Πάμε βόλτα στο Μεταξουργείο (μέρος δεύτερο)

Πάμε βόλτα στο Μεταξουργείο (μέρος δεύτερο)

Ας δούμε σήμερα την ανθρώπινη πλευρά της όμορφης αυτής συνοικίας

Πάμε βόλτα στο Μεταξουργείο (μέρος δεύτερο)
Ένας από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς της επιθεώρησης του Μεσοπολέμου, ο Πέτρος Κυριακός, αναπολεί τα νεανικά του χρόνια στο Μεταξουργείο ( «Εβδομάς» 1938). Μέσα από τις νεανικές αυτές αναμνήσεις μπορούμε ν’ αναπολήσουμε κι εμείς τα «άγουρα χρόνια» της εφηβείας μας:

«Τις γιορτινές ημέρες και τις Κυριακές τα παιδιά του λαού είχαν όλα - δίχως καμιά εξαίρεση- το ίδιο πρόγραμμα διασκέδασης. Το πρωί πήγαιναν για πετροπόλεμο και το απόγευμα βγαίνανε τσάρκα για να γαμπρίσουν στα δρομάκια και την πλατεία της συνοικίας τους. Φυσικά, ο απογευματινός περίπατος ήτανε μόνο για κείνους που επιστρέφανε από τον πρωινό αγώνα με το κεφάλι γερό και την κοιλιά χωρίς «κουμπότρυπες» από τις μαχαιριές των αντιπάλων.

Κάθε συνοικία είχε την ομάδα της. Μια ομάδα από πενήντα ως εκατό αγόρια με ένα αρχηγό επί κεφαλής. Ο Παπαπούρος, ένα παλληκάρι ως εκεί πάνω μελαχροινό και γεροδεμένο, οδηγούσε τους Μεταξουργιώτες…. Εγώ, επειδή ήμουν ακόμη μικρός είχα διοριστεί αρχηγός των πιτσιρίκων. Η διάκρισης αυτή με γέμιζε υπερηφάνεια και έπαιρνα το ρόλο μου στα σοβαρά.
Πάμε βόλτα στο Μεταξουργείο (μέρος δεύτερο)

Πηγαινοερχόμουνα σκεπτικός μπρος-πίσω πριν από τη μάχη, έδινα δεξιά-αριστερά άφθονες διαταγές, αγριοκοίταζα που και που κανένα ατίθασο συμπολεμιστή μου και γενικά προσπαθούσα να πάρω το ύφος αληθινού στρατηγού. Στη θέση του στρατιωτικού πηλικίου φορούσα μια κουρελιασμένη τραγιάσκα και αντί για σπαθί κράταγα μια μικρή φαλτσέτα, την οποία χειριζόμουνα με εξαιρετική δεξιοτεχνία.

Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία ήταν οπλισμένοι με λογής-λογής μαχαίρια και έβλεπες στο πεδίο της μάχης να κραδαίνουν στον αέρα σούβλες που ψήνουν το κοκορέτσι και χαντζάρια της εποχής του Μωάμεθ. Οι αρχηγοί και μερικοί ακόμη είχαν πάντα μαζί τους και μια διμούτσουνη πιστόλα για να τρομοκρατούν τον εχθρό κτυπώντας στον αέρα, αλλά δεν αργούσαν, όταν έβλεπαν τα σκούρα, να σου φυτέψουν και καμιά στο ψαχνό.

Ο πετροπόλεμος κηρύσσετο με μηνύματα. Προς το τέλος της εβδομάδος οι Μεταξουργιώτες στέλναμε στα παλληκάρια της Κασσίδας (σ.σ. περιοχή οδού Αχαρνών) ή του Ψυρρή ειδοποίηση πως την προσεχή Κυριακή τα περιμέναμε στο τάδε χωράφι για πετροπόλεμο. Ή αντιθέτως, εμείς λαβαίναμε απ’ τους Πλακιώτες ή απ’ άλλες συνοικίες παρόμοια μηνύματα.

Πολλές φορές, όμως, υπήρχαν πραγματικές αιτίες, που μας αναγκάζανε να κατεβούμε στο πεδίον της τιμής για να λύσουμε τις διαφορές μας. Όταν τύχαινε, παραδείγματος χάριν, να βαρέσουν κανένα δικό μας παιδί ή να πειράξουν μεταξουργιώτισσα αγόρια ξένης συνοικίας. Τότε μέση λύσις δεν χωρούσε. Ξεπλέναμε αμέσως με τις πέτρες την προσβολή που είχαν κάνει στη γειτονιά μας.

Κλείσιμο
Άλλες φορές πάλι όταν δεν υπήρχε πρόχειρος λόγος για καυγά, την αφορμή μας την έδινε ένα μπαλόνι με καπνό που αμολάγαμε στον αέρα. Η φούσκα ανέβαινε ψηλά και πήγαινε ύστερα από ένα ταξιδάκι αρκετής ώρας να πέσει στους δρόμους ή στα κεραμίδια μιας άλλης συνοικίας. Οι δικοί μας παρακολουθούσαν τη διαδρομή της και μόλις έπεφτε τρέχανε να την ζητήσουν από τα παιδιά της γειτονιάς. Σε αυτό το αναμεταξύ οι ομάδες των συνοικιών εκείνων όπου υπήρχε πιθανότητα να αράξει το μπαλόνι καλούσαν τα μέλη τους σε συναγερμό γιατί εθεωρείτο μεγάλη ατιμία για κείνους που επέστρεφαν τη φούσκα χωρίς να προηγηθεί πετροπόλεμος!

Πάμε βόλτα στο Μεταξουργείο (μέρος δεύτερο)

Θυμάμαι, λοιπόν, μια Κυριακή πρωί, φτιάσαμε μια πελώρια χάρτινη βαρέλα από 24 μεγάλες χρωματιστές κόλλες. Αφού την ετοιμάσαμε με κάθε δυνατή επιμέλεια και στερεώσαμε καλά το στεφάνι της βάσης, τοποθετήσαμε με προσοχή το σφουγγάρι, και αφού το ανάψαμε, την αφήσαμε ελεύθερη. Επί της παρακολουθήσεως είχα τεθεί εγώ μαζί με την ομάδα των πιτσιρίκων και ένα-δυο μεγάλους συναγωνιστές που ακολουθούσαν σε απόσταση.

Εκείνη την ημέρα δεν φύσαγε καθόλου και ύστερα από λίγη ώρα πορείας στους αιθέρες η φούσκα πήγε και έπεσε στην οδό Πιττάκη όπου οι αντίπαλοι ήταν κιόλας συγκεντρωμένοι. Πριν όμως πέσει, οι δυο εχθρικές παρατάξεις στεκόντουσαν στη μέση του δρόμου και, σε απόσταση καμιά τριανταριά μέτρων η μια από την άλλη, παρακολουθούσαν με τα κεφάλια ψηλά το σιγανό κατέβασμα της βαρέλας.

Αλλά προτού καλά-καλά προσγειωθεί πετάγεται ένας μάγκας της αντίπαλης ομάδος και κουκουλώνει το σφουγγάρι, για να το σβήσει, με μια τραγιάσκα που κρατούσε στο χέρι. Μόλις τον βλέπω δεν χάνω καιρό και χυμάω κατ’ επάνω του. Με μια γερή κεφαλιά στο στομάχι σε ένα δευτερόλεπτο τον ξάπλωσα χάμω και έπεσα με όλο το βάρος του σώματός μου επάνω στη βαρέλα την οποία άρπαξα με τα δυο μου χέρια από το στεφάνι. Καθώς έκανα όμως να σηκωθώ, ξαφνικά σκοτείνιασε ο ορίζων και αισθάνθηκα ένα τρομερό βάρος να μου πιέζει το κορμί.

Το τι είχε συμβεί είναι εύκολο να το μαντέψετε. Μόλις με είδαν να τρέχω προς το μέρος της φούσκας, φίλοι και εχθροί με ακολούθησαν δρομαίοι και σε λίγο με κουκούλωσαν πέφτοντας όλοι από πάνω μου. Πως δεν έσκασα, ένας Θεός το ξέρει!

Τέλος, ύστερα από ένα λυσσώδη αγώνα αρκετής ώρας κατόρθωσα να ανοίξω μια διέξοδο ανάμεσα από διάφορες αρίδες (σ.σ.πόδια), κεφάλια και χέρια, και να λυτρωθώ από το ανθρώπινο κύμα που κόντευε, να με πνίξει.
Πάμε βόλτα στο Μεταξουργείο (μέρος δεύτερο)

Όταν ελευθερώθηκα από τον ζωντανό εκείνο τάφο, ανάπνευσα βαθειά ένα-δυο φορές και το έβαλα αμέσως στα πόδια, γραμμή για το Μεταξουργείο κρατώντας σφιχτά τα ένδοξα υπολείμματα της βαρέλας, από την οποία δεν είχαν μείνει παρά μόνο το στεφάνι, το σφουγγάρι και η τραγιάσκα του αντιπάλου μου, τον οποίον ξόφλησα με μια κεφαλιά.

Η είσοδός μου στη συνοικία μας υπήρξε θριαμβευτική. Γιατί τότε εθεωρείτο μεγάλο κατόρθωμα για κείνον που θα κατάφερνε να πάρει πίσω το στεφάνι της φούσκας που έπεσε σε ξένη γειτονιά. Το επιτελείο άλλωστε των πετροπολεμιστών του Μεταξουργείου μου έδωσε μια δικαία αμοιβή για τον άθλο μου.
Την ίδια μέρα ο αρχηγός μου μήνυσε ότι, εις αναγνώρισιν του θάρρους που επέδειξα κατά την διάρκειας της συμπλοκής της οδού Πιττάκη, με προσελάμβανε από εκείνη τη στιγμή στην ομάδα των μεγάλων!

Ήταν η μεγαλύτερη τιμή που μπορούσαν να κάνουν σε ένα παιδί της ηλικίας μου.

Η είδηση έγινε αμέσως γνωστή σε όλη τη γειτονιά, για αυτό και εγώ το απόγευμα της Κυριακής προτού βγω έξω για τσάρκα φρόντισα να «τουαλεταρισθώ» όσο μπορούσα καλύτερα.

Έπλυνα καλά τα πόδια μου για να αίνε καθαρά, γιατί ακόμα περιπατούσα ξυπόλυτος έστω και όταν γάμπριζα, μπάλωσα τις τρύπες του παντελονιού μου, έραψα τα κουμπιά που έλειπαν από το πουκάμισό μου και πασάλειψα μισή οκά λίπος επάνω στο κεφάλι μου, για να γυαλίζει η χωρίστρα και να κρατιέται ακίνητη η αφέλεια στο αριστερό κούτελο.
Όταν ετοιμάστηκα, πήγα και πήρα από το σπίτι του τον αχώριστο φίλο μου Δημήτρη Προυντζά, που ήταν πιο γνωστός με το παρατσούκλι «Μήτσος Μπότας», και κάναμε τη θριαμβευτική μας εμφάνιση στην πλατεία. Προχωρούσα με τα χέρια στις τσέπες και τη μύτη ψηλά, περήφανος, γιατί όλοι οι συνομήλικοί μου με κοίταζαν με μεγάλο σεβασμό.
Το γεγονός, όμως, που γέμιζε την ψυχή μου αγαλλίαση ήταν τα κρυφά βλέμματα που μου έριχναν στο πέρασμά μου τα κορίτσια της γειτονιάς, και προ παντός οι γλυκές ματιές μιας όμορφης μελαχρινής με σγουρά μαλλιά και δυο χείλια λαχταριστά σαν τραγανά κατακόκκινα κεράσια….»

Το Μεταξουργείο by night!

Στο «Έθνος» του 1938 παίρνουμε από τον ρεπόρτερ «ΕΥ» μια διαφορετική εικόνα του Μεταξουργείου του Μεσοπολέμου, που χωρίς να χάσει την νοικοκυροσύνη του, έχει ελαφρώς μεταλλαχθεί και σε δυνατό στέκι διασκέδασης…

«Μεταξουργείο. Η έκταση του είναι μεγάλη. Αρχίζει από κάτω απ’ την οδό Κολωνού, αγκαλιάζει την παλιά συνοικία με μια πελώρια καμπύλη που αγγίζει τη Βάθη και τελειώνει πέρα, στο σταθμό της Λαρίσης.

Μόλις πέσει ο ήλιος, η οδός Δεληγιάννη –ο δρόμος του απογευματινού περίπατου γεμίζει από αγκαλιασμένα κοριτσόπουλα που τιτιβίζουν αδιάκοπα σε ένα ακούραστο “πήγαιν-έλα”, πλανόδιοι πειρασμοί για τις καρδιές των νεαρών.

Ο συνοικιακός δανδισμός, ο μεγαλύτερος καταναλωτής της φτηνής μπριγιαντίνης, φρεσκοξυρισμένος και ξεσκούφωτος, αποτελεί την τιμητική ακολουθία του τσίτινου ποδόγυρου που, καθώς είναι στενός και εφαρμοστός, αφήνει να μαντεύει το βλέμμα τις αυθαδέστατες προκλητικότητες της κυρίας Φύσεως, που δεν καταλαβαίνει από σεμνοτυφίες.

– Δεσποινίς, είσαστε όνειρο!...
Και ο ποδόγυρος ανεμίζεται με αγέρωχη φιλαρέσκεια. Οι σφιχτές λαστιχένιες καμπύλες που κρύβει, χορεύουν λικνιστική ρούμπα. Σεισμός! Και τι σεισμός! Που γκρεμίζει το Σύμπαν!
– Ζαχαροπλάστης ήταν ο μπαμπάς σου;
– Ουφ! Αηδίες!...
Η “μπαναλιτέ” της “ντεκλαρασιόν” δεν είναι πλέον ανεκτή. Ο νεαρός θηλυκόκοσμος έχει αξιώσεις! Κ’ ενώ γλείφει με αβρές κινήσεις το παγωτό του, ονειροπολεί τη “μεγάλη ζωή”!

Μαζί με τον περίπατο του Έρωτα ανακατεύεται κι’ ο επιστρέφων οικογενειάρχης, με τα ψώνια στην αγκαλιά, σκεπτικός και συνοφρυωμένος: Θα βγει άραγε γλυκό το πεπόνι;
Φίσκα οι ταβέρνες. Ο “Πλάτανος”, ο “Κρεμασμένος Μάγειρας”, ο Πατζαρόπουλος κι’ οι άλλες, καμιά εικοσαριά, που πουλάνε το φτηνό κέφι αντί δώδεκα δραχμών την οκά.
Το περιπλανώμενο ρεσιτάλ που δίνει η φωνή της “ντιζέζ” (σ.σ. κονφερασιέ και τραγουδίστρια σε εναλλασσόμενους ρόλους), εποχούμενη του φωνογραφικού δίσκου, επαναλαμβάνεται σε κάθε γωνιά: Κάποιο μυστικό Έχω να σου πω Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ...

Μια γηρασμένη λατέρνα κάπου παρακάτω, επιμένει στο συναγωνισμό και δεκαρολογεί αξιολύπητα.

Κατά τις εννιά αραιώνει λίγο η κίνηση. Αποσύρεται για το φαΐ, για να ξεχυθεί σε λίγο ορμητικότερη και να πλημμυρίσει τα θεάματα, εφοδιασμένη με τα ξυλάκια του πλανόδιου παγωτού.

“Αλκαζάρ», “Ερμής”, “Βικτώρια”, “Λαού” κι’ οι τέσσερις κινηματογράφοι, κάθε βράδυ κατάμεστοι... Όλη η συνοικία συγκεντρώνεται κάθε βράδυ μπροστά στη γοητεία της οθόνης… Εδώ ο λαλίστατος θηλυκόκοσμος της αυλής του μικρόσπιτου, που δεν την έχει εξαφανίσει ακόμη η αναδημιουργική σκαπάνη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής.
Δεν μιλώ για το θέατρο Σαμαρτζή. Γιατί σ’ εκείνο γίνεται κάθε βράδυ συγκέντρωση από κάθε γωνιά της Αθήνας. Και το Μεταξουργείο ταλαιπωρείται πολύ, ώσπου να κατορθώσει να χωρέσει κι’ αυτό τμηματικά στην πλατεία του.

Τα θεάματα της συνοικίας είναι και οι κινηματογράφοι. Εκεί περνάει το Μεταξουργείο τη βραδιά του.

Μα μην ξεχνάμε πως είναι και γειτονιά εκατό τοις εκατό Αθηναία και συνεπώς ξενύχτισσα! Όταν τελειώνει ο κινηματογράφος, γεμίζουν τα κέντρα, τα καφενεία και οι μπυραρίες που αφθονούν σε κάθε γωνιά. Άγρια κατανάλωση γκαζόζας και παγωτού. Έτσι η ώρα φθάνει δύο.

Και τότε το Μεταξουργείο αποφασίζει να νυστάξει.

Μα όχι ολόκληρο. Στην κεντρική πλατεία του, κάθε τέτοια ώρα, δίνεται το ραντεβού των μεγάλων ξενύχτηδων που αράζουν στις νυκτόβιες καρέκλες των δύο γειτονικών καφενείων, παρέα με τον διανυκτερεύοντα “πολλά βαρύ και όχι”.

Το φως της αυγής αρχίζει σιγά σιγά να φωτίζει τη σκηνογραφία. Δεν είναι μόνο μέγας σκηνοθέτης ο Ύψιστος. Έχει και καλές “αντιστάσεις” λέει ένας ηλεκτρολόγος θεάτρου, εννοώντας τον τρόπο που δίνεται το φως στη σκηνή με απαλό, χυτό δυνάμωμα, χωρίς ξαφνιάσματα από φωτεινές δέσμες».

Μια που τόσα θυμηθήκατε από τα δικά σας παιδικά χρόνια, ολοκληρώστε τις νοσταλγικές αυτές αναμνήσεις με τα παιχνίδια που παίζανε τα παιδιά εκείνης της εποχής. Στο βιντεάκι που ακολουθεί θα βρείτε σίγουρα και το παιχνίδι που παίζατε κι’ εσείς, όταν ήσασταν μικροί!

Τα Παιχνίδια της Γειτονιάς μας The Games of our Neighborhood

Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα

Best of Network

Δείτε Επίσης