Η γερμανική πρόταση για ελληνοϊταλική ανακωχή το 1940-1941 και η απόρριψή της από τον Μεταξά
16.06.2024
12:45
Όλο το διπλωματικό παρασκήνιο και οι προτάσεις που έγιναν από γερμανικής πλευράς - Η απόρριψή τους από τον Μεταξά - Πόσο γερμανόφιλος ήταν τελικά ο Ιωάννης Μεταξάς; - Ο ρόλος της Μεγάλης Βρετανίας
Στις αρχές Δεκεμβρίου 1940 και ενώ ο Ελληνικός Στρατός προέλαυνε στη Βόρειο Ήπειρο, οι Γερμανοί βλέποντας ότι οι Ιταλοί σύμμαχοί τους βρίσκονται σε δεινή θέση προσπάθησαν να μεσολαβήσουν για να επιτευχθεί ανακωχή μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών κάνοντας προτάσεις μέσω πολλών και διάφορων στον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος δεν τις δέχθηκε τελικά. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Ο Μεταξάς, έχοντας δεχθεί τεράστια πίεση είδε την υγεία του να κλονίζεται σοβαρά και στις 29 Ιανουαρίου 1941 άφησε την τελευταία του πνοή. Έχουμε αναφερθεί εκτενώς στις τελευταίες στιγμές του Μεταξά και στον περίεργο, τουλάχιστον, ρόλο ενός Άγγλου γιατρού που έκανε μια, άγνωστης σύνθεσης, ένεση στον Μεταξά, λίγο πριν πεθάνει (περισσότερα στο άρθρο μας της 25/04/2020).
Η γερμανική πρόταση... μέσω Μαδρίτης
Στις αρχές Δεκεμβρίου 1940 ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε τους Αγίους Σαράντα και το Αργυρόκαστρο. Ο Μεταξάς άρχισε να ανησυχεί ότι οι Ιταλοί θα οπισθοχωρούσαν και οι Γερμανοί θα επενέβαιναν. Ο Μεταξάς, αν και διστακτικός ζήτησε τη γερμανική μεσολάβηση για διευθέτηση της ελληνοϊταλικής σύρραξης. Έστειλε στη γερμανική κυβέρνηση μέσω του Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο Ραγκαβή ένα πολυσέλιδο μνημόνιο, το οποίο όμως δεν δέχτηκε καν να δει ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Ρίμπεντροπ. Έπειτα, ο Ραγκαβής το παρέδωσε στον φιλέλληνα Βίλχελμ φον Κανάρις, ο οποίος το παρέδωσε στον Χίτλερ μέσω του αρχηγού της Βέρμαχτ Καϊτέλ. Του επιστράφηκε όμως σύντομα με σημείωση του Ρίμπεντροπ να μην αναμειγνύεται σε θέματα που δεν τον αφορούν.
Ο Μεταξάς αποφάσισε τότε να απευθυνθεί στον Γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο Κλεμ, εκπρόσωπο του φον Κανάρις στην Ελλάδα. Ο Κλεμ, το αρχείο του οποίου καταστράφηκε για λόγους ασφαλείας μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, είπε στην Γερμανίδα ιστορικό Σραμ φον Τάντεν το 1952 ότι λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1940 τον επισκέφθηκαν στο σπίτι του ο Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών Κύρου, τον οποίο γνώριζε από το Βερολίνο, μαζί με κάποιον άλλο, το επώνυμο του οποίου δεν θυμόταν, και εμφανίστηκε ως έμπιστος του Μεταξά (ήταν μήπως ο Μανιαδάκης;) για ένα επείγον θέμα. Ο έμπιστος του Μεταξά είπε στον Κλεμ ότι η Ελλάδα είχε εμπλακεί σε σύρραξη με την Ιταλία και δεν ενδιαφέρεται για τη συνέχισή της.
Γι' αυτό ο Μεταξάς δεν δέχτηκε καμία βρετανική βοήθεια στην Αλβανία και πίστευε ότι η Γερμανία θα εμπλεκόταν στον πόλεμο για να στηρίξει την Ιταλία. Αυτό θα προκαλούσε βρετανική παρέμβαση, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να γινόταν θέατρο πολέμου. Ο «έμπιστος» είπε στον Κλεμ ότι οι προσπάθειες του Ραγκαβή στο Βερολίνο να ενημερώσει τη γερμανική ηγεσία απέτυχαν. Ο Μεταξάς στήριζε τις ελπίδες του στην ηγεσία του γερμανικού στρατού που δεν ήθελε να εμπλακεί σε πόλεμο στα Βαλκάνια και οι άνθρωποί του, αφού ανέφεραν ότι δεν εμπιστεύονταν τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα, ζήτησαν να μεταφερθεί στον φιλέλληνα φον Κανάρις η τελική πρόταση του Μεταξά, η οποία ήταν: ανακωχή με την Ιταλία με βάση την ισχύουσα τότε κατάσταση (status quo) και παρεμπόδιση απόβασης αγγλικών στρατευμάτων σε ελληνικό έδαφος, εφόσον η Γερμανία έδινε εγγυήσεις για τα προπολεμικά σύνορα της Ελλάδας. Μάλιστα ο Μεταξάς καλούσε τον Κλεμ διακριτικά σπίτι του για περισσότερες λεπτομέρειες.
Ο Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος αρνήθηκε, λόγω της θέσης του, την πρόσκληση αυτή και έστειλε εμπιστευτικά την αναφορά του στον φον Κανάρις, ο οποίος τη διαβίβασε στο Υπουργείο Εξωτερικών και τον Χίτλερ. Το αποτέλεσμα όλων αυτών, ήταν να λάβει λίγο αργότερα ο Κλεμ μια αυστηρή επιστολή από τον Ρίμπεντροπ να περιορίζεται στα στρατιωτικά του καθήκοντα και να σέβεται την ιεραρχία…
Ο Μεταξάς, έχοντας δεχθεί τεράστια πίεση είδε την υγεία του να κλονίζεται σοβαρά και στις 29 Ιανουαρίου 1941 άφησε την τελευταία του πνοή. Έχουμε αναφερθεί εκτενώς στις τελευταίες στιγμές του Μεταξά και στον περίεργο, τουλάχιστον, ρόλο ενός Άγγλου γιατρού που έκανε μια, άγνωστης σύνθεσης, ένεση στον Μεταξά, λίγο πριν πεθάνει (περισσότερα στο άρθρο μας της 25/04/2020).
Η γερμανική πρόταση... μέσω Μαδρίτης
Στις αρχές Δεκεμβρίου 1940 ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε τους Αγίους Σαράντα και το Αργυρόκαστρο. Ο Μεταξάς άρχισε να ανησυχεί ότι οι Ιταλοί θα οπισθοχωρούσαν και οι Γερμανοί θα επενέβαιναν. Ο Μεταξάς, αν και διστακτικός ζήτησε τη γερμανική μεσολάβηση για διευθέτηση της ελληνοϊταλικής σύρραξης. Έστειλε στη γερμανική κυβέρνηση μέσω του Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο Ραγκαβή ένα πολυσέλιδο μνημόνιο, το οποίο όμως δεν δέχτηκε καν να δει ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Ρίμπεντροπ. Έπειτα, ο Ραγκαβής το παρέδωσε στον φιλέλληνα Βίλχελμ φον Κανάρις, ο οποίος το παρέδωσε στον Χίτλερ μέσω του αρχηγού της Βέρμαχτ Καϊτέλ. Του επιστράφηκε όμως σύντομα με σημείωση του Ρίμπεντροπ να μην αναμειγνύεται σε θέματα που δεν τον αφορούν.
Ο Μεταξάς αποφάσισε τότε να απευθυνθεί στον Γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο Κλεμ, εκπρόσωπο του φον Κανάρις στην Ελλάδα. Ο Κλεμ, το αρχείο του οποίου καταστράφηκε για λόγους ασφαλείας μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, είπε στην Γερμανίδα ιστορικό Σραμ φον Τάντεν το 1952 ότι λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1940 τον επισκέφθηκαν στο σπίτι του ο Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών Κύρου, τον οποίο γνώριζε από το Βερολίνο, μαζί με κάποιον άλλο, το επώνυμο του οποίου δεν θυμόταν, και εμφανίστηκε ως έμπιστος του Μεταξά (ήταν μήπως ο Μανιαδάκης;) για ένα επείγον θέμα. Ο έμπιστος του Μεταξά είπε στον Κλεμ ότι η Ελλάδα είχε εμπλακεί σε σύρραξη με την Ιταλία και δεν ενδιαφέρεται για τη συνέχισή της.
Γι' αυτό ο Μεταξάς δεν δέχτηκε καμία βρετανική βοήθεια στην Αλβανία και πίστευε ότι η Γερμανία θα εμπλεκόταν στον πόλεμο για να στηρίξει την Ιταλία. Αυτό θα προκαλούσε βρετανική παρέμβαση, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να γινόταν θέατρο πολέμου. Ο «έμπιστος» είπε στον Κλεμ ότι οι προσπάθειες του Ραγκαβή στο Βερολίνο να ενημερώσει τη γερμανική ηγεσία απέτυχαν. Ο Μεταξάς στήριζε τις ελπίδες του στην ηγεσία του γερμανικού στρατού που δεν ήθελε να εμπλακεί σε πόλεμο στα Βαλκάνια και οι άνθρωποί του, αφού ανέφεραν ότι δεν εμπιστεύονταν τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα, ζήτησαν να μεταφερθεί στον φιλέλληνα φον Κανάρις η τελική πρόταση του Μεταξά, η οποία ήταν: ανακωχή με την Ιταλία με βάση την ισχύουσα τότε κατάσταση (status quo) και παρεμπόδιση απόβασης αγγλικών στρατευμάτων σε ελληνικό έδαφος, εφόσον η Γερμανία έδινε εγγυήσεις για τα προπολεμικά σύνορα της Ελλάδας. Μάλιστα ο Μεταξάς καλούσε τον Κλεμ διακριτικά σπίτι του για περισσότερες λεπτομέρειες.
Ο Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος αρνήθηκε, λόγω της θέσης του, την πρόσκληση αυτή και έστειλε εμπιστευτικά την αναφορά του στον φον Κανάρις, ο οποίος τη διαβίβασε στο Υπουργείο Εξωτερικών και τον Χίτλερ. Το αποτέλεσμα όλων αυτών, ήταν να λάβει λίγο αργότερα ο Κλεμ μια αυστηρή επιστολή από τον Ρίμπεντροπ να περιορίζεται στα στρατιωτικά του καθήκοντα και να σέβεται την ιεραρχία…
Πώς όμως ξαφνικά ο Μεταξάς ανέλαβε μια τέτοια πρωτοβουλία έστω κι αν αυτή δεν ευδοκίμησε; Όλα ξεκίνησαν από τη Μαδρίτη. Στις 17 Δεκεμβρίου 1940, ο πρέσβης μας στη Μαδρίτη Αργυρόπουλος τηλεγράφησε στην Αθήνα, ότι είχε συναντηθεί με τον Ούγγρο πρέσβη στην ισπανική πρωτεύουσα Αντόρκα, μετά από αίτημα του τελευταίου. Ο Ούγγρος του μίλησε για μια ενδεχόμενη ανακωχή μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας.
Ο Αργυρόπουλος τον ρώτησε αν επρόκειτο για δική του ιδέα και ο Αντόρκα του απάντησε ότι ήταν επιφορτισμένος να του μεταφέρει αυτό το μήνυμα από έναν Γερμανό αξιωματούχο (τον φον Κανάρις ή τον Γερμανό πρέσβη στη Μαδρίτη Στόρερ). Ο Αργυρόπουλος επέμεινε να μάθει αν επρόκειτο για επίσημη πρόταση που μπορούσε να την μεταφέρει στην κυβέρνηση της χώρας μας και ο Αντόρκα του απάντησε θετικά. Ο Αργυρόπουλος ρώτησε περισσότερες λεπτομέρειες και έλαβε τις εξής πληροφορίες: ο Ελληνικός Στρατός θα καταλάμβανε οριστικά τα εδάφη που είχε κυριεύσει. Ανάμεσα σε Έλληνες και Ιταλούς θα σχηματιζόταν μια ουδέτερη ζώνη, όπου θα βρίσκονταν γερμανικά στρατεύματα για να αποφευχθούν εντάσεις, μεταξύ των εμπολέμων. Ο Αργυρόπουλος ρώτησε τον Αντόρκα αν οι Γερμανοί θα έθεταν εκ των υστέρων αξιώσεις και έλαβε την απάντηση ότι αυτό δεν θα γινόταν, γιατί ο Χίτλερ ήταν πάντα αντίθετος σε επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Ο Αργυρόπουλος τηλεγράφησε στον Μεταξά για να τον ενημερώσει για τα παραπάνω, ενώ του έστειλε και μία εμπιστευτική αναφορά. Ως τις 29 Ιανουαρίου που πέθανε ο Μεταξάς, ο Έλληνας διπλωμάτης δεν έλαβε καμία απάντηση.
Την ίδια εποχή με τα παραπάνω, προσπάθεια διαμεσολάβησης με βάση της ειρηνευτικές προτάσεις Αντόρκα έγιναν και από τον μορφωτικό ακόλουθο της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, καθηγητή Μπέρινγκερ. Σε συνάντησή του με τον Μανιαδάκη συνοδευόταν από κάποιον άγνωστο, που όπως είπε ήταν απευθείας εξουσιοδοτημένος από τον Χίτλερ και τον Ρίμπεντροπ. Ο άγνωστος Γερμανός επανέλαβε στον Μανιαδάκη τις προτάσεις Αντόρκα και στην ερώτηση του Έλληνα υπουργού και στενότατου συνεργάτη του Μεταξά γιατί αυτή η ενέργεια δεν έγινε μέσω του Γερμανού πρέσβη είπε ότι ο Φίρερ δεν εμπιστευόταν τους διπλωμάτες της παλιάς σχολής. Οι γερμανικές προτάσεις της Μαδρίτης επαναλήφθηκαν στα τέλη Δεκεμβρίου από τον Κλεμ στον Αντισυνταγματάρχη Σκυλίτση, υπεύθυνο του ΓΕΣ για τις σχέσεις με τους ξένους στρατιωτικούς ακολούθους. Η απάντηση του Μεταξά ήταν και πάλι αρνητική. Ο Έλληνας πρωθυπουργός επέμεινε στα όσα αναφέραμε στην αρχή του άρθρου.
Γιατί ο Μεταξάς δεν δέχτηκε τις γερμανικές προτάσεις;
Ο Μεταξάς πίστευε ότι ο γερμανικός στρατός δεν θα έκανε επίθεση στην Ελλάδα, μια μικρή χώρα, που δεν θα μπορούσε να προβάλει υπολογίσιμη αντίσταση. Αν πάντως γινόταν κάτι τέτοιο «δεν θα διστάσωμεν να πράξωμεν το καθήκον μας», είπε. Και η Γερμανία «θα πράξει το δικό της καθήκον». Και ο Φραντς φον Πάπεν, πρεσβευτής της Γερμανίας στην Άγκυρα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στενός συνεργάτης του Χίτλερ είχε τονίσει ότι έπρεπε να λήξει ειρηνικά η ελληνοϊταλική σύρραξη, γιατί αλλιώς η Γερμανία έπρεπε να σπεύσει σε βοήθεια της Ιταλίας. Τα ίδια είχε πει ο φον Πάπεν και στον Γιουγκοσλάβο στρατιωτικό ακόλουθο.
Το παράδοξο είναι ότι οι γερμανικές προτάσεις ήταν πιο ευνοϊκές για την Ελλάδα, απ’ ότι αυτές του Μεταξά προς τους Γερμανούς! Οι Γερμανοί παραχωρούσαν στην Ελλάδα τα μέρη της Β. Ηπείρου που είχε καταλάβει ο Στρατός μας και στα οποία ζούσαν χιλιάδες Έλληνες. Παράλληλα, τυχόν αποδοχή των προτάσεων, αν αυτές υλοποιούνταν, θα απομάκρυνε προσωρινά τουλάχιστον τον κίνδυνο γερμανικής επίθεσης. Παρά την προώθηση του Ελληνικού Στρατού σε αλβανικό έδαφος, υπήρχαν δυσκολίες, γιατί οι γραμμές ανεφοδιασμού είχαν επιμηκυνθεί και οι καιρικές συνθήκες στον χειμώνα που άρχιζε, γίνονταν πολύ δύσκολες. Βασικό πρόβλημα του Μεταξά ήταν ότι θα δυσκολευόταν να πείσει τους συνεργάτες του στην κυβέρνηση. Η ευφορία που είχε δημιουργηθεί από τις ελληνικές επιτυχίες, τους έκανε να πιστεύουν ότι οι γερμανικές προτάσεις απέβλεπαν στο να σώσουν το γόητρο της Ιταλίας, η οποία γνώριζε βαριές ήττες και στη Βόρεια Αφρική και να υπονομεύσουν το ελληνικό ηθικό. Οι συνεργάτες του Μεταξά πίστευαν ότι μπορούσαν να «ρίξουν τους Ιταλούς στην Αδριατική», χωρίς καμία γερμανική ανάμειξη. Ο Μεταξάς που δεν αποκάλυψε τις επαφές του με τον Κλεμ κατάλαβε ότι η αποδοχή των γερμανικών προτάσεων ήταν αδύνατη.
Αλλά και στα ανώτατα στρατιωτικά κλιμάκια (Παπάγος, Παπαδήμας), το κλίμα ήταν αρνητικό σε μια τέτοια προσπάθεια. Ο Παπάγος θεωρούσε ότι η Ελλάδα έπρεπε να είναι συνεπής στη σύμμαχό της Μ. Βρετανία, στο πλευρό της οποίας είχε ταχθεί και δεν έπρεπε να έρθει σε καμία συνεννόηση με τη Γερμανία. Χαρακτηριστικό της αβεβαιότητας και της καχυποψίας του Μεταξά, είναι ότι το Γενικό Στρατηγείο παρέμεινε στην Αθήνα, σε όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου και όχι στο μέτωπο, όπως προβλεπόταν από τον κανονισμό του 1940.
Μάλιστα ο Μεταξάς δεν το επισκέφθηκε ποτέ! Πάντως, βασικός λόγος της άρνησης Μεταξά ήταν η Βρετανική αντίδραση. Οι Άγγλοι όχι μόνο δεν ήθελαν ανακωχή μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών, αλλά ένταση των συγκρούσεων, με ενδεχόμενη εμπλοκή σε αυτές και των Γερμανών. Βρετανοί στρατιωτικοί, διπλωμάτες και κατάσκοποι προσπαθούσαν να πείσουν την ελληνική κυβέρνηση να λάβει θέση εναντίον της Γερμανίας. Το Λονδίνο βομβάρδιζε τον Μεταξά με αιτήματα, κυριότερο των οποίων ήταν να επιτρέψει τη δραστηριοποίηση βρετανικών μονάδων στο ελληνικό έδαφος για κοινή δράση απέναντι στον εχθρό. Αυτός αντέδρασε, γιατί γνώριζε ότι πίσω από τις αγγλικές προτάσεις υπήρχε σχέδιο του ραδιούργου Τσόρτσιλ, να επεκτείνει τον ελληνοϊταλικό πόλεμο σε ολόκληρη τη Βαλκανική, συμπαρασύροντας Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, ουδέτερη ως τότε, και Τουρκία, έτσι ώστε να δημιουργηθεί δεύτερο μέτωπο κατά της Γερμανίας.
Ο Μεταξάς αναγκάστηκε να απορρίψει τις γερμανικές προτάσεις, αλλά για να μην δυσαρεστήσει τον Χίτλερ ζήτησε να επαναληφθούν μέσω της διπλωματικής οδού. Ήξερε, ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, γιατί ο Φίρερ δεν εμπιστευόταν τους διπλωμάτες του και βέβαια δεν ήθελε να εκτεθεί ευθέως στον Μουσολίνι, ότι συνωμοτούσε για μία ακόμα φορά πίσω από την πλάτη του.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι οι γερμανικές προτάσεις δεν ήταν ειλικρινείς, αλλά σκόπευαν να διαιρέσουν Έλληνες και Άγγλους και να ξεγελάσουν τον Μεταξά, ανακόπτοντας την ελληνική προέλαση μέχρι να σταθεροποιηθεί το αλβανικό μέτωπο με τις ιταλικές ενισχύσεις και τη γερμανική βοήθεια. Θεωρείται δε ότι προκάλεσαν τη χαλάρωση της επιθετικής δράσης του Ελληνικού Στρατού, που δεν μπόρεσε να καταλάβει το λιμάνι της Αυλώνας, που παρέμεινε στα χέρια των Ιταλών και διευκόλυνε τον ανεφοδιασμό τους.
Ο Τσόρτσιλ μάλιστα ανησυχούσε μήπως χαθεί η ευκαιρία κατάληψης της Αυλώνας από τον Ελληνικό Στρατό, λόγω ανεπαρκούς αεροπορικής συνδρομής των Άγγλων, που ήταν απασχολημένοι στη Β. Αφρική, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να αποθαρρυνθούν και να εξοργιστούν και τελικά να επιδιώξουν ξεχωριστή ειρήνη με την Ιταλία.
Ένα άλλο ασθενικό σημείο των γερμανικών προτάσεων, ήταν η αντίδραση των Ιταλών. Αν και ο Μουσολίνι είχε κάνει λόγο για «ανακωχή», οι αντιδράσεις θα ήταν τεράστιες. Το ιταλογερμανικό μέτωπο έπρεπε να παραμείνει αρραγές, ενόψει της σχεδιαζόμενης εισβολής στην ΕΣΣΔ. Η ιταλική στάση, ίσως ανάγκαζε τους Γερμανούς να μην τηρήσουν τους όρους ανακωχής που είχαν προτείνει. Υπήρχε και η πρόσφατη αθέτηση των συμφωνηθέντων από τη γερμανική πλευρά για την Τσεχοσλοβακία, κάτι που δεν προδίκαζε θετικές εξελίξεις για την Ελλάδα. Τις γερμανικές προτάσεις επιβεβαιώνει και ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου, έμπιστος του Μεταξά που είχε διοριστεί αρχικά στο Τμήμα Πληροφοριών του ΓΕΣ και στη συνέχεια ως σύνδεσμος με τον πρέσβη της Ουγγαρίας που είχε αναλάβει την προστασία των ιταλικών συμφερόντων στην Ελλάδα.
Από τα γραφόμενα του Πεσμαζόγλου φαίνεται ότι ο Μεταξάς ήταν ιδιαίτερα διορατικός. Όπως είπε στον Πεσμαζόγλου, η πρόταση των Γερμανών ήταν όντως δελεαστική, αλλά υπήρχε ο κίνδυνος οι Ιταλοί να την εκμεταλλευτούν και να ρίξουν όλες τις δυνάμεις τους εναντίον της Ελλάδας. Γι’ αυτό δεν ήθελε να δεχτεί τη γερμανική μεσολάβηση, μέχρι οι ελληνικές δυνάμεις φτάσουν στη θάλασσα, απ’ όπου θα μπορούσαν να κατοπτεύουν έγκαιρα τις ιταλικές θέσεις. Ο Μεταξάς πίστευε ότι τελικός νικητής του πολέμου θα ήταν η Μ. Βρετανία, στο πλευρό της οποίας θα συντασσόταν σύντομα και οι Η.Π.Α. Η Ελλάδα όφειλε να μείνει μακριά από όλα αυτά. Στην Αλβανία επιθυμούσε διαρρύθμιση των συνόρων, προφανώς με προσάρτηση των περιοχών της Β. Ηπείρου που είχε καταλάβει. Για την Ελλάδα, κατά τον Μεταξά, αρκούσε η απομάκρυνση της Ιταλίας από τα Βαλκάνια. Δεν ήθελε να δημιουργηθούν προβλήματα στη σχέση της χώρας μας με τη Γερμανία και δεν θα δεχόταν απόβαση βρετανικού στρατού στην Ελλάδα εφόσον δεν δεχόταν επίθεση από αυτή.
Τα γεγονότα από τα τέλη Δεκεμβρίου 1940 ως τον θάνατο του Μεταξά (29/1/1941)
Ο Μεταξάς στο μεταξύ αντιμετώπιζε προβλήματα πνευματικής διαύγειας, ορθολογικής κρίσης και σωματικής αντοχής. Οι εξελίξεις στο μέτωπο και το τεράστιο βάρος των ευθυνών που είχε αναλάβει, τον είχαν εξουθενώσει. Χαρακτηριστικές είναι οι σημειώσεις στο «Ημερολόγιό» του στις 24 Δεκεμβρίου 1940: «Απόγευμα, χίλιες δύο ιδέες μου ήρθαν, η μία χειρότερη από την άλλη. Φαντασίες νοσηρές, ονειροπολήματα νοσηρά! Τα δαιμόνια! Τα δαιμόνια! Ήμουν περίπατο πεζή (επίρρημα: με τα πόδια, βαδίζοντας, το διευκρινίζουμε γιατί βλέπουμε επανειλημμένα σχόλια για τη λέξη αυτή). Βράδυ – ιδέες φανταστικές διωγμού εναντίον μου και εκδικήσεώς μου. Αλλά με το «Πάτερ Ημών» τα έδιωξα όλα. Δάκρυα και συντριβή προ του Θεού. Και όλα διελύθησαν. Τρεις φορές το «Πάτερ Ημών». Γλύκα εσωτερική – βράδυ ησυχία, ανάπαυσις, αισιοδοξία». Και στις 31 Δεκεμβρίου γράφει: «Κόπωσις; Εκνευρισμός; Πτώσις ζωής; Προαίσθημα; Στα χέρια του Θεού! Στη θέλησή του!... Περνώ με ανθόνερο. Κάθε μέρα και νύχτα με ανθόνερο». Τότε ο Μεταξάς κλείνει οριστικά και το θέμα της γερμανικής μεσολάβησης, ενώ καταφέρεται με ασυνήθιστα σκληρό τρόπο εναντίον του Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο Ραγκαβή, που επιθυμούσε τη μεσολάβηση.
«Τηλεγράφημα τελευταίον Ραγκαβή. Μας συμβουλεύει προσπέσωμεν εις Χίτλερ και ζητήσωμεν ειρήνην προς Ιταλίαν, δηλαδή να ατιμασθώμεν. Άλλως, λέγει, θα μας επιτεθεί η Γερμανία. Είναι μωρός και κακοήθης».
Παράλληλα ο Μεταξάς άρχισε να υποκύπτει στις βρετανικές αξιώσεις και στις 30 Δεκεμβρίου 1940 έλαβε μια σημαντική απόφαση η οποία αν τελικά εφαρμοζόταν θα είχε σοβαρές συνέπειες στον ελληνοϊταλικό πόλεμο αλλά και στις γενικότερες εξελίξεις στην περιοχή. Αποφάσισε να επιτρέψει στη Βρετανική Πολεμική Αεροπορία (RAF) τη χρησιμοποίηση του αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης, κάτι που θα σήμαινε άμεση επίθεση των Γερμανών στην Ελλάδα καθώς όπως είχαν προειδοποιήσει τυχόν παραχώρηση αεροδρομίων στη Βόρεια Ελλάδα στη RAF αποτελούσε απειλή για τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας που έλεγχαν οι Γερμανοί.
Μάλιστα ο Μεταξάς παραδέχεται ότι αυτή του η κίνηση θα σήμαινε επίθεση των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη: «Συνεννόησις με Δ’ Άλμπιακ δια αεροπορία των. Ζήτημα χρησιμοποιήσεως Θεσσαλονίκης δια αεροπορίαν. Παρ’ όλον κίνδυνον Γερμανών, αποφασίζω σκεφθείς όλη την ημέραν να το δεχθώ δικαιολογία για τους Γερμανούς ο βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης-σήμερον. Πρωί-απόγευμα συνεργασίαι, διαταγαί, ενέργειαι». Ευτυχώς, την επόμενη μέρα ο Μεταξάς άλλαξε γνώμη: «Σήμερα το πρωί αποσύρω σχεδόν την χθεσινήν εις Θεσσαλονίκην… Θα προκαλέσωμεν επίθεσιν γερμανικήν». Από τα παραπάνω, εμείς τουλάχιστον συμπεραίνουμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Μεταξά. Λαμβάνει μία ολέθρια για τη χώρα απόφαση μια μέρα και την αποσύρει, ευτυχώς, την επόμενη. Γνώριζε και το γράφει, ότι οι Γερμανοί θα έκαναν επίθεση στην Ελλάδα από τη στιγμή που θα έδινε το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης στους Βρετανούς και την επόμενη μέρα γράφει: «Θα προκαλέσωμεν επίθεσιν γερμανικήν»…
Από τις αρχές του 1941, κάτι άλλαξε στη στάση των Γερμανών καθώς προωθούσαν ισχυρές δυνάμεις στη Ρουμανία. Αλλά και οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κλεισούρα και παραλίγο να αιχμαλωτίσουν τον βετεράνο Γερμανό διπλωμάτη και πράκτορα Ρίντελεν. Αυτό έκανε τον Χίτλερ να μην στείλει στρατεύματα για βοήθεια στους Ιταλούς. Όμως σε συνάντηση του με τον Μουσολίνι στο Μπέργκχοφ στις 19-20 Ιανουαρίου σύμφωνα με τον Τσιάνο: «Ο Χίτλερ μίλησε επί δύο ώρες για επικείμενη παρέμβαση του στην Ελλάδα» (“Ciano Diaries”, σελ . 330).
Επί του πεδίου, οι Ιταλοί αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα. Ο αρχηγός του ιταλικού ΓΕΣ Καβαλέρο σε μνημόνιό του στις 20 Ιανουαρίου, παρατηρεί ότι: «εάν η Γερμανία συνεχίσει να μην έρχεται σε ένοπλο ρήξη με την Ελλάδα, και η τελευταία πιθανώς αποδεχθεί την εγκατάσταση γερμανικών στρατευμάτων που θα τηρούσαν μη εχθρική στάση (προτάσεις Μαδρίτης) αυτό θα προκαλούσε ανυπολόγιστη ζημία στη θέση μας και στο στρατιωτικό μας γόητρο».
Ο Χίτλερ εξακολουθούσε να διστάζει να επιτεθεί κατά της Ελλάδας. Έτσι στις 28 Ιανουαρίου διέταξε την αναβολή εισόδου γερμανικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία. Ο Ραγκαβής (πρέσβης στο Βερολίνο) τηλεγραφούσε στις 29 Ιανουαρίου ότι «η Γερμανία δεν σκοπεύει αναμειχθεί όπως βοηθήσει Ιταλίαν εν Αλβανία αλλά και θα αφήσει Ελλάδα λύση μόνη διαφορά ταύτην δεδομένου ότι δεν εζητήθη μεσολάβησις». Η διστακτικότητα του Χίτλερ φάνηκε και από σύσκεψη με τους επιτελείς του λίγο μετά τον θάνατο του Μεταξά. Δείχνοντας την Αλβανία σ’ έναν χάρτη στο τραπέζι μπροστά του είπε: «Και όλα αυτά γι’ αυτή τη βρομιά! Εάν επέμβω τότε ο κόσμος θα πει ότι κτύπησα πισώπλατα έναν μικρό γενναίο λαό που όπως και οι Φινλανδοί υπερασπίζεται την ελευθερία του. Εάν δεν επέμβω, τότε οι Ιταλοί θα ηττηθούν.
Ο θάνατος του Μεταξά
Ο Μεταξάς εμφάνισε από τις αρχές του Γενάρη τα πρώτα συμπτώματα μιας ασθένειας-φλεγμονής του φάρυγγα που με διάφορες επιπλοκές οδήγησε στις 29 Ιανουαρίου 1941 στον θάνατό του. Στον ελληνικό λαό η είδηση του θανάτου του προκάλεσε σοκ. Το ίδιο και στους Βρετανούς. Αντίθετα, οι Γερμανοί δεν αιφνιδιάστηκαν ιδιαίτερα. Το ιταλικό ραδιόφωνο παρουσίαζε τον θάνατο του Μεταξά σαν δολοφονία, αποτέλεσμα ίντριγκας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών ,αλλά το γερμανικό ραδιόφωνο μετέδιδε συνεχώς ότι υπήρχαν προοπτικές για γερμανική μεσολάβηση ώστε να τερματιστεί ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Η κηδεία του Μεταξά έγινε στις 31 Ιανουαρίου. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο αλλά μόνο λίγοι έκλαιγαν. Οι περισσότεροι ήταν συγκλονισμένοι και φοβισμένοι, όχι θλιμμένοι…
Ήταν γερμανόφιλος ο Μεταξάς;
Ο Ιωάννης Μεταξάς, που να σημειώσουμε ότι είχε έλλειψη αυτοπεποίθησης σε κάποια θέματα (ήταν κοντός όπως έλεγε κι ο ίδιος και δεν μιλούσε καλά αγγλικά) είχε τη ρετσινιά του «γερμανόφιλου». Τη στρατιωτική του σταδιοδρομία την ολοκλήρωσε, με δική του αίτηση, το 1916 ως Συνταγματάρχης. Η φήμη του ως «γερμανόφιλος» οφειλόταν στις σπουδές του στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου, στην αντίθεσή του στην έξοδο της χώρας μας στο πλευρό της Αντάντ κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την αντίθεσή του στην αποστολή εκστρατευτικού σώματος στα Δαρδανέλια και το πλήθος των γερμανικών βιβλίων που διάβαζε. Στην πραγματικότητα, ήταν «γερμανολάτρης». Θαυμαστής του γερμανικού πολιτισμού και του γερμανικού τρόπου ζωής και επηρεασμένος από τη γερμανική κουλτούρα και τον γερμανικό φιλελληνισμό του παρελθόντος. Όμως, όπως γράφει ο Πάτρικ Μέιτλαντ, ανταποκριτής των «Times» στη Βαλκανική Χερσόνησο που συνομίλησε μαζί του, τόνιζε ότι ήταν αντίθετος στη ναζιστική νοοτροπία. Στο υπουργικό συμβούλιο της 16/8/1940, μια μέρα μετά τον τορπιλισμό της Έλλης από τους Ιταλούς στην Τήνο, ο Μεταξάς είπε: «Έχω σπουδάσει στη Γερμανία, πίστευα στις στρατιωτικές τους μεθόδους και ως λαό τον συμπαθούσα. Αλλά μετά το 1915 έχω απέναντί των το αίσθημα που έχει κάθε άνθρωπος απέναντι ενός φίλου του, που τον γέλασε. Και από τότε τους μισώ» («Ημερολόγιο Μεταξά», Τόμος 8ος, σελ. 743).
Επίλογος
Τελικά, η γερμανική πρόταση δεν έγινε δεκτή και οι Ναζί επιτέθηκαν στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941 με τα γνωστά αποτελέσματα. Τι θα γινόταν αν την είχε αποδεχθεί ο Μεταξάς; Άγνωστο. Μπλόφαραν μήπως οι Γερμανοί; Άγνωστο επίσης. Ο πρέσβης επί τιμή Αννίβας Βελλιάδης, θεωρεί ότι αν δεχόταν τις γερμανικές προτάσεις ο Μεταξάς, θα μπορούσε να υπολογίζει και στον φιλελληνισμό του Χίτλερ. Ο Σπέερ στα «Απομνημονεύματά» του, αναφέρει πως ο πολιτισμός των Ελλήνων σήμαινε για τον Χίτλερ, σε κάθε τομέα, τη μεγαλύτερη τελειότητα. Βέβαια, ο Χίτλερ ήταν μια προβληματική και ασταθής προσωπικότητα και είναι αβέβαιο τι θα έκανε τελικα. Ο Βελλιάδης χαρακτηρίζει ανεδαφική την πολιτική που ακολούθησε ο Μεταξάς. Μάλιστα είχε προτείνει στον Βασιλιά για αντικαταστάτη τον τραπεζίτη Κορυζή. Εν όψει δε της γερμανικής απειλής είπε: «Δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα άλλο παρά να πει ένα όχι». Ο Κορυζής διαδέχθηκε τον Μεταξά, είπε όντως «Όχι» στον Γερμανό πρεσβευτή Έρμπαχ, στις 5.30 π.μ. της 6ης Απριλίου 1941, αλλά στις 18 Απριλίου 1941 αυτοκτόνησε με δύο(!) σφαίρες, προσθέτοντας ένα ακόμα μυστήριο στα τόσα της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας.
Πηγή: ΑΝΝΙΒΑΣ ΒΕΛΛΙΑΔΗΣ, «ΜΕΤΑΞΑΣ-ΧΙΤΛΕΡ. Ελληνογερμανικές Σχέσεις στη Μεταξική δικτατορία 1936-1941», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΙΟΣ, 2003
Ειδήσεις σήμερα:
Θρήνος στην Ξάνθη για τους τέσσερις νεκρούς στη σύγκρουση ΙΧ με λεωφορείο - Ήταν μόλις 20-25 ετών
Δίωξη για κακούργημα σε βάρος του πασίγνωστου ποινικολόγου για τον ξυλοδαρμό της συζύγου του άσκησε ο εισαγγελέας
Η ώρα των ειδικών μαθημάτων για τις Πανελλαδικές - Όλα όσα πρέπει να ξέρουν οι υποψήφιοι
Ο Αργυρόπουλος τον ρώτησε αν επρόκειτο για δική του ιδέα και ο Αντόρκα του απάντησε ότι ήταν επιφορτισμένος να του μεταφέρει αυτό το μήνυμα από έναν Γερμανό αξιωματούχο (τον φον Κανάρις ή τον Γερμανό πρέσβη στη Μαδρίτη Στόρερ). Ο Αργυρόπουλος επέμεινε να μάθει αν επρόκειτο για επίσημη πρόταση που μπορούσε να την μεταφέρει στην κυβέρνηση της χώρας μας και ο Αντόρκα του απάντησε θετικά. Ο Αργυρόπουλος ρώτησε περισσότερες λεπτομέρειες και έλαβε τις εξής πληροφορίες: ο Ελληνικός Στρατός θα καταλάμβανε οριστικά τα εδάφη που είχε κυριεύσει. Ανάμεσα σε Έλληνες και Ιταλούς θα σχηματιζόταν μια ουδέτερη ζώνη, όπου θα βρίσκονταν γερμανικά στρατεύματα για να αποφευχθούν εντάσεις, μεταξύ των εμπολέμων. Ο Αργυρόπουλος ρώτησε τον Αντόρκα αν οι Γερμανοί θα έθεταν εκ των υστέρων αξιώσεις και έλαβε την απάντηση ότι αυτό δεν θα γινόταν, γιατί ο Χίτλερ ήταν πάντα αντίθετος σε επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Ο Αργυρόπουλος τηλεγράφησε στον Μεταξά για να τον ενημερώσει για τα παραπάνω, ενώ του έστειλε και μία εμπιστευτική αναφορά. Ως τις 29 Ιανουαρίου που πέθανε ο Μεταξάς, ο Έλληνας διπλωμάτης δεν έλαβε καμία απάντηση.
Την ίδια εποχή με τα παραπάνω, προσπάθεια διαμεσολάβησης με βάση της ειρηνευτικές προτάσεις Αντόρκα έγιναν και από τον μορφωτικό ακόλουθο της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, καθηγητή Μπέρινγκερ. Σε συνάντησή του με τον Μανιαδάκη συνοδευόταν από κάποιον άγνωστο, που όπως είπε ήταν απευθείας εξουσιοδοτημένος από τον Χίτλερ και τον Ρίμπεντροπ. Ο άγνωστος Γερμανός επανέλαβε στον Μανιαδάκη τις προτάσεις Αντόρκα και στην ερώτηση του Έλληνα υπουργού και στενότατου συνεργάτη του Μεταξά γιατί αυτή η ενέργεια δεν έγινε μέσω του Γερμανού πρέσβη είπε ότι ο Φίρερ δεν εμπιστευόταν τους διπλωμάτες της παλιάς σχολής. Οι γερμανικές προτάσεις της Μαδρίτης επαναλήφθηκαν στα τέλη Δεκεμβρίου από τον Κλεμ στον Αντισυνταγματάρχη Σκυλίτση, υπεύθυνο του ΓΕΣ για τις σχέσεις με τους ξένους στρατιωτικούς ακολούθους. Η απάντηση του Μεταξά ήταν και πάλι αρνητική. Ο Έλληνας πρωθυπουργός επέμεινε στα όσα αναφέραμε στην αρχή του άρθρου.
Γιατί ο Μεταξάς δεν δέχτηκε τις γερμανικές προτάσεις;
Ο Μεταξάς πίστευε ότι ο γερμανικός στρατός δεν θα έκανε επίθεση στην Ελλάδα, μια μικρή χώρα, που δεν θα μπορούσε να προβάλει υπολογίσιμη αντίσταση. Αν πάντως γινόταν κάτι τέτοιο «δεν θα διστάσωμεν να πράξωμεν το καθήκον μας», είπε. Και η Γερμανία «θα πράξει το δικό της καθήκον». Και ο Φραντς φον Πάπεν, πρεσβευτής της Γερμανίας στην Άγκυρα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στενός συνεργάτης του Χίτλερ είχε τονίσει ότι έπρεπε να λήξει ειρηνικά η ελληνοϊταλική σύρραξη, γιατί αλλιώς η Γερμανία έπρεπε να σπεύσει σε βοήθεια της Ιταλίας. Τα ίδια είχε πει ο φον Πάπεν και στον Γιουγκοσλάβο στρατιωτικό ακόλουθο.
Το παράδοξο είναι ότι οι γερμανικές προτάσεις ήταν πιο ευνοϊκές για την Ελλάδα, απ’ ότι αυτές του Μεταξά προς τους Γερμανούς! Οι Γερμανοί παραχωρούσαν στην Ελλάδα τα μέρη της Β. Ηπείρου που είχε καταλάβει ο Στρατός μας και στα οποία ζούσαν χιλιάδες Έλληνες. Παράλληλα, τυχόν αποδοχή των προτάσεων, αν αυτές υλοποιούνταν, θα απομάκρυνε προσωρινά τουλάχιστον τον κίνδυνο γερμανικής επίθεσης. Παρά την προώθηση του Ελληνικού Στρατού σε αλβανικό έδαφος, υπήρχαν δυσκολίες, γιατί οι γραμμές ανεφοδιασμού είχαν επιμηκυνθεί και οι καιρικές συνθήκες στον χειμώνα που άρχιζε, γίνονταν πολύ δύσκολες. Βασικό πρόβλημα του Μεταξά ήταν ότι θα δυσκολευόταν να πείσει τους συνεργάτες του στην κυβέρνηση. Η ευφορία που είχε δημιουργηθεί από τις ελληνικές επιτυχίες, τους έκανε να πιστεύουν ότι οι γερμανικές προτάσεις απέβλεπαν στο να σώσουν το γόητρο της Ιταλίας, η οποία γνώριζε βαριές ήττες και στη Βόρεια Αφρική και να υπονομεύσουν το ελληνικό ηθικό. Οι συνεργάτες του Μεταξά πίστευαν ότι μπορούσαν να «ρίξουν τους Ιταλούς στην Αδριατική», χωρίς καμία γερμανική ανάμειξη. Ο Μεταξάς που δεν αποκάλυψε τις επαφές του με τον Κλεμ κατάλαβε ότι η αποδοχή των γερμανικών προτάσεων ήταν αδύνατη.
Αλλά και στα ανώτατα στρατιωτικά κλιμάκια (Παπάγος, Παπαδήμας), το κλίμα ήταν αρνητικό σε μια τέτοια προσπάθεια. Ο Παπάγος θεωρούσε ότι η Ελλάδα έπρεπε να είναι συνεπής στη σύμμαχό της Μ. Βρετανία, στο πλευρό της οποίας είχε ταχθεί και δεν έπρεπε να έρθει σε καμία συνεννόηση με τη Γερμανία. Χαρακτηριστικό της αβεβαιότητας και της καχυποψίας του Μεταξά, είναι ότι το Γενικό Στρατηγείο παρέμεινε στην Αθήνα, σε όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου και όχι στο μέτωπο, όπως προβλεπόταν από τον κανονισμό του 1940.
Μάλιστα ο Μεταξάς δεν το επισκέφθηκε ποτέ! Πάντως, βασικός λόγος της άρνησης Μεταξά ήταν η Βρετανική αντίδραση. Οι Άγγλοι όχι μόνο δεν ήθελαν ανακωχή μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών, αλλά ένταση των συγκρούσεων, με ενδεχόμενη εμπλοκή σε αυτές και των Γερμανών. Βρετανοί στρατιωτικοί, διπλωμάτες και κατάσκοποι προσπαθούσαν να πείσουν την ελληνική κυβέρνηση να λάβει θέση εναντίον της Γερμανίας. Το Λονδίνο βομβάρδιζε τον Μεταξά με αιτήματα, κυριότερο των οποίων ήταν να επιτρέψει τη δραστηριοποίηση βρετανικών μονάδων στο ελληνικό έδαφος για κοινή δράση απέναντι στον εχθρό. Αυτός αντέδρασε, γιατί γνώριζε ότι πίσω από τις αγγλικές προτάσεις υπήρχε σχέδιο του ραδιούργου Τσόρτσιλ, να επεκτείνει τον ελληνοϊταλικό πόλεμο σε ολόκληρη τη Βαλκανική, συμπαρασύροντας Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, ουδέτερη ως τότε, και Τουρκία, έτσι ώστε να δημιουργηθεί δεύτερο μέτωπο κατά της Γερμανίας.
Ο Μεταξάς αναγκάστηκε να απορρίψει τις γερμανικές προτάσεις, αλλά για να μην δυσαρεστήσει τον Χίτλερ ζήτησε να επαναληφθούν μέσω της διπλωματικής οδού. Ήξερε, ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, γιατί ο Φίρερ δεν εμπιστευόταν τους διπλωμάτες του και βέβαια δεν ήθελε να εκτεθεί ευθέως στον Μουσολίνι, ότι συνωμοτούσε για μία ακόμα φορά πίσω από την πλάτη του.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι οι γερμανικές προτάσεις δεν ήταν ειλικρινείς, αλλά σκόπευαν να διαιρέσουν Έλληνες και Άγγλους και να ξεγελάσουν τον Μεταξά, ανακόπτοντας την ελληνική προέλαση μέχρι να σταθεροποιηθεί το αλβανικό μέτωπο με τις ιταλικές ενισχύσεις και τη γερμανική βοήθεια. Θεωρείται δε ότι προκάλεσαν τη χαλάρωση της επιθετικής δράσης του Ελληνικού Στρατού, που δεν μπόρεσε να καταλάβει το λιμάνι της Αυλώνας, που παρέμεινε στα χέρια των Ιταλών και διευκόλυνε τον ανεφοδιασμό τους.
Ο Τσόρτσιλ μάλιστα ανησυχούσε μήπως χαθεί η ευκαιρία κατάληψης της Αυλώνας από τον Ελληνικό Στρατό, λόγω ανεπαρκούς αεροπορικής συνδρομής των Άγγλων, που ήταν απασχολημένοι στη Β. Αφρική, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να αποθαρρυνθούν και να εξοργιστούν και τελικά να επιδιώξουν ξεχωριστή ειρήνη με την Ιταλία.
Ένα άλλο ασθενικό σημείο των γερμανικών προτάσεων, ήταν η αντίδραση των Ιταλών. Αν και ο Μουσολίνι είχε κάνει λόγο για «ανακωχή», οι αντιδράσεις θα ήταν τεράστιες. Το ιταλογερμανικό μέτωπο έπρεπε να παραμείνει αρραγές, ενόψει της σχεδιαζόμενης εισβολής στην ΕΣΣΔ. Η ιταλική στάση, ίσως ανάγκαζε τους Γερμανούς να μην τηρήσουν τους όρους ανακωχής που είχαν προτείνει. Υπήρχε και η πρόσφατη αθέτηση των συμφωνηθέντων από τη γερμανική πλευρά για την Τσεχοσλοβακία, κάτι που δεν προδίκαζε θετικές εξελίξεις για την Ελλάδα. Τις γερμανικές προτάσεις επιβεβαιώνει και ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου, έμπιστος του Μεταξά που είχε διοριστεί αρχικά στο Τμήμα Πληροφοριών του ΓΕΣ και στη συνέχεια ως σύνδεσμος με τον πρέσβη της Ουγγαρίας που είχε αναλάβει την προστασία των ιταλικών συμφερόντων στην Ελλάδα.
Από τα γραφόμενα του Πεσμαζόγλου φαίνεται ότι ο Μεταξάς ήταν ιδιαίτερα διορατικός. Όπως είπε στον Πεσμαζόγλου, η πρόταση των Γερμανών ήταν όντως δελεαστική, αλλά υπήρχε ο κίνδυνος οι Ιταλοί να την εκμεταλλευτούν και να ρίξουν όλες τις δυνάμεις τους εναντίον της Ελλάδας. Γι’ αυτό δεν ήθελε να δεχτεί τη γερμανική μεσολάβηση, μέχρι οι ελληνικές δυνάμεις φτάσουν στη θάλασσα, απ’ όπου θα μπορούσαν να κατοπτεύουν έγκαιρα τις ιταλικές θέσεις. Ο Μεταξάς πίστευε ότι τελικός νικητής του πολέμου θα ήταν η Μ. Βρετανία, στο πλευρό της οποίας θα συντασσόταν σύντομα και οι Η.Π.Α. Η Ελλάδα όφειλε να μείνει μακριά από όλα αυτά. Στην Αλβανία επιθυμούσε διαρρύθμιση των συνόρων, προφανώς με προσάρτηση των περιοχών της Β. Ηπείρου που είχε καταλάβει. Για την Ελλάδα, κατά τον Μεταξά, αρκούσε η απομάκρυνση της Ιταλίας από τα Βαλκάνια. Δεν ήθελε να δημιουργηθούν προβλήματα στη σχέση της χώρας μας με τη Γερμανία και δεν θα δεχόταν απόβαση βρετανικού στρατού στην Ελλάδα εφόσον δεν δεχόταν επίθεση από αυτή.
Τα γεγονότα από τα τέλη Δεκεμβρίου 1940 ως τον θάνατο του Μεταξά (29/1/1941)
Ο Μεταξάς στο μεταξύ αντιμετώπιζε προβλήματα πνευματικής διαύγειας, ορθολογικής κρίσης και σωματικής αντοχής. Οι εξελίξεις στο μέτωπο και το τεράστιο βάρος των ευθυνών που είχε αναλάβει, τον είχαν εξουθενώσει. Χαρακτηριστικές είναι οι σημειώσεις στο «Ημερολόγιό» του στις 24 Δεκεμβρίου 1940: «Απόγευμα, χίλιες δύο ιδέες μου ήρθαν, η μία χειρότερη από την άλλη. Φαντασίες νοσηρές, ονειροπολήματα νοσηρά! Τα δαιμόνια! Τα δαιμόνια! Ήμουν περίπατο πεζή (επίρρημα: με τα πόδια, βαδίζοντας, το διευκρινίζουμε γιατί βλέπουμε επανειλημμένα σχόλια για τη λέξη αυτή). Βράδυ – ιδέες φανταστικές διωγμού εναντίον μου και εκδικήσεώς μου. Αλλά με το «Πάτερ Ημών» τα έδιωξα όλα. Δάκρυα και συντριβή προ του Θεού. Και όλα διελύθησαν. Τρεις φορές το «Πάτερ Ημών». Γλύκα εσωτερική – βράδυ ησυχία, ανάπαυσις, αισιοδοξία». Και στις 31 Δεκεμβρίου γράφει: «Κόπωσις; Εκνευρισμός; Πτώσις ζωής; Προαίσθημα; Στα χέρια του Θεού! Στη θέλησή του!... Περνώ με ανθόνερο. Κάθε μέρα και νύχτα με ανθόνερο». Τότε ο Μεταξάς κλείνει οριστικά και το θέμα της γερμανικής μεσολάβησης, ενώ καταφέρεται με ασυνήθιστα σκληρό τρόπο εναντίον του Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο Ραγκαβή, που επιθυμούσε τη μεσολάβηση.
«Τηλεγράφημα τελευταίον Ραγκαβή. Μας συμβουλεύει προσπέσωμεν εις Χίτλερ και ζητήσωμεν ειρήνην προς Ιταλίαν, δηλαδή να ατιμασθώμεν. Άλλως, λέγει, θα μας επιτεθεί η Γερμανία. Είναι μωρός και κακοήθης».
Παράλληλα ο Μεταξάς άρχισε να υποκύπτει στις βρετανικές αξιώσεις και στις 30 Δεκεμβρίου 1940 έλαβε μια σημαντική απόφαση η οποία αν τελικά εφαρμοζόταν θα είχε σοβαρές συνέπειες στον ελληνοϊταλικό πόλεμο αλλά και στις γενικότερες εξελίξεις στην περιοχή. Αποφάσισε να επιτρέψει στη Βρετανική Πολεμική Αεροπορία (RAF) τη χρησιμοποίηση του αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης, κάτι που θα σήμαινε άμεση επίθεση των Γερμανών στην Ελλάδα καθώς όπως είχαν προειδοποιήσει τυχόν παραχώρηση αεροδρομίων στη Βόρεια Ελλάδα στη RAF αποτελούσε απειλή για τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας που έλεγχαν οι Γερμανοί.
Μάλιστα ο Μεταξάς παραδέχεται ότι αυτή του η κίνηση θα σήμαινε επίθεση των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη: «Συνεννόησις με Δ’ Άλμπιακ δια αεροπορία των. Ζήτημα χρησιμοποιήσεως Θεσσαλονίκης δια αεροπορίαν. Παρ’ όλον κίνδυνον Γερμανών, αποφασίζω σκεφθείς όλη την ημέραν να το δεχθώ δικαιολογία για τους Γερμανούς ο βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης-σήμερον. Πρωί-απόγευμα συνεργασίαι, διαταγαί, ενέργειαι». Ευτυχώς, την επόμενη μέρα ο Μεταξάς άλλαξε γνώμη: «Σήμερα το πρωί αποσύρω σχεδόν την χθεσινήν εις Θεσσαλονίκην… Θα προκαλέσωμεν επίθεσιν γερμανικήν». Από τα παραπάνω, εμείς τουλάχιστον συμπεραίνουμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Μεταξά. Λαμβάνει μία ολέθρια για τη χώρα απόφαση μια μέρα και την αποσύρει, ευτυχώς, την επόμενη. Γνώριζε και το γράφει, ότι οι Γερμανοί θα έκαναν επίθεση στην Ελλάδα από τη στιγμή που θα έδινε το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης στους Βρετανούς και την επόμενη μέρα γράφει: «Θα προκαλέσωμεν επίθεσιν γερμανικήν»…
Από τις αρχές του 1941, κάτι άλλαξε στη στάση των Γερμανών καθώς προωθούσαν ισχυρές δυνάμεις στη Ρουμανία. Αλλά και οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κλεισούρα και παραλίγο να αιχμαλωτίσουν τον βετεράνο Γερμανό διπλωμάτη και πράκτορα Ρίντελεν. Αυτό έκανε τον Χίτλερ να μην στείλει στρατεύματα για βοήθεια στους Ιταλούς. Όμως σε συνάντηση του με τον Μουσολίνι στο Μπέργκχοφ στις 19-20 Ιανουαρίου σύμφωνα με τον Τσιάνο: «Ο Χίτλερ μίλησε επί δύο ώρες για επικείμενη παρέμβαση του στην Ελλάδα» (“Ciano Diaries”, σελ . 330).
Επί του πεδίου, οι Ιταλοί αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα. Ο αρχηγός του ιταλικού ΓΕΣ Καβαλέρο σε μνημόνιό του στις 20 Ιανουαρίου, παρατηρεί ότι: «εάν η Γερμανία συνεχίσει να μην έρχεται σε ένοπλο ρήξη με την Ελλάδα, και η τελευταία πιθανώς αποδεχθεί την εγκατάσταση γερμανικών στρατευμάτων που θα τηρούσαν μη εχθρική στάση (προτάσεις Μαδρίτης) αυτό θα προκαλούσε ανυπολόγιστη ζημία στη θέση μας και στο στρατιωτικό μας γόητρο».
Ο Χίτλερ εξακολουθούσε να διστάζει να επιτεθεί κατά της Ελλάδας. Έτσι στις 28 Ιανουαρίου διέταξε την αναβολή εισόδου γερμανικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία. Ο Ραγκαβής (πρέσβης στο Βερολίνο) τηλεγραφούσε στις 29 Ιανουαρίου ότι «η Γερμανία δεν σκοπεύει αναμειχθεί όπως βοηθήσει Ιταλίαν εν Αλβανία αλλά και θα αφήσει Ελλάδα λύση μόνη διαφορά ταύτην δεδομένου ότι δεν εζητήθη μεσολάβησις». Η διστακτικότητα του Χίτλερ φάνηκε και από σύσκεψη με τους επιτελείς του λίγο μετά τον θάνατο του Μεταξά. Δείχνοντας την Αλβανία σ’ έναν χάρτη στο τραπέζι μπροστά του είπε: «Και όλα αυτά γι’ αυτή τη βρομιά! Εάν επέμβω τότε ο κόσμος θα πει ότι κτύπησα πισώπλατα έναν μικρό γενναίο λαό που όπως και οι Φινλανδοί υπερασπίζεται την ελευθερία του. Εάν δεν επέμβω, τότε οι Ιταλοί θα ηττηθούν.
Ο θάνατος του Μεταξά
Ο Μεταξάς εμφάνισε από τις αρχές του Γενάρη τα πρώτα συμπτώματα μιας ασθένειας-φλεγμονής του φάρυγγα που με διάφορες επιπλοκές οδήγησε στις 29 Ιανουαρίου 1941 στον θάνατό του. Στον ελληνικό λαό η είδηση του θανάτου του προκάλεσε σοκ. Το ίδιο και στους Βρετανούς. Αντίθετα, οι Γερμανοί δεν αιφνιδιάστηκαν ιδιαίτερα. Το ιταλικό ραδιόφωνο παρουσίαζε τον θάνατο του Μεταξά σαν δολοφονία, αποτέλεσμα ίντριγκας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών ,αλλά το γερμανικό ραδιόφωνο μετέδιδε συνεχώς ότι υπήρχαν προοπτικές για γερμανική μεσολάβηση ώστε να τερματιστεί ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Η κηδεία του Μεταξά έγινε στις 31 Ιανουαρίου. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο αλλά μόνο λίγοι έκλαιγαν. Οι περισσότεροι ήταν συγκλονισμένοι και φοβισμένοι, όχι θλιμμένοι…
Ήταν γερμανόφιλος ο Μεταξάς;
Ο Ιωάννης Μεταξάς, που να σημειώσουμε ότι είχε έλλειψη αυτοπεποίθησης σε κάποια θέματα (ήταν κοντός όπως έλεγε κι ο ίδιος και δεν μιλούσε καλά αγγλικά) είχε τη ρετσινιά του «γερμανόφιλου». Τη στρατιωτική του σταδιοδρομία την ολοκλήρωσε, με δική του αίτηση, το 1916 ως Συνταγματάρχης. Η φήμη του ως «γερμανόφιλος» οφειλόταν στις σπουδές του στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου, στην αντίθεσή του στην έξοδο της χώρας μας στο πλευρό της Αντάντ κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την αντίθεσή του στην αποστολή εκστρατευτικού σώματος στα Δαρδανέλια και το πλήθος των γερμανικών βιβλίων που διάβαζε. Στην πραγματικότητα, ήταν «γερμανολάτρης». Θαυμαστής του γερμανικού πολιτισμού και του γερμανικού τρόπου ζωής και επηρεασμένος από τη γερμανική κουλτούρα και τον γερμανικό φιλελληνισμό του παρελθόντος. Όμως, όπως γράφει ο Πάτρικ Μέιτλαντ, ανταποκριτής των «Times» στη Βαλκανική Χερσόνησο που συνομίλησε μαζί του, τόνιζε ότι ήταν αντίθετος στη ναζιστική νοοτροπία. Στο υπουργικό συμβούλιο της 16/8/1940, μια μέρα μετά τον τορπιλισμό της Έλλης από τους Ιταλούς στην Τήνο, ο Μεταξάς είπε: «Έχω σπουδάσει στη Γερμανία, πίστευα στις στρατιωτικές τους μεθόδους και ως λαό τον συμπαθούσα. Αλλά μετά το 1915 έχω απέναντί των το αίσθημα που έχει κάθε άνθρωπος απέναντι ενός φίλου του, που τον γέλασε. Και από τότε τους μισώ» («Ημερολόγιο Μεταξά», Τόμος 8ος, σελ. 743).
Επίλογος
Τελικά, η γερμανική πρόταση δεν έγινε δεκτή και οι Ναζί επιτέθηκαν στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941 με τα γνωστά αποτελέσματα. Τι θα γινόταν αν την είχε αποδεχθεί ο Μεταξάς; Άγνωστο. Μπλόφαραν μήπως οι Γερμανοί; Άγνωστο επίσης. Ο πρέσβης επί τιμή Αννίβας Βελλιάδης, θεωρεί ότι αν δεχόταν τις γερμανικές προτάσεις ο Μεταξάς, θα μπορούσε να υπολογίζει και στον φιλελληνισμό του Χίτλερ. Ο Σπέερ στα «Απομνημονεύματά» του, αναφέρει πως ο πολιτισμός των Ελλήνων σήμαινε για τον Χίτλερ, σε κάθε τομέα, τη μεγαλύτερη τελειότητα. Βέβαια, ο Χίτλερ ήταν μια προβληματική και ασταθής προσωπικότητα και είναι αβέβαιο τι θα έκανε τελικα. Ο Βελλιάδης χαρακτηρίζει ανεδαφική την πολιτική που ακολούθησε ο Μεταξάς. Μάλιστα είχε προτείνει στον Βασιλιά για αντικαταστάτη τον τραπεζίτη Κορυζή. Εν όψει δε της γερμανικής απειλής είπε: «Δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα άλλο παρά να πει ένα όχι». Ο Κορυζής διαδέχθηκε τον Μεταξά, είπε όντως «Όχι» στον Γερμανό πρεσβευτή Έρμπαχ, στις 5.30 π.μ. της 6ης Απριλίου 1941, αλλά στις 18 Απριλίου 1941 αυτοκτόνησε με δύο(!) σφαίρες, προσθέτοντας ένα ακόμα μυστήριο στα τόσα της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας.
Πηγή: ΑΝΝΙΒΑΣ ΒΕΛΛΙΑΔΗΣ, «ΜΕΤΑΞΑΣ-ΧΙΤΛΕΡ. Ελληνογερμανικές Σχέσεις στη Μεταξική δικτατορία 1936-1941», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΙΟΣ, 2003
Ειδήσεις σήμερα:
Θρήνος στην Ξάνθη για τους τέσσερις νεκρούς στη σύγκρουση ΙΧ με λεωφορείο - Ήταν μόλις 20-25 ετών
Δίωξη για κακούργημα σε βάρος του πασίγνωστου ποινικολόγου για τον ξυλοδαρμό της συζύγου του άσκησε ο εισαγγελέας
Η ώρα των ειδικών μαθημάτων για τις Πανελλαδικές - Όλα όσα πρέπει να ξέρουν οι υποψήφιοι
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr