Τα πρόσωπα που έγραψαν την ιστορία της «Αυγής» πριν... θυσιαστεί στον εμφύλιο του ΣΥΡΙΖΑ
01.07.2024
17:48
Υπηρέτησε με συνέπεια τις ιδέες της ανανεωτικής Αριστεράς μέχρι τη διακοπή με «ξαφνικό θάνατο» από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με δικαιολογία τη μειωμένη κυκλοφορία και τα δυσβάσταχτα χρέη
Το καθημερινό φύλλο της εφημερίδας «Αυγή» ανέστειλε την έκδοσή του. Οριστικά. Δεν θα κρεμιέται πλέον στα μανταλάκια των περιπτέρων. Ξαφνικός θάνατος; Κάθε άλλο. Μάλλον επιβεβαίωση μιας προαναγγελθείσας κηδείας. Με νεκροπομπό τον εξ Αμερικής εφοπλιστή με το άφαντο «πόθεν έσχες».
Στον «δικό του ΣΥΡΙΖΑ» περίσσευε το πολιτικό γόητρο και το επικοινωνιακό κύρος του κομματικού εντύπου. Βάραινε περισσότερο ως οικονομικός μπελάς. Και του έβαλε λουκέτο, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Μόνο που η παρακαταθήκης μιας ιστορικής εφημερίδας δεν διαγράφεται μονοκοντυλιά.
Στην πραγματικότητα είναι πολύ αργά για βαρυγκώμιες, μοιρολόγια και πικρά δάκρυα. Δυόμισι μόλις χρόνια πριν, στα μέσα Ιανουαρίου του 2022, ο τότε εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Νάσος Ηλιόπουλος επιβεβαίωνε σε τηλεοπτική εκπομπή την προσωρινή αναστολή της έκδοσης του καθημερινού φύλλου της «Αυγής». Ηταν τα φεγγάρια που ο τότε διευθυντής της εφημερίδας Αγγελος Τσέκερης είχε παραιτηθεί από το πόστο του.
Προηγουμένως ο ίδιος, σε μια «απολογιστική» ανάρτησή του στα social media, επισήμαινε ότι το κλείσιμο μιας εφημερίδας δεν αποτρέπεται επειδή ο τίτλος της είναι ιστορικός. Εκείνες τις ώρες στα γραφεία της εφημερίδας στην πλατεία Καραϊσκάκη επικρατούσε αναβρασμός. Σε φορτισμένο κλίμα η συνέλευση των εργαζομένων υπερασπιζόταν με ακμαίο φρόνημα τις θέσεις εργασίας και τα δικαιώματα των απασχολούμενων.
Η αλήθεια ωστόσο ήταν πως η εφημερίδα δεν ήταν οικονομικά βιώσιμη. Με τις «χαμηλές πτήσεις» κυκλοφορίας πέριξ των 700 φύλλων ημερησίως, ούτε ο πλέον αισιόδοξος προσδοκούσε χαΐρι και προκοπή. Από το 2018 κιόλας οι εκθέσεις των ορκωτών λογιστών υπογράμμιζαν πως επί της ουσίας και δεδομένης της κρίσης του έντυπου Τύπου, η «Αυγή» έχει οικονομικά χρεοκοπήσει.
Ολα αυτά ήταν εν γνώσει Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ. Πολυκουβεντιασμένο θέμα στις συνόδους και τις συσκέψεις των μελών του. Κι όμως, εν μέσω θυελλώδους γκρίνιας, στις 14 Ιανουαρίου 2022, το ίδιο το ευαίσθητο, γαλαντόμο και βολονταριστικό καθοδηγητικό όργανο αποφάσιζε «ομόφωνα» να μη σκιάσει την ιστορία της εφημερίδας.
Για ένα πουκάμισο αδειανό ή για ένα φιλότιμο συνέχισε να εκδίδεται το καθημερινό φύλλο της «Αυγής». Σε πείσμα των χρηματοδοτικών απαιτήσεών της, που ανέρχονταν σε περίπου 2 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Ποσό που πλήρωνε μεγαλόψυχα ο μέτοχός της, δηλαδή το κόμμα της Κουμουνδούρου. Η πρόθυμα χορηγική απλοχεριά τής -διαβόητης για τη διαχειριστική της ανεπάρκεια- ηγεσίας του κόμματος δρομολογούσε το ραγδαίο ολίσθημα της εφημερίδας προς το μοιραίο.
Αλλά δεν θα φορτωνόταν η ίδια την καρατόμησή της. Ανέλαβε να την καταδικάσει σε αναπόφευκτο τέλος ο νέος εκλεγμένος πρόεδρος του κόμματος. Ανέπαφος με τα αξιακά πρόσημα, άσχετος με τα πολιτικά φορτία, ανίδεος των ιδεολογικών παραδόσεων, της μνήμης και των συμβόλων της Αριστεράς, αρκέστηκε μάλλον μόνο στην ανάγνωση του ζημιογόνου ισολογισμού της εφημερίδας. Και την έστειλε, εξ αποστάσεως,«αδιάβαστη». Κάπως έτσι μια 72χρονη ιστορική εφημερίδα κατέβασε τραυματικά τα ημερήσια ρολά της. Περισσότερο με ανατριχιαστικό τριγμό παρά με ανακουφιστικό αναστεναγμό.
72 χρόνια ζωής
Κανένας, σίγουρα, δεν έχει το δικαίωμα να προσπαθεί να σβήσει το παρελθόν μόνο και μόνο επειδή δεν ταιριάζει στο παρόν. Η εφημερίδα «Αυγή» στα 72 χρόνια της ζωής της, συνοδεύοντας εκ του σύνεγγυς την περιπέτεια της ελληνικής Αριστεράς, σηματοδότησε μια ιστορική καμπή στη διαδρομή του ελληνικού Τύπου. Γεννήθηκε στην αρχή της δραματικά δύσκολης, αν όχι ζοφερής, δεκαετίας του ’50. Την περίοδο της ανάπηρης μετεμφυλιακής Ελληνικής Δημοκρατίας.
Στον «δικό του ΣΥΡΙΖΑ» περίσσευε το πολιτικό γόητρο και το επικοινωνιακό κύρος του κομματικού εντύπου. Βάραινε περισσότερο ως οικονομικός μπελάς. Και του έβαλε λουκέτο, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Μόνο που η παρακαταθήκης μιας ιστορικής εφημερίδας δεν διαγράφεται μονοκοντυλιά.
Στην πραγματικότητα είναι πολύ αργά για βαρυγκώμιες, μοιρολόγια και πικρά δάκρυα. Δυόμισι μόλις χρόνια πριν, στα μέσα Ιανουαρίου του 2022, ο τότε εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Νάσος Ηλιόπουλος επιβεβαίωνε σε τηλεοπτική εκπομπή την προσωρινή αναστολή της έκδοσης του καθημερινού φύλλου της «Αυγής». Ηταν τα φεγγάρια που ο τότε διευθυντής της εφημερίδας Αγγελος Τσέκερης είχε παραιτηθεί από το πόστο του.
Προηγουμένως ο ίδιος, σε μια «απολογιστική» ανάρτησή του στα social media, επισήμαινε ότι το κλείσιμο μιας εφημερίδας δεν αποτρέπεται επειδή ο τίτλος της είναι ιστορικός. Εκείνες τις ώρες στα γραφεία της εφημερίδας στην πλατεία Καραϊσκάκη επικρατούσε αναβρασμός. Σε φορτισμένο κλίμα η συνέλευση των εργαζομένων υπερασπιζόταν με ακμαίο φρόνημα τις θέσεις εργασίας και τα δικαιώματα των απασχολούμενων.
Η αλήθεια ωστόσο ήταν πως η εφημερίδα δεν ήταν οικονομικά βιώσιμη. Με τις «χαμηλές πτήσεις» κυκλοφορίας πέριξ των 700 φύλλων ημερησίως, ούτε ο πλέον αισιόδοξος προσδοκούσε χαΐρι και προκοπή. Από το 2018 κιόλας οι εκθέσεις των ορκωτών λογιστών υπογράμμιζαν πως επί της ουσίας και δεδομένης της κρίσης του έντυπου Τύπου, η «Αυγή» έχει οικονομικά χρεοκοπήσει.
Ολα αυτά ήταν εν γνώσει Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ. Πολυκουβεντιασμένο θέμα στις συνόδους και τις συσκέψεις των μελών του. Κι όμως, εν μέσω θυελλώδους γκρίνιας, στις 14 Ιανουαρίου 2022, το ίδιο το ευαίσθητο, γαλαντόμο και βολονταριστικό καθοδηγητικό όργανο αποφάσιζε «ομόφωνα» να μη σκιάσει την ιστορία της εφημερίδας.
Για ένα πουκάμισο αδειανό ή για ένα φιλότιμο συνέχισε να εκδίδεται το καθημερινό φύλλο της «Αυγής». Σε πείσμα των χρηματοδοτικών απαιτήσεών της, που ανέρχονταν σε περίπου 2 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Ποσό που πλήρωνε μεγαλόψυχα ο μέτοχός της, δηλαδή το κόμμα της Κουμουνδούρου. Η πρόθυμα χορηγική απλοχεριά τής -διαβόητης για τη διαχειριστική της ανεπάρκεια- ηγεσίας του κόμματος δρομολογούσε το ραγδαίο ολίσθημα της εφημερίδας προς το μοιραίο.
Αλλά δεν θα φορτωνόταν η ίδια την καρατόμησή της. Ανέλαβε να την καταδικάσει σε αναπόφευκτο τέλος ο νέος εκλεγμένος πρόεδρος του κόμματος. Ανέπαφος με τα αξιακά πρόσημα, άσχετος με τα πολιτικά φορτία, ανίδεος των ιδεολογικών παραδόσεων, της μνήμης και των συμβόλων της Αριστεράς, αρκέστηκε μάλλον μόνο στην ανάγνωση του ζημιογόνου ισολογισμού της εφημερίδας. Και την έστειλε, εξ αποστάσεως,«αδιάβαστη». Κάπως έτσι μια 72χρονη ιστορική εφημερίδα κατέβασε τραυματικά τα ημερήσια ρολά της. Περισσότερο με ανατριχιαστικό τριγμό παρά με ανακουφιστικό αναστεναγμό.
72 χρόνια ζωής
Κανένας, σίγουρα, δεν έχει το δικαίωμα να προσπαθεί να σβήσει το παρελθόν μόνο και μόνο επειδή δεν ταιριάζει στο παρόν. Η εφημερίδα «Αυγή» στα 72 χρόνια της ζωής της, συνοδεύοντας εκ του σύνεγγυς την περιπέτεια της ελληνικής Αριστεράς, σηματοδότησε μια ιστορική καμπή στη διαδρομή του ελληνικού Τύπου. Γεννήθηκε στην αρχή της δραματικά δύσκολης, αν όχι ζοφερής, δεκαετίας του ’50. Την περίοδο της ανάπηρης μετεμφυλιακής Ελληνικής Δημοκρατίας.
Το τραγικά ασφυκτικό θεσμικό πλαίσιο της οποίας ενισχυόταν από τους άγριους κατασταλτικούς μηχανισμούς της λεγόμενης «εθνικοφροσύνης». Δραστηριοποιούνταν τότε έκτακτα Στρατοδικεία που εξέδιδαν ανελλιπώς καταδικαστικές αποφάσεις με θανατικές ποινές. Λειτουργούσαν στρατόπεδα συγκέντρωσης σαν της Μακρονήσου, υπήρχαν απομονωμένα «ξερονήσια» στο Αιγαίο για εξόριστους, ενώ οι φυλακίσεις, οι εκτοπίσεις και οι εκτελέσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Το ΚΚΕ έχει κηρυχτεί παράνομο από το 1947, ενώ ο «Ριζοσπάστης», το έντυπο κομματικό του όργανο, είχε απαγορευτεί. Το πολιτικό κενό στην Αριστερά το κάλυψε, κατά κάποιον τρόπο, η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Ιδρύθηκε ως συνασπισμός μικρών νόμιμων αριστερών δημοκρατικών και ριζοσπαστικών κομμάτων στις 3 Αυγούστου του 1951.
Λιγότερο από 25 μέρες μετά, η ΕΔΑ εξέδωσε ως επίσημη εφημερίδα της τη «Δημοκρατική». Το κόμμα, στη συνέχεια, με βασικό στελεχιακό κορμό τα μέλη τού εκτός νόμου ΚΚΕ, συμμετείχε πρώτη φορά στης εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Εξέλεξε 10 βουλευτές, από αυτούς οι 7 ήταν εξόριστοι και οι 3 φυλακισμένοι.
Μέσα σε τρεις μήνες αντικαταστάθηκαν καθώς το Εκλογοδικείο ακύρωσε την εκλογή και των δέκα. Στον ίδιο χασάπικο πάγκο του μεροληπτικού ακρωτηριασμού σωριάστηκε και το κεφάλι της «Δημοκρατικής». Στις 19 Ιανουαρίου 1952, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απαγόρευσε την κυκλοφορία της. Αφορμή, η ανακάλυψη από τις διωκτικές αρχές ασυρμάτων του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ στη χώρα.
Ο ταλαιπωρημένος από φυλακίσεις και εξορίες διευθυντής της εφημερίδας Κώστας Γαβριηλίδης -επικεφαλής του Αγροτικού Κόμματος και υπουργός Γεωργίας στην Κυβέρνηση του Βουνού- έσπευσε στον πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα. Ο γηραιός έντιμος αξιωματικός, ο «μαύρος καβαλάρης» των Βαλκανικών Πόλεμων και της Μικρασιατικής εκστρατείας, τον υποδέχτηκε με βαθιά συγκίνηση και τον ασπάστηκε με θέρμη.
Τους ένωναν κοινοί αγώνες και συγκλονιστικές αναμνήσεις από την επανάσταση του 1922. Εκλαψαν ο ένας στον κόρφο του άλλου, αλλά η απόφαση δεν άλλαξε. Η εφημερίδα έκλεισε, ο Γαβριηλίδης συνελήφθη και εξορίστηκε στον Αη Στράτη. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή, τον Σεπτέμβριο του 1952, ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο.
Μετά τον βραχύ βίο και την εκδοτική αποδημία της «Δημοκρατικής», η ΕΔΑ ανίχνευε τις πιθανότητες δημιουργίας ενός νέου έντυπου επικοινωνιακού Μέσου που θα απηχούσε τις απόψεις της. Δεν ήταν και το ευκολότερο δεδομένων των συνθηκών. Εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, πνευματικοί άνθρωποι, προοδευτικοί διανοούμενοι, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι που θα στελέχωναν μια τέτοια πολιτική εφημερίδα είχαν τιμωρηθεί με αποκλεισμό από τον ενεργό επαγγελματικό βίο εξαιτίας των φρονημάτων τους.
Ωστόσο, το δημοσιογραφικό επάγγελμα δεν χρειαζόταν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Παρότι η τότε κλειστή, σχεδόν κληρονομική κάστα της ΕΣΗΕΑ δεν δεχόταν ως μέλη της αριστερά «μιάσματα» και οι αριστεροί πολιτικοί συντάκτες αποκλείονταν ετσιθελικά από την πρόσβαση στο press room της κυβερνητικής ενημέρωσης. Ωστόσο, ο επικεφαλής της ΕΔΑ, ομόφωνα πρώτος πρόεδρος και συνιδρυτής της, δεν το έβαζε κάτω. Το κόμμα είχε άμεση ανάγκη από μια δημοσιογραφική έπαλξη.
Στα 67 του χρόνια, ο αντιστασιακός μετριοπαθής σοσιαλιστής, αφιλοκερδής γιατρός-γυναικολόγος της Θεσσαλονίκης Γιάννης Πασαλίδης διατηρούσε το σθένος των νεανικών του χρόνων. Από τότε που ο γεννημένος στη Γεωργία με καταγωγή από τον Πόντο μενσεβίκος, αντίπαλος του μπολσεβίκου Λένιν δηλαδή, ήταν μέλος της Ρωσικής Δούμας και υπουργός Εξωτερικών της γενέτειράς του.
Εφυγε από τη Σοβιετική Ενωση το 1921, όταν πια είχε παγιωθεί η εξουσία των μπολσεβίκων. Με πυκνό λευκό μαλλί, κοκάλινα γυαλιά και τη κυρτή πίπα ταμπάκου σε σχήμα σαξοφώνου συγκαλούσε συσκέψεις συναγωνιστών για τη δημιουργία μιας επιδραστικής εφημερίδας που θα καλλιεργούσε τολμηρά μια αμφίδρομη σχέση με τον αναγνώστη.
Στο μυαλό του Πασαλίδη στριφογύριζε ως προς τον τίτλο της εφημερίδας η λέξη «Ανατολή» για να συμβολίσει το χάραμα μιας νέας εποχής. Μια παραπομπή στη νέα μέρα που θα ξημέρωνε στον Τύπο και τον τόπο. Οι προτάσεις έδιναν κι έπαιρναν. Εως ότου το στέλεχος της ΕΔΑ Λευτέρης Τζάκος, που δραστηριοποιούνταν ως β’ γραμματέας με κομματική ευθύνη στις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ στην Αθήνα, πρότεινε το όνομα της μικρής κόρης του. Την έλεγαν Αυγή, Ο ίδιος, παρότι συχνά κρυβόταν, είχε την επιμέλειά της, καθώς η σύζυγός του και μητέρα του παιδιού ήταν εξόριστη πότε στη Μακρόνησο και πότε στο Τρίκερι. Ο Πασαλίδης ενθουσιάστηκε και υιοθέτησε το όνομά της για την εφημερίδα.
Το πρόβλημα, πάντως, για την εκδοτική εκκίνηση της εφημερίδας δεν ήταν η επωνυμία της. Ο τότε υπουργός Προεδρίας, στον οποίο υπαγόταν το υφυπουργείο Τύπου και Πληροφοριών, ακαδημαϊκός και ποιητής Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας ήταν κατηγορηματικά αντίθετος στην έκδοσή της.
Ο εκ Ναυπάκτου ορμώμενος υπουργός με τον περιποιημένο μύστακα και το ενδυματολογικό αξεσουάρ του παπιγιόν δεν επέτρεπε, ανένδοτος, ουδεμία προσέγγιση των προαλειφόμενων εκδοτών της «Αυγής» στο υπουργικό μέγαρο της οδού Ζαλοκώστα, λες και αυτό ήταν ήταν δικό του.
Παρένθεση. Η ιστορία επεφύλασσε στον υπουργό μεγάλο χουνέρι. Θα καταγραφόταν σκωπτικά στις σατιρικές σελίδες της ως «ο Γαργάλατας». Οταν διορίστηκε από τα ανάκτορα για έναν μήνα πρωθυπουργός, επί της αποστασίας των βουλευτών της Ενωσης Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου του 1965, τα ποιήματα του διαδόθηκαν. Από αυτά ο έμμετρος στίχος του «Κι ήταν τα στήθη σου / Ασπρα σαν τα γάλατα, / Και μου ’λεγες / Γαργάλα τα, Γαργάλα τα!», του κόλλησε το παρατσούκλι και έγινε μέχρι και τίτλος επιθεώρησης. Κλείνει η παρένθεση.
Παρά τα εμπόδια που ορθώνονταν κατακόρυφα στην έκδοση της «Αυγής», ο αρχισυντάκτης και διευθυντής της Βασίλης Εφραιμίδης, βουλευτής τότε, ζήτησε ακρόαση από τον πρωθυπουργό. Ηταν μια σκληρή και σκοτεινή περίοδος για την Ελλάδα εν μέσω έξαρσης του Ψυχρού Πολέμου. Πέτρινα χρόνια. Στα μέσα Φεβρουαρίου του 1952, σύσσωμη η Βουλή είχε επικυρώσει το πρωτόκολλο ένταξης στο ΝΑΤΟ, με την «παραφωνία» των βουλευτών της ΕΔΑ που το καταψήφισαν.
Στις 30 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς, στις 4.12 το πρωί εκτελούνταν διά τουφεκισμού ο Νίκος Μπελογιάννης και συγκατηγορούμενοί του στο στρατόπεδο στο Γουδί, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία». Λίγες ημέρες πριν, ο πρωθυπουργός Νικόλας Πλαστήρας είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο γενναίος πολεμιστής σε ανεπίστρεπτη σωματική φθορά αναγκάστηκε να αποσυρθεί προσωρινά από το κορυφαίο αξίωμά του. Τη θέση του κατέλαβε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σοφοκλής Βενιζέλος. Με αυτόν συναντήθηκε ο μέλλοντας διευθυντής της «Αυγής». Ο γεννημένος στον Πόντο, που έφτασε 7 χρόνων πρόσφυγας στην Αθήνα, ήρωας του αλβανικού μετώπου, δικηγόρος, μαχητής στις γραμμές του ΕΑΜ, διωγμένος, φυλακισμένος και εξορισμένος κατ’ επανάληψη Εφραιμίδης διέθετε σφρίγος και τσαγανό. Είχε διανύσει μια ζωή διά πυρός και σιδήρου.
Η διαταγή Βενιζέλου
Ο Σοφοκλής Βενιζέλος, δευτερότοκος γιος του Ελευθέριου Βενιζέλου, τον αντιμετώπισε σφιγμένος. Ως παλαιός συνταγματάρχης της Μικρασιατικής εκστρατείας δεν ήταν επιεικής σε διαμαρτυρίες. Ομως ως φιλελεύθερος από τα γεννοφάσκια του ήταν συγκαταβατικός σε δημοκρατικά αιτήματα. Ακουσε με προσοχή τον συνομιλητή του και κάλεσε στο γραφείο του τον διευθυντή της Αστυνομίας, υπεύθυνο για την έκδοση αδειών σε έντυπα Θεόδωρο Ρακιντζή.
Ο Μανιάτης αξιωματικός έφτασε το πρωθυπουργικό γραφείο με την επίσημη στολή του. Στην ερώτηση του πρωθυπουργού γιατί δεν δίνεται η άδεια για την έκδοση της «Αυγής», εκείνος απάντησε ότι ο όγκος του φακέλου του Εφραιμίδη, ο οποίος είχε διατελέσει και διευθυντής της εαμικής εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα», υπερέβαινε το μέγεθος του πρωθυπουργικού γραφείου. Ο Βενιζέλος ήταν μεν αντικομμουνιστής, αλλά όχι και κομμουνιστοφάγος. Διέταξε αυστηρά τον Ρακιντζή να βάλει τον φάκελο στο συρτάρι και να δοθεί η άδεια.
Μια φρέσκια εφημερίδα γεννιόταν με προσωπική πρωθυπουργική παρέμβαση. Ποιος να το περίμενε στο διάχυτο κλίμα μισαλλόδοξης μοχθηρίας εκείνης της εποχής;
Στις 24 Αυγούστου του 1952, πρωτοκυκλοφόρησε η «Αυγή», αρχικά ως εβδομαδιαία κάθε Κυριακή. Κατόπιν, από τις 19 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, έγινε ημερήσια πρωινή εν όψει των εθνικών εκλογών του Νοεμβρίου. Το πρώτο φύλλο, οκτασέλιδο μεγάλου σχήματος, ξεφυλλίστηκε με τρεμάμενα χεριά, προσμονή και δέος στα πρώτα γραφεία της εφημερίδας στον β’ όροφο της οδού Βουλής 16. Ο διευθυντής Βασίλης Εφραιμίδης που θεωρούνταν το «άγρυπνο μάτι» στην εφημερίδα του Νίκου Ζαχαριάδη, γ.γ. του παράνομου ΚΚΕ που έδρευε στο Βουκουρέστι, ήταν συγκινημένος. Με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυα χαράς του και ο αρχισυντάκτης Τάσος Χαΐνογλου.
Ο Θρακιώτης δάσκαλος, μελετητής της Ιστορίας, καταδικασμένος σε ισόβια δεσμά για κομμουνιστική δράση και απάνθρωπα βασανισμένος στη Μακρόνησο, αντίκριζε την υλοποίηση ενός ονείρου. Μπροστά στα μάτια τους ανοιγόταν μια αξιόπιστη, επαρκώς τεκμηριωμένη και θαρραλέα εφημερίδα. Δεν είχε τίποτα να ζηλέψει σε ύλη και πυκνότητα από τις εν κυκλοφορία υπόλοιπες. Κάτω από τον υπότιτλο Εβδομαδιαία Δημοκρατική Εφημερίδα του Λαού έγραφε φαρδιά-πλατιά στο πρωτοσέλιδό της: «Για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας».
Το πρώτο φύλλο
Στις μέσα σελίδες περιέγραφε παραστατικά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των εξόριστων στον Αη Στράτη και των 1.600 εκτοπισμένων στη Γυάρο, κατέγραφε τα ονόματα των εκτελεσμένων, αποκάλυπτε τον διωγμό των αγωνιστών της Αντίστασης. Αρκούσαν λίγες αράδες στην τρίτη σελίδα για να ραγίσουν οι καρδιές ακόμη και των πιο φανατικά δεξιών και αμείλικτων αντικομμουνιστών. Επικεντρωνόταν, υπό τον τίτλο «Να πώς ανταμείφθηκαν!», στην τραγική περίπτωση των τεσσάρων αδελφών της οικογένειας Μαυροειδάκου.
Ο Ευθύμιος εκτελέστηκε το 1944 από τους Γερμανούς, ο Χρήστος δολοφονήθηκε το 1945 από τρομοκράτες της Δεξιάς, ο Γιώργος εκτελέστηκε το 1948 στην Αίγινα για τη συμμετοχή του στον ΕΛΑΣ, ενώ ο τέταρτος αδελφός βρίσκεται ακόμα στη φυλακή. Και η τραγική μάνα, η Βασιλική, παλεύει να θρέψει τα εννιά εγγόνια της. Το μικρό αυτό άρθρο στριμωγμένο ανάμεσα στη φωτογραφία του αρχηγού του ΕΛΑΣ, στρατηγού Στεφάνου Σαράφη, που μόλις 10 μήνες πριν είχε γυρίσει από την εξορία, και του καταδικασμένου σε θάνατο Μανώλη Γλέζου αποτύπωνε με καθαρότητα και συνοχή το αφόρητο κλίμα της εποχής.
Εν τω μεταξύ, την εκδοτική προσπάθεια πλαισίωνε ένας πνευματικός κύκλος ανθρωπιστών διανοούμενων, λογοτεχνών, ιστορικών και παιδαγωγών συνεργατών. Ανάμεσά τους ο Κώστας Βάρναλης, η Ελλη Αλεξίου, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Αρης Αλεξάνδρου, ο Τάσος Βουρνάς, ο Ασημάκης Γιαλαμάς, ο Γιάννης και η Ρόζα Ιμβριώτη. Μαζί τους στην καθημερινή διαχείριση οι εκλεκτοί δημοσιογράφοι Ηρακλής Τζάθας, Χαρίλαος Μάνος, Θανάσης Τσουπαρόπουλος, Ντίνος Τσαλόγλου, Σπύρος Λιναρδάτος κ.ά.
Οι διώξεις
Παρά την ενημερωτική σαφήνεια, την έντιμη στάση και τον φανερό ιδεολογικό προσανατολισμό της, η νέα καλογραμμένη εφημερίδα αντιμετώπιζε αντιξοότητες, δυσχέρειες και κυνηγητά που κάποιες φορές έφταναν στα όρια του πογκρόμ. Οι συντάκτες της «Αυγής» καλούνταν κάθε τόσο για ανάκριση σε αστυνομικά τμήματα με απίθανες προφάσεις.
Ο Χαρίλαος Μάνος και ο Στάθης Ευσταθιάδης, ένας ευπατρίδης της δημοσιογραφίας με πανεπιστημιακό πτυχίο χημικού, εξορίστηκαν για ψύλλου πήδημα στον Αη Στράτη. Η κυκλοφορία της εφημερίδας αντιμετώπιζε επίσης ανυπέρβλητα εμπόδια. Οι θρασείς παρακρατικοί μηχανισμοί, υπολείμματα της ακραίας μετακατοχικής «λευκής τρομοκρατίας», ζητούσαν ακόμα και ταυτότητες από αυτούς που αγόραζαν την εφημερίδα. Διάσπαρτοι ρουφιάνοι καραδοκούσαν για να καταγράψουν ονόματα αναγνωστών τα οποία παρέδιναν στην Ασφάλεια προς εμπλουτισμό των φακέλων της.
Σε αυτό το πνιγηρό περιβάλλον η αισιοδοξία των συντελεστών της εφημερίδας ότι θα κέρδιζαν την εμπιστοσύνη του αναγνωστικού κοινού συχνά μεταστρεφόταν σε απογοήτευση. Η εργασιακή διέγερση, η επιμονή και η ζωντάνια στα γραφεία της οδού Ικτίνου 3 φάνταζε κάποιες φορές να πηγαίνει στράφι. Υπήρχε όμως και μια άλλη τροχοπέδη. Ηταν δρομολογημένοι διάφοροι καθοδηγητικοί ιμάντες εντός της ΕΔΑ, που επηρέαζαν την πολιτική φυσιογνωμία της εφημερίδας.
Με πρώτο και καθοριστικά δραστικότερο παράγοντα τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ στην Αθήνα και τη μονολιθική ιδιοκτησιακή αντίληψη της εφημερίδας από τα στελέχη της ηγεσίας του από το Βουκουρέστι. Η μονόχνοτη, αποσπασμένη από την ντόπια πραγματικότητα συμπεριφορά τους δημιουργούσε ποικίλες δυσλειτουργίες, καθώς και προβλήματα επικοινωνίας και εμπιστοσύνης ανάμεσα στο δημοσιογραφικό προσωπικό της «Αυγής». Επρεπε να ξημερώσει το 1956, με τον Στάλιν ήδη τρία χρόνια νεκρό, όταν αποπέμφθηκε από την κομματική ηγεσία και κατόπιν διαγράφτηκε από το ΚΚΕ ο Νίκος Ζαχαριάδης.
Στη διεύθυνση της «Αυγής» διαδέχτηκε τον Βασίλη Εφραιμίδη, μετέπειτα ευρωβουλευτή του ΚΚΕ από το 1981 έως το 1999, ο τρεις φόρες καταδικασμένος σε θάνατο Μανώλης Γλέζος. Είχε αποφυλακιστεί μόλις το 1954. Ανέλαβε το τιμόνι της εφημερίδας το 1956. Το 1958, όντας διευθυντής, παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε με την κατηγορία της «κατασκοπείας». Αποφυλακίστηκε στο τέλος του 1962. Τα ηνία της εφημερίδας είχαν ήδη περάσει στον Λεωνίδα Κύρκο, ο οποίος με τη σειρά του τα παρέδωσε στον Πότη Παρασκευόπουλο, τον Καλαματιανό δημοσιογράφο, αντιστασιακό, ΕΑΜίτη, εξορισμένο στα μετεμφυλιακά χρόνια και βουλευτή της ΕΔΑ.
Σε ό,τι αφορά την «Αυγή», η εφημερίδα άντεξε επί μια πολιτικά στροβιλιστική 15ετία σε μύριες δυσχέρειες και αλλεπάλληλα, συχνά λυσσαλέα χτυπήματα. Η κυκλοφορία της ξεπερνούσε τα 25.000 φύλλα ημερησίως. Το κυριότερο, λειτουργούσε ατύπως μεν, ουσιαστικά δε, ως ποιοτικό εργαστήρι ανυπότακτου κριτικού λόγου. Αγκάλιασε εκατοντάδες νέες και νέους δημοσιογράφους που μαθήτευσαν εκεί... Αρκετοί από τους οποίους θα διέπρεπαν και θα στελέχωναν με τις εξαιρετικές υπογραφές τους άλλα έντυπα. Ολα ή σχεδόν όλα φάνταζαν στις αρχές του 1967 ευοίωνα. Μόνο που οι εξιδανικεύσεις, αν όχι οι φαντασιώσεις, δεν ανταποκρίθηκαν ποτέ στις ελπίδες.
Την Πέμπτη 20 Απριλίου 1967, η «Αυγή» διαφήμιζε το φύλλο της ερχόμενης Κυριακής που θα κυκλοφορούσε σε 100.000 αντίτυπα περιέχοντας το πρόγραμμα της EΔΑ. Στο πρωτοσέλιδό της εξήγγειλε αμέριμνα, εν όψει εκλογών, τη συγκέντρωση του κόμματος στις 23 Μαΐου στην πλατεία Κλαυθμώνος. Το ίδιο βράδυ, τα τανκς της χούντας των συνταγματαρχών καταπατούσαν συνθλιπτικά τη Δημοκρατία.
Με τα δημοσιογραφικά ανακλαστικά της η «Αυγή» όπως και η «Καθημερινή» της Ελένης Βλάχου ήταν οι μοναδικές εφημερίδες που πρόλαβαν να εκδώσουν φύλλο με την είδηση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Σε έναν αμήχανο υπέρτιτλό της η «Αυγή», η καθημερινή εφημερίδα του λαού, όπως αυτοαποκαλούνταν, πρόλαβε να γράψει: «Συνελήφθησαν από στρατιωτικούς οι Μ. Γλέζος, Λ. Κύρκος, Α. Παπανδρέου. Ασυνήθιστες κινήσεις στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων». Μετά, ακολούθησε επί επτά ολόκληρα χρόνια καταβύθιση στη σιωπή. Και πάλι διώξεις, φυλακίσεις, εκτοπισμοί, βασανιστήρια, φόβος.
Φυτώριο δημοσιογράφων
Τα υπόλοιπα ανήκουν στη μεταπολιτευτική Ιστορία. Μια άλλη, ξεχωριστά διαφορετική εποχή. Το διακύβευμα πλέον δεν ήταν ο αγώνας για την ειρήνη και τη δημοκρατική ομαλότητα. Μια ομάδα από παλιά στελέχη της εφημερίδας έσπευσαν να επανεκδώσουν την «Αυγή», πριν την προλάβει ο «Ριζοσπάστης». Αυτή τη φορά ως κομματικό όργανο του ΚΚΕ Εσωτερικού. Πρωτοστάτησαν στην επανακυκλοφορία της ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Λευτέρης Βουτσάς.
Ο τελευταίος είχε επανέλθει από τον χουντικό εκτοπισμό του στο Παρθένι της Λέρου. Και του έμελλε, χρόνια αργότερα, να φυλακιστεί το 1992 για τα χρέη της «Αυγής». Η εφημερίδα επανακυκλοφόρησε την Κυριακή 4 Αυγούστου του 1974 ως «Πρωινή εφημερίδα της Αριστεράς». Στο πρωτοσέλιδό της φιλοξενούσε συνέντευξη του Ηλία Ηλιού, δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη, χαιρετισμό του Κώστα Βάρναλη.
Σαφώς και παρέμενε σχολείο και φυτώριο νέων ταλαντούχων δημοσιογράφων, αλλά βάσιμα εικαζόταν ότι μια σειρά από επαγγελματικά κομματικά στελέχη περιλαμβάνονταν στο μισθολόγιό της. Συνήθεια που δεν άλλαξε με τα χρόνια. Με όσες ζημιογόνες συνέπειες συνεπαγόταν αυτή στον ισολογισμό της.
Παρ’ όλα αυτά, η «Αυγή» υπηρέτησε με συνέπεια και ήθος τις ιδέες της ανανεωτικής Αριστεράς, ενώ υποστήριξε νηφάλια τον εκάστοτε ηγέτη της. Το 1998 μετατράπηκε σε Ανώνυμη Μετοχική Εταιρεία από Ατομική Εταιρεία του Λευτέρη Βουτσά, ο οποίος παρέμεινε εκδότης και ανέλαβε τη θέση του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της Α.Ε. Η μετατροπή σε Ανώνυμη Εταιρεία έγινε με την προοπτική το μετοχικό κεφάλαιό της να μοιραστεί στον Συνασπισμό, στους εργαζόμενους, από 10% έκαστος, και το υπόλοιπο ποσοστό να μεταβιβαστεί σε αναγνώστες και φίλους της «Αυγής». Ο στόχος τελικά δεν ευοδώθηκε.
Τον Ιανουάριο του 1999 οι εργαζόμενοι κήρυξαν 24ωρη απεργία, την πρώτη στην εφημερίδα, μετά την απόφαση του τότε προέδρου του ΣΥΝ Νίκου Κωνσταντόπουλου να διορίσει το Δ.Σ. και στη θέση του διευθυντή το κομματικό στέλεχος Δημήτρη Χατζησωκράτη. Ωστόσο, τα οικονομικά προβλήματα διογκώνονταν και οι ζημίες συσσωρεύονταν, παρά την εναλλαγή στη διεύθυνσή της πολλών, ποικίλων και μερικών ικανών κομματικών στελεχών. Στην ουσία η έκδοση της εφημερίδας συνεχιζόταν με την οικονομική στήριξη του Συνασπισμού και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ. Επί της διακυβέρνησης του τελευταίου, χάθηκαν και τα έσχατα ψήγματα ήθους στο δημοσιογραφικό ύφος της.
Κατέληξε να υιοθετεί την εχθροπαθή τοξικότητα της «πρώτη φορά Αριστεράς» και έφτασε να «ξεπλένει» μέχρι και τον Πάνο Καμμένο. Αδιάφορη για την κυκλοφοριακή συρρίκνωσή της και ασυγκίνητη αν τα κόκαλα των ευαίσθητων πρωτομαστόρων της θα έτριζαν στους τάφους τους. Αναπόφευκτα, η δοξολόγηση από τις σελίδες της του νέου ναρκισσιστή πρόεδρου του κόμματος ήταν επακόλουθο όσων απερίσκεπτων, επιπόλαιων, δήθεν ενοχοποιημένων και ελαφρά τη καρδία είχαν προηγηθεί εκ μέρους της.
Τελικά, αφού είχε προηγουμένως αυτοπυροβοληθεί, θα δεχόταν τη χαριστική βολή από αυτόν που ενθουσιωδώς εγκωμίαζε. Πιστοποιώντας για μία ακόμη φορά θλιβερά ότι τα νεκροταφεία και οι χωματερές του Τύπου είναι γεμάτες από ιστορικές εφημερίδες. Που, αυτοαναφορικές, βολεμένες και ανίκανες να ανταποκριθούν στην εποχή τους, δεν φρόντισαν τουλάχιστον να διασφαλίσουν την υστεροφημία τους.
Το ΚΚΕ έχει κηρυχτεί παράνομο από το 1947, ενώ ο «Ριζοσπάστης», το έντυπο κομματικό του όργανο, είχε απαγορευτεί. Το πολιτικό κενό στην Αριστερά το κάλυψε, κατά κάποιον τρόπο, η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Ιδρύθηκε ως συνασπισμός μικρών νόμιμων αριστερών δημοκρατικών και ριζοσπαστικών κομμάτων στις 3 Αυγούστου του 1951.
Λιγότερο από 25 μέρες μετά, η ΕΔΑ εξέδωσε ως επίσημη εφημερίδα της τη «Δημοκρατική». Το κόμμα, στη συνέχεια, με βασικό στελεχιακό κορμό τα μέλη τού εκτός νόμου ΚΚΕ, συμμετείχε πρώτη φορά στης εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Εξέλεξε 10 βουλευτές, από αυτούς οι 7 ήταν εξόριστοι και οι 3 φυλακισμένοι.
Μέσα σε τρεις μήνες αντικαταστάθηκαν καθώς το Εκλογοδικείο ακύρωσε την εκλογή και των δέκα. Στον ίδιο χασάπικο πάγκο του μεροληπτικού ακρωτηριασμού σωριάστηκε και το κεφάλι της «Δημοκρατικής». Στις 19 Ιανουαρίου 1952, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απαγόρευσε την κυκλοφορία της. Αφορμή, η ανακάλυψη από τις διωκτικές αρχές ασυρμάτων του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ στη χώρα.
Ο ταλαιπωρημένος από φυλακίσεις και εξορίες διευθυντής της εφημερίδας Κώστας Γαβριηλίδης -επικεφαλής του Αγροτικού Κόμματος και υπουργός Γεωργίας στην Κυβέρνηση του Βουνού- έσπευσε στον πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα. Ο γηραιός έντιμος αξιωματικός, ο «μαύρος καβαλάρης» των Βαλκανικών Πόλεμων και της Μικρασιατικής εκστρατείας, τον υποδέχτηκε με βαθιά συγκίνηση και τον ασπάστηκε με θέρμη.
Τους ένωναν κοινοί αγώνες και συγκλονιστικές αναμνήσεις από την επανάσταση του 1922. Εκλαψαν ο ένας στον κόρφο του άλλου, αλλά η απόφαση δεν άλλαξε. Η εφημερίδα έκλεισε, ο Γαβριηλίδης συνελήφθη και εξορίστηκε στον Αη Στράτη. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή, τον Σεπτέμβριο του 1952, ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο.
Μετά τον βραχύ βίο και την εκδοτική αποδημία της «Δημοκρατικής», η ΕΔΑ ανίχνευε τις πιθανότητες δημιουργίας ενός νέου έντυπου επικοινωνιακού Μέσου που θα απηχούσε τις απόψεις της. Δεν ήταν και το ευκολότερο δεδομένων των συνθηκών. Εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, πνευματικοί άνθρωποι, προοδευτικοί διανοούμενοι, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι που θα στελέχωναν μια τέτοια πολιτική εφημερίδα είχαν τιμωρηθεί με αποκλεισμό από τον ενεργό επαγγελματικό βίο εξαιτίας των φρονημάτων τους.
Ωστόσο, το δημοσιογραφικό επάγγελμα δεν χρειαζόταν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Παρότι η τότε κλειστή, σχεδόν κληρονομική κάστα της ΕΣΗΕΑ δεν δεχόταν ως μέλη της αριστερά «μιάσματα» και οι αριστεροί πολιτικοί συντάκτες αποκλείονταν ετσιθελικά από την πρόσβαση στο press room της κυβερνητικής ενημέρωσης. Ωστόσο, ο επικεφαλής της ΕΔΑ, ομόφωνα πρώτος πρόεδρος και συνιδρυτής της, δεν το έβαζε κάτω. Το κόμμα είχε άμεση ανάγκη από μια δημοσιογραφική έπαλξη.
Στα 67 του χρόνια, ο αντιστασιακός μετριοπαθής σοσιαλιστής, αφιλοκερδής γιατρός-γυναικολόγος της Θεσσαλονίκης Γιάννης Πασαλίδης διατηρούσε το σθένος των νεανικών του χρόνων. Από τότε που ο γεννημένος στη Γεωργία με καταγωγή από τον Πόντο μενσεβίκος, αντίπαλος του μπολσεβίκου Λένιν δηλαδή, ήταν μέλος της Ρωσικής Δούμας και υπουργός Εξωτερικών της γενέτειράς του.
Εφυγε από τη Σοβιετική Ενωση το 1921, όταν πια είχε παγιωθεί η εξουσία των μπολσεβίκων. Με πυκνό λευκό μαλλί, κοκάλινα γυαλιά και τη κυρτή πίπα ταμπάκου σε σχήμα σαξοφώνου συγκαλούσε συσκέψεις συναγωνιστών για τη δημιουργία μιας επιδραστικής εφημερίδας που θα καλλιεργούσε τολμηρά μια αμφίδρομη σχέση με τον αναγνώστη.
Στο μυαλό του Πασαλίδη στριφογύριζε ως προς τον τίτλο της εφημερίδας η λέξη «Ανατολή» για να συμβολίσει το χάραμα μιας νέας εποχής. Μια παραπομπή στη νέα μέρα που θα ξημέρωνε στον Τύπο και τον τόπο. Οι προτάσεις έδιναν κι έπαιρναν. Εως ότου το στέλεχος της ΕΔΑ Λευτέρης Τζάκος, που δραστηριοποιούνταν ως β’ γραμματέας με κομματική ευθύνη στις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ στην Αθήνα, πρότεινε το όνομα της μικρής κόρης του. Την έλεγαν Αυγή, Ο ίδιος, παρότι συχνά κρυβόταν, είχε την επιμέλειά της, καθώς η σύζυγός του και μητέρα του παιδιού ήταν εξόριστη πότε στη Μακρόνησο και πότε στο Τρίκερι. Ο Πασαλίδης ενθουσιάστηκε και υιοθέτησε το όνομά της για την εφημερίδα.
Το πρόβλημα, πάντως, για την εκδοτική εκκίνηση της εφημερίδας δεν ήταν η επωνυμία της. Ο τότε υπουργός Προεδρίας, στον οποίο υπαγόταν το υφυπουργείο Τύπου και Πληροφοριών, ακαδημαϊκός και ποιητής Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας ήταν κατηγορηματικά αντίθετος στην έκδοσή της.
Ο εκ Ναυπάκτου ορμώμενος υπουργός με τον περιποιημένο μύστακα και το ενδυματολογικό αξεσουάρ του παπιγιόν δεν επέτρεπε, ανένδοτος, ουδεμία προσέγγιση των προαλειφόμενων εκδοτών της «Αυγής» στο υπουργικό μέγαρο της οδού Ζαλοκώστα, λες και αυτό ήταν ήταν δικό του.
Παρένθεση. Η ιστορία επεφύλασσε στον υπουργό μεγάλο χουνέρι. Θα καταγραφόταν σκωπτικά στις σατιρικές σελίδες της ως «ο Γαργάλατας». Οταν διορίστηκε από τα ανάκτορα για έναν μήνα πρωθυπουργός, επί της αποστασίας των βουλευτών της Ενωσης Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου του 1965, τα ποιήματα του διαδόθηκαν. Από αυτά ο έμμετρος στίχος του «Κι ήταν τα στήθη σου / Ασπρα σαν τα γάλατα, / Και μου ’λεγες / Γαργάλα τα, Γαργάλα τα!», του κόλλησε το παρατσούκλι και έγινε μέχρι και τίτλος επιθεώρησης. Κλείνει η παρένθεση.
Παρά τα εμπόδια που ορθώνονταν κατακόρυφα στην έκδοση της «Αυγής», ο αρχισυντάκτης και διευθυντής της Βασίλης Εφραιμίδης, βουλευτής τότε, ζήτησε ακρόαση από τον πρωθυπουργό. Ηταν μια σκληρή και σκοτεινή περίοδος για την Ελλάδα εν μέσω έξαρσης του Ψυχρού Πολέμου. Πέτρινα χρόνια. Στα μέσα Φεβρουαρίου του 1952, σύσσωμη η Βουλή είχε επικυρώσει το πρωτόκολλο ένταξης στο ΝΑΤΟ, με την «παραφωνία» των βουλευτών της ΕΔΑ που το καταψήφισαν.
Στις 30 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς, στις 4.12 το πρωί εκτελούνταν διά τουφεκισμού ο Νίκος Μπελογιάννης και συγκατηγορούμενοί του στο στρατόπεδο στο Γουδί, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία». Λίγες ημέρες πριν, ο πρωθυπουργός Νικόλας Πλαστήρας είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο γενναίος πολεμιστής σε ανεπίστρεπτη σωματική φθορά αναγκάστηκε να αποσυρθεί προσωρινά από το κορυφαίο αξίωμά του. Τη θέση του κατέλαβε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σοφοκλής Βενιζέλος. Με αυτόν συναντήθηκε ο μέλλοντας διευθυντής της «Αυγής». Ο γεννημένος στον Πόντο, που έφτασε 7 χρόνων πρόσφυγας στην Αθήνα, ήρωας του αλβανικού μετώπου, δικηγόρος, μαχητής στις γραμμές του ΕΑΜ, διωγμένος, φυλακισμένος και εξορισμένος κατ’ επανάληψη Εφραιμίδης διέθετε σφρίγος και τσαγανό. Είχε διανύσει μια ζωή διά πυρός και σιδήρου.
Η διαταγή Βενιζέλου
Ο Σοφοκλής Βενιζέλος, δευτερότοκος γιος του Ελευθέριου Βενιζέλου, τον αντιμετώπισε σφιγμένος. Ως παλαιός συνταγματάρχης της Μικρασιατικής εκστρατείας δεν ήταν επιεικής σε διαμαρτυρίες. Ομως ως φιλελεύθερος από τα γεννοφάσκια του ήταν συγκαταβατικός σε δημοκρατικά αιτήματα. Ακουσε με προσοχή τον συνομιλητή του και κάλεσε στο γραφείο του τον διευθυντή της Αστυνομίας, υπεύθυνο για την έκδοση αδειών σε έντυπα Θεόδωρο Ρακιντζή.
Ο Μανιάτης αξιωματικός έφτασε το πρωθυπουργικό γραφείο με την επίσημη στολή του. Στην ερώτηση του πρωθυπουργού γιατί δεν δίνεται η άδεια για την έκδοση της «Αυγής», εκείνος απάντησε ότι ο όγκος του φακέλου του Εφραιμίδη, ο οποίος είχε διατελέσει και διευθυντής της εαμικής εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα», υπερέβαινε το μέγεθος του πρωθυπουργικού γραφείου. Ο Βενιζέλος ήταν μεν αντικομμουνιστής, αλλά όχι και κομμουνιστοφάγος. Διέταξε αυστηρά τον Ρακιντζή να βάλει τον φάκελο στο συρτάρι και να δοθεί η άδεια.
Μια φρέσκια εφημερίδα γεννιόταν με προσωπική πρωθυπουργική παρέμβαση. Ποιος να το περίμενε στο διάχυτο κλίμα μισαλλόδοξης μοχθηρίας εκείνης της εποχής;
Στις 24 Αυγούστου του 1952, πρωτοκυκλοφόρησε η «Αυγή», αρχικά ως εβδομαδιαία κάθε Κυριακή. Κατόπιν, από τις 19 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, έγινε ημερήσια πρωινή εν όψει των εθνικών εκλογών του Νοεμβρίου. Το πρώτο φύλλο, οκτασέλιδο μεγάλου σχήματος, ξεφυλλίστηκε με τρεμάμενα χεριά, προσμονή και δέος στα πρώτα γραφεία της εφημερίδας στον β’ όροφο της οδού Βουλής 16. Ο διευθυντής Βασίλης Εφραιμίδης που θεωρούνταν το «άγρυπνο μάτι» στην εφημερίδα του Νίκου Ζαχαριάδη, γ.γ. του παράνομου ΚΚΕ που έδρευε στο Βουκουρέστι, ήταν συγκινημένος. Με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυα χαράς του και ο αρχισυντάκτης Τάσος Χαΐνογλου.
Ο Θρακιώτης δάσκαλος, μελετητής της Ιστορίας, καταδικασμένος σε ισόβια δεσμά για κομμουνιστική δράση και απάνθρωπα βασανισμένος στη Μακρόνησο, αντίκριζε την υλοποίηση ενός ονείρου. Μπροστά στα μάτια τους ανοιγόταν μια αξιόπιστη, επαρκώς τεκμηριωμένη και θαρραλέα εφημερίδα. Δεν είχε τίποτα να ζηλέψει σε ύλη και πυκνότητα από τις εν κυκλοφορία υπόλοιπες. Κάτω από τον υπότιτλο Εβδομαδιαία Δημοκρατική Εφημερίδα του Λαού έγραφε φαρδιά-πλατιά στο πρωτοσέλιδό της: «Για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας».
Το πρώτο φύλλο
Στις μέσα σελίδες περιέγραφε παραστατικά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των εξόριστων στον Αη Στράτη και των 1.600 εκτοπισμένων στη Γυάρο, κατέγραφε τα ονόματα των εκτελεσμένων, αποκάλυπτε τον διωγμό των αγωνιστών της Αντίστασης. Αρκούσαν λίγες αράδες στην τρίτη σελίδα για να ραγίσουν οι καρδιές ακόμη και των πιο φανατικά δεξιών και αμείλικτων αντικομμουνιστών. Επικεντρωνόταν, υπό τον τίτλο «Να πώς ανταμείφθηκαν!», στην τραγική περίπτωση των τεσσάρων αδελφών της οικογένειας Μαυροειδάκου.
Ο Ευθύμιος εκτελέστηκε το 1944 από τους Γερμανούς, ο Χρήστος δολοφονήθηκε το 1945 από τρομοκράτες της Δεξιάς, ο Γιώργος εκτελέστηκε το 1948 στην Αίγινα για τη συμμετοχή του στον ΕΛΑΣ, ενώ ο τέταρτος αδελφός βρίσκεται ακόμα στη φυλακή. Και η τραγική μάνα, η Βασιλική, παλεύει να θρέψει τα εννιά εγγόνια της. Το μικρό αυτό άρθρο στριμωγμένο ανάμεσα στη φωτογραφία του αρχηγού του ΕΛΑΣ, στρατηγού Στεφάνου Σαράφη, που μόλις 10 μήνες πριν είχε γυρίσει από την εξορία, και του καταδικασμένου σε θάνατο Μανώλη Γλέζου αποτύπωνε με καθαρότητα και συνοχή το αφόρητο κλίμα της εποχής.
Εν τω μεταξύ, την εκδοτική προσπάθεια πλαισίωνε ένας πνευματικός κύκλος ανθρωπιστών διανοούμενων, λογοτεχνών, ιστορικών και παιδαγωγών συνεργατών. Ανάμεσά τους ο Κώστας Βάρναλης, η Ελλη Αλεξίου, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Αρης Αλεξάνδρου, ο Τάσος Βουρνάς, ο Ασημάκης Γιαλαμάς, ο Γιάννης και η Ρόζα Ιμβριώτη. Μαζί τους στην καθημερινή διαχείριση οι εκλεκτοί δημοσιογράφοι Ηρακλής Τζάθας, Χαρίλαος Μάνος, Θανάσης Τσουπαρόπουλος, Ντίνος Τσαλόγλου, Σπύρος Λιναρδάτος κ.ά.
Οι διώξεις
Παρά την ενημερωτική σαφήνεια, την έντιμη στάση και τον φανερό ιδεολογικό προσανατολισμό της, η νέα καλογραμμένη εφημερίδα αντιμετώπιζε αντιξοότητες, δυσχέρειες και κυνηγητά που κάποιες φορές έφταναν στα όρια του πογκρόμ. Οι συντάκτες της «Αυγής» καλούνταν κάθε τόσο για ανάκριση σε αστυνομικά τμήματα με απίθανες προφάσεις.
Ο Χαρίλαος Μάνος και ο Στάθης Ευσταθιάδης, ένας ευπατρίδης της δημοσιογραφίας με πανεπιστημιακό πτυχίο χημικού, εξορίστηκαν για ψύλλου πήδημα στον Αη Στράτη. Η κυκλοφορία της εφημερίδας αντιμετώπιζε επίσης ανυπέρβλητα εμπόδια. Οι θρασείς παρακρατικοί μηχανισμοί, υπολείμματα της ακραίας μετακατοχικής «λευκής τρομοκρατίας», ζητούσαν ακόμα και ταυτότητες από αυτούς που αγόραζαν την εφημερίδα. Διάσπαρτοι ρουφιάνοι καραδοκούσαν για να καταγράψουν ονόματα αναγνωστών τα οποία παρέδιναν στην Ασφάλεια προς εμπλουτισμό των φακέλων της.
Σε αυτό το πνιγηρό περιβάλλον η αισιοδοξία των συντελεστών της εφημερίδας ότι θα κέρδιζαν την εμπιστοσύνη του αναγνωστικού κοινού συχνά μεταστρεφόταν σε απογοήτευση. Η εργασιακή διέγερση, η επιμονή και η ζωντάνια στα γραφεία της οδού Ικτίνου 3 φάνταζε κάποιες φορές να πηγαίνει στράφι. Υπήρχε όμως και μια άλλη τροχοπέδη. Ηταν δρομολογημένοι διάφοροι καθοδηγητικοί ιμάντες εντός της ΕΔΑ, που επηρέαζαν την πολιτική φυσιογνωμία της εφημερίδας.
Με πρώτο και καθοριστικά δραστικότερο παράγοντα τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ στην Αθήνα και τη μονολιθική ιδιοκτησιακή αντίληψη της εφημερίδας από τα στελέχη της ηγεσίας του από το Βουκουρέστι. Η μονόχνοτη, αποσπασμένη από την ντόπια πραγματικότητα συμπεριφορά τους δημιουργούσε ποικίλες δυσλειτουργίες, καθώς και προβλήματα επικοινωνίας και εμπιστοσύνης ανάμεσα στο δημοσιογραφικό προσωπικό της «Αυγής». Επρεπε να ξημερώσει το 1956, με τον Στάλιν ήδη τρία χρόνια νεκρό, όταν αποπέμφθηκε από την κομματική ηγεσία και κατόπιν διαγράφτηκε από το ΚΚΕ ο Νίκος Ζαχαριάδης.
Στη διεύθυνση της «Αυγής» διαδέχτηκε τον Βασίλη Εφραιμίδη, μετέπειτα ευρωβουλευτή του ΚΚΕ από το 1981 έως το 1999, ο τρεις φόρες καταδικασμένος σε θάνατο Μανώλης Γλέζος. Είχε αποφυλακιστεί μόλις το 1954. Ανέλαβε το τιμόνι της εφημερίδας το 1956. Το 1958, όντας διευθυντής, παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε με την κατηγορία της «κατασκοπείας». Αποφυλακίστηκε στο τέλος του 1962. Τα ηνία της εφημερίδας είχαν ήδη περάσει στον Λεωνίδα Κύρκο, ο οποίος με τη σειρά του τα παρέδωσε στον Πότη Παρασκευόπουλο, τον Καλαματιανό δημοσιογράφο, αντιστασιακό, ΕΑΜίτη, εξορισμένο στα μετεμφυλιακά χρόνια και βουλευτή της ΕΔΑ.
Σε ό,τι αφορά την «Αυγή», η εφημερίδα άντεξε επί μια πολιτικά στροβιλιστική 15ετία σε μύριες δυσχέρειες και αλλεπάλληλα, συχνά λυσσαλέα χτυπήματα. Η κυκλοφορία της ξεπερνούσε τα 25.000 φύλλα ημερησίως. Το κυριότερο, λειτουργούσε ατύπως μεν, ουσιαστικά δε, ως ποιοτικό εργαστήρι ανυπότακτου κριτικού λόγου. Αγκάλιασε εκατοντάδες νέες και νέους δημοσιογράφους που μαθήτευσαν εκεί... Αρκετοί από τους οποίους θα διέπρεπαν και θα στελέχωναν με τις εξαιρετικές υπογραφές τους άλλα έντυπα. Ολα ή σχεδόν όλα φάνταζαν στις αρχές του 1967 ευοίωνα. Μόνο που οι εξιδανικεύσεις, αν όχι οι φαντασιώσεις, δεν ανταποκρίθηκαν ποτέ στις ελπίδες.
Την Πέμπτη 20 Απριλίου 1967, η «Αυγή» διαφήμιζε το φύλλο της ερχόμενης Κυριακής που θα κυκλοφορούσε σε 100.000 αντίτυπα περιέχοντας το πρόγραμμα της EΔΑ. Στο πρωτοσέλιδό της εξήγγειλε αμέριμνα, εν όψει εκλογών, τη συγκέντρωση του κόμματος στις 23 Μαΐου στην πλατεία Κλαυθμώνος. Το ίδιο βράδυ, τα τανκς της χούντας των συνταγματαρχών καταπατούσαν συνθλιπτικά τη Δημοκρατία.
Με τα δημοσιογραφικά ανακλαστικά της η «Αυγή» όπως και η «Καθημερινή» της Ελένης Βλάχου ήταν οι μοναδικές εφημερίδες που πρόλαβαν να εκδώσουν φύλλο με την είδηση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Σε έναν αμήχανο υπέρτιτλό της η «Αυγή», η καθημερινή εφημερίδα του λαού, όπως αυτοαποκαλούνταν, πρόλαβε να γράψει: «Συνελήφθησαν από στρατιωτικούς οι Μ. Γλέζος, Λ. Κύρκος, Α. Παπανδρέου. Ασυνήθιστες κινήσεις στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων». Μετά, ακολούθησε επί επτά ολόκληρα χρόνια καταβύθιση στη σιωπή. Και πάλι διώξεις, φυλακίσεις, εκτοπισμοί, βασανιστήρια, φόβος.
Φυτώριο δημοσιογράφων
Τα υπόλοιπα ανήκουν στη μεταπολιτευτική Ιστορία. Μια άλλη, ξεχωριστά διαφορετική εποχή. Το διακύβευμα πλέον δεν ήταν ο αγώνας για την ειρήνη και τη δημοκρατική ομαλότητα. Μια ομάδα από παλιά στελέχη της εφημερίδας έσπευσαν να επανεκδώσουν την «Αυγή», πριν την προλάβει ο «Ριζοσπάστης». Αυτή τη φορά ως κομματικό όργανο του ΚΚΕ Εσωτερικού. Πρωτοστάτησαν στην επανακυκλοφορία της ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Λευτέρης Βουτσάς.
Ο τελευταίος είχε επανέλθει από τον χουντικό εκτοπισμό του στο Παρθένι της Λέρου. Και του έμελλε, χρόνια αργότερα, να φυλακιστεί το 1992 για τα χρέη της «Αυγής». Η εφημερίδα επανακυκλοφόρησε την Κυριακή 4 Αυγούστου του 1974 ως «Πρωινή εφημερίδα της Αριστεράς». Στο πρωτοσέλιδό της φιλοξενούσε συνέντευξη του Ηλία Ηλιού, δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη, χαιρετισμό του Κώστα Βάρναλη.
Σαφώς και παρέμενε σχολείο και φυτώριο νέων ταλαντούχων δημοσιογράφων, αλλά βάσιμα εικαζόταν ότι μια σειρά από επαγγελματικά κομματικά στελέχη περιλαμβάνονταν στο μισθολόγιό της. Συνήθεια που δεν άλλαξε με τα χρόνια. Με όσες ζημιογόνες συνέπειες συνεπαγόταν αυτή στον ισολογισμό της.
Παρ’ όλα αυτά, η «Αυγή» υπηρέτησε με συνέπεια και ήθος τις ιδέες της ανανεωτικής Αριστεράς, ενώ υποστήριξε νηφάλια τον εκάστοτε ηγέτη της. Το 1998 μετατράπηκε σε Ανώνυμη Μετοχική Εταιρεία από Ατομική Εταιρεία του Λευτέρη Βουτσά, ο οποίος παρέμεινε εκδότης και ανέλαβε τη θέση του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της Α.Ε. Η μετατροπή σε Ανώνυμη Εταιρεία έγινε με την προοπτική το μετοχικό κεφάλαιό της να μοιραστεί στον Συνασπισμό, στους εργαζόμενους, από 10% έκαστος, και το υπόλοιπο ποσοστό να μεταβιβαστεί σε αναγνώστες και φίλους της «Αυγής». Ο στόχος τελικά δεν ευοδώθηκε.
Τον Ιανουάριο του 1999 οι εργαζόμενοι κήρυξαν 24ωρη απεργία, την πρώτη στην εφημερίδα, μετά την απόφαση του τότε προέδρου του ΣΥΝ Νίκου Κωνσταντόπουλου να διορίσει το Δ.Σ. και στη θέση του διευθυντή το κομματικό στέλεχος Δημήτρη Χατζησωκράτη. Ωστόσο, τα οικονομικά προβλήματα διογκώνονταν και οι ζημίες συσσωρεύονταν, παρά την εναλλαγή στη διεύθυνσή της πολλών, ποικίλων και μερικών ικανών κομματικών στελεχών. Στην ουσία η έκδοση της εφημερίδας συνεχιζόταν με την οικονομική στήριξη του Συνασπισμού και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ. Επί της διακυβέρνησης του τελευταίου, χάθηκαν και τα έσχατα ψήγματα ήθους στο δημοσιογραφικό ύφος της.
Κατέληξε να υιοθετεί την εχθροπαθή τοξικότητα της «πρώτη φορά Αριστεράς» και έφτασε να «ξεπλένει» μέχρι και τον Πάνο Καμμένο. Αδιάφορη για την κυκλοφοριακή συρρίκνωσή της και ασυγκίνητη αν τα κόκαλα των ευαίσθητων πρωτομαστόρων της θα έτριζαν στους τάφους τους. Αναπόφευκτα, η δοξολόγηση από τις σελίδες της του νέου ναρκισσιστή πρόεδρου του κόμματος ήταν επακόλουθο όσων απερίσκεπτων, επιπόλαιων, δήθεν ενοχοποιημένων και ελαφρά τη καρδία είχαν προηγηθεί εκ μέρους της.
Τελικά, αφού είχε προηγουμένως αυτοπυροβοληθεί, θα δεχόταν τη χαριστική βολή από αυτόν που ενθουσιωδώς εγκωμίαζε. Πιστοποιώντας για μία ακόμη φορά θλιβερά ότι τα νεκροταφεία και οι χωματερές του Τύπου είναι γεμάτες από ιστορικές εφημερίδες. Που, αυτοαναφορικές, βολεμένες και ανίκανες να ανταποκριθούν στην εποχή τους, δεν φρόντισαν τουλάχιστον να διασφαλίσουν την υστεροφημία τους.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr