Οι πολυάριθμες διακρίσεις καταδεικνύουν την προσήλωσή της εταιρείας στη βιώσιμη ανάπτυξη, την καινοτομία και την παροχή αξίας στους καταναλωτές, τους εργαζομένους και την κοινωνία.
Πώς οι Άραβες έγιναν κυρίαρχοι της Βυζαντινής Ανατολής και της Περσίας
Πώς οι Άραβες έγιναν κυρίαρχοι της Βυζαντινής Ανατολής και της Περσίας
Η κατάληψη από τους Άραβες των περιοχών που ανήκαν στο Βυζάντιο - Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες (674 – 678) - Η εξουδετέρωση της Σασσανιδικής Αυτοκρατορίας από τους Άραβες - Τα βυζαντινά εδάφη της Βόρειας Αφρικής στα χέρια των Αράβων
Ένας ιδιαίτερα κρίσιμος για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αιώνας ήταν ο 7ος μ.Χ., καθώς στα ανατολικά σύνορά της εμφανίστηκε ένας νέος εχθρός, οι Άραβες. Κομβικό ρόλο σε όσα ακολούθησαν έπαιξε η νέα θρησκεία, το Ισλάμ και ο ιδρυτής και προφήτης του Μωάμεθ.
Η προϊσλαμική περίοδος των Αράβων
Οι Άραβες ανήκουν στα σημιτικά φύλα, τα οποία από την 3η χιλιετία π.Χ. εξαπλώθηκαν σε τρία διαδοχικά κύματα στη Μεσοποταμία, τη Συρία και τη δυτική Ασία. Το 575 μ.Χ. η νότια Αραβία καταλήφθηκε από τους Πέρσες υπό τον Χοσρόη Α’ και έμεινε στην κατοχή τους ως τη μουσουλμανική κατάκτηση. Η κεντρική Αραβία είναι η περιοχή των Βεδουίνων. Ο τρόπος ζωής τους, αποτέλεσμα του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο ζούσαν έχει αλλάξει ελάχιστα. Η ζωή τους ήταν νομαδική και δεν είχαν διοικητικούς θεσμούς ικανούς να διαμορφώσουν κράτος. Οι εσχατιές της συριακής ερήμου έγιναν αργότερα το πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αραβικών ηγεμονικών οίκων, των Λαχμιδών του Χίρακ στις εκβολές του Ευφράτη που υποστηρίζονταν από τους Πέρσες Σασσανίδες και των Ρασάν, νομάδων της Υπεριορδανίας που ήταν σύμμαχοι των Βυζαντινών.
Στα τέλη του 5ου αιώνα εμφανίστηκε στην Αραβία και νέο κρατίδιο, το κράτος της Κίνδα. Τις παραμονές της εμφάνισης του Ισλαμισμού, τον 6ο αιώνα υπήρχαν αραβικά κρατίδια υπό την προστασία των Περσών στην σημερινή Υεμένη και στις αραβικές ακτές του Περσικού Κόλπου, διάφορα άλλα κρατίδια υπό την προστασία του Βυζαντίου στη συροπαλαιστινιακή μεθόριο, ενώ στην Κεντρική Αραβία υπήρχε μια υποτυπώδης ομοσπονδία. Βεδουίνων. Όλα αυτά τα κρατίδια βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους, είχαν όμως κοινά στοιχεία τη γλώσσα, το αίσθημα της κοινής καταγωγής και την κοινή λατρεία του παναραβικού τεμένους στη Μέκκα.
Ο Ηράκλειος και η εμφάνιση του Ισλάμ
Ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου ήταν ο Ηράκλειος (στον θρόνο, 610 – 641). Στο διάστημα από το 622 ως το 628 – 629 πέτυχε σημαντικές νίκες εναντίον των Περσών, όμως αιφνιδιάστηκε από την εμφάνιση στα νοτιοανατολικά σύνορα του Βυζαντίου της ταχύτατα αναπτυσσόμενης μουσουλμανικής δύναμης. Λίγο μετά το 622, όταν ο Προφήτης του Ισλάμ Μωάμεθ κατέφυγε από τη Μέκκα στη Μεδίνα («Εγίρα») έστειλε αγγελιοφόρους σε διάφορους ηγεμόνες παροτρύνοντας τους να ασπαστούν τη νέα θρησκεία. Ο Ηράκλειος φέρθηκε ευγενικά στον Άραβα απεσταλμένο Ντίχια (Δοχία), συνάπτοντας μάλιστα εμπορική συμφωνία μαζί του. Αντίθετα, ο Σασσανίδης ηγεμόνας Χοσρόης Β’ απέρριψε με υπεροψία τις προτάσεις του Μωάμεθ. Σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση η συμπεριφορά αυτή του Ηρακλείου διαφύλαξε αργότερα το Βυζάντιο. Αντίθετα, οι υπερόπτες Πέρσες γνώρισαν ολοκληρωτική καταστροφή. Στα τέλη της 3ης δεκαετίας του 7ου αιώνα, τα νοτιοανατολικά σύνορα του Βυζαντίου είχαν «αδυνατίσει» αισθητά.
Όπως γράφει ο κορυφαίος Βυζαντινολόγος Αλέξιος Σαββίδης η παλαιά υφιστάμενη κατάσταση (κυρίως τον 6ο αιώνα) με τους συνοριακούς πελατικούς - μισθοφορικούς στρατούς των Βυζαντινών (τους Μονοφυσίτες Γασσανίδες) και των Περσών (τους Νεστοριανούς Λαχμίδες) δεν υπήρχε πλέον. Η λέξη «πελατικοί» εδώ είναι νεολογισμός, δεν αποτελεί μεσαιωνικό όρο. Οι δύο συνοριακοί αραβόφωνοι λαοί κατά την προ-ϊσλαμική εποχή ήταν αντίστοιχα μισθοφόροι σε διατεταγμένη υπηρεσία αφενός των Βυζαντινών και αφετέρου των Σασσανιδών Περσών, φυλάσσοντας τα εκατέρωθεν σύνορα των δύο μεγάλων Αυτοκρατοριών της ύστερης Αρχαιότητας/πρώιμου Μεσαίωνα(επεξήγηση του κύριου Σαββίδη για τον όρο «πελατικός»). Με τον εξισλαμισμό των Γασσανιδών και την υποταγή των Λαχμιδών, από τον πρώτο «πατριαρχικό» χαλίφη Αμπού Μπακρ (632 – 634) άνοιξε ο δρόμος για την κατάκτηση της Παλαιστίνης.
Η πρώτη βυζαντινοαραβική σύγκρουση έγινε ενώ ακόμα ζούσε ο Μωάμεθ (ο οποίος το 630 εισήλθε πανηγυρικά στη Μέκκα), συγκεκριμένα στην περιοχή των Μοθών (αλ - Μπούτα) της Υπεριορδανίας, με αφορμή τη δολοφονία ενός Άραβα απεσταλμένου από τον Βυζαντινό διοικητή της Μπάσρα (της σημερινής Βασόρας του Ιράκ). Οι Βυζαντινοί επικράτησαν, ωστόσο έκαναν το λάθος να υποτιμήσουν το συγκεκριμένο γεγονός, θεωρώντας το απλά ως ένα μεμονωμένο συνοριακό επεισόδιο. Μάλλον κανείς όμως τότε δεν είχε αντιληφθεί τη σημασία και τη ραγδαία άνοδο του Ισλάμ, καθώς και τον σημαντικό ρόλο που θα διαδραμάτιζε στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή.
Οι πρώτες μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων έγιναν μετά τον θάνατο του Μωάμεθ (632). Το 634 – 636 η εισβολή στη Συρία από τρεις ικανότατους Άραβες στρατιωτικούς (Αμρ ή Αμβρο, Αμπού Οουμπάιντα και Χαλίντ - Χάλεδο) του δεύτερου «πατριαρχικού» χαλίφη Ουμάρ Α’ (634 – 644) είχε σαν αποτέλεσμα τη γρήγορη κατάληψη των φρουρίων της Έμεσας (σήμερα Χομς), της Βέροιας (Χαλεπιού), της Βόστρας, στη νότια Συρία και της Δαμασκού. Οι Βυζαντινοί γνώρισαν πραγματική συντριβή από τους Άραβες τον Αύγουστο του 636 στην Παλαιστίνη, συγκεκριμένα στις όχθες του παραπόταμου του Ιορδάνη Ιερομίακα ή Ιερομουχθά (σήμ. Γιαρμούκ), νότια της λίμνης Τιβεριάδας.
Βασικές αιτίες για την ήττα αυτή ήταν μια σφοδρή αμμοθύελλα που «χτύπησε» τους Βυζαντινούς στα πρόσωπα και η εγκατάλειψή τους από τους Αρμένιους μισθοφόρους. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η συντριβή των Βυζαντινών και ο θάνατος του σακελλάριου Θεόδωρου στο πεδίο της μάχης. Ο θριαμβευτής του Γιαρμούκ, Χαλίντ, που χαρακτηρίζεται από τον Βυζαντινό χρονικογράφο Θεοφάνη Ομολογητή ως «μάχαιρα Θεού» κατέλαβε στη συνέχεια την Αντιόχεια και την υπόλοιπη Συρία, καθώς και τη Φοινίκη, στα παράλια Συρίας και Παλαιστίνης.
Η προϊσλαμική περίοδος των Αράβων
Οι Άραβες ανήκουν στα σημιτικά φύλα, τα οποία από την 3η χιλιετία π.Χ. εξαπλώθηκαν σε τρία διαδοχικά κύματα στη Μεσοποταμία, τη Συρία και τη δυτική Ασία. Το 575 μ.Χ. η νότια Αραβία καταλήφθηκε από τους Πέρσες υπό τον Χοσρόη Α’ και έμεινε στην κατοχή τους ως τη μουσουλμανική κατάκτηση. Η κεντρική Αραβία είναι η περιοχή των Βεδουίνων. Ο τρόπος ζωής τους, αποτέλεσμα του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο ζούσαν έχει αλλάξει ελάχιστα. Η ζωή τους ήταν νομαδική και δεν είχαν διοικητικούς θεσμούς ικανούς να διαμορφώσουν κράτος. Οι εσχατιές της συριακής ερήμου έγιναν αργότερα το πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αραβικών ηγεμονικών οίκων, των Λαχμιδών του Χίρακ στις εκβολές του Ευφράτη που υποστηρίζονταν από τους Πέρσες Σασσανίδες και των Ρασάν, νομάδων της Υπεριορδανίας που ήταν σύμμαχοι των Βυζαντινών.
Στα τέλη του 5ου αιώνα εμφανίστηκε στην Αραβία και νέο κρατίδιο, το κράτος της Κίνδα. Τις παραμονές της εμφάνισης του Ισλαμισμού, τον 6ο αιώνα υπήρχαν αραβικά κρατίδια υπό την προστασία των Περσών στην σημερινή Υεμένη και στις αραβικές ακτές του Περσικού Κόλπου, διάφορα άλλα κρατίδια υπό την προστασία του Βυζαντίου στη συροπαλαιστινιακή μεθόριο, ενώ στην Κεντρική Αραβία υπήρχε μια υποτυπώδης ομοσπονδία. Βεδουίνων. Όλα αυτά τα κρατίδια βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους, είχαν όμως κοινά στοιχεία τη γλώσσα, το αίσθημα της κοινής καταγωγής και την κοινή λατρεία του παναραβικού τεμένους στη Μέκκα.
Ο Ηράκλειος και η εμφάνιση του Ισλάμ
Ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου ήταν ο Ηράκλειος (στον θρόνο, 610 – 641). Στο διάστημα από το 622 ως το 628 – 629 πέτυχε σημαντικές νίκες εναντίον των Περσών, όμως αιφνιδιάστηκε από την εμφάνιση στα νοτιοανατολικά σύνορα του Βυζαντίου της ταχύτατα αναπτυσσόμενης μουσουλμανικής δύναμης. Λίγο μετά το 622, όταν ο Προφήτης του Ισλάμ Μωάμεθ κατέφυγε από τη Μέκκα στη Μεδίνα («Εγίρα») έστειλε αγγελιοφόρους σε διάφορους ηγεμόνες παροτρύνοντας τους να ασπαστούν τη νέα θρησκεία. Ο Ηράκλειος φέρθηκε ευγενικά στον Άραβα απεσταλμένο Ντίχια (Δοχία), συνάπτοντας μάλιστα εμπορική συμφωνία μαζί του. Αντίθετα, ο Σασσανίδης ηγεμόνας Χοσρόης Β’ απέρριψε με υπεροψία τις προτάσεις του Μωάμεθ. Σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση η συμπεριφορά αυτή του Ηρακλείου διαφύλαξε αργότερα το Βυζάντιο. Αντίθετα, οι υπερόπτες Πέρσες γνώρισαν ολοκληρωτική καταστροφή. Στα τέλη της 3ης δεκαετίας του 7ου αιώνα, τα νοτιοανατολικά σύνορα του Βυζαντίου είχαν «αδυνατίσει» αισθητά.
Όπως γράφει ο κορυφαίος Βυζαντινολόγος Αλέξιος Σαββίδης η παλαιά υφιστάμενη κατάσταση (κυρίως τον 6ο αιώνα) με τους συνοριακούς πελατικούς - μισθοφορικούς στρατούς των Βυζαντινών (τους Μονοφυσίτες Γασσανίδες) και των Περσών (τους Νεστοριανούς Λαχμίδες) δεν υπήρχε πλέον. Η λέξη «πελατικοί» εδώ είναι νεολογισμός, δεν αποτελεί μεσαιωνικό όρο. Οι δύο συνοριακοί αραβόφωνοι λαοί κατά την προ-ϊσλαμική εποχή ήταν αντίστοιχα μισθοφόροι σε διατεταγμένη υπηρεσία αφενός των Βυζαντινών και αφετέρου των Σασσανιδών Περσών, φυλάσσοντας τα εκατέρωθεν σύνορα των δύο μεγάλων Αυτοκρατοριών της ύστερης Αρχαιότητας/πρώιμου Μεσαίωνα(επεξήγηση του κύριου Σαββίδη για τον όρο «πελατικός»). Με τον εξισλαμισμό των Γασσανιδών και την υποταγή των Λαχμιδών, από τον πρώτο «πατριαρχικό» χαλίφη Αμπού Μπακρ (632 – 634) άνοιξε ο δρόμος για την κατάκτηση της Παλαιστίνης.
Η πρώτη βυζαντινοαραβική σύγκρουση έγινε ενώ ακόμα ζούσε ο Μωάμεθ (ο οποίος το 630 εισήλθε πανηγυρικά στη Μέκκα), συγκεκριμένα στην περιοχή των Μοθών (αλ - Μπούτα) της Υπεριορδανίας, με αφορμή τη δολοφονία ενός Άραβα απεσταλμένου από τον Βυζαντινό διοικητή της Μπάσρα (της σημερινής Βασόρας του Ιράκ). Οι Βυζαντινοί επικράτησαν, ωστόσο έκαναν το λάθος να υποτιμήσουν το συγκεκριμένο γεγονός, θεωρώντας το απλά ως ένα μεμονωμένο συνοριακό επεισόδιο. Μάλλον κανείς όμως τότε δεν είχε αντιληφθεί τη σημασία και τη ραγδαία άνοδο του Ισλάμ, καθώς και τον σημαντικό ρόλο που θα διαδραμάτιζε στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή.
Οι πρώτες μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων έγιναν μετά τον θάνατο του Μωάμεθ (632). Το 634 – 636 η εισβολή στη Συρία από τρεις ικανότατους Άραβες στρατιωτικούς (Αμρ ή Αμβρο, Αμπού Οουμπάιντα και Χαλίντ - Χάλεδο) του δεύτερου «πατριαρχικού» χαλίφη Ουμάρ Α’ (634 – 644) είχε σαν αποτέλεσμα τη γρήγορη κατάληψη των φρουρίων της Έμεσας (σήμερα Χομς), της Βέροιας (Χαλεπιού), της Βόστρας, στη νότια Συρία και της Δαμασκού. Οι Βυζαντινοί γνώρισαν πραγματική συντριβή από τους Άραβες τον Αύγουστο του 636 στην Παλαιστίνη, συγκεκριμένα στις όχθες του παραπόταμου του Ιορδάνη Ιερομίακα ή Ιερομουχθά (σήμ. Γιαρμούκ), νότια της λίμνης Τιβεριάδας.
Βασικές αιτίες για την ήττα αυτή ήταν μια σφοδρή αμμοθύελλα που «χτύπησε» τους Βυζαντινούς στα πρόσωπα και η εγκατάλειψή τους από τους Αρμένιους μισθοφόρους. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η συντριβή των Βυζαντινών και ο θάνατος του σακελλάριου Θεόδωρου στο πεδίο της μάχης. Ο θριαμβευτής του Γιαρμούκ, Χαλίντ, που χαρακτηρίζεται από τον Βυζαντινό χρονικογράφο Θεοφάνη Ομολογητή ως «μάχαιρα Θεού» κατέλαβε στη συνέχεια την Αντιόχεια και την υπόλοιπη Συρία, καθώς και τη Φοινίκη, στα παράλια Συρίας και Παλαιστίνης.
Η κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Άραβες (637 – 638)
Το 637 – 638 πολιορκήθηκε από τους Άραβες και η Ιερουσαλήμ. Τελικά η πόλη παραδόθηκε έπειτα από συνθηκολόγηση του Πατριάρχη Σωφρονίου, ο οποίος δεν ήθελε η Ιερουσαλήμ να έχει την ίδια τύχη με αυτή του 614, όταν λεηλατήθηκε από τους Σασσανίδες Πέρσες που άρπαξαν στην κυριολεξία τον Τίμιο Σταυρό. Σε αντάλλαγμα, ο χαλίφης Ουμάρ παραχώρησε προνόμια στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, τα πρώτα που δόθηκαν από Μουσουλμάνο ηγέτη σε κατακτημένο λαό, φόρο υποτελή του Ισλάμ.
Στον χριστιανικό Κλήρο δόθηκαν ειδικά προνόμια, ενώ στους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ ο Ουμάρ έδωσε ελευθερία θρησκείας και λατρείας με υποχρέωση της καταβολής από αυτούς φόρου κεφαλικού (τζίτζια) και κτηματικού (χαράτσι) για την προσωπική τους ασφάλεια. Ο χρονικογράφος Θεοφάνης σώζει την αφήγηση της ευλαβικής προσκύνησης του κατακτητή χαλίφη στον Ναό του Σολομώντα, ντυμένου απλά, με κουρέλια από καμηλόδερμα.
Τρεις αιώνες αργότερα, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας και λόγιος Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (στον θρόνο 913-959), επαινεί τον Σωφρόνιο αποδίδοντάς του «θεϊκό ζήλο και μεγάλη προβλεπτικότητα».
Το τέλος της Σασσανιδικής Αυτοκρατορίας των Περσών
Εκτός όμως από τους Βυζαντινούς, θύματα των Μουσουλμάνων, πλέον, Αράβων ήταν και οι Πέρσες Σασσανίδες. Το 636-637 οι Πέρσες υπέστησαν μια καθοριστικής σημασίας ήττα από τους Άραβες στην πολύνεκρη μάχη της Καντεσίγια, 30 χιλιόμετρα ΝΔ της μεσοποταμικής Κούφας στον Ευφράτη. Ο Χαλίντ κατατρόπωσε τους Πέρσες, ενώ ο Σασσανίδης στρατηγός Ρουστέμ σκοτώθηκε στη μάχη.
Έτσι, ουσιαστικά τελείωσε η ένδοξη περίοδος της προϊσλαμικής Περσίας, που για περισσότερα από χίλια χρόνια πολέμησε εναντίον των αρχαίων Ελλήνων, των Ρωμαίων και των Βυζαντινών. Η οριστική τους υποταγή στους Άραβες έγινε το 651-652, οπότε και εγκαινιάζεται η ισλαμική περίοδος της περσικής ιστορίας. Οι Πέρσες ήταν οι τελευταίοι υπέρμαχοι του Ζωροαστρισμού, της πυρολατρίας και του αρχαίου ιρανικού πολιτισμού.
Νέες αραβικές κατακτήσεις
Μετά τον θρίαμβό τους στο Γιαρμούκ, οι Άραβες συνέχισαν με μεγαλύτερη ορμή τη δράση τους. Το 639/640 κατέλαβαν πολλά βυζαντινά εδάφη στη Μεσοποταμία, την Αρμενία (πτώση Ντβιν ή Τιβίου) και στην Παλαιστίνη (πτώση Καισάρειας), ενώ άρχισαν να προετοιμάζουν μεγάλη επίθεση εναντίον της Αιγύπτου, η οποία ήταν η πιο σημαντική βυζαντινή επαρχία και ο σιτοβολώνας της Αυτοκρατορίας. Η παθητική και χαλαρή στάση των Μονοφυσιτών («Κοπτών») της Αιγύπτου, που δεν αντέδρασαν στη μουσουλμανική εισβολή, όπως και οι Σύριοι Μονοφυσίτες («Ιακωβίτες»), ευνόησε τους Άραβες, οι οποίοι αρχικά νίκησαν τις βυζαντινές δυνάμεις στην Ηλιούπολη (κοντά στο σημερινό Κάιρο) το 639 και ως το 641-642 είχαν ολοκληρώσει την πρώτη φάση κατάκτησης της περιοχής.
