαίρεση των εικόνων εκδόθηκε μόλις το 730. Στο μεταξύ, ο Λέων Γ’ δεν είχε καταφέρει να πείσει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό Α’ (715-730) και τον Πάπα Γρηγόριο Β’ για την καθαίρεση των εικόνων. Στις 17 Ιανουαρίου 730 ο Λέων συγκάλεσε σιλέντιο (μυστικό συμβούλιο που συγκαλούσαν οι αυτοκράτορες στο Βυζάντιο) και ζήτησε από τον Πατριάρχη να υπογράψει πράξη για την καθαίρεση των εικόνων. Αυτός αρνήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου και παραιτήθηκε. Έτσι, στις 22 Ιανουαρίου 730 ανέβηκε στον θρόνο ο Αναστάσιος και εκδόθηκε το κατά των εικόνων διάταγμα.
Η Εικονομαχία επί Λέοντα Γ’
Από τη στιγμή που ο Λέων Γ’ εκδήλωσε τις διαθέσεις του εναντίον των εικόνων άρχισαν επαναστατικές κινήσεις στο ευρωπαϊκό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Στην Ελλάδα, ο θεματικός στρατός ενώθηκε με τον στόλο των Κυκλάδων και ανακήρυξε αυτοκράτορα κάποιον Κοσμά. Υπό την ηγεσία του τουρμάρχη των Ελλαδικών Αγαλλιανού, οι επαναστάτες εμφανίστηκαν στις 18 Απριλίου 727 έξω από την Κωνσταντινούπολη, ωστόσο ο στόλος τους καταστράφηκε από τη χρήση του υγρού πυρός.
Ακόμα πιο έντονες ήταν οι αντιδράσεις στην Ιταλία. Ενώ οι Λογγοβάρδοι επιτίθονταν κατά των αυτοκρατορικών εδαφών, οι μεγάλες πόλεις (Ρώμη, Βενετία, Ραβένα και Νεάπολη) είχαν επαναστατήσει. Οι Βυζαντινοί διοικητές διώχνονταν ή φονεύονταν. Ο έξαρχος Ευτύχιος, που είχε αντικαταστήσει τον δολοφονημένο έξαρχο Παύλο, μάταια προσπάθησε να καταλάβει τη Ρώμη. Στη νότια Ιταλία αναγορεύτηκε αυτοκράτορας ο Tiberius Petoyius. Η βυζαντινή κυριαρχία στην ιταλική χερσόνησο κινδύνευε σοβαρά. Βαθύ σχίσμα δημιουργήθηκε ανάμεσα στις Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης και της Ρώμης. Ο Πάπας Γρηγόριος ο Β’ (715-731) έγραψε επιστολές προς τον Λέοντα Γ’, αντιτάχθηκε σφοδρά στην εικονομαχική πολιτική του αυτοκράτορα και δεν αναγνώρισε τον νέο Πατριάρχη Αναστάσιο. Ο διάδοχος του Γρηγορίου Β’, Γρηγόριος Γ’ (731-741) συγκάλεσε Σύνοδο, η οποία αναθεμάτισε όσους καταστρέφουν ή βλαστημούν τις άγιες εικόνες. Ο Λέων Γ’, θέλοντας να αποκαταστήσει την τάξη, έστειλε στην Ιταλία μεγάλο στόλο υπό την ηγεσία του Στρατηγού των Κιβυρραιωτών (της νότιας Μικράς Ασίας), αλλά αυτός καταστράφηκε στην Αδριατική.
Στην Κωνσταντινούπολη έγιναν το 730 σοβαρά και θλιβερά επεισόδια. Όταν διατάχθηκε η αφαίρεση των εικόνων από τους ναούς, πρώτη καταστράφηκε η μεγάλη ψηφιδωτή εικόνα του Χριστού πάνω από την Χαλκή Πύλη με παρέμβαση της φρουράς και παρά τις προσπάθειες γυναικών μοναχών με επικεφαλής την Αγία Θεοδοσία την Κωνσταντινουπολίτισσα να αποτρέψουν το μοιραίο. ΟΙ θαρραλέες μοναχές συγκρούστηκαν με τους στρατιώτες και έφτασαν στο σημείο να ρίξουν από τη σκάλα τον σπαθάριο (μέλος της αυτοκρατορικής φρουράς) που είχε ανεβεί σ’ αυτή για να καταστρέψει την εικόνα. Ο σπαθάριος σκοτώθηκε, οι στρατιώτες εξαγριώθηκαν και αποκεφάλισαν τις μοναχές, ανάμεσά τους την Αγία Θεοδοσία, προς τιμήν της οποίας ανεγέρθηκε ο ομώνυμος ναός που σώζεται μέχρι σήμερα στην Κωνσταντινούπολη (πρόκειται για το γνωστό Γκιουλ Τζαμί).
Η Εικονομαχία ως τη Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο (787)
Τον Λέοντα Γ’ διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Ε’(741-775 στον θρόνο), που απέκτησε από τους εικονόφιλους το προσωνύμιο Κοπρώνυμος. Αυτός υπήρξε ο χειρότερος διώκτης των εικονολατρών. Με τη λεγόμενη «εν Ιέρεια ληστρική Σύνοδο» του 754 στην οποία πήραν μέρος 338 εικονομάχοι επίσκοποι, πήρε καταλυτικές αποφάσεις, ενώ παράλληλα δημιούργησε κλίμα τρομοκρατίας. Έτσι μετέτρεψε τους Κανόνες της Εκκλησίας σε νόμους του κράτους, καταδίκασε τις άγιες εικόνες, διακήρυξε ότι είναι αδύνατη η απεικόνιση του Χριστού και απαγόρευσε την κατασκευή και κατοχή εικόνων από τους πιστούς. Ταυτόχρονα αναθεμάτισε τους δύο υπέρμαχους των εικόνων, τον καθαιρεθέντα Πατριάρχη Γερμανό Α’ και τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, που με τρεις απ’ τους λόγους του υπέρ των εικόνων θεμελίωσε τη σχετική ορθόδοξη διδασκαλία και τοποθέτησε στις σωστές του διαστάσεις το θέμα της προσκύνησης των εικόνων, διακηρύσσοντας ότι «η εικόνα επί το πρωτότυπον διαβαίνει».
Τη σημαντικότερη πηγή για την πρώτη φάση της εικονομαχίας αποτελεί «Ο Βίος του Αγίου Στεφάνου του Νέου». Ο ίδιος ο Στέφανος θανατώθηκε το 764 σε ηλικία 53 ετών μετά από φρικτά βασανιστήρια. Την ίδια τύχη είχε και ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος, ο οποίος ύστερα από εξευτελισμούς αποκεφαλίστηκε το 767.
Στηριζόμενος στις αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας ο Κωνσταντίνος Ε’, ιδιαίτερα μετά το 761 σκλήρυνε τη στάση του απέναντι στους εικονολάτρες. Θεωρούσε πλέον κάθε αντίδραση ως προσβολή του προσώπου του, οι δε διαφωνούντες με την πολιτική του μοναχοί, διώχθηκαν ή αναγκάστηκαν να αναζητήσουν καταφύγιο έξω από την αυτοκρατορία. Αλλά κι ο ίδιος ο αυτοκράτορας προέβη σε βάναυσες ενέργειες: τα λείψανα της Αγίας Ευθυμίας ρίχτηκαν στη θάλασσα, μοναστήρια και ναοί κατεδαφίστηκαν, βιβλία κάηκαν, φορητές εικόνες, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά καταστράφηκαν. Αντικατέστησε τις παραστάσεις των έξι Οικουμενικών Συνόδων που ήταν ιστορημένες στο Μίλιον με το άρμα και τον ηνίοχο που ονομαζόταν Ουρανικός. Σε πολλούς ναούς αντικαταστάθηκαν οι εικόνες που ιστορούσαν τη ζωή, τα θαύματα και τα πάθη του Χριστού, όπως για παράδειγμα στον ιστορικό ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, όπου «οπωροφυλάκιον και ορνεοσκοπείον την εκκλησίαν εποίησεν», ενώ δέντρα, πουλιά και θηρία, καθώς και σκηνές του κυνηγιού και του ιπποδρόμου ζωγραφίστηκαν εκεί που υπήρχαν άγιες εικόνες! Έτσι, οι εικονομάχοι επανήλθαν στον διάκοσμο των παλαιοχριστιανικών ναών…
Ο γιος του και διάδοχος του Λέων Δ’ (775-780) κληρονόμησε χαώδη εσωτερική κατάσταση και υποχρεώθηκε να ακολουθήσει μετριοπαθέστερη εκκλησιαστική πολιτική, που δεν απείχε πολύ όμως από την εικονομαχική «γραμμή» τον πατέρα του.
Όταν πέθανε ο Λέων Δ’ (780) η εξουσία περιήλθε ουσιαστικά στα χέρια της εικονόφιλης Ειρήνης της Αθηναίας, η οποία είχε αναλάβει την επιτροπεία του ανήλικου γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ’. Στελέχωσε τις δημόσιες θέσεις με εικονόφιλους, προώθησε στη θέση του Πατριάρχη τον εικονόφιλο Ταράσιο (784), ενίσχυσε τα ερείσματά της στην πολιτική αριστοκρατία και περιόρισε, όσο αυτό ήταν εφικτό, την επιρροή της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Εξόριστοι κληρικοί και μοναχοί επέστρεψαν στην αυτοκρατορία και ανέκτησαν την επιρροή που είχαν παλαιότερα. Αποκατέστησε τις σχέσεις με την Εκκλησία της Ρώμης και συγκάλεσε τη Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο (787) στη Νίκαια της Βιθυνίας, η οποία αποκήρυξε τη Σύνοδο της Ιερείας, καταδίκασε τους εικονομάχους Πατριάρχες και επισκόπους, ένα αποκατέστησε την τιμή των εικόνων.
Η Β΄ φάση της Εικονομαχίας (813-843)
Οι εικονομάχοι αν και περιθωριοποιήθηκαν δεν είχαν εξαφανιστεί. Επωφελούμενοι από τις συγκρούσεις μεταξύ της Ειρήνης της Αθηναίας και του γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ’ και σπεκουλάροντας πάνω στις ήττες των Βυζαντινών από τους Άραβες και τους Βουλγάρους, έκαναν ξανά την εμφάνισή τους στο προσκήνιο. Το 811, μετά τη συντριβή των Βυζαντινών και το τραγικό τέλος του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α’, από τους Βουλγάρους που είχαν αρχηγό τον Κρούμο (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 09/09/2017), η εικονομαχική στρατιωτική αριστοκρατία βρήκε υποστηρικτή στο πρόσωπο του αυτοκράτορα Λέοντα Ε’ του Αρμένιου (813-820). Αυτός συγκρότησε επιτροπή για μελέτη του θέματος των εικόνων με σαφή εικονομαχικό προσανατολισμό. Τα πρακτικά της επιτροπής παραδόθηκαν στον ειρηνόφιλο Πατριάρχη Νικηφόρο, ο οποίος αντέκρουε το περιεχόμενο, αλλά τελικά εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Ο διάδοχός του Θεόδωρος Κασσιτεράς (815-821) συγκάλεσε Σύνοδο στο ναό της Αγίας Σοφίας, η οποία με βάση το υπόμνημα της επιτροπής ακύρωσε τη Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο (787), επανέφερε σε ισχύ τις αποφάσεις της Συνόδου της Ιερείας (754) και καταδίκασε την εικονολατρία, ωστόσο απέφυγε να καταδικάσει τους εικονόφιλους και να χαρακτηρίσει την απόδοση τιμής στις εικόνες ως ειδωλολατρία. Τα πρακτικά της Συνόδου δεν σώθηκαν, υπάρχουν όμως ορισμένα αποσπάσματα από τις αποφάσεις της στο έργο του G. Ostrogorsky "Μελέτες για την ιστορία της (βυζαντινής) εικονομαχίας", τίτλος πρωτοτύπου "Studien zur Geschichte des byzantininischen Bilderstreites"(1929).
Ηγετικές φυσιογνωμίες των εικονόφιλων υπήρξαν ο παραιτηθείς Πατριάρχης Νικηφόρος (πέθανε το 829) και ο μοναχός Θεόδωρος ο Στουδίτης (πέθανε το 826). Οι μοναχοί σήκωσαν και πάλι το βάρος του αγώνα των εικονόφιλων. Όμως πολλοί από αυτούς διώχθηκαν ή εξορίστηκαν, άλλοι βασανίστηκαν, ενώ και πολλά μοναστήρια ερημώθηκαν για την εξουδετέρωση των αντιδράσεων. Κύρια θεολογική πηγή του αγώνα τους ήταν οι περίφημοι απολογητικοί για τις εικόνες λόγοι του μοναχού της μονής του Αγίου Σάββα της Παλαιστίνης (περ. 676-749). Ο διάδοχος του Λέοντα, Μιχαήλ Β’ ο Τραυλός (820-829) ακολούθησε μετριοπαθέστερη πολιτική. Ακύρωσε τις αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας και της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και απαγόρευσε οποιαδήποτε συζήτηση για το θέμα των εικόνων. Ο γιος και διάδοχος του Θεόφιλος (829-842) ήταν εικονομάχος αλλά μετριοπαθής πολιτικός. Έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία στα θεολογικά επιχειρήματα και των δύο πλευρών αλλά τάχθηκε με τους εικονομάχους. Σ’ αυτό το θέμα, σημαντική ήταν η συμβολή του εικονομάχου συμβούλου του Ιωάννη Γραμματικού, που εκλέχθηκε Πατριάρχης (837-842). Έτσι ο Θεόφιλος προχώρησε στη θέσπιση αυστηρών ποινών στους αγιογράφους (κοπή των χεριών!) και στους εικονόφιλους μοναχούς (εξορία, βασανιστήρια) παρά την παρέμβαση των Πατριαρχών της Ανατολής υπέρ των εικονόφιλων.
Οι εικόνες που απαγορεύονταν από τον Θεόφιλο σε ναούς και κατοικίες υπήρχαν όμως μέσα στο Παλάτι! Η σύζυγός του Θεοδώρα ήταν εικονόφιλη. Όταν πέθανε ο Θεόφιλος (842), η Θεοδώρα παρά τον όρκο να μην αποκαταστήσει την τιμή των εικόνων, ως επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ, προώθησε στον πατριαρχικό θρόνο τον εικονόφιλο και ομολογητή Μεθόδιο (843-847) και με τη σύγκληση Ενδημούσας Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη (843) αναστήλωσε τις εικόνες, επικύρωσε τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων (ανάμεσά τους και της Ζ’ Συνόδου της Νίκαιας) και καταδίκασε τους επισκόπους που ήταν ηγέτες των εικονομάχων. Η αναστήλωση των εικόνων έγινε με επίσημη τελετή, το δε γεγονός αυτό εορτάζεται με τη θέσπιση της Κυριακής της Ορθοδοξίας (η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής).
Ποια ήταν τα πραγματικά αίτια της Εικονομαχίας;
Τα βαθύτερα αίτια της Εικονομαχίας πρέπει να αναζητηθούν στον ευρύτερο πολιτικοθρησκευτικό χώρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Ιουδαϊσμός και ο Μωαμεθανισμός ήταν ανεικονικά θρησκεύματα. Δημιουργήθηκε έτσι κλίμα εναντίον των εικόνων αφού οι Χριστιανοί κατηγορούνταν ως ειδωλολάτρες. Η επέκταση των Αράβων σε περιοχές γύρω απ’ τη Μεσόγειο συντέλεσε στην άνθηση της διακοσμητικής τέχνης που ήταν καθαρά ανεικονική. Τέλος, υπήρχαν πιέσεις από τους Μονοφυσίτες που δεν δέχονταν την ανθρώπινη φύση του Χριστού και συνεπώς ήταν αδύνατο να δεχθούν την απεικόνισή Του και άλλους αιρετικούς (Μανιχαϊστές, Παυλικιανούς κ.ά.).
Η πρώτη ιστορία της Εικονομαχίας εκδόθηκε το 1679 από τον Ιησουίτη μοναχό Maimbourg και είχε στόχο τη διαφώτιση των Διαμαρτυρόμενων. Ο Σ. Ζαμπέλιος ερμήνευσε τη θρησκευτική πολιτική των Ισαύρων ως μεγάλη κοινωνική μεταρρύθμιση για κάθαρση και ανασυγκρότηση της Αυτοκρατορίας. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος ανέπτυξε διεξοδικότερα τη θέση αυτή και θεωρεί το εικονοκλαστικό κίνημα ως πρόδρομο της Γαλλικής Επανάστασης. Ο N. Uspensky θεωρεί ότι τα μέτρα του Λέοντα Γ’ στρέφονταν ουσιαστικά εναντίον των μοναστηριών. Ο Σαρλ Ντιλ θεωρεί ότι ο αγώνας των Ισαύρων στρεφόταν προς την ανόρθωση της Αυτοκρατορίας μέσω του περιορισμού των ελευθεριών των κληρικών και των μοναχών και της ροπής που υπήρχε προς αυτές. Ο Emil Ludwig θεωρεί ότι οι Ίσαυροι με τα μέτρα εναντίον των εικόνων απέβλεπαν στη συμφιλίωση του Βυζαντίου με τους Εβραίους και τους Άραβες.
Ο J. Pargoire θεωρεί ότι ο Λέων Γ’ είχε εμμονή να αναδιοργανώσει το κράτος και την Εκκλησία, ο P. Alexander θεωρεί υπεύθυνες για την Εικονομαχία την ιουδαϊκή επιρροή και τις μανιχαϊστικές κινήσεις, ο L. Brehier την τεράστια προσπάθεια του αυτοκράτορα να συγκροτήσει το Κράτος και την Εκκλησία από τον κατήφορο των καταχρήσεων, της εξαφάνισης των ηθών και εθίμων και του ελλοχεύοντα κινδύνου της δεισιδαιμονίας, ενώ ο V. Laurent θεωρεί ότι όλα αυτά, το καθένα σε διαφορετικό βαθμό και επίπεδο, συνέβαλαν στη δημιουργία της κατάστασης κατά των εικόνων, οι J.B. Bury & G. Ostrogorsky «διέγνωσαν» στην Εικονομαχία μονοφυσιτική απόχρωση. Τέλος, ο Δ. Ζακυθηνός θεωρεί ότι η Εικονομαχία βρίσκεται σε συνάφεια με παλαιότερες ροπές, δίνοντας στους οπαδούς της χαρακτήρα πολέμιων της ειδωλολατρείας: «Οι εικονοκλάσται αποδίδοντες εις την λατρείαν των εικόνων χροιάν ειδωλολατρικήν, σύναπταν το λατρευτικόν ζήτημα μετά του χριστολογικού δόγματος. Εν των μεγάλω θρησκευτικώ αγώνι του ογδόου και του ενάτου αιώνος ζωηρά παραμένει εισέτι η ατμόσφαιρα των χριστολογικών αντιθέσεων».
Πηγές:
ΔΙΟΝ. Α. ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ, «ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 324-1071», ΔΩΔΩΝΗ, Γ’ Έκδοση, 2015
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, «ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ», τ. 27, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα