Αναφιώτικα. Οικισμός αυθαιρέτων στα πιο ιερά «οικόπεδα» της πόλης

Αναφιώτικα. Οικισμός αυθαιρέτων στα πιο ιερά «οικόπεδα» της πόλης

Ελάτε σήμερα μαζί μου σε μια αναζωογονητική βόλτα ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη

anafiotika-1--1920-
Μεταξύ της συνοικίας της Πλάκας και του ιερού βράχου της Ακρόπολης απλώνεται μια στενή λωρίδα γης που ποτέ δεν οικοδομήθηκε.

Από την αρχαιότητα το κομμάτι αυτό της πόλης προστατευόταν από ένα παλιό χρησμό του Μαντείου των Δελφών που απαγόρευε αυστηρά στους αρχαίους Αθηναίους να κατοικήσουν την θέση αυτή.
anafiotika-8

Κλείσιμο
Φυσικά κανείς Αθηναίος τότε δεν διανοείτο να αγνοήσει την εντολή του Ιερού Μαντείου. Παραδοσιακά και τους επόμενους αιώνες το μέρος παρέμενε ανέγγιχτο.

Τα πράγματα άλλαξαν κάπου στα μέσα της Οθωνικής περιόδου. Ας αφήσουμε όμως τον δημοσιογράφο Α. Φούφα («Θεατής» 1928) να μας τα περιγράψει καλύτερα:
«Όταν το έθνος απετίναξε τον ζυγό της δουλείας, εκδηλώθηκε στην πρωτεύουσα ο πυρετός της ανοικοδόμησης. Τα σπίτια άρχισαν να διαδέχονται το ένα το άλλο, οι δρόμοι να επεκτείνεται, οι πλατείες να χαράσσονται, διάφορες περιοχές να δενδροφυτεύονται και ύστερα από λίγο, το παλαιό τείχος του Χασεκή * γκρεμιζότανε γιατί ήταν πρόσκομμα στην εξάπλωση της πόλης.

Βαθμηδόν οι ανάγκες του πληθυσμού και η έλλειψη στέγης ώθησαν τους κατοίκους προς τα μέρη του Ιλισού, το Τουρκοβούνι και το Λυκαβηττό και άρχισαν να ξεφυτρώνουν εκεί, χωρίς σχέδιο και χωρίς ρυθμό, μικρά σπιτάκια, σ τα οποία εγκαθίσταντο οι πτωχότεροι. Όπως και κατά τους αρχαίους χρόνους, έτσι και τότε, είχε απαγορευτεί η οικοδόμηση στον χώρο εκείνο, τον οποίο το Μαντείο των Δελφών είχε κηρύξει ιερό.

Η απαγόρευση αυτή είχε γίνει σεβαστή για κάμποσο καιρό. Έξαφνα όμως, ένα πρωί, οι Αθηναίοι είδαν ν’ ανακύπτουν δύο σπιτάκια από πίσω ακριβώς από τον Άη Νικόλα, στους πρόποδες της Ακροπόλεως. Το ένα σπιτάκι ήταν του Γεωργίου Δαμίγου το άλλο, του Μάρκου Σιγάλα.
anafiotika-2-draw-of-L-Kogevinas-

Και οι δύο τους καταγόντουσαν από την Ανάφη. Ο ένας ήταν ξυλουργός και ο άλλος κτίστης. Επειδή δε οι δύο αυτές τέχνες είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται για μια οικοδομή, οι δύο φιλαράκοι, πρακτικότατα σκεπτόμενοι, συνεργάστηκαν προς εξοικονόμηση στέγης, για τον εαυτό τους και την οικογένειά τους.

Το πραξικόπημα έγινε ως εξής: Οι δύο Αναφιώτες άρχισαν κατ’ αρχάς να μεταφέρουν το βράδυ στο μέρος της εκλογής των, πέτρες, ασβέστη και άλλη οικοδομήσιμη ύλη. Οι γείτονες, βλέποντας αυτά, απορούσαν και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον τι να συμβαίνει άραγε.

Μια μέρα, το μισό της οικοδομήσιμης ύλης έλειπε και στη θέση της πρόβαλλε ένα μικρό σπιτάκι!. Μετά από δύο μέρες, δεύτερο σπιτάκι ξεπρόβαλε μερικά βήματα πιο κάτω. Και τα δύο σπιτάκια ήσαν απαράλλακτα. Η ίδιες μικρές πόρτες, τα ίδια μικροσκοπικά παράθυρα, η ίδιες τοξοειδείς γωνίες, η ίδιες στέγες, ίσες και χωρίς κεραμίδια. Εκείνοι που τα οικοδόμησαν, είχαν την φιλοδοξία και τον εγωισμό να τους δώσουν την αρχιτεκτονική της πατρίδας τους.

Οι γείτονες πια τα είχαν χάσει και με κάποιο δέος προσέβλεπαν τα, ως διά μαγείας, ανεγερθέντα σπιτάκια, πολλοί μάλιστα άρχισαν να συλλογίζονται ότι ο Σατανάς ασφαλώς είχε μέσα την ουρά του. Γρήγορα όμως, οι φόβοι αυτοί επέπρωτο να διαλυθούν, γιατί ύστερα από μερικές ημέρες ενεφανίσθησαν οι ένοικοι: οι αβραμιαίες δηλαδή οικογένειες των δύο Αναφιωτών, του Δαμίγου και του Σιγάλα.

Οι αρχές έλαβαν γνώση του πράγματος και κατέφθασαν επί τόπου γιά να ενεργήσουν “τα δέοντα”. Αλλά είτε γιατί σκέφθηκαν ότι τα γινόμενα ουκ απογίνονται, είτε γιά λόγους φιλανθρωπίας, αφήσαν τα σπιτάκια στη θέση τους και τους ενοίκους ήσυχους.

Το κατόρθωμα όμως του Δαμίγου και του Σιγάλα έγινε ήδη γνωστό μεταξύ των μη εχόντων πού την κεφαλήν κλίνει. Και επειδή ο άνθρωπος είναι ζώο μιμητικό, από καιρού εις καιρόν ξεφύτρωνε στους πρόποδες της Ακρόπολης και από ένα σπιτάκι.

Ήλθε επί τέλους η ώρα να βαπτιστεί ο συνοικισμός. Μερικοί κακεντρεχείς ονόμασαν το μέρος εκείνο Νυχτοχώρι, ειρωνευόμενοι το γεγονός της νυχτιάτικης ανοικοδόμησης του. Οι ενδιαφερόμενοι, όμως, ιδίως ο Δαμίγος και ο Σιγάλας, οι οποίοι τρόπον τινά εθεωρούντο από τους άλλους ως γενάρχαι, υπό πατριωτικού εγωισμού εμφορούμενοι, έβγαλαν τον συνοικισμό “Αναφιώτικα”, αποτίοντες φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης προς την γενέτειρα».

Αντιλαμβάνεστε βέβαια αγαπητοί αναγνώστες ότι αυτή η καθ’ όλα άναρχη και αυθαίρετη δόμηση δημιούργησε ένα λιλιπούτιο οικισμό με κακοτράχαλα ανηφορικά και δαιδαλοειδή στενά μονοπάτια αφιλόξενα για τον περιηγητή, που μπορούσε εύκολα να χαθεί, και με μικρά χαμηλοτάβανα σπιτάκια «ατάκτως ειρημένα». Κ
Και όμως κάτι διαφορετικό και όμορφο είχε αυτός ο οικισμός: τ’ ασβεστωμένα σπιτάκια θύμιζαν το χιλιοτραγουδισμένο Αιγαίο, και τ’ αγαπημένα νησάκια του. Και κάτι ακόμα: οι απλοί, λαϊκοί άνθρωποι του οικισμού, έτσι όπως ήταν αναγκασμένοι να ζουν κολλητά ο ένας με τον άλλο έδιναν την αίσθηση ενός περίεργου κοινοβίου!

Διαβάζουμε στον «Μικρό Ρωμηό» τις παρατηρήσεις της Καλλιρόης Παρέν:
«…Ακόμη και μια δυνατή ανάσα να έπαιρνε ένας γείτονας, όλοι θα ήξεραν αμέσως το γιατί και θα προσφέρονταν να τον παρηγορήσουν. Ζούσαν περισσότερο στις εξώπορτες, στην αυλή ή ακόμη στο δρόμο παρά στα σπίτια τους. Εκεί συζητούσαν και κάποτε μάλωναν τα αντρόγυνα. Εκεί έτρωγαν, έπαιζαν, πλένονταν και ντύνονταν τα παιδιά. Εκεί ανταλλάσσονταν οι επισκέψεις τους, διαδίδονταν οι ειδήσεις της ημέρας και σχολιάζονταν η διαγωγή των κοριτσιών, παντρολογούνταν τα φρονιμότερα και καταδικάζονταν σε παντοτινή αγαμία τα ζωηρότερα.
Το σαλόνι τους ήταν κατά κάποιο τρόπο η αυλόπορτα, όπου οι γυναίκες, οι τακτικότερες πάντα καθαρές και περιποιημένες, οι πολυάσχολες συχνά αχτένιστες και ασυγύριστες, με τα μωρά τους στα γόνατα, περνούσαν τις ώρες τους.

Οι άντρες μετά το βραδινό φαγητό φούμαραν τα τσιγάρα τους, συζητούσαν για πολιτικά, σχολίαζαν τις ειδήσεις των εφημερίδων, έλεγαν αστεία και μιλούσαν για το φαΐ τους, για το φρέσκο ψάρι που πέτυχαν στην αγορά, για τις στεναχώριες τους…»

anafiotika

Για να πάει κανείς σήμερα στα Αναφιώτικα θα περάσει μέσα από μια διαφορετική Πλάκα. Μια Πλάκα σαφώς επηρεασμένη από τον Τουρισμό, μια Πλάκα που καθημερινά αργά αλλά δυστυχώς σταθερά απομακρύνεται από την μοναδική παράδοσή της. Αν όμως επιμείνετε στην «ανηφόρα», τα Αναφιώτικα θα σας ανταμείψουν αφού εξακολουθούν να επιμένουν... παραδοσιακά.

Εδώ το αυθεντικό έχει ένα διαρκές, δικό του στέκι-καταφύγιο, φωλιασμένο τόσο ψηλά, που δύσκολα το φτάνει κανείς για να το «μπασταρδέψει.


Βρισκόμαστε στο 1931 σε μια πολύβουη μεγάλη Αθήνα που απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων, τα ραδιόφωνα, οι πολυκατοικίες, το μισό εκατομμύριο άτομα που γυρίζουν σαν τα μυρμήγκια τους πολυσύχναστους δρόμους, ζαλίζουν… Μοναδικό καταφύγιο, όπως και σήμερα τα ταπεινά Αναφιώτικα! Ο νεαρός τότε ρεπόρτερ των «Αθηναϊκών Νέων» Δημήτρης Ψαθάς θα μας δώσει την δική του, ταυτόσημη με την δική μας, παρατήρηση και άποψη:
«Κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης τα Αναφιώτικα. Η πιο ζωντανή σελίδα από το παρελθόν. Ένας περίπατος στα στενά δρομάκια των ξυπνά μέσα στην ψυχή κιτρινισμένες σελίδες... Τι συμπαθητική ατμόσφαιρα... Εδώ επάνω δεν φτάνει ο θόρυβος της εποχής. Κάτω στα κράσπεδα της συνοικίας φτάνει και σκάει σαν κύμα στην ακρογιαλιά η ανησυχία της σημερινής Αθήνας.

Καθώς ανεβαίνετε σιγά σιγά και χάνεστε στα δρομάκια με της χαμηλές πορτούλες, αποξενώνεστε τόσο πολύ με την σύγχρονη πόλη. Μια ατμόσφαιρα παρελθόντος είναι χυμένη στην κάθε πέτρα, στο κάθε σπίτι, στην κάθε γωνιά, σ’ αυτά τα πρόσωπα ακόμη των λίγων περαστικών. Ένα άρωμα πραγμάτων περασμένων αποπνέει το κάθε τι. Τα χαμηλά παράθυρα με τα πέτρινα τόξα, η ταρατσούλες με την γλάστρα, η μισοτραβηγμένες κουρτίνες, η νερατζούλες στης αυλές, τα κυπαρίσσια που πετάγονται πού και πού μέσα από τους κήπους κι’ υψώνουν της μαύρες σιλουέτες τους ψηλά...

Οι δρόμοι, καθώς ανεβαίνετε, γίνονται όλο και πιο στενοί και τα σπίτια ξεβαμμένα, λέτε και μόλις συγκρατούνται από το πέρασμα του χρόνου. Μια ταβερνούλα, μερικοί τύποι σιωπηλοί που κουτσοπίνουν, μια γριούλα που ανεβαίνει με κόπο της σκάλες και πίσω από κάποιο παράθυρο, το πρόσωπο μιας κοπέλας.
anafiotika-3-draw-of-L-Kogevinas--

Τα Αναφιώτικα έχουν τη δική τους σφραγίδα. Έχουν μείνει πιστά στο παρελθόν. Αγνόησαν κάθε τι που έφεραν τα χρόνια στη λοιπή πόλη. Η άσφαλτος έχει σταματήσει κάτω, εκεί όπου ακριβώς και ο θόρυβος της καινούριας πόλεως. Η ρόδα που κατέκτησε όλον τον κόσμο στάθηκε αδύνατο να αναρριχηθεί στα στενά τους. Κι’ ο πολιτισμός ολόκληρος της μοντέρνας Αθήνας έχει αποκλειστεί. Διατηρούν ατόφια την παράδοση του παρελθόντος όπως και μερικές γριούλες που μπαινοβγαίνουν σκύβοντας στης χαμηλές πορτούλες.

Καθώς περπατάτε σ’ αυτά τα δρομάκια, σας γεννάται μέσα στην ψυχή ένας τόνος βαθειάς μελαγχολίας. Για το χθες που σβήνει σιγά σιγά, που ετοιμάζεται να πεθάνει. Αυτά τα μικρά-μικρά σπιτάκια, τα χαμηλά, τα ακατάστατα, δίνουν τόσο πολύ την εντύπωση ενός κοπαδιού που έχει πανικοβληθεί από κάποιον εχθρό και στριμώχθηκε, έντρομο, να προφυλαχτεί κάτω από τον βράχο της Ακροπόλεως.

Η καινούρια Αθήνα δεν συγχωρεί τον ρομαντισμό. Τα στενά σοκάκια με τα μισόκλειστα παράθυρα είναι για τους τροβαδούρους κι’ αυτοί δεν υπάρχουν να σκορπίσουν την ζωή στα ξεθωριασμένα σκηνικά των Αναφιώτικων...»

* οχυρωματικό έργο που φτιάχτηκε από τους Οθωμανούς και έζωνε όλη την μικρή τότε σε έκταση Αθήνα. Χρειαζόταν περίπου δυο ώρες να το φέρει κανείς βόλτα.


ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

BEST OF NETWORK

Δείτε Επίσης