Νέο μέτωπο μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων «άνοιξε» στην περιοχή του Καυκάσου. Οι χώρες που υπήρχαν στην περιοχή (Αρμενία, Ιβηρία/Γεωργία, Λαζική, Τζανική και Αβασγία), ως τα τέλη του 7ου αιώνα αποτέλεσαν «μήλο της έριδας» για τις δύο πλευρές. Οι Βυζαντινοί επικράτησαν προσωρινά, όμως στις αρχές του 8ου αιώνα εμφανίστηκαν εκεί οι Χάζαροι, ο μοναδικός τουρκόφωνος λαός που ασπάστηκε τον Ιουδαϊσμό. Αυτοί, από τις κτήσεις τους βόρεια από τον Εύξεινο Πόντο κινήθηκαν προς τις χώρες του Καυκάσου αποτελώντας εμπόδια για τη διείσδυση των Αράβων σε αυτές. Αν οι Άραβες είχαν εισχωρήσει στις ρωσικές στέπες, θα μπορούσαν να χτυπήσουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το «μέτωπο» του Δούναβη.
Οι Βυζαντινοί, εξαντλημένοι από τις συγκρούσεις τους με τους Σασσανίδες στο ανατολικό μέτωπο και τις επιδρομές των Αβαροσλάβων στα Βαλκάνια, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τη λαίλαπα του Ισλάμ. Ο Ηράκλειος πέθανε το 641 βαθύτατα θλιμμένος, γιατί είδε να χάνονται από τους Άραβες οι κατακτήσεις του σε βάρος των Σασσανιδών. Υπό την πίεση των εξελίξεων, η χήρα του Ηράκλειου Μαρτίνα εξουσιοδότησε τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύρο να διαπραγματευτεί την ειρηνική παράδοση της Αιγύπτου. Αυτό έγινε μετά την ανατροπή της Μαρτίνας(δείτε λεπτομέρειες στη συνέχεια), στα τέλη του 641 και ολοκληρώθηκε με την εκκένωση της Αλεξάνδρειας από τα βυζαντινά στρατεύματα τον Σεπτέμβριο του 642 και την παράδοση της εξουσίας στον Αμρ. Τον Ηράκλειο διαδέχθηκαν ο γιος του, από την πρώτη του σύζυγο Φαβία Ευδοκία Κωνσταντίνος Γ’ και ο γιος του από τον γάμο του με τη Μαρτίνα Ηρακλεωνάς. Ο Κωνσταντίνος Γ’ ήταν τότε 29 ετών και ο ετεροθαλής αδελφός του, μόλις 15.
Ο γάμος του Κωνσταντίνου Γ’ με τη δεύτερη εξαδέλφη του Γρηγορία, κόρη του πρώτου εξαδέλφου του πατέρα του Νικήτα, θεωρήθηκε αιμομιξία και προκάλεσε σάλο στο Βυζάντιο. Ο Κωνσταντίνος Γ’ έμεινε μόλις για τρεις μήνες στον θρόνο, καθώς πέθανε στις 25 Μαΐου 641 από φυματίωση (ή δηλητηρίαση) αφήνοντας μοναδικό αυτοκράτορα τον Ηρακλεωνά. Ωστόσο, η Σύγκλητος κατηγόρησε τη Μαρτίνα ότι συνωμότησε και δηλητηρίασε τον Κωνσταντίνο Γ’. Καθαίρεσε τον Ηρακλεωνά και καταδίκασε αυτόν και τη μητέρα του σε εξορία και ακρωτηριασμό. Ως νέο αυτοκράτορα όρισε τον γιο του Κωνσταντίνου Γ’ και της Γρηγορίας Κώνστα Β’ που είχε γεννηθεί το 630, ήταν δηλαδή 11 ετών περίπου! Ο Κώνστας Β’ είχε το προσωνύμιο Πωγωνάτος (γενειοφόρος), λόγω της τεράστιας γενειάδας του.
Εσφαλμένα μέχρι πριν λίγα χρόνια το προσωνύμιο αυτό δινόταν στον γιο και διάδοχο του Κώνστα Β’, Κωνσταντίνο Δ’ (668-685 στον θρόνο). Νομίσματα της εποχής, όπως μας είπε ο κύριος Σαββίδης, επιβεβαιώνουν ότι ο Κώνστας Β’ είχε μια ασυνήθιστα μεγάλη γενειάδα, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Δ’ που είχε φυσιολογικό… μούσι. Ενώ λοιπόν οι Βυζαντινοί αναλώνονταν σε ραδιουργίες και ανέβαζαν στον θρόνο 12χρονα παιδιά, οι Άραβες συνέχιζαν ανενόχλητοι τις κατακτήσεις τους. Ο Αμρ κατέλαβε τις ακτές της Αιγύπτου και της σημερινής Λιβύης, μέχρι το Εξαρχάτο της Καρχηδόνας στην Τυνησία. Το 646 ο Αμρ ανακατέλαβε την Αλεξάνδρεια, που είχε περάσει προσωρινά στα χέρια των Βυζαντινών (την είχε καταλάβει το 645-646 ο Ναύαρχος Μανουήλ εκμεταλλευόμενος εσωτερικές έριδες των Αράβων). Μετά τη δολοφονία του Ουμάρ Α’, νέος χαλίφης έγινε ο Ουθμάν (644-656). Ο διάδοχος του Πατριάρχη Κύρου, Βενιαμίν, υποτάχθηκε στους Άραβες εξασφαλίζοντας ανανέωση των παλαιότερων (638) προνομίων του Σωφρόνιου.
Ωστόσο, η πλουσιότερη επαρχία του Βυζαντίου χάθηκε οριστικά, κάτι που είχε οδυνηρές συνέπειες για την Αυτοκρατορία. Υπήρχε παλαιότερα η αντίληψη ότι οι Άραβες ευθύνονται για την πυρπόληση της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν ισχύει, καθώς μάλλον συγχέεται με την καταστροφή των ειδωλολατρικών βιβλίων των πυρολατρών Περσών, την εποχή της υποταγής του σασσανιδικού βασιλείου στο Ισλάμ, εποχή σύγχρονη με τα γεγονότα στην Αίγυπτο.
Ο αραβικός στόλος και οι επιτυχίες του
Με την κατάληψη της Αιγύπτου και των βορειοαφρικανικών ακτών, ακολούθησε νέα περίοδος αραβικών κατακτήσεων, στο διάστημα 647-680. Βασικός αντίπαλος του Βυζαντίου το χρονικό διάστημα αυτό, ήταν ο Μωαβίας Α’, κυβερνήτης (εμίρης) της Δαμασκού και μετέπειτα πρώτος χαλίφης των Ομαϋαδών της Συρίας. Ο Μωαβίας Α’ δημιούργησε αξιόμαχο αραβικό στόλο, που αμφισβήτησε την ηγεμονία του βυζαντινού ναυτικού στη Μεσόγειο. Ενώ ο συνεργάτης του Αμπντάλα, Άραβας κυβερνήτης της Αιγύπτου, εισέβαλε στη σημερινή Τυνησία νικώντας τον Βυζαντινό Έξαρχο Καρχηδόνας Γρηγόριο (647), ο Μωαβίας μεθοδικά κατασκεύασε αξιόμαχο στόλο από την πλούσια ξυλεία του Λιβάνου επανδρώνοντάς τον με χριστιανικά πληρώματα από τα συριακά και αιγυπτιακά παράλια.
Ακολούθησαν επιδρομές στην Κύπρο (πτώση της πρωτεύουσας Σαλαμίνας/Κωνσταντίας το 649), στην Άραδο, εμπορικό νησί των συριακών ακτών το 650, στα Δωδεκάνησα (κυρίως στη Ρόδο και την Κω). Με την επιδρομή των Αράβων στη Ρόδο συνδέεται η παράδοση που αναφέρει ο Θεοφάνης, για μεταφορά από τους Άραβες επάνω σε 900 καμήλες των πεσμένων από μεγάλο σεισμό του 3ου π.Χ. αιώνα κομματιών του ορειχάλκινου αγάλματος του Κολοσσού της Ρόδου στην Ανατολή, όπου πουλήθηκαν ως μέταλλα. Η πρώτη σημαντική θαλάσσια σύγκρουση Βυζαντινών και Αράβων έγινε το 655, λίγο έξω από τα νοτιοδυτικά μικρασιατικά παράλια, στο ακρωτήριο Φοίνικας. Οι ναυτικά ασήμαντοι ως τότε Άραβες συνέτριψαν τον βυζαντινό στόλο του αυτοκράτορα Κώνστα Β’, ο οποίος μόλις που γλίτωσε τον θάνατο στην πολυθρύλητη «μάχη των ιστών» της αραβικής παράδοσης (αραβικά: «ντχατας – σαουάρι»)
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες (674-678)
Μετά την επικράτησή του επί του τέταρτου χαλίφη Αλί/Αλή (656-661), ο Μωαβίας, με έδρα του νέου Χαλιφάτου τη Δαμασκό, έθεσε σε εφαρμογή το παλαιότερο σχέδιό του για κατάκτηση του Βυζαντίου. Αυτό ξεκίνησε με τις επιδρομές στρατευμάτων του στη Μικρά Ασία και συνεχίστηκε με νέες, αυτή τη φορά στη Χαλκηδόνα απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Οι Άραβες κατέλαβαν τη Χίο, ακόμα και τη Χερσόνησο της Κυζίκου μέσα στη θάλασσα του Μαρμαρά, που αποτέλεσε ορμητήριο του αραβικού στόλου εναντίον της Κωνσταντινούπολης (670-672). Παράλληλα, μουσουλμανικοί στολίσκοι με συνεχείς επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια κρατούσαν συνεχώς απασχολημένο το βυζαντινό ναυτικό.
Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν η τετράχρονη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από το 673/674 ως το 677/678, την οποία αντιμετώπισε με επιτυχία ο Κωνσταντίνος Δ’ με τη χρήση του «υγρού πυρός», εύφλεκτου εκτοξευόμενου μείγματος, το οποίο κατέκαυσε μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού στόλου. Θεωρείται εφεύρεση του Ελληνοσύρου αρχιτέκτονα και μηχανικού Καλλίνικου. Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι οι Μουσουλμάνοι γνώριζαν το υλικό αυτό, που το έλεγαν ναφτ/νάφθα, και τη χρήση του.
Μια σφοδρή θαλασσοταραχή αποτελείωσε τον στόλο του Μωαβία, καθώς επέστρεφε στη Συρία, ενώ και ο αραβικός στρατός στην απέναντι ακτή του Βοσπόρου διασκορπίστηκε. Έτσι, ο Μωαβίας υποχρεώθηκε να υπογράψει τον Αύγουστο του 678 τριαντάχρονη συνθήκη, με καταβολή φόρου υποτέλειας στο Βυζάντιο. Σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν τη νίκη αυτή επί του Ισλάμ ισάξια με την απόκρουση των Αράβων στα τείχη της Πόλης το 717/718 από τον Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο, τη νίκη των Φράγκων επί των Αράβων στο Πουατιέ το 732 και τη νίκη των Βυζαντινών κατά του ομαϋδικού στρατού στο Ακροϊνό της Φρυγίας το 740.
Βυζάντιο και Άραβες στα τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα
Το 685 ο διάδοχος του Κωνσταντίνου Δ’ Ιουστινιανός Β’ ανανέωσε τη βυζαντινοαραβική Συνθήκη του 678 με τον Ομαϋάδη χαλίφη Αμπνταλμαλίκ, θέλοντας να ασχοληθεί με το βαλκανικό μέτωπο. Οι όροι της Συνθήκης του 685 ήταν πιο ευνοϊκοί για το Βυζάντιο. Οι Άραβες κατέβαλαν μεγαλύτερο φόρο υποτελείας, ενώ συμφωνήθηκε ο διαμοιρασμός των ετήσιων εσόδων από τις καυκασιανές χώρες (Αρμενία – Ιβηρία/Γεωργία) και την Κύπρο. Μια μεγάλη έκταση σε σχήμα ημισελήνου από τον Καύκασο ως την Κύπρο ορίστηκε ως ουδέτερη ζώνη, ενώ αποφασίστηκε η αποστρατικοποίηση (!) της Κύπρου.
Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ως «συγκυριαρχία» (condominium) και διατηρήθηκε ως το 965, με την οριστική κατάληψη της Κύπρου από τον Νικηφόρο Φωκά. Το 697-698 οι Άραβες κατέκτησαν το Εξαρχάτο της Καρχηδόνας, επωφελούμενοι από την ανυπαρξία των σφετεριστών αυτοκρατόρων Λεόντιου και Τιβέριου Β’ – Αψίμαρου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εξάλειψη της τελευταίας βυζαντινής εστίας αντίστασης στη Βόρεια Αφρική.
Επίλογος
Ο Ηράκλειος, όπως μας τόνισε ο κύριος Αλέξιος Σαββίδης, ήταν ένας πολύ σπουδαίος αυτοκράτορας που παρέλαβε χάος και κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει το Βυζάντιο. Παράλληλα πέτυχε σημαντικές νίκες επί των Περσών. Ωστόσο, η εμφάνιση και η ραγδαία εξάπλωση του Ισλάμ ήταν οδυνηρή. Οι ακριτικοί πληθυσμοί στα ΝΑ σύνορα της αυτοκρατορίας ήταν Μονοφυσίτες και είχαν μεγάλη κόντρα με τους Ορθόδοξους. Στις μάχες Βυζαντινών – Αράβων όχι μόνο παρέμεναν ουδέτεροι, αλλά συχνά έπαιρναν το μέρος των Μουσουλμάνων.
Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ότι παρά τις απώλειες εδαφών της από τους Άραβες, η Αυτοκρατορία έγινε πιο ομοιογενής πολιτικά, θρησκευτικά και εθνολογικά, αφού περιορίστηκε σε εδάφη (ελλαδικός χώρος, Μικρά Ασία) όπου ο ελληνισμός παρέμενε ισχυρός και ακμαίος. Οι περιοχές που έχασε ήταν εστίες θρησκευτικών αιρέσεων και έδειχναν αποσχιστικές τάσεις. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ήταν το μόνο ελεύθερο κέντρο της Ορθόδοξης Ανατολής. Τέλος, το εμπόριο της ΝΑ Μεσογείου πέρασε πλέον στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τα λιμάνια του ελλαδικού χώρου και των νησιών του Αιγαίου. Οι Άραβες ωστόσο προετοίμαζαν νέα επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης, που θα έδινε (717-718) έναν ακόμα υπέρτατο αγώνα για τη σωτηρία της.
Ευχαριστούμε θερμά τον κορυφαίο Βυζαντινολόγο κύριο Αλέξιο Γ.Κ. Σαββίδη, Ομότιμο Καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου για την πολύτιμη βοήθειά του.
Βασική πηγή του άρθρου: Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης, «ΒΥΖΑΝΤΙΟ – ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ – ΙΣΛΑΜ», Δ’ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ 2007
Το 637 – 638 πολιορκήθηκε από τους Άραβες και η Ιερουσαλήμ. Τελικά η πόλη παραδόθηκε έπειτα από συνθηκολόγηση του Πατριάρχη Σωφρονίου, ο οποίος δεν ήθελε η Ιερουσαλήμ να έχει την ίδια τύχη με αυτή του 614, όταν λεηλατήθηκε από τους Σασσανίδες Πέρσες που άρπαξαν στην κυριολεξία τον Τίμιο Σταυρό. Σε αντάλλαγμα, ο χαλίφης Ουμάρ παραχώρησε προνόμια στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, τα πρώτα που δόθηκαν από Μουσουλμάνο ηγέτη σε κατακτημένο λαό, φόρο υποτελή του Ισλάμ.
Στον χριστιανικό Κλήρο δόθηκαν ειδικά προνόμια, ενώ στους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ ο Ουμάρ έδωσε ελευθερία θρησκείας και λατρείας με υποχρέωση της καταβολής από αυτούς φόρου κεφαλικού (τζίτζια) και κτηματικού (χαράτσι) για την προσωπική τους ασφάλεια. Ο χρονικογράφος Θεοφάνης σώζει την αφήγηση της ευλαβικής προσκύνησης του κατακτητή χαλίφη στον Ναό του Σολομώντα, ντυμένου απλά, με κουρέλια από καμηλόδερμα.
Τρεις αιώνες αργότερα, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας και λόγιος Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (στον θρόνο 913-959), επαινεί τον Σωφρόνιο αποδίδοντάς του «θεϊκό ζήλο και μεγάλη προβλεπτικότητα».
Το τέλος της Σασσανιδικής Αυτοκρατορίας των Περσών
Εκτός όμως από τους Βυζαντινούς, θύματα των Μουσουλμάνων, πλέον, Αράβων ήταν και οι Πέρσες Σασσανίδες. Το 636-637 οι Πέρσες υπέστησαν μια καθοριστικής σημασίας ήττα από τους Άραβες στην πολύνεκρη μάχη της Καντεσίγια, 30 χιλιόμετρα ΝΔ της μεσοποταμικής Κούφας στον Ευφράτη. Ο Χαλίντ κατατρόπωσε τους Πέρσες, ενώ ο Σασσανίδης στρατηγός Ρουστέμ σκοτώθηκε στη μάχη.
Έτσι, ουσιαστικά τελείωσε η ένδοξη περίοδος της προϊσλαμικής Περσίας, που για περισσότερα από χίλια χρόνια πολέμησε εναντίον των αρχαίων Ελλήνων, των Ρωμαίων και των Βυζαντινών. Η οριστική τους υποταγή στους Άραβες έγινε το 651-652, οπότε και εγκαινιάζεται η ισλαμική περίοδος της περσικής ιστορίας. Οι Πέρσες ήταν οι τελευταίοι υπέρμαχοι του Ζωροαστρισμού, της πυρολατρίας και του αρχαίου ιρανικού πολιτισμού.
Νέες αραβικές κατακτήσεις
Μετά τον θρίαμβό τους στο Γιαρμούκ, οι Άραβες συνέχισαν με μεγαλύτερη ορμή τη δράση τους. Το 639/640 κατέλαβαν πολλά βυζαντινά εδάφη στη Μεσοποταμία, την Αρμενία (πτώση Ντβιν ή Τιβίου) και στην Παλαιστίνη (πτώση Καισάρειας), ενώ άρχισαν να προετοιμάζουν μεγάλη επίθεση εναντίον της Αιγύπτου, η οποία ήταν η πιο σημαντική βυζαντινή επαρχία και ο σιτοβολώνας της Αυτοκρατορίας. Η παθητική και χαλαρή στάση των Μονοφυσιτών («Κοπτών») της Αιγύπτου, που δεν αντέδρασαν στη μουσουλμανική εισβολή, όπως και οι Σύριοι Μονοφυσίτες («Ιακωβίτες»), ευνόησε τους Άραβες, οι οποίοι αρχικά νίκησαν τις βυζαντινές δυνάμεις στην Ηλιούπολη (κοντά στο σημερινό Κάιρο) το 639 και ως το 641-642 είχαν ολοκληρώσει την πρώτη φάση κατάκτησης της περιοχής.
Νέο μέτωπο μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων «άνοιξε» στην περιοχή του Καυκάσου. Οι χώρες που υπήρχαν στην περιοχή (Αρμενία, Ιβηρία/Γεωργία, Λαζική, Τζανική και Αβασγία), ως τα τέλη του 7ου αιώνα αποτέλεσαν «μήλο της έριδας» για τις δύο πλευρές. Οι Βυζαντινοί επικράτησαν προσωρινά, όμως στις αρχές του 8ου αιώνα εμφανίστηκαν εκεί οι Χάζαροι, ο μοναδικός τουρκόφωνος λαός που ασπάστηκε τον Ιουδαϊσμό. Αυτοί, από τις κτήσεις τους βόρεια από τον Εύξεινο Πόντο κινήθηκαν προς τις χώρες του Καυκάσου αποτελώντας εμπόδια για τη διείσδυση των Αράβων σε αυτές. Αν οι Άραβες είχαν εισχωρήσει στις ρωσικές στέπες, θα μπορούσαν να χτυπήσουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το «μέτωπο» του Δούναβη.
Οι Βυζαντινοί, εξαντλημένοι από τις συγκρούσεις τους με τους Σασσανίδες στο ανατολικό μέτωπο και τις επιδρομές των Αβαροσλάβων στα Βαλκάνια, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τη λαίλαπα του Ισλάμ. Ο Ηράκλειος πέθανε το 641 βαθύτατα θλιμμένος, γιατί είδε να χάνονται από τους Άραβες οι κατακτήσεις του σε βάρος των Σασσανιδών. Υπό την πίεση των εξελίξεων, η χήρα του Ηράκλειου Μαρτίνα εξουσιοδότησε τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύρο να διαπραγματευτεί την ειρηνική παράδοση της Αιγύπτου. Αυτό έγινε μετά την ανατροπή της Μαρτίνας(δείτε λεπτομέρειες στη συνέχεια), στα τέλη του 641 και ολοκληρώθηκε με την εκκένωση της Αλεξάνδρειας από τα βυζαντινά στρατεύματα τον Σεπτέμβριο του 642 και την παράδοση της εξουσίας στον Αμρ. Τον Ηράκλειο διαδέχθηκαν ο γιος του, από την πρώτη του σύζυγο Φαβία Ευδοκία Κωνσταντίνος Γ’ και ο γιος του από τον γάμο του με τη Μαρτίνα Ηρακλεωνάς. Ο Κωνσταντίνος Γ’ ήταν τότε 29 ετών και ο ετεροθαλής αδελφός του, μόλις 15.
Ο γάμος του Κωνσταντίνου Γ’ με τη δεύτερη εξαδέλφη του Γρηγορία, κόρη του πρώτου εξαδέλφου του πατέρα του Νικήτα, θεωρήθηκε αιμομιξία και προκάλεσε σάλο στο Βυζάντιο. Ο Κωνσταντίνος Γ’ έμεινε μόλις για τρεις μήνες στον θρόνο, καθώς πέθανε στις 25 Μαΐου 641 από φυματίωση (ή δηλητηρίαση) αφήνοντας μοναδικό αυτοκράτορα τον Ηρακλεωνά. Ωστόσο, η Σύγκλητος κατηγόρησε τη Μαρτίνα ότι συνωμότησε και δηλητηρίασε τον Κωνσταντίνο Γ’. Καθαίρεσε τον Ηρακλεωνά και καταδίκασε αυτόν και τη μητέρα του σε εξορία και ακρωτηριασμό. Ως νέο αυτοκράτορα όρισε τον γιο του Κωνσταντίνου Γ’ και της Γρηγορίας Κώνστα Β’ που είχε γεννηθεί το 630, ήταν δηλαδή 11 ετών περίπου! Ο Κώνστας Β’ είχε το προσωνύμιο Πωγωνάτος (γενειοφόρος), λόγω της τεράστιας γενειάδας του.
Εσφαλμένα μέχρι πριν λίγα χρόνια το προσωνύμιο αυτό δινόταν στον γιο και διάδοχο του Κώνστα Β’, Κωνσταντίνο Δ’ (668-685 στον θρόνο). Νομίσματα της εποχής, όπως μας είπε ο κύριος Σαββίδης, επιβεβαιώνουν ότι ο Κώνστας Β’ είχε μια ασυνήθιστα μεγάλη γενειάδα, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Δ’ που είχε φυσιολογικό… μούσι. Ενώ λοιπόν οι Βυζαντινοί αναλώνονταν σε ραδιουργίες και ανέβαζαν στον θρόνο 12χρονα παιδιά, οι Άραβες συνέχιζαν ανενόχλητοι τις κατακτήσεις τους. Ο Αμρ κατέλαβε τις ακτές της Αιγύπτου και της σημερινής Λιβύης, μέχρι το Εξαρχάτο της Καρχηδόνας στην Τυνησία. Το 646 ο Αμρ ανακατέλαβε την Αλεξάνδρεια, που είχε περάσει προσωρινά στα χέρια των Βυζαντινών (την είχε καταλάβει το 645-646 ο Ναύαρχος Μανουήλ εκμεταλλευόμενος εσωτερικές έριδες των Αράβων). Μετά τη δολοφονία του Ουμάρ Α’, νέος χαλίφης έγινε ο Ουθμάν (644-656). Ο διάδοχος του Πατριάρχη Κύρου, Βενιαμίν, υποτάχθηκε στους Άραβες εξασφαλίζοντας ανανέωση των παλαιότερων (638) προνομίων του Σωφρόνιου.
Ωστόσο, η πλουσιότερη επαρχία του Βυζαντίου χάθηκε οριστικά, κάτι που είχε οδυνηρές συνέπειες για την Αυτοκρατορία. Υπήρχε παλαιότερα η αντίληψη ότι οι Άραβες ευθύνονται για την πυρπόληση της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν ισχύει, καθώς μάλλον συγχέεται με την καταστροφή των ειδωλολατρικών βιβλίων των πυρολατρών Περσών, την εποχή της υποταγής του σασσανιδικού βασιλείου στο Ισλάμ, εποχή σύγχρονη με τα γεγονότα στην Αίγυπτο.
Ο αραβικός στόλος και οι επιτυχίες του
Με την κατάληψη της Αιγύπτου και των βορειοαφρικανικών ακτών, ακολούθησε νέα περίοδος αραβικών κατακτήσεων, στο διάστημα 647-680. Βασικός αντίπαλος του Βυζαντίου το χρονικό διάστημα αυτό, ήταν ο Μωαβίας Α’, κυβερνήτης (εμίρης) της Δαμασκού και μετέπειτα πρώτος χαλίφης των Ομαϋαδών της Συρίας. Ο Μωαβίας Α’ δημιούργησε αξιόμαχο αραβικό στόλο, που αμφισβήτησε την ηγεμονία του βυζαντινού ναυτικού στη Μεσόγειο. Ενώ ο συνεργάτης του Αμπντάλα, Άραβας κυβερνήτης της Αιγύπτου, εισέβαλε στη σημερινή Τυνησία νικώντας τον Βυζαντινό Έξαρχο Καρχηδόνας Γρηγόριο (647), ο Μωαβίας μεθοδικά κατασκεύασε αξιόμαχο στόλο από την πλούσια ξυλεία του Λιβάνου επανδρώνοντάς τον με χριστιανικά πληρώματα από τα συριακά και αιγυπτιακά παράλια.
Ακολούθησαν επιδρομές στην Κύπρο (πτώση της πρωτεύουσας Σαλαμίνας/Κωνσταντίας το 649), στην Άραδο, εμπορικό νησί των συριακών ακτών το 650, στα Δωδεκάνησα (κυρίως στη Ρόδο και την Κω). Με την επιδρομή των Αράβων στη Ρόδο συνδέεται η παράδοση που αναφέρει ο Θεοφάνης, για μεταφορά από τους Άραβες επάνω σε 900 καμήλες των πεσμένων από μεγάλο σεισμό του 3ου π.Χ. αιώνα κομματιών του ορειχάλκινου αγάλματος του Κολοσσού της Ρόδου στην Ανατολή, όπου πουλήθηκαν ως μέταλλα. Η πρώτη σημαντική θαλάσσια σύγκρουση Βυζαντινών και Αράβων έγινε το 655, λίγο έξω από τα νοτιοδυτικά μικρασιατικά παράλια, στο ακρωτήριο Φοίνικας. Οι ναυτικά ασήμαντοι ως τότε Άραβες συνέτριψαν τον βυζαντινό στόλο του αυτοκράτορα Κώνστα Β’, ο οποίος μόλις που γλίτωσε τον θάνατο στην πολυθρύλητη «μάχη των ιστών» της αραβικής παράδοσης (αραβικά: «ντχατας – σαουάρι»)
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες (674-678)
Μετά την επικράτησή του επί του τέταρτου χαλίφη Αλί/Αλή (656-661), ο Μωαβίας, με έδρα του νέου Χαλιφάτου τη Δαμασκό, έθεσε σε εφαρμογή το παλαιότερο σχέδιό του για κατάκτηση του Βυζαντίου. Αυτό ξεκίνησε με τις επιδρομές στρατευμάτων του στη Μικρά Ασία και συνεχίστηκε με νέες, αυτή τη φορά στη Χαλκηδόνα απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Οι Άραβες κατέλαβαν τη Χίο, ακόμα και τη Χερσόνησο της Κυζίκου μέσα στη θάλασσα του Μαρμαρά, που αποτέλεσε ορμητήριο του αραβικού στόλου εναντίον της Κωνσταντινούπολης (670-672). Παράλληλα, μουσουλμανικοί στολίσκοι με συνεχείς επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια κρατούσαν συνεχώς απασχολημένο το βυζαντινό ναυτικό.
Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν η τετράχρονη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από το 673/674 ως το 677/678, την οποία αντιμετώπισε με επιτυχία ο Κωνσταντίνος Δ’ με τη χρήση του «υγρού πυρός», εύφλεκτου εκτοξευόμενου μείγματος, το οποίο κατέκαυσε μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού στόλου. Θεωρείται εφεύρεση του Ελληνοσύρου αρχιτέκτονα και μηχανικού Καλλίνικου. Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι οι Μουσουλμάνοι γνώριζαν το υλικό αυτό, που το έλεγαν ναφτ/νάφθα, και τη χρήση του.
Μια σφοδρή θαλασσοταραχή αποτελείωσε τον στόλο του Μωαβία, καθώς επέστρεφε στη Συρία, ενώ και ο αραβικός στρατός στην απέναντι ακτή του Βοσπόρου διασκορπίστηκε. Έτσι, ο Μωαβίας υποχρεώθηκε να υπογράψει τον Αύγουστο του 678 τριαντάχρονη συνθήκη, με καταβολή φόρου υποτέλειας στο Βυζάντιο. Σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν τη νίκη αυτή επί του Ισλάμ ισάξια με την απόκρουση των Αράβων στα τείχη της Πόλης το 717/718 από τον Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο, τη νίκη των Φράγκων επί των Αράβων στο Πουατιέ το 732 και τη νίκη των Βυζαντινών κατά του ομαϋδικού στρατού στο Ακροϊνό της Φρυγίας το 740.
Βυζάντιο και Άραβες στα τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα
Το 685 ο διάδοχος του Κωνσταντίνου Δ’ Ιουστινιανός Β’ ανανέωσε τη βυζαντινοαραβική Συνθήκη του 678 με τον Ομαϋάδη χαλίφη Αμπνταλμαλίκ, θέλοντας να ασχοληθεί με το βαλκανικό μέτωπο. Οι όροι της Συνθήκης του 685 ήταν πιο ευνοϊκοί για το Βυζάντιο. Οι Άραβες κατέβαλαν μεγαλύτερο φόρο υποτελείας, ενώ συμφωνήθηκε ο διαμοιρασμός των ετήσιων εσόδων από τις καυκασιανές χώρες (Αρμενία – Ιβηρία/Γεωργία) και την Κύπρο. Μια μεγάλη έκταση σε σχήμα ημισελήνου από τον Καύκασο ως την Κύπρο ορίστηκε ως ουδέτερη ζώνη, ενώ αποφασίστηκε η αποστρατικοποίηση (!) της Κύπρου.
Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ως «συγκυριαρχία» (condominium) και διατηρήθηκε ως το 965, με την οριστική κατάληψη της Κύπρου από τον Νικηφόρο Φωκά. Το 697-698 οι Άραβες κατέκτησαν το Εξαρχάτο της Καρχηδόνας, επωφελούμενοι από την ανυπαρξία των σφετεριστών αυτοκρατόρων Λεόντιου και Τιβέριου Β’ – Αψίμαρου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εξάλειψη της τελευταίας βυζαντινής εστίας αντίστασης στη Βόρεια Αφρική.
Επίλογος
Ο Ηράκλειος, όπως μας τόνισε ο κύριος Αλέξιος Σαββίδης, ήταν ένας πολύ σπουδαίος αυτοκράτορας που παρέλαβε χάος και κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει το Βυζάντιο. Παράλληλα πέτυχε σημαντικές νίκες επί των Περσών. Ωστόσο, η εμφάνιση και η ραγδαία εξάπλωση του Ισλάμ ήταν οδυνηρή. Οι ακριτικοί πληθυσμοί στα ΝΑ σύνορα της αυτοκρατορίας ήταν Μονοφυσίτες και είχαν μεγάλη κόντρα με τους Ορθόδοξους. Στις μάχες Βυζαντινών – Αράβων όχι μόνο παρέμεναν ουδέτεροι, αλλά συχνά έπαιρναν το μέρος των Μουσουλμάνων.
Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ότι παρά τις απώλειες εδαφών της από τους Άραβες, η Αυτοκρατορία έγινε πιο ομοιογενής πολιτικά, θρησκευτικά και εθνολογικά, αφού περιορίστηκε σε εδάφη (ελλαδικός χώρος, Μικρά Ασία) όπου ο ελληνισμός παρέμενε ισχυρός και ακμαίος. Οι περιοχές που έχασε ήταν εστίες θρησκευτικών αιρέσεων και έδειχναν αποσχιστικές τάσεις. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ήταν το μόνο ελεύθερο κέντρο της Ορθόδοξης Ανατολής. Τέλος, το εμπόριο της ΝΑ Μεσογείου πέρασε πλέον στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τα λιμάνια του ελλαδικού χώρου και των νησιών του Αιγαίου. Οι Άραβες ωστόσο προετοίμαζαν νέα επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης, που θα έδινε (717-718) έναν ακόμα υπέρτατο αγώνα για τη σωτηρία της.
Ευχαριστούμε θερμά τον κορυφαίο Βυζαντινολόγο κύριο Αλέξιο Γ.Κ. Σαββίδη, Ομότιμο Καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου για την πολύτιμη βοήθειά του.
Βασική πηγή του άρθρου: Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης, «ΒΥΖΑΝΤΙΟ – ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ – ΙΣΛΑΜ», Δ’ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ 2007
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα