Mummenschanz: Για πρώτη φορά στην Αθήνα η περίφημη ελβετική ομάδα μιμικής

Η επικεφαλής Φλοριάνα Φρασέτο αναλαμβάνει τις συστάσεις με τον θίασο που ξεκίνησε τη διαδρομή του πριν από μισό αιώνα και κατέκτησε πρώτα το Μπρόντγουεϊ και ύστερα όλον τον κόσμο

Είναι μίμοι; Ηθοποιοί; Χορευτές; Ακροβάτες; Είναι όλα - κι αυτό δεν σημαίνει λίγο απ’ όλα. Είναι οι Mummenschanz, μια ομάδα που επινόησε το δικό της υβρίδιο θεάτρου πίσω στα βαθιά 70s, αλλά εξακολουθεί έως σήμερα να δημιουργεί, να ενδιαφέρει και πάνω απ’ όλα να συγκινεί.

Η Φλοριάνα Φρασέτο, ιδρυτικό μέλος του θιάσου, καλλιτεχνική διευθύντρια και ενεργή ηθοποιός έως σήμερα, αποδίδει την επιτυχία των Mummenschanz στο γεγονός ότι μέσα από τα σκετς, τα νούμερα και τις χειροποίητες εντυπωσιακές μάσκες τους καταφέρνουν να αφυπνίζουν το παιδί που καθένας έχει μέσα του. Η ίδια συνεχίζει ακαταπόνητη την παράδοση της ομάδας, να επινοεί και να παίζει, εξακολουθεί να χάνεται μέσα σε υπαίθριες λαϊκές αγορές -η αγαπημένη της είναι εκείνη στη Σεούλ- για να ανακαλύπτει πρώτες ύλες για τα κοστούμια και τις στολές του θιάσου, επιμένει να περνά ατελείωτες ώρες αυτοσχεδιάζοντας προκειμένου να κάνει εκείνο που ξέρει καλύτερα από τον καθένα: να μιλά μια γλώσσα βαθιά συναισθηματική και τελικά οικουμενική, χωρίς μάλιστα να χρειαστεί να βγάλει άχνα. Αυτό δηλαδή που θα επαναλάβει στις δύο παραστάσεις της αεικίνητης ομάδας στο Παλλάς σε λίγες ημέρες.



GALA: Χρειάστηκαν παραπάνω από 50 χρόνια για να έρθετε στην Αθήνα. Γιατί;
ΦΛΟΡΙΑΝΑ ΦΡΑΣΕΤΟ: Πραγματικά, το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ. (γελάει) Πάντα ήλπιζα ότι θα έρθουμε και να που έπειτα από μισό αιώνα είμαστε εδώ.

G.: Και όπως μας έχετε προϊδεάσει, θα δούμε κάποιες από τις καλύτερες στιγμές της ομάδας. Μιλήστε μου για την ιστορία σας.
Φ.Φ.: Ξεκινήσαμε το 1972 κατασκευάζοντας κάποιες ενδιαφέρουσες μάσκες, αρχικά από συνθετικό πηλό. Τότε υπήρχαν δύο ήρωες που έπαιζαν ένα παιχνίδι αντίστιξης. Ο ένας ήταν πολύ όμορφος, σχεδόν νάρκισσος, ο άλλος λιγότερο όμορφος αλλά με προσωπικότητα. Αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ τους και οι μεταμορφώσεις τους ήταν μία από τις πρώτες μας παραστάσεις. Τότε, τη δεκαετία του ’70, ξεκινήσαμε να παίζουμε σε θέατρα με μερικές εκατοντάδες θεατές, μετά πήγαμε στην Αμερική και εκτοξευτήκαμε. Η Αμερική δεν μας άφηνε να φύγουμε. Για τρία χρόνια παίζαμε στο Μπρόντγουεϊ. Ετσι, μαζί με τα θέατρα άλλαξαν και οι μεταμορφώσεις μας. Οι μάσκες έπρεπε να γίνουν μεγαλύτερες για να είναι πιο ευδιάκριτες. Με το τίποτα, με υλικά που βρίσκαμε σε υπαίθριες αγορές και παζάρια, ξεκινήσαμε να δημιουργούμε κάτι. Να δίνουμε ζωή σε πράγματα που οι άνθρωποι δεν ήθελαν ή ξεφορτώνονταν. Εμείς αποφασίσαμε να τους δώσουμε ξανά ζωή, αξία, σημασία.

Μίμοι, ηθοποιοί, χορευτές και ακροβάτες, τα μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας Mummenschanz επινόησαν το δικό τους υβρίδιο θεάτρου στα 70s και συνεχίζουν ακάθεκτοι να ενθουσιάζουν το κοινό με τις παραστάσεις τους


G.: Προχωρημένο για την εποχή.
Φ.Φ.: Ηταν, ναι. Και φυσικά, μας αντέγραψαν πολλοί. Θέλαμε πάντα το κοινό να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μας και να νιώθει ότι παίζει, ότι συμμετέχει κι αυτό. Είναι σημαντικό οι θεατές να αφήνονται για μιάμιση ώρα, να ζουν χωρίς να σκέφτονται μια ζωή η οποία γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Να αφήνουν χώρο στο μέσα τους παιδί να αναδυθεί.

G.: Πιστεύετε ότι ο τρόπος που το κοινό αντιλαμβάνεται τις παραστάσεις έχει αλλάξει;
Φ.Φ.: Δεν το νομίζω. Τα συναισθήματα είναι στο βάθος τους πάντα τα ίδια. Το θέμα είναι να ξύσεις την επιφάνεια και να εμβαθύνεις σε αυτό που νιώθουν οι θεατές.

G.: Σε μια εποχή γεμάτη πληροφορία και ερεθίσματα πόσο εύκολο είναι να προσελκύσετε το ενδιαφέρον του κοινού;
Φ.Φ.: Αλήθεια, τι είναι εύκολο σε αυτή τη ζωή; Ας πούμε ότι είναι αρκετά εύκολο. Εξαρτάται βέβαια από την κουλτούρα κάθε λαού. Οι Αμερικανοί, για παράδειγμα, είναι παρόντες από την αρχή, γιατί είναι πολύ ανοιχτοί άνθρωποι. Οι Γερμανοί είναι πιο επιφυλακτικοί, πρέπει να τους πείσεις, να καταλάβουν το γιατί. Είμαι πολύ περίεργη πώς θα είναι το κοινό της Αθήνας.



G.: Πώς καταφέρατε να επινοήσετε αυτό το υβρίδιο σιωπηλού θεάτρου;
Φ.Φ.: Σπούδαζα στη Ρώμη, ένας φίλος μου είχε δει μια παράσταση του Αντρές και του Μπέρνι στην Πράγα και εκείνος με παρακίνησε να τους παρακολουθήσουμε. Πήγα με βαριά καρδιά, αλλά ήταν υπέροχο. Και τότε αποφάσισα να σπουδάσω στη σχολή του Ζακ Λεκόκ στο Παρίσι, απ’ όπου είχαν αποφοιτήσει και εκείνοι. Εκεί τους ξανασυνάντησα. Ετοίμαζαν μια παράσταση και ήθελαν κάποιον να αναλάβει τον φωτισμό. Κάπως έτσι έγινα ο θηλυκός ρόλος που ήθελαν, χωρίς να το ξέρουν έως τότε. Από τότε σταματήσαμε τα ομιλούντα νούμερα και εστιάσαμε αποκλειστικά στις μάσκες. Δεν πιστεύαμε ότι θα διαρκέσει όλο αυτό πάνω από τρεις μήνες και να ’μαστε 53 χρόνια μετά.

G.: Υπάρχει κάποιο διαχρονικό νούμερο που παρουσιάζετε από την αρχή της δημιουργίας του θιάσου μέχρι σήμερα;
Φ.Φ.: Ενα από τα πιο επιτυχημένα νούμερα του τότε που εξακολουθούμε να το παρουσιάζουμε έως σήμερα είναι εκείνο με το χαρτί υγείας. Ξέρετε, είναι πολύ παράξενο να ταξιδεύεις με ένα ρολό υγείας στις αποσκευές σου.
Στα αεροδρόμια μας κοιτούν περίεργα και μας υπενθυμίζουν πως υπάρχει χαρτί υγείας και στις χώρες που επισκεπτόμαστε. Και πρέπει να εξηγούμε σε όλους ότι είναι ένα ειδικό ρολό για την παράσταση.



G.: Σας έλειψε ποτέ το να μιλάτε στη σκηνή;
Φ.Φ.: Μα, μιλάμε με τα συναισθήματα. Κι αυτή είναι μια οικουμενική γλώσσα την οποία καταλαβαίνουν όλοι, από την Κίνα μέχρι τη Νότια Αμερική και από την Ιαπωνία έως την Ελλάδα.

G.: Το να γίνετε ηθοποιός ήταν παιδικό όνειρο;
Φ.Φ.: Θα μπορούσατε να το πείτε κι έτσι. Σπούδασα υποκριτική στη Ρώμη και θυμάμαι τότε όλους να με αντιμετωπίζουν ως τη νέα Σοφία Λόρεν. Ηταν ανυπόφορο. Τους έλεγα: «Η Σοφία Λόρεν είναι η Σοφία Λόρεν κι εγώ είμαι η Φλοριάνα Φρασέτο». Ηθελα να με αφήσουν στην ησυχία μου. Και έτσι απομακρύνθηκα από το σινεμά και την υποκριτική και ξεκίνησα να καταπιάνομαι με αφηρημένους ρόλους. Οταν συνάντησα τον Αντρές και τον Μπέρνι βρήκαμε την κοινή μας γλώσσα. Δεν είχαμε λεφτά, είχαμε όμως την ελευθερία να δημιουργήσουμε.

Με τα νούμερά του ο ελβετικός θίασος Mummenschanz καταφέρνει να αφυπνίζει το παιδί που καθένας έχει μέσα του


G.: Θυμάστε πιο έντονα κάποια συγκεκριμένη από τις χιλιάδες παραστάσεις σας;
Φ.Φ.: Ναι, στη Ρώμη, στις αρχές του ’80. Είχε έρθει να μας παρακολουθήσει ο Φεντερίκο Φελίνι με τη σύζυγό του Τζουλιέτα Μασίνα. Τη θαύμαζα από πολύ μικρή, έβλεπα τις ταινίες της και μαγευόμουν. Μάλιστα τότε ο Φελίνι αναζητούσε ηθοποιό για το φιλμ «E la nave va» και πιστεύαμε πως θα μπορούσε να είναι κάποιος από τον θίασο. Τελικά επέλεξε έναν Γερμανό χορευτή, όμως το να ξέρω ότι την ώρα που έπαιζα με βλέπει εκείνος ήταν κάτι που με έκανε ιδιαίτερα χαρούμενη αλλά και νευρική.

G.: Εξακολουθείτε να παίζετε;
Φ.Φ.: Φυσικά.

G.: Νόμιζα ότι είχατε πια μόνο την καλλιτεχνική διεύθυνση.
Φ.Φ.: Οχι, θα βαριόμουν θανάσιμα ◆


info
Η ομάδα Mummenschanz θα εμφανιστεί στο Παλλάς στις 22 & 23 Μαρτίου.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr