Μάνη, 1920: Το έγκλημα του αιώνα που παρολίγο να οδηγήσει σε βεντέτα
Μοιάζει με σενάριο που θα ζήλευαν πολλές από τις σειρές με βεντέτες και εγκλήματα πάθους που έχουν κατακλύσει την ελληνική τηλεόραση τα τελευταία χρόνια
Ίσως για πολλούς να είναι και στην πραγματικότητα μια καλοφτιαγμένη λαϊκή ιστορία, μια και τα στοιχεία που έχουν διασωθεί, για λόγους που σχετίζονται με τα ήθη και τα έθιμα της Μάνης, είναι ελάχιστα. Η υπόθεση όμως έχει καταχωρηθεί ως το τελειότερο έγκλημα του αιώνα για την Ελλάδα και ως τέτοια αξίζει να συμπεριληφθεί στον τόμο που κρατάτε στα χέρια σας.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε μαζί με το ΘΕΜΑ της περασμένης Κυριακής
Tο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκε η υπόθεση την τοποθετεί στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν πάνω από 400.000 Έλληνες μετακόμισαν στην Αμερική προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος, μακριά από τη φτώχεια και την ανέχεια που μάστιζε την ελληνική επαρχία και ιδίως την ανεμοδαρμένη και σκληρή Μάνη. Μεταξύ αυτών και ένας κάτοικος της Βάθειας (αν και ούτε ο τόπος καταγωγής του είναι πλήρως επιβεβαιωμένος) ο οποίος αποφάσισε να ξεριζωθεί για λίγα χρόνια στην Αμερική έτσι ώστε να μαζέψει κάποια χρήματα, με τα οποία όταν θα επέστρεφε μετά από 4-5 χρόνια θα μπορούσε να προσφέρει στην οικογένειά του, τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του, τα απαραίτητα για να ζήσουν μια καλύτερη ζωή.
Ο ξενιτεμένος Μανιάτης έφτασε στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε να δουλεύει σκληρά για να επιβιώσει. Ωστόσο έναν χρόνο αργότερα, ένα γράμμα από κάποιον γνωστό του από το χωριό ήρθε να ανατρέψει τα πάντα. Στο γράμμα αυτό ο συγχωριανός του έγραφε πως η σύζυγός του είχε αναπτύξει σχέσεις με κάποιον κοινό γνωστό και ότι συναντιούνταν και συνευρίσκονταν ερωτικά σε κάποιο απόμερο σημείο έξω από το χωριό, χωρίς να τους έχει πάρει χαμπάρι κανένας. Και ολοκλήρωνε την επιστολή του καλώντας τον φίλο του στην Αμερική να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να επιστρέψει στην Ελλάδα για να προστατέψει τα παιδιά και την τιμή του, προτού μαθευτεί η σχέση της συζύγου του.
Ευρισκόμενος πια μπροστά σε ένα θέμα που δεν χωρούσε αναβολές και αποφασισμένος να ξεπλύνει με αίμα τη ντροπή, ο Μανιάτης καταστρώνει ένα σχέδιο δράσης που θα ξέπλενε από πάνω του την ατίμωση. Ως πρώτο βήμα, για να δημιουργήσει και κάποιο άλλοθι, έστειλε ένα γράμμα στη γυναίκα του που της εξιστορούσε τα όσα περνούσε στη Νέα Υόρκη και της έστειλε και μερικά χρήματα. Στη συνέχεια πήρε το καράβι και μετά από ταξίδι δέκα ημερών βρισκόταν στην Πάτρα. Από εκεί ταξίδεψε έως την Καλαμάτα και μετά επιβιβάστηκε σε ένα καΐκι το οποίο τον αποβίβασε κοντά στο χωριό του. Στη συνέχεια κρύφτηκε στα βουνά και παραμόνευε για αρκετές ημέρες στο σημείο που του είχε υποδειχθεί ότι υπήρχε η ερωτική συνεύρεση της συζύγου του.
Ένα απόβραδο το παράνομο ζευγάρι έφτασε στο σημείο και επιδόθηκε σε ερωτικές περιπτύξεις. Ο απατημένος σύζυγος περίμενε μέχρι να ολοκληρώσουν, γιατί δεν ήθελε να γνωρίζει η γυναίκα του ότι βρισκόταν εκεί. Στη συνέχεια, όταν το παράνομο ζευγάρι πήρε χωριστούς δρόμους για να επιστρέψει στο χωριό, ο Μανιάτης ακολούθησε τον συγχωριανό του και με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον δολοφόνησε. Αμέσως μετά επιβιβάστηκε και πάλι σε ένα καΐκι και ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, επιβιβάστηκε και πάλι στο υπερωκεάνιο και έφθασε στη Νέα Υόρκη, χωρίς κανείς να έχει αντιληφθεί την παρουσία του.
Οι κάτοικοι του χωριού δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το πώς και το γιατί αυτού του φονικού. Και, όπως συνέβαινε κατά κόρον εκείνη την εποχή στη Μάνη, «καταχώνιασαν» την υπόθεση με τον φόβο μήπως ξεκινούσε κάποιος νέος κύκλος βεντέτας. Άλλωστε και τα μέσα που είχαν οι Αρχές εκείνη την εποχή ήταν περιορισμένα, πολύ περισσότερο σε περιοχές όπως η Μάνη, όπου τα στόματα δεν άνοιγαν καθόλου εύκολα, ιδίως σε ό,τι είχε να κάνει με θέματα τιμής. Έτσι η υπόθεση μπήκε στο αρχείο αλλά δεν ξεχάστηκε ποτέ. Ο φονιάς κατάφερε να βγάλει μία δεκαετία στην Αμερική και επέστρεψε στο σπίτι του έχοντας αρκετά πλέον χρήματα ώστε να εξασφαλίσει μια άνετη ζωή στα παιδιά και τη γυναίκα του, την οποία μάλιστα συνέχισε να αγαπά και να τιμά μέχρι τον θάνατό της.
Ο ίδιος αρρώστησε μερικά χρόνια αργότερα και λίγο προτού πεθάνει αποφάσισε να εξομολογηθεί. Εκεί αποκάλυψε στον ιερέα την πράξη του και του ζήτησε να αποκαλύψει το φρικτό μυστικό του μετά τον θάνατό του. Κι ο ιερέας, όμως, φοβούμενος το ενδεχόμενο βεντέτας, κράτησε μυστική αυτή την εξομολόγηση και την αποκάλυψε μόνο σε έναν κλειστό κύκλο ανθρώπων. Ο κλειστός αυτός κύκλος διατήρησε κρυφά ονόματα και τοποθεσίες, με αποτέλεσμα αυτό που ονομάστηκε το «τελειότερο έγκλημα» στα ελληνικά χρονικά να φτάνει και στις μέρες μας μεταξύ μύθου και πραγματικότητας.
Διαβάστε τα εγκλήματα που συγκλόνισαν από το βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα»
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr