Ένα φθινοπωρινό γεύμα διαφορετικό από τα άλλα, μιας και η συνάντηση των εθελοντών της bwin με τους διαμένοντες της Στέγης Υποστηριζόμενης Διαβίωσης «Φωτεινή» έδιωξε κάθε… μελαγχολικό συναίσθημα.
Το ΣΕΚΕ (μετέπειτα Κ.Κ.Ε.), η Κομιντέρν, ο Λένιν και η … ιμπεριαλιστική Μικρασιατική Εκστρατεία
Το ΣΕΚΕ (μετέπειτα Κ.Κ.Ε.), η Κομιντέρν, ο Λένιν και η … ιμπεριαλιστική Μικρασιατική Εκστρατεία
Η θέση του ΣΕΚΕ για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο – Τι έγραφε ο «Ριζοσπάστης» για τη Μικρασιατική Εκστρατεία - Η θέση της Κομιντέρν και η άποψη του Λένιν: ιμπεριαλιστική δύναμη η Ελλάδα
Το 1920 όλα τα αστικά πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα είχαν ευθυγραμμιστεί με την πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου και αποδέχονταν την εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Εξαίρεση αποτελούσε το Σοσιαλιστικό και Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ), το οποίο από τον Απρίλιο του 1920 είχε γίνει τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ) και είχε αυτοπροσδιοριστεί στον τίτλο του ως κομμουνιστικό. Πολύ νωρίτερα όμως οι Έλληνες σοσιαλιστές είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους στον πόλεμο.
Για την ιστορία να σημειώσουμε πως τον Νοέμβριο του 1924, στο 3ο Έκτακτο Συνέδριό του το ΣΕΚΕ μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Το ΚΚΕ ουσιαστικά αποτελεί μια μετονομασία του ΣΕΚΕ
Πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους οι Έλληνες σοσιαλιστές, με «επικεφαλής» τη Φεντερασιόν, ασπαζόμενοι τις αρχές της Β’ Διεθνούς υπέρ της ειρήνης και της συνεργασίας σε διεθνή θέματα και αποδεχόμενοι τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Στουτγκάρδης (1907) είχαν ταχθεί υπέρ της δημιουργίας μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας, ως απάντηση στον επερχόμενο πόλεμο. Χαρακτηριστικά, ο Αριστοτέλης Σίδερις που είχε εκλεγεί με τις ψήφους της Φεντερασιόν βουλευτής Θεσσαλονίκης, επικαλούμενος τη γνώμη του «μεγάλου σοσιαλιστού της Γερμανίας, του Λίμπνεχτ», τόνιζε από το βήμα της Βουλής ότι ο πόλεμος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των αστικών τάξεων και μόνον, ενώ αντίθετα «αι εργατικαί τάξεις, οι εργάται, οι αγρόται, οι γεωργοί, ο Ελληνικός λαός δια του πολέμου, οδηγείτο προς την εντελή καταστροφήν».
Τον Αύγουστο του 1917 η Φεντερασιόν, η ισχυρότερη σοσιαλιστική οργάνωση της χώρας τάχθηκε υπέρ της ταχείας ειρηνικής διευθέτησης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με βάση τη λενινιστική αρχή «όχι προσαρτήσεις ή αποζημιώσεις».
Το ΣΕΚΕ, ο «Ριζοσπάστης» και η Μικρασιατική Εκστρατεία
Και στο πρόγραμμα του ΣΕΚΕ όμως που καταρτίστηκε κατά το ιδρυτικό του Συνέδριο (17-23 Νοεμβρίου 1918) προτεινόταν η συνομολόγηση ειρήνης «άνευ προσαρτήσεων και αποζημιώσεων» και η «λύσις όλων των εκκρεμών εθνικών και εδαφικών ζητημάτων δια δημοψηφίσματος των ενδιαφερομένων πληθυσμών άνευ ξενικής επεμβάσεως και επιρροής». Το ΣΕΚΕ αναγνώριζε πλήρες δικαίωμα παλιννοστήσεως και αποζημιώσεως, για τις καταστροφές που υπέστησαν, για τους προσφυγικούς πληθυσμούς των βαλκανικών χωρών και της Μικράς Ασίας, ανεξαρτήτως φυλής, οι οποίοι εκδιώχθηκαν βίαια.
Το ΣΕΚΕ θεωρούσε την ομοσπονδιοποίηση ως τη μόνη βιώσιμη λύση του Βαλκανικού Ζητήματος, απέκλειε όμως τον διαμελισμό της Τουρκίας και την παραχώρηση του βιλαετίου του Αϊδινίου στην Ελλάδα. Χαρακτήριζε μάλιστα «ιμπεριαλιστικές» τις διεκδικήσεις της χώρας μας, τις οποίες και καταδίκαζε. Ο «Ριζοσπάστης» πανηγύρισε για την αποβίβαση του Ελληνικό Στρατού στην Σμύρνη, ένα μήνα αργότερα όμως το ΣΕΚΕ χαρακτήρισε, στις αποφάσεις της Πρώτης Συνεδριάσεως του Εθνικού Συμβουλίου, ως «ωμόν και κεφαλαιοκρατικόν και ιμπερεαλιστικόν» τον χαρακτήρα του «παρόντος πολέμου» (εννοώντας την εκστρατεία στην Ουκρανία, αλλά και στη Μικρά Ασία) και ζήτησε «γενικήν αποστράτευσιν». Τους επόμενους μήνες ο «Ριζοσπάστης» του Γιάννη Πετσόπουλου, καθώς υπήρχε και κυβερνητική λογοκρισία έκανε μετριοπαθή κριτική προς την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων («ουδείς ψέγει την κυβέρνησιν εργαζομένην δια την απελευθέρωσιν ομοφύλων Ελληνικών πληθυσμών»), γιατί δεν υπολόγισε «τους κινδύνους» αυτής της εκστρατείας.
Για την ιστορία να σημειώσουμε πως τον Νοέμβριο του 1924, στο 3ο Έκτακτο Συνέδριό του το ΣΕΚΕ μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Το ΚΚΕ ουσιαστικά αποτελεί μια μετονομασία του ΣΕΚΕ
Πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους οι Έλληνες σοσιαλιστές, με «επικεφαλής» τη Φεντερασιόν, ασπαζόμενοι τις αρχές της Β’ Διεθνούς υπέρ της ειρήνης και της συνεργασίας σε διεθνή θέματα και αποδεχόμενοι τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Στουτγκάρδης (1907) είχαν ταχθεί υπέρ της δημιουργίας μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας, ως απάντηση στον επερχόμενο πόλεμο. Χαρακτηριστικά, ο Αριστοτέλης Σίδερις που είχε εκλεγεί με τις ψήφους της Φεντερασιόν βουλευτής Θεσσαλονίκης, επικαλούμενος τη γνώμη του «μεγάλου σοσιαλιστού της Γερμανίας, του Λίμπνεχτ», τόνιζε από το βήμα της Βουλής ότι ο πόλεμος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των αστικών τάξεων και μόνον, ενώ αντίθετα «αι εργατικαί τάξεις, οι εργάται, οι αγρόται, οι γεωργοί, ο Ελληνικός λαός δια του πολέμου, οδηγείτο προς την εντελή καταστροφήν».
Τον Αύγουστο του 1917 η Φεντερασιόν, η ισχυρότερη σοσιαλιστική οργάνωση της χώρας τάχθηκε υπέρ της ταχείας ειρηνικής διευθέτησης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με βάση τη λενινιστική αρχή «όχι προσαρτήσεις ή αποζημιώσεις».
Το ΣΕΚΕ, ο «Ριζοσπάστης» και η Μικρασιατική Εκστρατεία
Και στο πρόγραμμα του ΣΕΚΕ όμως που καταρτίστηκε κατά το ιδρυτικό του Συνέδριο (17-23 Νοεμβρίου 1918) προτεινόταν η συνομολόγηση ειρήνης «άνευ προσαρτήσεων και αποζημιώσεων» και η «λύσις όλων των εκκρεμών εθνικών και εδαφικών ζητημάτων δια δημοψηφίσματος των ενδιαφερομένων πληθυσμών άνευ ξενικής επεμβάσεως και επιρροής». Το ΣΕΚΕ αναγνώριζε πλήρες δικαίωμα παλιννοστήσεως και αποζημιώσεως, για τις καταστροφές που υπέστησαν, για τους προσφυγικούς πληθυσμούς των βαλκανικών χωρών και της Μικράς Ασίας, ανεξαρτήτως φυλής, οι οποίοι εκδιώχθηκαν βίαια.
Το ΣΕΚΕ θεωρούσε την ομοσπονδιοποίηση ως τη μόνη βιώσιμη λύση του Βαλκανικού Ζητήματος, απέκλειε όμως τον διαμελισμό της Τουρκίας και την παραχώρηση του βιλαετίου του Αϊδινίου στην Ελλάδα. Χαρακτήριζε μάλιστα «ιμπεριαλιστικές» τις διεκδικήσεις της χώρας μας, τις οποίες και καταδίκαζε. Ο «Ριζοσπάστης» πανηγύρισε για την αποβίβαση του Ελληνικό Στρατού στην Σμύρνη, ένα μήνα αργότερα όμως το ΣΕΚΕ χαρακτήρισε, στις αποφάσεις της Πρώτης Συνεδριάσεως του Εθνικού Συμβουλίου, ως «ωμόν και κεφαλαιοκρατικόν και ιμπερεαλιστικόν» τον χαρακτήρα του «παρόντος πολέμου» (εννοώντας την εκστρατεία στην Ουκρανία, αλλά και στη Μικρά Ασία) και ζήτησε «γενικήν αποστράτευσιν». Τους επόμενους μήνες ο «Ριζοσπάστης» του Γιάννη Πετσόπουλου, καθώς υπήρχε και κυβερνητική λογοκρισία έκανε μετριοπαθή κριτική προς την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων («ουδείς ψέγει την κυβέρνησιν εργαζομένην δια την απελευθέρωσιν ομοφύλων Ελληνικών πληθυσμών»), γιατί δεν υπολόγισε «τους κινδύνους» αυτής της εκστρατείας.
«Η επιχείρησις της Μικράς Ασίας υπήρξε πρόωρος. Χωρίς τας απαιτουμένας εγγυήσεις τουλάχιστον καλής πίστεως από μέρους των Συμμάχων, χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις, χωρίς καν επαρκή εξουσιοδότησιν δράσεως» («Ριζοσπάστης» αρ. 699, 1η Ιουλίου 1919, σελ. 11). Από τον Ιούνιο του 1920 όμως, οπότε ο «Ριζοσπάστης» τέθηκε υπό τον πολιτικό έλεγχο της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΕΚΕ , έκανε ριζική στροφή, υιοθέτησε ανοικτά την πολιτική της Κομιντέρν και άρχισε να καταγγέλλει την επίσημη Ελλάδα ότι εξυπηρετούσε τα ιμπεριαλιστικά σχέδια των ισχυρών της προστατών. «Η Κομμουνιστική Διεθνής προς του προλεταρίους και τους κομμουνιστάς της Βαλκανικής: …Ο τελευταίος μεγάλος ιμπεριαλιστικός πόλεμος άρχισε στα Βαλκάνια… Για να παρασύρουν τα βαλκανικά κράτη σε πόλεμο αναμεταξύ τους οι ιμπεριαλιστικοί τους προστάτες εκμεταλλευτήκανε τη δίψα των αστικών τάξεων για εδαφικές καταχτήσεις και τους επρόβαλαν τα όνειρα της «μεγάλης Βουλγαρίας», της «μεγάλης Σερβίας», της «μεγάλης Ρουμανίας» και της «μεγάλης Ελλάδος». Ο «Ριζοσπάστης» καταδίκασε και τη Συνθήκη των Σεβρών ως προϊόν της αστικής Ευρώπης και των αστικών τάξεων της χώρας και ως αντίθετη προς τα συμφέροντα του λαού.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1920 ο Αλβέρτος Κουριέλ (μέλος της Φεντερασιόν, που είχε εκλεγεί μαζί με τον Α. Σίδερι βουλευτής Θεσσαλονίκης) κατήγγειλε από το βήμα του Κοινοβουλίου ότι: «Οι σήμερον Κυβερνώντες την Ελλάδα φρονούν ότι η εξυπηρέτησις των Εθνικών συμφερόντων εις την σημερινήν Διεθνή κατάστασιν, συμπίπτει με την πολιτικήν την οποίαν διεξάγουν αι Ιμπεριαλιστικαί Δυνάμεις». Σε ερώτηση του Ελευθέριου Βενιζέλου να απαντήσει ξεκάθαρα αν θεωρεί τον πόλεμο στη Μικρά Ασία «κεφαλαιοκρατικόν» και όχι ως «αγώνα περί αποκαταστάσεως Εθνικής όλων των υποδούλων αδελφών», ο Κουριέλ αρνήθηκε να ξεκαθαρίσει τη θέση του. Αλλά ο Α. Σίδερις στη συνεδρίαση της 10ης Σεπτεμβρίου τάχθηκε ρητά «υπέρ της ειρήνης και της αποστρατεύσεως». Δέκα μέρες αργότερα, στην πρώτη εκλογική συγκέντρωση του ΣΕΚΕ στον Πειραιά κυριάρχησε το σύνθημα «Κάτω ο πόλεμος».
Ο Γεώργιος Γεωργιάδης (1892-1970), ένα από ιδρυτικά και ηγετικά στελέχη του ΣΕΚΕ και πρώτος διευθυντής της «Κομμουνιστικής Επιθεωρήσεως» τόνισε στην ομιλία του ότι η πολιτική των σοσιαλιστών ήταν «αντιπολεμική» και πως οι Έλληνες σοσιαλιστές βρίσκονταν σε επαφή με τις σοσιαλιστικές οργανώσεις των άλλων βαλκανικών χωρών για την ίδρυση μιας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, η οποία, σύμφωνα με όσα πίστευαν θα αποτελούσε τη λύση των προβλημάτων της Βαλκανικής και της Εγγύς Ανατολής. Πάντως η αντιπολεμική πολιτική των σοσιαλιστών δεν βρήκε απήχηση στους ψηφοφόρους, καθώς και στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 το ΣΕΚΕ (Κ) έλαβε 45.000 - 50.000 ψήφους και δεν εξέλεξε κανένα βουλευτή. Όμως αυτή η αποτυχία δεν οδήγησε το ΣΕΚΕ (Κ) σε αλλαγή γραμμής πλεύσης. Τον Ιανουάριο του 1921 κυκλοφόρησε η «Κομμουνιστική Επιθεώρησις», το θεωρητικό όργανο του κόμματος. Ο Γ. Γεωργιάδης σε άρθρο του καταδίκασε τη συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία ως «πολιτική των κατακτήσεων υπό της αστικής τάξεως» που εξυπηρετούσε αποκλειστικά τα συμφέροντα της «Ανταντικής(από την Αντάντ) πλουτοκρατίας».
Επίσης, ο Γεωργιάδης χαρακτήρισε την ελληνική εξωτερική πολιτική ως εξαρτημένη από τη Μ. Βρετανία. Αλλά και ο «Ριζοσπάστης» την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος με το οποίο ο Κωνσταντίνος επανήλθε στον θρόνο έγραφε ότι ο ελληνικός λαός που θα πολεμούσε «και πάλιν εξυπηρετών τα οικονομικά των συμμάχων συμφέροντα εις την Άγκυραν και εις το Ικόνιον και εις την Ρωσσίαν και όπου αλλού τυχόν ταύτα κινδυνεύουν».
Ανάλογα δημοσιεύματα συνεχίστηκαν και το επόμενο χρονικό διάστημα. Μετά την αποτυχία της ειρηνευτικής Διάσκεψης των Παρισίων για το μικρασιατικό, ο Γεωργιάδης σε ένα σχεδόν … πανηγυρικό άρθρο έκανε λόγο για «χρεωκοπία του ελληνικού ιμπεριαλισμού». Μετά την κατάρρευση του μετώπου και όσα ακολούθησαν ο Γ. Γεωργιάδης ανήγγειλε στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» (τ. 4, Απρίλιος 1922) την «πολεμικήν χρεωκοπίαν της πλουτοκρατικής Ελλάδος», ενώ στο ίδιο περιοδικό (Δεκέμβριος 1922) δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο, άρθρο του Ινδού κομμουνιστή επαναστάτη και εθνεγέρτη Manabendra Nath Roy, το οποίο λοιδορούσε τη Μεγάλη Ιδέα («το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδος διαλύθηκε») και τον «ελληνικό ιμπεριαλισμό» και εξυμνούσε την τουρκική νίκη, την οποία προσμετρούσε στο ενεργητικό της Σοβιετικής Ένωσης, λόγω της βοήθειας του Λένιν προς τον Κεμάλ, στο πλαίσιο της διεθνούς διαπάλης των Μπολσεβίκων με τους «κεφαλαιοκράτες» της Αντάντ.
Στο ίδιο τεύχος της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης», ο αριστερός δημοσιογράφος Δημήτριος Πουρνάρας έγραφε ότι «οι Έλληνες επαναστάται σοσιαλισταί» παραμένουν «διεθνισταί μέχρι τέλους» και πως ο ελληνικός λαός έπεσε θύμα της «εγκληματικής και άφρονος ιδέας, της Πανελληνίου Ιδέας», την οποία χαρακτήρισε ως «εθνική κατάρα». Και μαρξιστές συγγραφείς, όπως ο Δημήτρης Ψυρούκης, πολλά χρόνια αργότερα ενστερνίζονται τις ίδιες περίπου απόψεις, εμπλουτίζοντας τες μάλιστα με επιπλέον χαρακτηρισμούς: «αντιδραστική», «ρατσιστική», «τυχοδιωκτική», «επεκτατική» και «σοβινιστική», χαρακτηρίζει ο Νίκος Ψυρούκης την «κρατική ιδεολογία της εποχής» και προσθέτει ότι στη Μικρά Ασία δεν «επρόκειτο για ελληνικά εδάφη», αλλά για «ξένες χώρες». Ο Ψυρούκης μάλιστα σχεδόν αγνοεί τις σφαγές εκατοντάδων χιλιάδων Ελληνορθόδοξων στο χρονικό διάστημα 1914-1922 και την εκδίωξη 1,2 εκατομμυρίων ανθρώπων από τα πάτρια εδάφη τους στην Μικρά Ασία και εγκωμιάζει την «αντιπολεμική παράδοση» του «τουρκικού αστικού έθνους» και εξυμνεί τη «σοβαρή προσφορά» του στην παγκόσμια πολιτική κουλτούρα των λαών (!)
Η θέση της Κομιντέρν
Όσα γράφονταν στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» και απηχούσαν τις θέσεις του ΣΕΚΕ (Κ) ταυτίζονται με τις θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν), η οποία στο Β’ Συνέδριό της (19 Ιουλίου 1920 με το νέο ημερολόγιο) ειρωνεύεται τον Πρόεδρο των Η.Π.Α., καταδικάζει τη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών και βαφτίζει αβασάνιστα κάθε σύμμαχο της Αντάντ, συνεπώς και την Ελλάδα, «ιμπεριαλιστή». Μάλιστα, εγκωμιάζει τον αγώνα των Τούρκων: «Ο Τουρκικός λαός δεν εννοεί να ανεχθεί την αθλίαν ειρήνην την οποίαν εσχεδίασαν οι εν Λονδίνω εκβιασταί. Δια την επιβολήν της η Αγγλία όπλισε την Ελλάδα εναντίον της Τουρκίας. Ολόκληρος η Βαλκανική Χερσόνησος όπως και η Μικρά Ασία, Έλληνες και Τούρκοι εξ ίσου θα υποστώσι την ερήμωσιν και την καταστροφήν».
Ανάλογα καταδικαστικές, αλλά περισσότερο επικριτικές για την Ελλάδα ήταν οι αποφάσεις της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ). Η απόφαση της Β’ Συνδιάσκεψης που συγκλήθηκε στη Σόφια στις αρχές Μαΐου 1921, διακήρυττε : «Η εθνικιστική πολιτική της Ελληνικής αστικής τάξεως απέτυχε τελείως αφού εδημιούργησε εκατοντάδες χιλιάδες θύματα μέσα από τον Ελληνικό λαό στον τελευταίο πόλεμο της Μικράς Ασίας που ανέλαβε για να ικανοποιήσει τις αχόρταγες ορέξεις της για νέα εδάφη και αγορές, για να στερεώσει τον θρόνο του βασιλιά Κωνσταντίνου και για να προσφέρει εκδούλευση στους υψηλούς προστάτες της του Λονδίνου».
Η απόφαση της Γ’ Συνδιάσκεψης της ΒΚΟ που συγκλήθηκε στη Μόσχα στις 19-22 Ιουλίου 1921 προσδιόριζε τον πόλεμο της Ελλάδας ως «καταχτητικό», «ληστρικό» και «ιμπεριαλιστικό», καλυμμένο «κάτω απ’ τη μάσκα της εθνικής απελευθέρωσης».
Ο Λένιν και ο ιμπεριαλισμός
Βέβαια, οι θέσεις της Κομιντέρν και της ΒΚΟ δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς γνώση της ανάλυσης του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, οι οποίες έχουν θέση «Ευαγγελίου» (canonical status) στον κομμουνιστικό κόσμο. Περιληπτικά, ο Λένιν αναφέρει ότι «ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού». Στην κλασική του μελέτη για τον ιμπεριαλισμό που κυκλοφόρησε το 1917, ο Λένιν αναφέρεται συχνά στις έννοιες «αποικιοποίηση», «αποικιακή πολιτική», «αποικιακές καταστάσεις» και «αποικιακό ζήτημα», ταυτίζει τις αποικίες με τους «μισθωτούς δούλους» και τον «οικονομικό χώρο», δηλαδή τη φθηνή εργασία. Όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις (βενιζελικές και αντιβενιζελικές) δεν σκόπευαν να μετατρέψουν τη Μικρά Ασία σε αποικία.
Η Μικρά Ασία (Ιωνία) αποτελούσε για τους Έλληνες αλύτρωτη «δούλη» περιοχή, η οποία προοριζόταν να προσαρτηθεί και να ενσωματωθεί πλήρως στο ελληνικό κράτος και όλοι οι κάτοικοί της (ομογενείς και μη), θα αποκτούσαν ισονομία και ισοπολιτεία, την ελληνική ιθαγένεια και όλα τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών. Ο Λένιν στην ανάλυσή του ξεχωρίζει τα κράτη που διαθέτουν χρηματική δύναμη από τα υπόλοιπα. Στα «υπόλοιπα» προφανώς εντάσσεται και η Ελλάδα. Στο τέλος της μελέτης του όμως ο Λένιν ταυτίζει τον ιμπεριαλισμό με προσαρτήσεις κάθε λογής εδαφών! Ο Μόμζεν σχολιάζει πως τελικά ο Λένιν ταυτίζει τον καπιταλισμό με τον ιμπεριαλισμό (μάλλον μπερδεύτηκε και ο ίδιος ο Λένιν με όλα όσα έγραφε και στο τέλος του πονήματός του, αναιρεί όσα έγραφε στην αρχή του…).
Βέβαια, οι θεωρίες του Λένιν επηρέασαν και τους Έλληνες κομμουνιστές. Δυστυχώς, στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» του Σεπτεμβρίου 1921 (αρ. 9), δημοσιεύθηκε άρθρο του Βούλγαρου Καμπακτσίεφ, μέλους της Γ' Διεθνούς, στο οποίο ο «Βαλκανικός Πόλεμος του 1912» χαρακτηρίστηκε ως «κατακτητικός» και το «προμήνυμα του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου»!
«Ο πόλεμος αυτός δεν έγινε για την απελευθέρωση, για την ένωση των βαλκανικών λαών, αλλά για το μοίρασμα των τουρκικών κτήσεων στη Βαλκανική, για την κατάκτηση των αγορών και την οικονομική επικράτηση, πράγματα τόσο αναγκαία στην μπορζουαζία των βαλκανικών κρατών… Η μπορζουαζία εν τούτοις κατόρθωσε να αποκρύψει τον πραγματικό του σκοπό… προφασίστηκε πως τον έκανε για τα εθνικά ιδεώδη και έτσι κατάφερε να ρίξει τις μάζες στη σύγκρουση».
Επίλογος
Σύμφωνα λοιπόν με την Κομιντέρν, τη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία και το ΣΕΚΕ, η διαδικασία της εθνικής (εδαφικής) ολοκλήρωσης δεν εθεωρείτο ως εθνική απελευθέρωση και έχανε κάθε νομιμοποίηση, από τη στιγμή που διεξαγόταν από ένα, κατά την άποψή τους, καπιταλιστικό κράτος. Και η καταδίκη της μικρασιατικής εκστρατείας από αυτές δεν έγινε μετά από εξέταση των αιτιών και των σκοπών της, αλλά με την αυθαίρετη και δογματική κατάταξη της Ελλάδας στα καπιταλιστικά κράτη της υφηλίου…
Πηγή: ΣΠΥΡΙΔΩΝ Γ. ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ, «ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΗΪΔΟΣ», βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Τρίτη έκδοση, Οκτώβριος 2020
Ειδήσεις σήμερα:
Κρήτη: Η φωτοβολίδα του διέλυσε το συκώτι - Η μαρτυρία της μητέρας του 33χρονου Μανώλη που σκοτώθηκε
Καθαρά Δευτέρα: Στην ουρά για μία λαγάνα - Πώς λειτουργούν φούρνοι, ζαχαροπλαστεία και αγορές σήμερα (φωτογραφίες)
Κέιτ Μίντλετον: Νέα δημόσια εμφάνιση με τον πρίγκιπα Ουίλιαμ - «Χαρούμενη, υγιής και χαλαρή»
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1920 ο Αλβέρτος Κουριέλ (μέλος της Φεντερασιόν, που είχε εκλεγεί μαζί με τον Α. Σίδερι βουλευτής Θεσσαλονίκης) κατήγγειλε από το βήμα του Κοινοβουλίου ότι: «Οι σήμερον Κυβερνώντες την Ελλάδα φρονούν ότι η εξυπηρέτησις των Εθνικών συμφερόντων εις την σημερινήν Διεθνή κατάστασιν, συμπίπτει με την πολιτικήν την οποίαν διεξάγουν αι Ιμπεριαλιστικαί Δυνάμεις». Σε ερώτηση του Ελευθέριου Βενιζέλου να απαντήσει ξεκάθαρα αν θεωρεί τον πόλεμο στη Μικρά Ασία «κεφαλαιοκρατικόν» και όχι ως «αγώνα περί αποκαταστάσεως Εθνικής όλων των υποδούλων αδελφών», ο Κουριέλ αρνήθηκε να ξεκαθαρίσει τη θέση του. Αλλά ο Α. Σίδερις στη συνεδρίαση της 10ης Σεπτεμβρίου τάχθηκε ρητά «υπέρ της ειρήνης και της αποστρατεύσεως». Δέκα μέρες αργότερα, στην πρώτη εκλογική συγκέντρωση του ΣΕΚΕ στον Πειραιά κυριάρχησε το σύνθημα «Κάτω ο πόλεμος».
Ο Γεώργιος Γεωργιάδης (1892-1970), ένα από ιδρυτικά και ηγετικά στελέχη του ΣΕΚΕ και πρώτος διευθυντής της «Κομμουνιστικής Επιθεωρήσεως» τόνισε στην ομιλία του ότι η πολιτική των σοσιαλιστών ήταν «αντιπολεμική» και πως οι Έλληνες σοσιαλιστές βρίσκονταν σε επαφή με τις σοσιαλιστικές οργανώσεις των άλλων βαλκανικών χωρών για την ίδρυση μιας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, η οποία, σύμφωνα με όσα πίστευαν θα αποτελούσε τη λύση των προβλημάτων της Βαλκανικής και της Εγγύς Ανατολής. Πάντως η αντιπολεμική πολιτική των σοσιαλιστών δεν βρήκε απήχηση στους ψηφοφόρους, καθώς και στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 το ΣΕΚΕ (Κ) έλαβε 45.000 - 50.000 ψήφους και δεν εξέλεξε κανένα βουλευτή. Όμως αυτή η αποτυχία δεν οδήγησε το ΣΕΚΕ (Κ) σε αλλαγή γραμμής πλεύσης. Τον Ιανουάριο του 1921 κυκλοφόρησε η «Κομμουνιστική Επιθεώρησις», το θεωρητικό όργανο του κόμματος. Ο Γ. Γεωργιάδης σε άρθρο του καταδίκασε τη συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία ως «πολιτική των κατακτήσεων υπό της αστικής τάξεως» που εξυπηρετούσε αποκλειστικά τα συμφέροντα της «Ανταντικής(από την Αντάντ) πλουτοκρατίας».
Επίσης, ο Γεωργιάδης χαρακτήρισε την ελληνική εξωτερική πολιτική ως εξαρτημένη από τη Μ. Βρετανία. Αλλά και ο «Ριζοσπάστης» την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος με το οποίο ο Κωνσταντίνος επανήλθε στον θρόνο έγραφε ότι ο ελληνικός λαός που θα πολεμούσε «και πάλιν εξυπηρετών τα οικονομικά των συμμάχων συμφέροντα εις την Άγκυραν και εις το Ικόνιον και εις την Ρωσσίαν και όπου αλλού τυχόν ταύτα κινδυνεύουν».
Ανάλογα δημοσιεύματα συνεχίστηκαν και το επόμενο χρονικό διάστημα. Μετά την αποτυχία της ειρηνευτικής Διάσκεψης των Παρισίων για το μικρασιατικό, ο Γεωργιάδης σε ένα σχεδόν … πανηγυρικό άρθρο έκανε λόγο για «χρεωκοπία του ελληνικού ιμπεριαλισμού». Μετά την κατάρρευση του μετώπου και όσα ακολούθησαν ο Γ. Γεωργιάδης ανήγγειλε στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» (τ. 4, Απρίλιος 1922) την «πολεμικήν χρεωκοπίαν της πλουτοκρατικής Ελλάδος», ενώ στο ίδιο περιοδικό (Δεκέμβριος 1922) δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο, άρθρο του Ινδού κομμουνιστή επαναστάτη και εθνεγέρτη Manabendra Nath Roy, το οποίο λοιδορούσε τη Μεγάλη Ιδέα («το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδος διαλύθηκε») και τον «ελληνικό ιμπεριαλισμό» και εξυμνούσε την τουρκική νίκη, την οποία προσμετρούσε στο ενεργητικό της Σοβιετικής Ένωσης, λόγω της βοήθειας του Λένιν προς τον Κεμάλ, στο πλαίσιο της διεθνούς διαπάλης των Μπολσεβίκων με τους «κεφαλαιοκράτες» της Αντάντ.
Στο ίδιο τεύχος της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης», ο αριστερός δημοσιογράφος Δημήτριος Πουρνάρας έγραφε ότι «οι Έλληνες επαναστάται σοσιαλισταί» παραμένουν «διεθνισταί μέχρι τέλους» και πως ο ελληνικός λαός έπεσε θύμα της «εγκληματικής και άφρονος ιδέας, της Πανελληνίου Ιδέας», την οποία χαρακτήρισε ως «εθνική κατάρα». Και μαρξιστές συγγραφείς, όπως ο Δημήτρης Ψυρούκης, πολλά χρόνια αργότερα ενστερνίζονται τις ίδιες περίπου απόψεις, εμπλουτίζοντας τες μάλιστα με επιπλέον χαρακτηρισμούς: «αντιδραστική», «ρατσιστική», «τυχοδιωκτική», «επεκτατική» και «σοβινιστική», χαρακτηρίζει ο Νίκος Ψυρούκης την «κρατική ιδεολογία της εποχής» και προσθέτει ότι στη Μικρά Ασία δεν «επρόκειτο για ελληνικά εδάφη», αλλά για «ξένες χώρες». Ο Ψυρούκης μάλιστα σχεδόν αγνοεί τις σφαγές εκατοντάδων χιλιάδων Ελληνορθόδοξων στο χρονικό διάστημα 1914-1922 και την εκδίωξη 1,2 εκατομμυρίων ανθρώπων από τα πάτρια εδάφη τους στην Μικρά Ασία και εγκωμιάζει την «αντιπολεμική παράδοση» του «τουρκικού αστικού έθνους» και εξυμνεί τη «σοβαρή προσφορά» του στην παγκόσμια πολιτική κουλτούρα των λαών (!)
Η θέση της Κομιντέρν
Όσα γράφονταν στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» και απηχούσαν τις θέσεις του ΣΕΚΕ (Κ) ταυτίζονται με τις θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν), η οποία στο Β’ Συνέδριό της (19 Ιουλίου 1920 με το νέο ημερολόγιο) ειρωνεύεται τον Πρόεδρο των Η.Π.Α., καταδικάζει τη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών και βαφτίζει αβασάνιστα κάθε σύμμαχο της Αντάντ, συνεπώς και την Ελλάδα, «ιμπεριαλιστή». Μάλιστα, εγκωμιάζει τον αγώνα των Τούρκων: «Ο Τουρκικός λαός δεν εννοεί να ανεχθεί την αθλίαν ειρήνην την οποίαν εσχεδίασαν οι εν Λονδίνω εκβιασταί. Δια την επιβολήν της η Αγγλία όπλισε την Ελλάδα εναντίον της Τουρκίας. Ολόκληρος η Βαλκανική Χερσόνησος όπως και η Μικρά Ασία, Έλληνες και Τούρκοι εξ ίσου θα υποστώσι την ερήμωσιν και την καταστροφήν».
Ανάλογα καταδικαστικές, αλλά περισσότερο επικριτικές για την Ελλάδα ήταν οι αποφάσεις της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ). Η απόφαση της Β’ Συνδιάσκεψης που συγκλήθηκε στη Σόφια στις αρχές Μαΐου 1921, διακήρυττε : «Η εθνικιστική πολιτική της Ελληνικής αστικής τάξεως απέτυχε τελείως αφού εδημιούργησε εκατοντάδες χιλιάδες θύματα μέσα από τον Ελληνικό λαό στον τελευταίο πόλεμο της Μικράς Ασίας που ανέλαβε για να ικανοποιήσει τις αχόρταγες ορέξεις της για νέα εδάφη και αγορές, για να στερεώσει τον θρόνο του βασιλιά Κωνσταντίνου και για να προσφέρει εκδούλευση στους υψηλούς προστάτες της του Λονδίνου».
Η απόφαση της Γ’ Συνδιάσκεψης της ΒΚΟ που συγκλήθηκε στη Μόσχα στις 19-22 Ιουλίου 1921 προσδιόριζε τον πόλεμο της Ελλάδας ως «καταχτητικό», «ληστρικό» και «ιμπεριαλιστικό», καλυμμένο «κάτω απ’ τη μάσκα της εθνικής απελευθέρωσης».
Ο Λένιν και ο ιμπεριαλισμός
Βέβαια, οι θέσεις της Κομιντέρν και της ΒΚΟ δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς γνώση της ανάλυσης του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, οι οποίες έχουν θέση «Ευαγγελίου» (canonical status) στον κομμουνιστικό κόσμο. Περιληπτικά, ο Λένιν αναφέρει ότι «ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού». Στην κλασική του μελέτη για τον ιμπεριαλισμό που κυκλοφόρησε το 1917, ο Λένιν αναφέρεται συχνά στις έννοιες «αποικιοποίηση», «αποικιακή πολιτική», «αποικιακές καταστάσεις» και «αποικιακό ζήτημα», ταυτίζει τις αποικίες με τους «μισθωτούς δούλους» και τον «οικονομικό χώρο», δηλαδή τη φθηνή εργασία. Όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις (βενιζελικές και αντιβενιζελικές) δεν σκόπευαν να μετατρέψουν τη Μικρά Ασία σε αποικία.
Η Μικρά Ασία (Ιωνία) αποτελούσε για τους Έλληνες αλύτρωτη «δούλη» περιοχή, η οποία προοριζόταν να προσαρτηθεί και να ενσωματωθεί πλήρως στο ελληνικό κράτος και όλοι οι κάτοικοί της (ομογενείς και μη), θα αποκτούσαν ισονομία και ισοπολιτεία, την ελληνική ιθαγένεια και όλα τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών. Ο Λένιν στην ανάλυσή του ξεχωρίζει τα κράτη που διαθέτουν χρηματική δύναμη από τα υπόλοιπα. Στα «υπόλοιπα» προφανώς εντάσσεται και η Ελλάδα. Στο τέλος της μελέτης του όμως ο Λένιν ταυτίζει τον ιμπεριαλισμό με προσαρτήσεις κάθε λογής εδαφών! Ο Μόμζεν σχολιάζει πως τελικά ο Λένιν ταυτίζει τον καπιταλισμό με τον ιμπεριαλισμό (μάλλον μπερδεύτηκε και ο ίδιος ο Λένιν με όλα όσα έγραφε και στο τέλος του πονήματός του, αναιρεί όσα έγραφε στην αρχή του…).
Βέβαια, οι θεωρίες του Λένιν επηρέασαν και τους Έλληνες κομμουνιστές. Δυστυχώς, στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» του Σεπτεμβρίου 1921 (αρ. 9), δημοσιεύθηκε άρθρο του Βούλγαρου Καμπακτσίεφ, μέλους της Γ' Διεθνούς, στο οποίο ο «Βαλκανικός Πόλεμος του 1912» χαρακτηρίστηκε ως «κατακτητικός» και το «προμήνυμα του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου»!
«Ο πόλεμος αυτός δεν έγινε για την απελευθέρωση, για την ένωση των βαλκανικών λαών, αλλά για το μοίρασμα των τουρκικών κτήσεων στη Βαλκανική, για την κατάκτηση των αγορών και την οικονομική επικράτηση, πράγματα τόσο αναγκαία στην μπορζουαζία των βαλκανικών κρατών… Η μπορζουαζία εν τούτοις κατόρθωσε να αποκρύψει τον πραγματικό του σκοπό… προφασίστηκε πως τον έκανε για τα εθνικά ιδεώδη και έτσι κατάφερε να ρίξει τις μάζες στη σύγκρουση».
Επίλογος
Σύμφωνα λοιπόν με την Κομιντέρν, τη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία και το ΣΕΚΕ, η διαδικασία της εθνικής (εδαφικής) ολοκλήρωσης δεν εθεωρείτο ως εθνική απελευθέρωση και έχανε κάθε νομιμοποίηση, από τη στιγμή που διεξαγόταν από ένα, κατά την άποψή τους, καπιταλιστικό κράτος. Και η καταδίκη της μικρασιατικής εκστρατείας από αυτές δεν έγινε μετά από εξέταση των αιτιών και των σκοπών της, αλλά με την αυθαίρετη και δογματική κατάταξη της Ελλάδας στα καπιταλιστικά κράτη της υφηλίου…
Πηγή: ΣΠΥΡΙΔΩΝ Γ. ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ, «ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΗΪΔΟΣ», βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Τρίτη έκδοση, Οκτώβριος 2020
Ειδήσεις σήμερα:
Κρήτη: Η φωτοβολίδα του διέλυσε το συκώτι - Η μαρτυρία της μητέρας του 33χρονου Μανώλη που σκοτώθηκε
Καθαρά Δευτέρα: Στην ουρά για μία λαγάνα - Πώς λειτουργούν φούρνοι, ζαχαροπλαστεία και αγορές σήμερα (φωτογραφίες)
Κέιτ Μίντλετον: Νέα δημόσια εμφάνιση με τον πρίγκιπα Ουίλιαμ - «Χαρούμενη, υγιής και χαλαρή»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα