Κυβέρνηση Τσολάκογλου: Η πρώτη ελληνική κατοχική κυβέρνηση
21.04.2024
09:25
Τα «πεπραγμένα» της κυβέρνησης Τσολάκογλου, ο φοβερός λιμός του 1941-1942 και το τέλος του πρώτου κατοχικού πρωθυπουργού.
Στις 30 Απριλίου 1941, στο κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων, τη σημερινή Βουλή, ορκίστηκε η πρώτη ελληνική κυβέρνηση συνεργασίας με τους Γερμανούς κατακτητές, με πρωθυπουργό τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου. Για την κυβέρνηση Τσολάκογλου και τον ίδιο έχουν γραφτεί πάρα πολλά. Θα αναφερθούμε σήμερα στην δεκαοχτάμηνη περίπου θητεία της κυβέρνησης Τσολάκογλου αλλά και στον φοβερό λιμό του χειμώνα 1941-1942 που είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων Ελληνίδων και Ελλήνων κάθε ηλικίας.
Ποιος ήταν ο Γεώργιος Τσολάκογλου;
Ο Γεώργιος Τσολάκογλου γεννήθηκε στη Ρεντίνα Αγράφων το 1886. Φοίτησε σε Σχολή Υπαξιωματικών και ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός Πεζικού το 1912, Υπολοχαγός το 1913, Λοχαγός το 1915, Ταγματάρχης το 1918 και Αντισυνταγματάρχης το 1923. Στη διάρκεια των χρόνων αυτών πήρε μέρος σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις και διακρίθηκε τόσο ως διοικητής μάχιμων μονάδων όσο και ως επιτελικός αξιωματικός. Το 1934 έγινε Υποστράτηγος και το 1940 Αντιστράτηγος. Το 1938 ως στρατιωτικός διοικητής Κρήτης συνέβαλε στην καταστολή του αντιμεταξικού κινήματος που ξέσπασε στη Μεγαλόνησο. Το 1939 ο Τσολάκογλου έγινε Διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού και είχε σημαντική συμβολή στις επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941.
Λίγες μέρες μετά τη γερμανική επίθεση, ο Τσολάκογλου επικαλούμενος το ανέφικτο της συνέχισης του αγώνα πήρε την πρωτοβουλία της συνθηκολόγησης. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Παπάγος ήρθε σε συνεννόηση με τους διοικητές του Α’ και Β’ Σώματος Στρατού (Αντιστράτηγο Δεμέστιχα και Υποστράτηγο Μπάκο αντίστοιχα) και αφού στασίασε και παραμέρισε τον διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου Αντιστράτηγο Πιτσίκα, προχώρησε, παρά τις αντίθετες διαταγές της κυβέρνησης και της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας σε «αυτόβουλο συνθηκολόγηση» με τον εχθρό. Η συνθηκολόγηση αυτή περιελάμβανε τα δύο ελληνογερμανικά πρωτόκολλα της 20ης και 21ης Απριλίου που αργότερα εμφανίστηκαν ως αποδείξεις «έντιμης παράδοσης».
Η κυβέρνηση Τσολάκογλου
Ο Αλέξανδρος Κορυζής που διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία τον Ιωάννη Μεταξά στις 6 Απριλίου 1941, ημέρα εισβολής των Ναζί στην Ελλάδα, προήδρευσε στο υπουργικό συμβούλιο και αφού συναντήθηκε με τον βασιλιά Γεώργιο Β’ απέρριψε το γερμανικό τελεσίγραφο παράδοσης της χώρας μας. Στις 18 Απριλίου 1941 αυτοκτόνησε στο σπίτι του με δύο (!) σφαίρες (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 29/11/2020). Ακολούθως, την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Εμμανουήλ Τσουδερός, που αναγκάστηκε όμως σύντομα με τον βασιλιά Γεώργιο και την κυβέρνησή του, να μεταβούν στην Κρήτη.
Ποιος ήταν ο Γεώργιος Τσολάκογλου;
Ο Γεώργιος Τσολάκογλου γεννήθηκε στη Ρεντίνα Αγράφων το 1886. Φοίτησε σε Σχολή Υπαξιωματικών και ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός Πεζικού το 1912, Υπολοχαγός το 1913, Λοχαγός το 1915, Ταγματάρχης το 1918 και Αντισυνταγματάρχης το 1923. Στη διάρκεια των χρόνων αυτών πήρε μέρος σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις και διακρίθηκε τόσο ως διοικητής μάχιμων μονάδων όσο και ως επιτελικός αξιωματικός. Το 1934 έγινε Υποστράτηγος και το 1940 Αντιστράτηγος. Το 1938 ως στρατιωτικός διοικητής Κρήτης συνέβαλε στην καταστολή του αντιμεταξικού κινήματος που ξέσπασε στη Μεγαλόνησο. Το 1939 ο Τσολάκογλου έγινε Διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού και είχε σημαντική συμβολή στις επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941.
Λίγες μέρες μετά τη γερμανική επίθεση, ο Τσολάκογλου επικαλούμενος το ανέφικτο της συνέχισης του αγώνα πήρε την πρωτοβουλία της συνθηκολόγησης. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Παπάγος ήρθε σε συνεννόηση με τους διοικητές του Α’ και Β’ Σώματος Στρατού (Αντιστράτηγο Δεμέστιχα και Υποστράτηγο Μπάκο αντίστοιχα) και αφού στασίασε και παραμέρισε τον διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου Αντιστράτηγο Πιτσίκα, προχώρησε, παρά τις αντίθετες διαταγές της κυβέρνησης και της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας σε «αυτόβουλο συνθηκολόγηση» με τον εχθρό. Η συνθηκολόγηση αυτή περιελάμβανε τα δύο ελληνογερμανικά πρωτόκολλα της 20ης και 21ης Απριλίου που αργότερα εμφανίστηκαν ως αποδείξεις «έντιμης παράδοσης».
Η κυβέρνηση Τσολάκογλου
Ο Αλέξανδρος Κορυζής που διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία τον Ιωάννη Μεταξά στις 6 Απριλίου 1941, ημέρα εισβολής των Ναζί στην Ελλάδα, προήδρευσε στο υπουργικό συμβούλιο και αφού συναντήθηκε με τον βασιλιά Γεώργιο Β’ απέρριψε το γερμανικό τελεσίγραφο παράδοσης της χώρας μας. Στις 18 Απριλίου 1941 αυτοκτόνησε στο σπίτι του με δύο (!) σφαίρες (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 29/11/2020). Ακολούθως, την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Εμμανουήλ Τσουδερός, που αναγκάστηκε όμως σύντομα με τον βασιλιά Γεώργιο και την κυβέρνησή του, να μεταβούν στην Κρήτη.
Στις 26 Απριλίου ο Τσολάκογλου πρότεινε στους Γερμανούς να αναλάβει τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνεργασίας προσφέροντας «ένα δώρο εξ ουρανού», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά ο Υπουργός Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ. Οι Γερμανοί απάντησαν άμεσα και θετικά στην πρόταση Τσολάκογλου και άσκησαν μάλιστα έντονες πιέσεις στους Ιταλούς συμμάχους τους να αποδεχθούν τη λύση αυτή, καθώς οι Ιταλοί προτιμούσαν μια απευθείας στρατιωτική κατοχή χωρίς την ύπαρξη ελληνικής κυβέρνησης όπως είχαν κάνει οι Ναζί στην περίπτωση της Πολωνίας.
Οι Γερμανοί με τη «λύση Τσολάκογλου» βρήκαν ένα πρόσωπο με το οποίο θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν όσα ζητήματα προέκυπταν μετά τη στρατιωτική κατοχή της χώρας, θα απέφευγαν μια πιθανή αιματοχυσία για την κατάληψη των νησιών του Αιγαίου και θα κέρδιζαν πολύτιμο χρόνο, καθώς βρίσκονταν στο τελικό στάδιο σχεδιασμού της μεγάλης στρατιωτικής επιχείρησης για την εισβολή στην ΕΣΣΔ που ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου 1941. Ακόμα και ο ίδιος ο Χίτλερ επεδίωκε τη συγκρότηση μιας ελληνικής κυβέρνησης. Σε εντολή του, τις πρώτες μέρες της Κατοχής ανέφερε ότι στον τομέα της διοίκησης των κατεχόμενων ελληνικών εδαφών «πρέπει, όσο το δυνατόν, να χρησιμοποιηθεί η ελληνική διοίκηση και να αποφεύγεται η επέμβαση των γερμανικών υπηρεσιών». Οι Ναζί βοηθήθηκαν έτσι στην επίτευξη ενός από τους σημαντικότερους στόχους τους: στην ομαλότερη δυνατή μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας στη νέα κατοχική πραγματικότητα.
Λίγο πριν τις 11 το πρωί της 30ης Απριλίου 1941, ο πρωθιερέας του Αγίου Γεωργίου Καρύτση ξεκίνησε στα Παλαιά Ανάκτορα, τη σημερινή Βουλή, τη διαδικασία ορκωμοσίας της κυβέρνησης Τσολάκογλου, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει την κυβέρνηση αυτή, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κυβέρνηση στρατηγών» του πολέμου 1940-1941, καθώς σε αυτή συμμετείχαν οχτώ Στρατηγοί που διοίκησαν μεγάλα τμήματα στρατού στο αλβανικό και το μακεδονικό μέτωπο (Δεμέστιχας, Πολύζος, Μάρκος, Μουτούσης, Κατσιμήτρος, Ρουσσόπουλος, Μπάκος, Ρίζος – Ραγκαβής). Οι υπόλοιποι Υπουργοί προέρχονταν από το Λαϊκό Κόμμα. Ο γιατρός Σωτήριος Γκοτζαμάνης, Υπουργός Πρόνοιας στην κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη (1932-1933), ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών και ο δικηγόρος Αντώνιος Λιβιεράτος, βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος το 1935, ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο επιχειρηματίας και εμπορικός αντιπρόσωπος γερμανικών εταιρειών στην Ελλάδα Πλάτων Χατζημιχάλης ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και ο καθηγητής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος έγινε Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Εθνικής Πρόνοιας. Η κυβέρνηση αυτή ουσιαστικά διαχώρισε τους στρατιωτικούς σε ήρωες του αλβανικού μετώπου και σε αυτούς που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Η συμμετοχή αξιωματικών στην πρώτη ελληνική κυβέρνηση διευκόλυνε την επικοινωνία ανάμεσα σε Ελληνικό Στρατό, που παρουσίαζε βέβαια σημάδια αποσύνθεσης, και στις Αρχές Κατοχής. Το Υπουργείο Στρατιωτικών αποτελούσε μηχανισμό διαχείρισης και αξιοποίησης των «άνεργων» αξιωματικών. Όπως φάνηκε από το νομοθετικό έργο, τόσο της κυβέρνησης Τσολάκογλου, όσο και των άλλων δύο κατοχικών (Λογοθετόπουλου και Ράλλη) με την παροχή συντάξεων, βαθμών και με διορισμούς σε θέσεις ευθύνης, οι κυβερνήσεις πέτυχαν να δημιουργήσουν σχέσεις εξάρτησης με όσους αξιωματικούς που παρέμειναν στη χώρα. Αρκετοί από αυτούς στελέχωσαν αργότερα τον κατοχικό κρατικό μηχανισμό και τα Τάγματα Ασφαλείας. Σε ραδιοφωνικό του διάγγελμα το προηγούμενο βράδυ της ορκωμοσίας του ο Τσολάκογλου έδωσε δύο εξηγήσεις για τη στάση του και μια υπόσχεση στον ελληνικό λαό. Δικαιολόγησε την απόφασή του να συνεργαστεί με τους Ναζί λέγοντας ότι η συνέχιση του πολέμου θα ισοδυναμούσε «με σφαγιασμόν και αυτοκτονίαν». Επίσης τόνισε ότι η κυβέρνηση «που ετράπη εις φυγήν» (αναφερόταν στην Κυβέρνηση Τσουδερού και τον βασιλιά Γεώργιο Β’ που έφυγαν για την Κρήτη) έχασε κάθε ίχνος νομιμοποίησης και ότι πλέον η νόμιμη κυβέρνηση ήταν η δική του καθώς αντλούσε την εξουσία της από την κυρίαρχη θέληση του ελληνικού λαού.
Ο Τσολάκογλου έδωσε επίσης την υπόσχεση ότι «καθένας από σας θα αισθάνεται ότι υφίσταται Ελληνική Κυβέρνησις, ήτις (η οποία) στοργικώς και με όλας τας δυνάμεις θα προσπαθεί να σας ανακουφίσει από το βαρύ φορτίον που επεσώρευσεν ο πόλεμος» και ότι η κυβέρνησή του θα εξυπηρετούσε αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα του ελληνικού λαού «μακράν παντός ξένου συμφέροντος και οδηγούμενοι απλώς και μόνον από το ακραιφνές ελληνικόν συμφέρον».
Ωστόσο η κυβέρνηση Τσολάκογλου απέτυχε παταγωδώς στα αιτήματά της προς τους κατακτητές. Στις 10 Μαΐου 1941 ο Χίτλερ ανακοίνωσε την παράδοση της Ελλάδας στην προστασία της Ιταλίας που είχε ηττηθεί κατά κράτος από τον Ελληνικό Στρατό. Την ίδια μέρα οι Ναζί παραχώρησαν στους συμμάχους τους Βούλγαρους την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη εκτός από τη ζώνη των συνόρων στον Έβρο που παρέμεινε υπό γερμανική διοίκηση.
Θέλοντας να εδραιωθεί και να νομιμοποιήσει στη συνείδηση του ελληνικού λαού την κυβέρνησή του, ο Τσολάκογλου αναζήτησε στήριξη από το αδρανές, λόγω της δικτατορίας Μεταξά, πολιτικό προσωπικό της χώρας εκτός από τους κομμουνιστές. Στις 8 Μαΐου 1941 μετά από πρόσκλησή του ο Τσολάκογλου, συναντήθηκε με τους: Θ. Πάγκαλο, Σ. Γονατά, Α. Οθωναίο, Δ. Μάξιμο, Κ. Τσαλδάρη, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλο, Β. Δεληγιάννη, Γεώργιο Πεσμαζόγλου, Γ. Μερκούρη και Περικλή Ράλλη. Όλοι στήριξαν τον Τσολάκογλου καθώς «αναγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθεί εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεως και ειλικρινώς». Ανεξάρτητα από το τι είπαν στον Τσολάκογλου στη διάρκεια της συνάντησής τους, οι πολιτικοί που αναφέραμε, έκαναν βαρύτατο λάθος που δέχτηκαν να μιλήσουν μαζί του. Στη δίκη του που έγινε μετά τον πόλεμο, ο Τσολάκογλου επικαλέστηκε τόσο αυτή τη συνάντηση όσο και τη στήριξη που έλαβε από διάφορους οικονομικούς, εκπαιδευτικούς και επαγγελματικούς φορείς για να διαμοιράσει τις ευθύνες του. Μάλιστα έριξε τις ευθύνες στις κυβερνήσεις Μεταξά, Κορυζή και Τσουδερού και ισχυρίστηκε ότι η επίθεση των Γερμανών στην Ελλάδα οφειλόταν σε λανθασμένους χειρισμούς των προκατόχων του. Οι Γερμανοί σύμφωνα πάντα με τον Τσολάκογλου, αναγκάστηκαν να επιτεθούν στην Ελλάδα λόγω της προκλητικής συμμαχίας των προηγούμενων κυβερνήσεων με τους Βρετανούς!
Οι Γερμανοί, ισχυριζόταν ο Τσολάκογλου, δεν ήταν εχθροί του ελληνικού λαού και συνεπώς η συνεργασία μαζί τους δεν αποτελούσε προδοσία! Από τις πρώτες μέρες της θητείας της, η κυβέρνηση Τσολάκογλου άρχισε τα κατευθυνόμενα δημοσιεύματα στον Τύπο που εγκωμίαζαν τα μέτρα που λαμβάνονταν με στόχο την εξυγίανση της πολιτικής και οικονομικής ζωής. Ωστόσο, με νομοθετικό διάταγμα απαγόρευε κάθε εκδήλωση για τον διεξαγόμενο πόλεμο, ενώ προβλεπόταν φυλάκιση τριών μηνών και εκτοπισμός έξι μηνών σε όσους επικρίνον άμεσα ή έμμεσα με λόγους ή έργα τη δράση των κατακτητών!
Παράλληλα, τον Νοέμβριο του 1941 αποφασίστηκε η προσωρινή απόλυση από τις φυλακές ακόμα και βαρυποινιτών. Από τις αποφυλακίσεις εξαιρούνταν οι μαυραγορίτες, όσοι είχαν λάβει μέρος σε εκδηλώσεις εναντίον των κατακτητών ή είχαν καταδικαστεί από αυτές και οι κομμουνιστές.
Με την ιδιότητα του Υπουργού Εσωτερικών, ο Τσολάκογλου έδωσε μεγάλες εξουσίες στη Χωροφυλακή, ενώ φρόντισε μέσω μιας «ευγενούς χειρονομίας των Ιταλικών Αρχών» για τον επισιτισμό των ανδρών της, προκειμένου οι Χωροφύλακες να ασχοληθούν απερίσπαστοι στο έργο της διεξαγωγής του αγώνα κατά του εσωτερικού εχθρού της Πατρίδος». Ποιος ήταν ο εσωτερικός εχθρός; Τα «κακοποιά στοιχεία» και οι «εχθροί της τάξεως». Η εγκύκλιος αυτή εκδόθηκε μετά τη λήξη της πρώτης μεγάλης απεργιακής κινητοποίησης των δημοσίων υπαλλήλων τον Απρίλιο του 1942. Την ίδια ώρα που ο ελληνικός λαός λιμοκτονούσε, ο Τσολάκογλου αδιαφορούσε και ενδιαφερόταν για την κατάπνιξη κάθε αντιστασιακής δράσης. Τον Μάρτιο του 1942 με διάταγμα επιβλήθηκε λογοκρισία στην καλλιτεχνική και πνευματική παραγωγή και έκφραση. Με αυτό απαγορευόταν θεατρικά έργα, δίσκοι γραμμόφωνου και κινηματογραφικές ταινίες που πρόσβαλλαν τη χριστιανική θρησκεία και τα δημόσια ήθη ή υπονόμευαν τις υγιείς παραδόσεις και τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Η φιλογερμανική στάση ορισμένων στελεχών της κυβέρνησης Τσολάκογλου ξεπέρασε κάθε όριο. Ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης Υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος προσπαθούσε να συγκροτήσει την «Κυανόλευκη Μεραρχία» ένα ελληνικό στρατιωτικό τμήμα που με στολές της Βέρμαχτ (!) θα πολεμούσε εναντίον των Σοβιετικών στο ανατολικό μέτωπο. Όταν ο Ορέστης Παπαπαναγιώτου, μέλος της διοίκησης της Πανελλήνιας Ένωσης Εφέδρων αξιωματικών επισκέφθηκε τον Μπάκο ζητώντας να απορροφηθούν οι άνεργοι έφεδροι αυτός του πρότεινε να στελεχώσουν μια ελληνική λεγεώνα και να πολεμήσουν στο Ανατολικό Μέτωπο! Το εγχείρημα αυτό απέτυχε επειδή βρήκε ελάχιστη απήχηση στον ελληνικό λαό(Χάγκεν Φλάισερ) αλλά και επειδή οι Ιταλοί φοβούνταν την ύπαρξη ενόπλου ελληνικού εκστρατευτικού σώματος καθώς θεωρούσαν ότι εγκυμονούσε κινδύνους για την ασφάλειά τους!
Ο φοβερός λιμός του χειμώνα 1941-1942
Η κυβέρνηση Τσολάκογλου όχι μόνο δεν προστάτευσε τους Έλληνες από τις δυνάμεις Κατοχής όπως υποσχέθηκε, αλλά δεν έκανε τίποτα για να προστατεύσει την ελληνική οικονομία από τη λεηλασία στρατιωτικού υλικού, χρυσών νομισμάτων, ορυκτών και χημικών προϊόντων, ειδών διατροφής, αλλά και κάθε είδους αποθεμάτων από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Απέτυχε επίσης τελείως στην υποχρεωτική συγκέντρωση της γεωργικής παραγωγής, κάτι που προκάλεσε τεράστια προβλήματα τροφοδοσίας, κυρίως στα αστικά κέντρα. Δεν μπόρεσε να πατάξει τη μαύρη αγορά που εξαφάνιζε τα είδη πρώτης ανάγκης από τη νόμιμη αγορά. Αλλά κι όταν υπήρχαν τρόφιμα στην αγορά ήταν αδύνατη η αγορά τους καθώς οι τιμές ήταν απλησίαστες. Θα μπορούσαν να εφαρμοστούν μέτρα για την αντιμετώπιση της παραοικονομίας και της μαύρης αγοράς, όπως η επιβολή υψηλής φορολόγησης στις μεταβιβάσεις ακινήτων και περιορισμός στη χρήση χρυσών λιρών Αγγλίας, η κυβέρνηση Τσολάκογλου όμως δεν έκανε απολύτως τίποτα. Όταν στο τέλος του καλοκαιριού του 1942 επισκέφθηκε την Ελλάδα ο Πολ Μαν, πρόεδρος της Επιτροπής Διαχειρίσεως Βοηθημάτων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού αντίκρισε ζοφερή εικόνα στα κρατικά συσσίτια: «… δεν μπορούσε να απομείνει αμφιβολία ότι ολόκληρο το σύστημα των λαϊκών συσσιτίων αποτελούσε ένα τεράστιο σκάνδαλο με κύριους συντελεστές τη διαφθορά και τη σπατάλη». Ίσως μεγαλύτερο από όλα τα δεινά που προκάλεσε η κυβέρνηση Τσολάκογλου είναι ότι έμεινε θεατής στη μεγαλύτερη επισιτιστική κρίση από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. 250.000 νεκροί από τις άμεσες και έμμεσες συνέπειες του χειρότερου λιμού στην Ευρώπη, δεν συγκίνησαν την κυβέρνηση Τσολάκογλου.
Η παραίτηση Τσολάκογλου, η δίκη και ο θάνατός του
Ο Γ. Τσολάκογλου παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία στις 2 Δεκεμβρίου 1942 και ιδιώτευσε. Τον διαδέχθηκε ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησής του Λογοθετόπουλος. Αμέσως μετά την απελευθέρωση συνελήφθη και φυλακίστηκε στις Φυλακές Αβέρωφ. Παραπέμφθηκε σε δίκη που ξεκίνησε στις 21 Φεβρουαρίου 1945 και ολοκληρώθηκε στις 21 Μαΐου 1945.
Ο Τσολάκογλου καταδικάστηκε σε θάνατο όμως το ίδιο δικαστήριο ζήτησε τη μετατροπή της ποινής του σε ισόβια, λόγω της εξαιρετικής δράσης του κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Το Συμβούλιο Χαρίτων στις 19 Αυγούστου 1945 όντως μετέτρεψε την ποινή του σε ισόβια. Ο Τσολάκογλου μεταφέρθηκε στις φυλακές Ζελιώτη (στο κτίριο του Μινιόν). Προσβλήθηκε όμως από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε για ένα χρόνο στο ΝΙΜΙΤΣ και στις 22 Μαΐου 1948 πέθανε πάμφτωχος.
Είχε άλλη επιλογή ο Γεώργιος Τσολάκογλου;
Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν τον Τσολάκογλου συνεργάτη των Γερμανών και προδότη. Οι λίγοι υποστηρικτές του αντιτείνουν ότι πολεμώντας στο μέτωπο και βλέποντας την αδυναμία των ελληνικών δυνάμεων απέναντι στους πολυάριθμους και άρτια εξοπλισμένους Γερμανούς και τη λιποψυχία των πολιτικών, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Μεταξά και την απροθυμία των Συμμάχων να βοηθήσουν την Ελλάδα, προτίμησε να υπογράψει τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, γλιτώνοντας έτσι τον Στρατό μας από ολοκληρωτικό αφανισμό και τον ελληνικό λαό από τραγικές συνέπειες. Με τη συνθηκολόγηση εξάλλου, βοήθησε στην αναδίπλωση των ελληνικών δυνάμεων και των βρετανικών που βρίσκονταν στη χώρα μας, πρώτα στην Κρήτη και μετά στη Μέση Ανατολή.
Διαφωνούμε με την άποψη αυτή και θεωρούμε ότι ακόμα και οι μεγάλες νίκες του στο αλβανικό μέτωπο στιγματίστηκαν και κηλιδώθηκαν από την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας και της συνεργασίας του με τους Γερμανούς και όσα διαδραματίστηκαν στη διάρκειά της.
Πηγές:
Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «ΟΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Γ’ ΈΚΔΟΣΗ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2024
Σχετική βιβλιογραφία: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», ΤΟΜΟΣ Α’, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, 2013
Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», Εκδόσεις Παπαζήση, 1995
Ειδήσεις σήμερα:
Εορταστικό ωράριο Πάσχα 2024: Ποιες μέρες θα είναι κλειστά τα καταστήματα
Συνεχίζεται το λουτρό αίματος στη Γάζα: 14 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν χθες στη Δυτική Όχθη
Ελεονώρα Μελέτη: Επί τρία χρόνια κάθε μέρα «δολοφονούσαν» την προσωπικότητα μου
Οι Γερμανοί με τη «λύση Τσολάκογλου» βρήκαν ένα πρόσωπο με το οποίο θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν όσα ζητήματα προέκυπταν μετά τη στρατιωτική κατοχή της χώρας, θα απέφευγαν μια πιθανή αιματοχυσία για την κατάληψη των νησιών του Αιγαίου και θα κέρδιζαν πολύτιμο χρόνο, καθώς βρίσκονταν στο τελικό στάδιο σχεδιασμού της μεγάλης στρατιωτικής επιχείρησης για την εισβολή στην ΕΣΣΔ που ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου 1941. Ακόμα και ο ίδιος ο Χίτλερ επεδίωκε τη συγκρότηση μιας ελληνικής κυβέρνησης. Σε εντολή του, τις πρώτες μέρες της Κατοχής ανέφερε ότι στον τομέα της διοίκησης των κατεχόμενων ελληνικών εδαφών «πρέπει, όσο το δυνατόν, να χρησιμοποιηθεί η ελληνική διοίκηση και να αποφεύγεται η επέμβαση των γερμανικών υπηρεσιών». Οι Ναζί βοηθήθηκαν έτσι στην επίτευξη ενός από τους σημαντικότερους στόχους τους: στην ομαλότερη δυνατή μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας στη νέα κατοχική πραγματικότητα.
Λίγο πριν τις 11 το πρωί της 30ης Απριλίου 1941, ο πρωθιερέας του Αγίου Γεωργίου Καρύτση ξεκίνησε στα Παλαιά Ανάκτορα, τη σημερινή Βουλή, τη διαδικασία ορκωμοσίας της κυβέρνησης Τσολάκογλου, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει την κυβέρνηση αυτή, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κυβέρνηση στρατηγών» του πολέμου 1940-1941, καθώς σε αυτή συμμετείχαν οχτώ Στρατηγοί που διοίκησαν μεγάλα τμήματα στρατού στο αλβανικό και το μακεδονικό μέτωπο (Δεμέστιχας, Πολύζος, Μάρκος, Μουτούσης, Κατσιμήτρος, Ρουσσόπουλος, Μπάκος, Ρίζος – Ραγκαβής). Οι υπόλοιποι Υπουργοί προέρχονταν από το Λαϊκό Κόμμα. Ο γιατρός Σωτήριος Γκοτζαμάνης, Υπουργός Πρόνοιας στην κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη (1932-1933), ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών και ο δικηγόρος Αντώνιος Λιβιεράτος, βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος το 1935, ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο επιχειρηματίας και εμπορικός αντιπρόσωπος γερμανικών εταιρειών στην Ελλάδα Πλάτων Χατζημιχάλης ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και ο καθηγητής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος έγινε Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Εθνικής Πρόνοιας. Η κυβέρνηση αυτή ουσιαστικά διαχώρισε τους στρατιωτικούς σε ήρωες του αλβανικού μετώπου και σε αυτούς που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Η συμμετοχή αξιωματικών στην πρώτη ελληνική κυβέρνηση διευκόλυνε την επικοινωνία ανάμεσα σε Ελληνικό Στρατό, που παρουσίαζε βέβαια σημάδια αποσύνθεσης, και στις Αρχές Κατοχής. Το Υπουργείο Στρατιωτικών αποτελούσε μηχανισμό διαχείρισης και αξιοποίησης των «άνεργων» αξιωματικών. Όπως φάνηκε από το νομοθετικό έργο, τόσο της κυβέρνησης Τσολάκογλου, όσο και των άλλων δύο κατοχικών (Λογοθετόπουλου και Ράλλη) με την παροχή συντάξεων, βαθμών και με διορισμούς σε θέσεις ευθύνης, οι κυβερνήσεις πέτυχαν να δημιουργήσουν σχέσεις εξάρτησης με όσους αξιωματικούς που παρέμειναν στη χώρα. Αρκετοί από αυτούς στελέχωσαν αργότερα τον κατοχικό κρατικό μηχανισμό και τα Τάγματα Ασφαλείας. Σε ραδιοφωνικό του διάγγελμα το προηγούμενο βράδυ της ορκωμοσίας του ο Τσολάκογλου έδωσε δύο εξηγήσεις για τη στάση του και μια υπόσχεση στον ελληνικό λαό. Δικαιολόγησε την απόφασή του να συνεργαστεί με τους Ναζί λέγοντας ότι η συνέχιση του πολέμου θα ισοδυναμούσε «με σφαγιασμόν και αυτοκτονίαν». Επίσης τόνισε ότι η κυβέρνηση «που ετράπη εις φυγήν» (αναφερόταν στην Κυβέρνηση Τσουδερού και τον βασιλιά Γεώργιο Β’ που έφυγαν για την Κρήτη) έχασε κάθε ίχνος νομιμοποίησης και ότι πλέον η νόμιμη κυβέρνηση ήταν η δική του καθώς αντλούσε την εξουσία της από την κυρίαρχη θέληση του ελληνικού λαού.
Ο Τσολάκογλου έδωσε επίσης την υπόσχεση ότι «καθένας από σας θα αισθάνεται ότι υφίσταται Ελληνική Κυβέρνησις, ήτις (η οποία) στοργικώς και με όλας τας δυνάμεις θα προσπαθεί να σας ανακουφίσει από το βαρύ φορτίον που επεσώρευσεν ο πόλεμος» και ότι η κυβέρνησή του θα εξυπηρετούσε αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα του ελληνικού λαού «μακράν παντός ξένου συμφέροντος και οδηγούμενοι απλώς και μόνον από το ακραιφνές ελληνικόν συμφέρον».
Ωστόσο η κυβέρνηση Τσολάκογλου απέτυχε παταγωδώς στα αιτήματά της προς τους κατακτητές. Στις 10 Μαΐου 1941 ο Χίτλερ ανακοίνωσε την παράδοση της Ελλάδας στην προστασία της Ιταλίας που είχε ηττηθεί κατά κράτος από τον Ελληνικό Στρατό. Την ίδια μέρα οι Ναζί παραχώρησαν στους συμμάχους τους Βούλγαρους την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη εκτός από τη ζώνη των συνόρων στον Έβρο που παρέμεινε υπό γερμανική διοίκηση.
Θέλοντας να εδραιωθεί και να νομιμοποιήσει στη συνείδηση του ελληνικού λαού την κυβέρνησή του, ο Τσολάκογλου αναζήτησε στήριξη από το αδρανές, λόγω της δικτατορίας Μεταξά, πολιτικό προσωπικό της χώρας εκτός από τους κομμουνιστές. Στις 8 Μαΐου 1941 μετά από πρόσκλησή του ο Τσολάκογλου, συναντήθηκε με τους: Θ. Πάγκαλο, Σ. Γονατά, Α. Οθωναίο, Δ. Μάξιμο, Κ. Τσαλδάρη, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλο, Β. Δεληγιάννη, Γεώργιο Πεσμαζόγλου, Γ. Μερκούρη και Περικλή Ράλλη. Όλοι στήριξαν τον Τσολάκογλου καθώς «αναγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθεί εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεως και ειλικρινώς». Ανεξάρτητα από το τι είπαν στον Τσολάκογλου στη διάρκεια της συνάντησής τους, οι πολιτικοί που αναφέραμε, έκαναν βαρύτατο λάθος που δέχτηκαν να μιλήσουν μαζί του. Στη δίκη του που έγινε μετά τον πόλεμο, ο Τσολάκογλου επικαλέστηκε τόσο αυτή τη συνάντηση όσο και τη στήριξη που έλαβε από διάφορους οικονομικούς, εκπαιδευτικούς και επαγγελματικούς φορείς για να διαμοιράσει τις ευθύνες του. Μάλιστα έριξε τις ευθύνες στις κυβερνήσεις Μεταξά, Κορυζή και Τσουδερού και ισχυρίστηκε ότι η επίθεση των Γερμανών στην Ελλάδα οφειλόταν σε λανθασμένους χειρισμούς των προκατόχων του. Οι Γερμανοί σύμφωνα πάντα με τον Τσολάκογλου, αναγκάστηκαν να επιτεθούν στην Ελλάδα λόγω της προκλητικής συμμαχίας των προηγούμενων κυβερνήσεων με τους Βρετανούς!
Οι Γερμανοί, ισχυριζόταν ο Τσολάκογλου, δεν ήταν εχθροί του ελληνικού λαού και συνεπώς η συνεργασία μαζί τους δεν αποτελούσε προδοσία! Από τις πρώτες μέρες της θητείας της, η κυβέρνηση Τσολάκογλου άρχισε τα κατευθυνόμενα δημοσιεύματα στον Τύπο που εγκωμίαζαν τα μέτρα που λαμβάνονταν με στόχο την εξυγίανση της πολιτικής και οικονομικής ζωής. Ωστόσο, με νομοθετικό διάταγμα απαγόρευε κάθε εκδήλωση για τον διεξαγόμενο πόλεμο, ενώ προβλεπόταν φυλάκιση τριών μηνών και εκτοπισμός έξι μηνών σε όσους επικρίνον άμεσα ή έμμεσα με λόγους ή έργα τη δράση των κατακτητών!
Παράλληλα, τον Νοέμβριο του 1941 αποφασίστηκε η προσωρινή απόλυση από τις φυλακές ακόμα και βαρυποινιτών. Από τις αποφυλακίσεις εξαιρούνταν οι μαυραγορίτες, όσοι είχαν λάβει μέρος σε εκδηλώσεις εναντίον των κατακτητών ή είχαν καταδικαστεί από αυτές και οι κομμουνιστές.
Με την ιδιότητα του Υπουργού Εσωτερικών, ο Τσολάκογλου έδωσε μεγάλες εξουσίες στη Χωροφυλακή, ενώ φρόντισε μέσω μιας «ευγενούς χειρονομίας των Ιταλικών Αρχών» για τον επισιτισμό των ανδρών της, προκειμένου οι Χωροφύλακες να ασχοληθούν απερίσπαστοι στο έργο της διεξαγωγής του αγώνα κατά του εσωτερικού εχθρού της Πατρίδος». Ποιος ήταν ο εσωτερικός εχθρός; Τα «κακοποιά στοιχεία» και οι «εχθροί της τάξεως». Η εγκύκλιος αυτή εκδόθηκε μετά τη λήξη της πρώτης μεγάλης απεργιακής κινητοποίησης των δημοσίων υπαλλήλων τον Απρίλιο του 1942. Την ίδια ώρα που ο ελληνικός λαός λιμοκτονούσε, ο Τσολάκογλου αδιαφορούσε και ενδιαφερόταν για την κατάπνιξη κάθε αντιστασιακής δράσης. Τον Μάρτιο του 1942 με διάταγμα επιβλήθηκε λογοκρισία στην καλλιτεχνική και πνευματική παραγωγή και έκφραση. Με αυτό απαγορευόταν θεατρικά έργα, δίσκοι γραμμόφωνου και κινηματογραφικές ταινίες που πρόσβαλλαν τη χριστιανική θρησκεία και τα δημόσια ήθη ή υπονόμευαν τις υγιείς παραδόσεις και τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Η φιλογερμανική στάση ορισμένων στελεχών της κυβέρνησης Τσολάκογλου ξεπέρασε κάθε όριο. Ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης Υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος προσπαθούσε να συγκροτήσει την «Κυανόλευκη Μεραρχία» ένα ελληνικό στρατιωτικό τμήμα που με στολές της Βέρμαχτ (!) θα πολεμούσε εναντίον των Σοβιετικών στο ανατολικό μέτωπο. Όταν ο Ορέστης Παπαπαναγιώτου, μέλος της διοίκησης της Πανελλήνιας Ένωσης Εφέδρων αξιωματικών επισκέφθηκε τον Μπάκο ζητώντας να απορροφηθούν οι άνεργοι έφεδροι αυτός του πρότεινε να στελεχώσουν μια ελληνική λεγεώνα και να πολεμήσουν στο Ανατολικό Μέτωπο! Το εγχείρημα αυτό απέτυχε επειδή βρήκε ελάχιστη απήχηση στον ελληνικό λαό(Χάγκεν Φλάισερ) αλλά και επειδή οι Ιταλοί φοβούνταν την ύπαρξη ενόπλου ελληνικού εκστρατευτικού σώματος καθώς θεωρούσαν ότι εγκυμονούσε κινδύνους για την ασφάλειά τους!
Ο φοβερός λιμός του χειμώνα 1941-1942
Η κυβέρνηση Τσολάκογλου όχι μόνο δεν προστάτευσε τους Έλληνες από τις δυνάμεις Κατοχής όπως υποσχέθηκε, αλλά δεν έκανε τίποτα για να προστατεύσει την ελληνική οικονομία από τη λεηλασία στρατιωτικού υλικού, χρυσών νομισμάτων, ορυκτών και χημικών προϊόντων, ειδών διατροφής, αλλά και κάθε είδους αποθεμάτων από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Απέτυχε επίσης τελείως στην υποχρεωτική συγκέντρωση της γεωργικής παραγωγής, κάτι που προκάλεσε τεράστια προβλήματα τροφοδοσίας, κυρίως στα αστικά κέντρα. Δεν μπόρεσε να πατάξει τη μαύρη αγορά που εξαφάνιζε τα είδη πρώτης ανάγκης από τη νόμιμη αγορά. Αλλά κι όταν υπήρχαν τρόφιμα στην αγορά ήταν αδύνατη η αγορά τους καθώς οι τιμές ήταν απλησίαστες. Θα μπορούσαν να εφαρμοστούν μέτρα για την αντιμετώπιση της παραοικονομίας και της μαύρης αγοράς, όπως η επιβολή υψηλής φορολόγησης στις μεταβιβάσεις ακινήτων και περιορισμός στη χρήση χρυσών λιρών Αγγλίας, η κυβέρνηση Τσολάκογλου όμως δεν έκανε απολύτως τίποτα. Όταν στο τέλος του καλοκαιριού του 1942 επισκέφθηκε την Ελλάδα ο Πολ Μαν, πρόεδρος της Επιτροπής Διαχειρίσεως Βοηθημάτων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού αντίκρισε ζοφερή εικόνα στα κρατικά συσσίτια: «… δεν μπορούσε να απομείνει αμφιβολία ότι ολόκληρο το σύστημα των λαϊκών συσσιτίων αποτελούσε ένα τεράστιο σκάνδαλο με κύριους συντελεστές τη διαφθορά και τη σπατάλη». Ίσως μεγαλύτερο από όλα τα δεινά που προκάλεσε η κυβέρνηση Τσολάκογλου είναι ότι έμεινε θεατής στη μεγαλύτερη επισιτιστική κρίση από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. 250.000 νεκροί από τις άμεσες και έμμεσες συνέπειες του χειρότερου λιμού στην Ευρώπη, δεν συγκίνησαν την κυβέρνηση Τσολάκογλου.
Η παραίτηση Τσολάκογλου, η δίκη και ο θάνατός του
Ο Γ. Τσολάκογλου παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία στις 2 Δεκεμβρίου 1942 και ιδιώτευσε. Τον διαδέχθηκε ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησής του Λογοθετόπουλος. Αμέσως μετά την απελευθέρωση συνελήφθη και φυλακίστηκε στις Φυλακές Αβέρωφ. Παραπέμφθηκε σε δίκη που ξεκίνησε στις 21 Φεβρουαρίου 1945 και ολοκληρώθηκε στις 21 Μαΐου 1945.
Ο Τσολάκογλου καταδικάστηκε σε θάνατο όμως το ίδιο δικαστήριο ζήτησε τη μετατροπή της ποινής του σε ισόβια, λόγω της εξαιρετικής δράσης του κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Το Συμβούλιο Χαρίτων στις 19 Αυγούστου 1945 όντως μετέτρεψε την ποινή του σε ισόβια. Ο Τσολάκογλου μεταφέρθηκε στις φυλακές Ζελιώτη (στο κτίριο του Μινιόν). Προσβλήθηκε όμως από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε για ένα χρόνο στο ΝΙΜΙΤΣ και στις 22 Μαΐου 1948 πέθανε πάμφτωχος.
Είχε άλλη επιλογή ο Γεώργιος Τσολάκογλου;
Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν τον Τσολάκογλου συνεργάτη των Γερμανών και προδότη. Οι λίγοι υποστηρικτές του αντιτείνουν ότι πολεμώντας στο μέτωπο και βλέποντας την αδυναμία των ελληνικών δυνάμεων απέναντι στους πολυάριθμους και άρτια εξοπλισμένους Γερμανούς και τη λιποψυχία των πολιτικών, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Μεταξά και την απροθυμία των Συμμάχων να βοηθήσουν την Ελλάδα, προτίμησε να υπογράψει τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, γλιτώνοντας έτσι τον Στρατό μας από ολοκληρωτικό αφανισμό και τον ελληνικό λαό από τραγικές συνέπειες. Με τη συνθηκολόγηση εξάλλου, βοήθησε στην αναδίπλωση των ελληνικών δυνάμεων και των βρετανικών που βρίσκονταν στη χώρα μας, πρώτα στην Κρήτη και μετά στη Μέση Ανατολή.
Διαφωνούμε με την άποψη αυτή και θεωρούμε ότι ακόμα και οι μεγάλες νίκες του στο αλβανικό μέτωπο στιγματίστηκαν και κηλιδώθηκαν από την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας και της συνεργασίας του με τους Γερμανούς και όσα διαδραματίστηκαν στη διάρκειά της.
Πηγές:
Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «ΟΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Γ’ ΈΚΔΟΣΗ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2024
Σχετική βιβλιογραφία: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», ΤΟΜΟΣ Α’, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, 2013
Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», Εκδόσεις Παπαζήση, 1995
Ειδήσεις σήμερα:
Εορταστικό ωράριο Πάσχα 2024: Ποιες μέρες θα είναι κλειστά τα καταστήματα
Συνεχίζεται το λουτρό αίματος στη Γάζα: 14 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν χθες στη Δυτική Όχθη
Ελεονώρα Μελέτη: Επί τρία χρόνια κάθε μέρα «δολοφονούσαν» την προσωπικότητα μου
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr