Βυζάντιο και Νορμανδοί: Πώς οι πειρατές κατέλαβαν πόλεις της Αδριατικής και νησιά του Ιονίου

Η αντίδραση των Βυζαντινών – Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς, οι νίκες του Αλέξιου Βρανά και η αποχώρηση των Νορμανδών από τις βυζαντινές περιοχές, πλην Ζακύνθου και Κεφαλλονιάς

Το Βυζάντιο στη χιλιετή και πλέον ιστορία του είναι γνωστό ότι αντιμετώπισε πολλούς εχθρούς. Σε διάφορα άρθρα μας έχουμε αναφερθεί στις περισσότερες από τις συγκρούσεις των Βυζαντινών με τους αντιπάλους τους. Μέχρι σήμερα όμως δεν είχαμε ασχοληθεί με τους Νορμανδούς που και αυτοί, από τη Σκανδιναβία έφτασαν αρχικά στην Ιταλία και το Ιόνιο, στη συνέχεια πέρασαν στο ηπειρωτικό τμήμα του Βυζαντίου και έφτασαν μέχρι τη Θεσσαλονίκη την οποία κατέλαβαν και λεηλάτησαν.

Οι Βυζαντινοί πέρασαν στην αντεπίθεση, πέτυχαν μια σειρά από νίκες εναντίον των Νορμανδών και τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τα εδάφη τα οποία είχαν καταλάβει, εκτός από τη Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά, που χάθηκαν οριστικά για το Βυζάντιο…
Οι Νορμανδοί στην Ιταλία – Η κατάληψη του Μπάρι (1071)

Ένας ιδιαίτερα επικίνδυνος λαός που προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στο Βυζάντιο τον 11ο και τον 12ο αιώνα ήταν οι Νορμανδοί. Ξεκίνησαν ως πειρατές από τη Νορβηγία, τη Δανία και την Ισλανδία και έφτασαν σταδιακά στην Ιταλία, όπου εγκαταστάθηκαν στις βυζαντινές κτήσεις υπηρετώντας ως μισθοφόροι και παίρνοντας ως αντάλλαγμα γη.

Το 1057 έγινε κόμης και δούκας της Απουλίας ο Ροβέρτος Γυισκάρδος, που ήταν τολμηρός και φιλόδοξος και ξεκίνησε επιδρομές εναντίων των βυζαντινών εδαφών. Το 1071, μετά από τριετή πολιορκία κατέλαβαν τη βυζαντινή κτήση του Μπάρι. Θυμίζουμε ότι την ίδια χρονιά (1071), ο Ρωμανός Δ’ ο Διογένης ηττήθηκε στο Μαντζικέρτ από τους Σελτζούκους του Αλπ Αρσλάν και η ήττα αυτή, ήταν η αρχή του τέλους για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία…

Επανερχόμαστε στους Νορμανδούς, οι οποίοι το 1081 πέρασαν την Αδριατική με τον στόλο τους και κατέλαβαν την Κέρκυρα. Αμέσως μετά ξεκίνησαν την πολιορκία του Δυρραχίου με τη δικαιολογία ότι ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ’ Βοτανειάτης (1078-1081) είχε διαλύσει τον αρραβώνα του γιου του προκατόχου του Μιχαήλ Ζ’ (1071-1078), με την Ελένη, κόρη του Γυισκάρδου.

Ήταν ευτυχής συγκυρία για το Βυζάντιο, το γεγονός ότι το 1081 ανέβηκε στον θρόνο ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός, ικανός αυτοκράτορας που διέθετε όμως πενιχρά μέσα και γι’ αυτό στράφηκε προς τους Βενετούς οι οποίοι θίγονταν επίσης από τις δραστηριότητες των Νορμανδών. Ο Αλέξιος ανακατέλαβε πάντως την Κέρκυρα και φρόντισε για την ενίσχυση του φρονήματος των κατοίκων της, προάγοντας την Επισκοπή της Κέρκυρας σε Μητρόπολη.
Η κατάληψη του Δυρραχίου από τους Νορμανδούς

Στις 17 Ιουνίου 1081 ξεκίνησε η πολιορκία του Δυρραχίου από τους Νορμανδούς. Υπερασπιστής της πόλης ήταν ο ικανός διοικητής Γεώργιος Παλαιολόγος που είχε μεριμνήσει για την επαρκή οχύρωσή της. Ταυτόχρονα, ο βενετικός στόλος νίκησε τον νορμανδικό, σπάζοντας έτσι την πολιορκία από τη θάλασσα. Η ευγνωμοσύνη του Αλέξιου προς τους Βενετούς εκδηλώθηκε με πολλά και πλούσια δώρα. Παρά την αρχική επιτυχία του Παλαιολόγου όμως, με την απόκρουση των Νορμανδών σε πρώτη φάση, η πολιορκία συνεχίστηκε. Έτσι ο Αλέξιος αποφάσισε να ηγηθεί ο ίδιος εκστρατείας εναντίον των Νορμανδών.

Τον Οκτώβριο του 1081 βρέθηκε στο Δυρράχιο. Βυζαντινοί και Νορμανδοί συγκρούστηκαν στις 19 Οκτωβρίου 1081, ο Αλέξιος ηττήθηκε και παραλίγο να αιχμαλωτιστεί.

Λίγους μήνες αργότερα τον Φεβρουάριο του 1082 το Δυρράχιο έπεσε στα χέρια του Νορμανδών, μετά από προδοσία ενός Βενετού αποίκου. Ο John Julius Norwich στην «Ιστορία της Βενετίας» δίνει περισσότερες πληροφορίες. Ας δούμε ένα σχετικό απόσπασμα: «Οι άνδρες του Ζισκάρ (=Γυισκάρδου) πολέμησαν μανιασμένα. Οι Βενετοί είχαν υιοθετήσει το παλιό βυζαντινό τέχνασμα να ανυψώσουν μικρές βάρκες, επανδρωμένες με στρατιώτες στο κατάρτι, απ’ όπου εύκολα μπορούσαν να χτυπούν τους εχθρούς από ψηλά.
Φαίνεται επίσης ότι είχαν μάθει από τους Έλληνες το μυστικό για το υγρό πυρ, καθώς ένας Νορμανδός χρονικογράφος ο Τζόφρεϊ Μαλατέρα, περιγράφει πώς έριχναν αυτή τη φωτιά, που λέγεται ελληνική και δεν σβήνει με νερό, μέσα από υποβρύχιους σωλήνες. Έτσι με πανουργία έκαψαν ένα από τα πλοία μας κάτω από τα κύματα της θάλασσας. Απέναντι σε τέτοιες τακτικές οι Νορμανδοί ήταν ανίσχυροι. Ο αποδεκατισμένος και διαλυμένος στόλος τους πήρε τελικά τον δρόμο της φυγής προς το λιμάνι».

Ο νορμανδικός στρατός όμως που είχε αποβιβαστεί στην ακτή ήταν ακμαίος. Νίκησε τους Βυζαντινούς, αλλά το Δυρράχιο ίσως δεν θα έπεφτε στα χέρια των Νορμανδών, αν ένας Βενετός έμπορος που ζούσε στην πόλη δεν «κανόνιζε» να ανοίξουν οι πύλες της, με αντάλλαγμα το χέρι μιας από τις κόρες του Γυισκάρδου (Ρομπέρ Ζισκάρ κατά τον Norwich).

Για καλή τύχη των Βυζαντινών, ο Γυισκάρδος αναγκάστηκε την άνοιξη του 1082 να επιστρέψει εσπευσμένα στη νότια Ιταλία, όπου είχε ξεσπάσει επανάσταση. Στη θέση του άφησε ως αρχηγό τον γιο του, Βοημούνδο. Αυτός τέθηκε επικεφαλής των νορμανδικών στρατευμάτων που εισέβαλλαν στα αυτοκρατορικά εδάφη της Δυτικής Μακεδονίας, καταλαμβάνοντας την Καστοριά και στη συνέχεια προχώρησαν στην Ήπειρο και τελικά έφτασαν στη Θεσσαλία, όπου όμως απέτυχαν να πάρουν στην κατοχή τους τη Λάρισα (1083).
Ο θάνατος του Γυισκάρδου – Η δεύτερη φάση των νορμανδικών επιδρομών

Το διάστημα που ο Γυισκάρδος ήταν στην Ιταλία για την καταστολή της επανάστασης που είχε ξεσπάσει εκεί, οι Βυζαντινοί αντεπιτέθηκαν και ανάγκασαν τους Νορμανδούς σε υποχώρηση, ενώ οι Βενετοί ανακατέλαβαν το Δυρράχιο.

Ο Ροβέρτος όμως, αφού κατέστειλε την επανάσταση στην Ιταλία επανήλθε. Κατέλαβε την Κεφαλλονιά και σχεδίαζε να επιτεθεί στην Κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Όμως προσβλήθηκε από ελονοσία και πέθανε το 1085 στην Κεφαλλονιά. Τις συνθήκες του θανάτου του περιγράφει η Άννα Κομνηνή, κόρη του Αλέξιου Α’ στην «Αλεξιάδα».
Η εξέλιξη αυτή ήταν ευεργετική για τους Βυζαντινούς καθώς για είκοσι χρόνια περίπου μπόρεσαν να ασχοληθούν απερίσπαστοι με τους άλλους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Όμως το 1107 ξεκίνησε η δεύτερη φάση των νορμανδικών επιδρομών. Ο γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου Βοημούνδος, συμμάχησε με Γάλλους και Ιταλούς ηγεμόνες και επιτέθηκε πρώτα στην Αυλώνα και στη συνέχεια στο Δυρράχιο.

Αυτή τη φορά όμως οι Βυζαντινοί ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι και συνέτριψαν τους Νορμανδούς του Βοημούνδου, ο οποίος με τη Συνθήκη της Δεαβόλεως το 1108 δέχτηκε να γίνει υποτελής του Αλέξιου και σε αντάλλαγμα έλαβε την ηγεμονία της Αντιόχειας. Η νίκη των Βυζαντινών ήταν πολύ σημαντική και εδραίωσε τη βυζαντινή κυριαρχία στα Βαλκάνια.

Η Άννα Κομνηνή που ήταν τότε περίπου 25 ετών εντυπωσιάστηκε από το παρουσιαστικό του Βοημούνδου και τον περιγράφει με θαυμασμό. Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει στην αρχή της περιγραφής της: «Άνθρωπος σαν τον Βαϊμούντο, για να μιλήσω εν συντομία, δεν είχε ξαναφανεί κανένας στη γη των Ρωμαίων, ούτε βάρβαρος ούτε Έλληνες, θάμβος οφθαλμών ήταν αν τον έβλεπες και τρόμος αν άκουγες γι’ αυτόν».
Νέες νορμανδικές επιδρομές κατά του Βυζαντίου

Όμως οι νορμανδικές επιδρομές σε βάρος των βυζαντινών εδαφών δεν σταμάτησαν. Στα χρόνια του Ιωάννη Β’ Κομνηνού (1118 – 1143), γιου του Αλέξιου, οι Νορμανδοί της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας γνώρισαν νέα περίοδο ακμής. Ο νέος αρχηγός τους Ρογήρος Β’ (1130-1154) στέφθηκε βασιλιάς στο Παλέρμο, έχοντας ενώσει την Απουλία με τη Σικελία.

Για να προλάβει τυχόν εχθρικές ενέργειες από τους Νορμανδούς ο Ιωάννης ήρθε σε συνεννόηση με τον Άγιο Ρωμαίο αυτοκράτορα της Γερμανίας Λοθάριο Β΄ (1125-1137) και όταν αυτός πέθανε, με τον Κονράδο (1138-1152). Το 1147 ο Ρογήρος επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στην Κέρκυρα και την κατέλαβε. Στη συνέχεια επιτέθηκε στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο χτυπώντας την Κόρινθο και τη Θήβα που εκείνη την εποχή γνώριζαν μεγάλη ακμή λόγω της καλλιέργειας μεταξιού. Και οι δύο πόλεις λεηλατήθηκαν και οι κάτοικοί τους, έμπειροι μεταξουργοί, μεταφέρθηκαν βίαια στο Παλέρμο για να μπορέσουν οι Νορμανδοί να συναγωνιστούν το Βυζάντιο στον τομέα αυτό.

Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός (1143-1180), ο νεότερος γιος του Ιωάννη Β’, ο οποίος κατάφερε να πάρει πίσω την Κέρκυρα με τη βοήθεια των Βενετών. Ο Ρογήρος όμως δεν αρκέστηκε στις επιδρομές του αλλά κινήθηκε και σε διπλωματικό επίπεδο. Υποκίνησε εναντίον των Βυζαντινών τους Ούγγρους (Μαγυάρους), τουρκόφωνο λαό της Κεντρικής Ευρώπης που είχαν ασπαστεί τον ρωμαιοκαθολικισμό γύρω στο 1.000 μ.Χ. και εξελίσσονταν σε υπολογίσιμη δύναμη, καθώς και τους Σέρβους της δυτικής Βαλκανικής. Ο θάνατος του Ρογήρου Β’ και τα προβλήματα που προέκυψαν στο νορμανδικό βασίλειο έδωσαν στον Μανουήλ Α’ την ευκαιρία να υλοποιήσει τις παλιές φιλοδοξίες του Ιουστινιανού Α’ (527-565), για ανακατάληψη της Ιταλίας.

Αφού επανέφερε προσωρινά την τάξη στη Βαλκανική, έστειλε στόλο στον Αγκόνα απ’ όπου θα ξεκινούσαν οι επιχειρήσεις του. Μέσα σε λίγο χρόνο και με τη βοήθεια συμμάχων των Νορμανδών που αποστάτησαν, οι Βυζαντινοί κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την περιοχή από την Αγκόνα ως τον Τάραντα. Όμως ο νέος βασιλιάς των Νορμανδών Γουλιέλμος Α’ (1154-1166) αντέδρασε συμμαχώντας με τον Γερμανό Άγιο Ρωμαίο αυτοκράτορα Φρειδερίκο Α’ Βαρβαρόσα (1152-1190), που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις βλέψεις του Μανουήλ στην Ιταλία. Και οι Βενετοί όμως ανησύχησαν και διέκοψαν τις επαφές τους με τον Μανουήλ.

Το 1156 ο Γουλιέλμος Α’ νίκησε κατά κράτος τους Βυζαντινούς στη μάχη του Βρινδησίου (Μπρίντεζι). Ο Μανουήλ αναγκάστηκε να δεχτεί ταπεινωτική ειρήνη, η οποία του στέρησε όλες τις ιταλικές κτήσεις που είχε κερδίσει.
Οι τελευταίες επιθέσεις των Νορμανδών – Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης

Από το 1185 ξεκίνησε το τελευταίο κύμα των νορμανδικών επιθέσεων στα βυζαντινά εδάφη, με επικεφαλής τον Γουλιέλμο Β’ (1166-1189) που άρχισε από το Δυρράχιο την επέλαση στα βυζαντινά εδάφη. Οι προσπάθειες του νέου αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού (1183-1185), να έρθει σε συνεννόηση με τον Σαλαδίνο, τον κουρδικής καταγωγής ηγεμόνα της Αιγύπτου και τους Βενετούς απέτυχαν. Οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Δυρράχιο και κινήθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα, ανέλαβε δράση ο στόλος τους που κυρίευσε Κέρκυρα, Κεφαλλονιά και Ζάκυνθο. Έπειτα πήγαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και πολιόρκησαν την πόλη από ξηρά και θάλασσα.

Η Κωνσταντινούπολη δεν μπόρεσε να προσφέρει βοήθεια και ο διοικητής της Δαβίδ Κομνηνός στάθηκε ανίκανος να την υπερασπιστεί. Η λεηλασία και οι καταστροφές που γνώρισε η Θεσσαλονίκη ήταν τεράστιες. Οι κάτοικοί της βασανίστηκαν και φονεύθηκαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Τις νορμανδικές βιαιοπραγίες περιγράφει αναλυτικά ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος.
Το τέλος του νορμανδικού κινδύνου

Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης, ο νορμανδικός στρατός διασπάστηκε. Ένα τμήμα του κινήθηκε προς τις Σέρρες και ένα άλλο, το μεγαλύτερο, προς την Κωνσταντινούπολη. Μόλις έφτασε η είδηση αυτή στη Βασιλεύουσα επικράτησε πανικός, καθώς οι κάτοικοί της φοβήθηκαν ότι θα έχουν την τύχη των κατοίκων της Θεσσαλονίκης. Τα μέτρα τρομοκρατίας που εφάρμοσε ο Ανδρόνικος Α’ Κομνηνός σε συνδυασμό με την αγωνία των κατοίκων, οδήγησαν τους τελευταίους σ’ ένα φοβερό ξέσπασμα. Ο Ανδρόνικος Α’ που αποτελούσε είδωλο για τον απλό λαό, λόγω των φιλολαϊκών κοινωνικών του μέτρων ανατράπηκε και κατακρεουργήθηκε από τον όχλο στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Τελικά, ο νορμανδικός κίνδυνος δεν αποδείχτηκε μοιραίος για το Βυζάντιο.

Ο νορμανδικός στρατός εκφυλίστηκε εξαιτίας της απληστίας και των καταχρήσεών του, ενώ χτυπήθηκε και από επιδημίες που προκάλεσαν σημαντικές απώλειες στις τάξεις του. Έτσι οι Βυζαντινοί βρήκαν την κατάλληλη στιγμή για την οριστική εξόντωσή του. Ο Στρατηγός Αλέξιος Βρανάς τους νίκησε αρχικά στη Μοσυνόπολη και αργότερα, τον Νοέμβριο του 1085 στο Δημητρίτζι των Σερρών. Οι Νορμανδοί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν τόσο από τη Θεσσαλονίκη, όσο και από το Δυρράχιο και την Κέρκυρα. Έμειναν μόνο στην Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο που χάθηκαν για πάντα για την αυτοκρατορία.
Επίλογος

Αυτή ήταν η τέταρτη και τελευταία επιδρομή των Νορμανδών εναντίον του Βυζαντίου. Είχε προηγηθεί το οριστικό Σχίσμα των δύο Εκκλησιών (1054). Το Βυζάντιο απώλεσε τις κτήσεις του στην Ιταλία και αναγκάστηκε να δώσει, για πρώτη φορά προνόμια στους Βενετούς για να συμμαχήσουν μαζί του.

Οι νορμανδικές επιδρομές διήρκεσαν σχεδόν 130 χρόνια (1057-1185). Ακολούθησαν η Γ’ Σταυροφορία (1189-1192) και λίγο αργότερα η Δ’ που οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204). Οι επιδρομές των Νορμανδών αποτελούν κατά κάποιο τρόπο, έναν προάγγελο των δύο αυτών Σταυροφοριών. Καθώς πρόκειται για ένα σημαντικό κεφάλαιο της Βυζαντινής Ιστορίας, θα επανέλθουμε σε αυτές με περισσότερα και αναλυτικότερα στο μέλλον.

Πηγή: Φωτεινή Β. Πέρρα, «Εισαγωγή στη Λατινοκρατία», Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 2023.
Η κυρία Φωτεινή Πέρρα είναι Επίκουρη Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (Τμήμα, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών – Καλαμάτα).
Ευχαριστούμε θερμά τον κορυφαίο βυζαντινολόγο κύριο Αλέξιο Γ. Κ. Σαββίδη, Ομότιμο Καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, για τις πολύτιμες υποδείξεις του.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr