Η δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη από τον Ταϊλανδό μπάτλερ που συγκλόνισε το πανελλήνιο το 1991
06.09.2024
10:22
Τα μέλη της οικογένειας δεν δολοφονήθηκαν όλα μαζί, αλλά με διαφορά ημερών το ένα από το άλλο
Μία από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις ομαδικού εγκλήματος στα χρονικά της Ελλάδας, η οποία απέκτησε μυθιστορηματικά χαρακτηριστικά και παραμένει ακόμα και σήμερα από τις πιο προβεβλημένες χάρη και στο γεγονός ότι ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε ο ένοχος και δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη. Η δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη, ή όπως έμεινε στην ιστορία «του Ταϊλανδού μπάτλερ», συγκλόνισε το πανελλήνιο το καλοκαίρι του 1991, φέρνοντας στην επιφάνεια ένα πρωτοφανούς αγριότητας και ιδιαίτερα περίπλοκο ως προς την εξιχνίασή του πολλαπλό έγκλημα.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής.
*
Η υπόθεση αφορά τη δολοφονία του Μιχάλη Χρυσαφίδη, βιομήχανου 48 ετών, της συζύγου του Ελισάβετ 49 ετών και των δύο γιων του, του Γιώργου και του Μιχάλη-Δημήτρη 18 και 16 ετών. Το έγκλημα αποκαλύφθηκε στις 24 Ιουνίου του 1991, όταν ο ανιψιός του Χρυσαφίδη και ένας γείτονας, μετά από ημέρες που η οικογένεια δεν είχε δώσει σημεία ζωής, μπήκαν στο σπίτι και βρέθηκαν εμπρός σε ένα φρικιαστικό θέαμα. Σε διάφορα δωμάτια της βίλας στην Εκάλη βρέθηκαν τα πτώματα και των τεσσάρων μελών της οικογένειας, τα οποία είχαν εμφανή σημάδια κακοποίησης και ξυλοδαρμού και είχαν δολοφονηθεί με τη χρήση τσεκουριού και βαριοπούλας. Τα θύματα ήταν δεμένα και φιμωμένα και σκεπασμένα με κουβέρτες και πετσέτες. Η μητέρα, η Λιζ όπως ήταν το χαϊδευτικό της, βρισκόταν μόνη σε ένα άλλο δωμάτιο φορώντας μάλιστα και ένα ακριβό φόρεμα.
*
Η έρευνα της Ασφάλειας έριξε αμέσως το βάρος της σε ένα πρόσωπο που συγκέντρωσε όλες τις υποψίες. Επρόκειτο για τον μπάτλερ της οικογένειας, τον 28χρονο Πρασέρτ Σερτουσουάνα από την Ταϊλάνδη, ο οποίος είχε προσληφθεί από την οικογένεια πριν από δύο χρόνια και ζούσε μάλιστα μέσα στο σπίτι, σε δικό του δωμάτιο. Από την έρευνα της Αστυνομίας προέκυψε ότι ο Τάι, όπως τον φώναζαν στην οικογένεια, μαζί με τη σύζυγό του, τη μητέρα του και τη θεία του είχαν αναχωρήσει βιαστικά και με κινήσεις πανικού με πτήση της Thai για την Μπανγκόκ στις 21 Ιουνίου. Όλες τις προηγούμενες ημέρες ο μπάτλερ καθησύχαζε τους φίλους και τους συγγενείς της οικογένειας λέγοντάς τους ότι είχαν φύγει για ολιγοήμερες διακοπές.
*
Από την ιατροδικαστική έρευνα προέκυψε κάτι ακόμα σοκαριστικό. Ότι τα μέλη της οικογένειας δεν δολοφονήθηκαν όλα μαζί, αλλά με διαφορά ημερών το ένα από το άλλο, μέσα στο διάστημα των περίπου 4 ημερών που δεν είχαν δώσει σημάδια ζωής. Πρώτα σκοτώθηκαν τα δύο αγόρια, στις 20 Ιουνίου, μετά ο πατέρας στις 21 Ιουνίου και στο τέλος η μητέρα στις 23 Ιουνίου. Αναζητώντας τα αίτια του εγκλήματος, οι αστυνομικές αρχές κατέληξαν ότι μάλλον το κίνητρο ήταν η ληστεία, καθώς υπέθεσαν ότι ο βιομήχανος είχε στο χρηματοκιβώτιό του πολλά χρήματα και χρυσαφικά, από τα ελάχιστα που βρέθηκαν εκεί.
*
Οι ελληνικές αρχές, σε συνεργασία με την Ιντερπόλ, απευθύνθηκαν στην κυβέρνηση της Ταϊλάνδης ζητώντας την έκδοση του μπάτλερ. Όμως, παρά τις πιέσεις και τις δύο υψηλού επιπέδου συναντήσεις υπηρεσιακών παραγόντων μεταξύ των δύο κρατών (το 1993 και το 1995), η Ταϊλάνδη αρνείται μέχρι σήμερα να συνεργαστεί και να εκδώσει στην Ελλάδα τον Πρασέρτ Σερτουσουάνα, ή έστω να δικαστεί στη χώρα του. Με αυτόν τον τρόπο η υπόθεση παραμένει ακόμα εκκρεμής, με ένα πέπλο μυστηρίου να παραμένει επάνω της σχεδόν δυόμισι δεκαετίες μετά. Το μυστήριο αυτό ενισχύεται ακόμα περισσότερο από κάποια στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της ιατροδικαστικής έρευνας αλλά και των ευρημάτων στον τόπο του εγκλήματος. Το πρώτο γεγονός που περιπλέκει τα πράγματα είναι ότι, σύμφωνα με την ιατροδικαστική μελέτη, η σύζυγος του βιομηχάνου είχε πεθάνει στις 23 Ιουνίου, την ημέρα που ο Ταϊλανδός μπάτλερ έφθανε στη χώρα του. Αυτό άφηνε υπόνοιες -οι οποίες παραμένουν ακόμα και σήμερα- ότι υπήρχε κάποιος συνεργός ο οποίος συνέχισε τις εκτελέσεις και μετά την αναχώρηση του Τάι για την Μπανγκόκ.
*
Το δεύτερο στοιχείο που προκάλεσε αίσθηση ήταν μία χειρόγραφη διαθήκη που είχε αφήσει ο Χρυσαφίδης, λέγοντας ότι σε περίπτωση που πάθει κακό όλη η οικογένειά του αφήνει το σύνολο της περιουσίας του στον ανιψιό του. Από τις έρευνες που έγιναν εκείνη την εποχή πάντως, ο ανιψιός θεωρήθηκε πρόσωπο υπεράνω πάσης υποψίας και έτσι η διαθήκη αυτή μπαίνει και αυτή στο γενικότερο μυστήριο που καλύπτει την υπόθεση.
*
Όσο για τον ίδιο τον Τάι, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τα κίνητρα που τον οδήγησαν σε αυτό το φοβερό έγκλημα. Την εποχή εκείνη τα media άφηναν υπόνοιες για το ενδεχόμενο να είχε συνεργό ή να ενεργούσε με εντολές τρίτων. Σε αυτό συνηγορούν και οι μαρτυρίες άλλων ανθρώπων ότι ήταν ένας γενικά φιλήσυχος και πράος άνθρωπος που υπηρετούσε πιστά την οικογένεια. Σε κάθε περίπτωση, τα ερωτηματικά γύρω από τη δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη ήταν -και μάλλον θα παραμείνουν- αναπάντητα, με το φρικιαστικό ομαδικό έγκλημα του «Ταϊλανδού μπάτλερ», όπως έμεινε στην Ιστορία, να έχει κερδίσει μία ξεχωριστή θέση στα εγκληματολογικά χρονικά και το λαϊκό αίσθημα της χώρας μας.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής.
*
Η υπόθεση αφορά τη δολοφονία του Μιχάλη Χρυσαφίδη, βιομήχανου 48 ετών, της συζύγου του Ελισάβετ 49 ετών και των δύο γιων του, του Γιώργου και του Μιχάλη-Δημήτρη 18 και 16 ετών. Το έγκλημα αποκαλύφθηκε στις 24 Ιουνίου του 1991, όταν ο ανιψιός του Χρυσαφίδη και ένας γείτονας, μετά από ημέρες που η οικογένεια δεν είχε δώσει σημεία ζωής, μπήκαν στο σπίτι και βρέθηκαν εμπρός σε ένα φρικιαστικό θέαμα. Σε διάφορα δωμάτια της βίλας στην Εκάλη βρέθηκαν τα πτώματα και των τεσσάρων μελών της οικογένειας, τα οποία είχαν εμφανή σημάδια κακοποίησης και ξυλοδαρμού και είχαν δολοφονηθεί με τη χρήση τσεκουριού και βαριοπούλας. Τα θύματα ήταν δεμένα και φιμωμένα και σκεπασμένα με κουβέρτες και πετσέτες. Η μητέρα, η Λιζ όπως ήταν το χαϊδευτικό της, βρισκόταν μόνη σε ένα άλλο δωμάτιο φορώντας μάλιστα και ένα ακριβό φόρεμα.
*
Η έρευνα της Ασφάλειας έριξε αμέσως το βάρος της σε ένα πρόσωπο που συγκέντρωσε όλες τις υποψίες. Επρόκειτο για τον μπάτλερ της οικογένειας, τον 28χρονο Πρασέρτ Σερτουσουάνα από την Ταϊλάνδη, ο οποίος είχε προσληφθεί από την οικογένεια πριν από δύο χρόνια και ζούσε μάλιστα μέσα στο σπίτι, σε δικό του δωμάτιο. Από την έρευνα της Αστυνομίας προέκυψε ότι ο Τάι, όπως τον φώναζαν στην οικογένεια, μαζί με τη σύζυγό του, τη μητέρα του και τη θεία του είχαν αναχωρήσει βιαστικά και με κινήσεις πανικού με πτήση της Thai για την Μπανγκόκ στις 21 Ιουνίου. Όλες τις προηγούμενες ημέρες ο μπάτλερ καθησύχαζε τους φίλους και τους συγγενείς της οικογένειας λέγοντάς τους ότι είχαν φύγει για ολιγοήμερες διακοπές.
*
Από την ιατροδικαστική έρευνα προέκυψε κάτι ακόμα σοκαριστικό. Ότι τα μέλη της οικογένειας δεν δολοφονήθηκαν όλα μαζί, αλλά με διαφορά ημερών το ένα από το άλλο, μέσα στο διάστημα των περίπου 4 ημερών που δεν είχαν δώσει σημάδια ζωής. Πρώτα σκοτώθηκαν τα δύο αγόρια, στις 20 Ιουνίου, μετά ο πατέρας στις 21 Ιουνίου και στο τέλος η μητέρα στις 23 Ιουνίου. Αναζητώντας τα αίτια του εγκλήματος, οι αστυνομικές αρχές κατέληξαν ότι μάλλον το κίνητρο ήταν η ληστεία, καθώς υπέθεσαν ότι ο βιομήχανος είχε στο χρηματοκιβώτιό του πολλά χρήματα και χρυσαφικά, από τα ελάχιστα που βρέθηκαν εκεί.
*
Οι ελληνικές αρχές, σε συνεργασία με την Ιντερπόλ, απευθύνθηκαν στην κυβέρνηση της Ταϊλάνδης ζητώντας την έκδοση του μπάτλερ. Όμως, παρά τις πιέσεις και τις δύο υψηλού επιπέδου συναντήσεις υπηρεσιακών παραγόντων μεταξύ των δύο κρατών (το 1993 και το 1995), η Ταϊλάνδη αρνείται μέχρι σήμερα να συνεργαστεί και να εκδώσει στην Ελλάδα τον Πρασέρτ Σερτουσουάνα, ή έστω να δικαστεί στη χώρα του. Με αυτόν τον τρόπο η υπόθεση παραμένει ακόμα εκκρεμής, με ένα πέπλο μυστηρίου να παραμένει επάνω της σχεδόν δυόμισι δεκαετίες μετά. Το μυστήριο αυτό ενισχύεται ακόμα περισσότερο από κάποια στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της ιατροδικαστικής έρευνας αλλά και των ευρημάτων στον τόπο του εγκλήματος. Το πρώτο γεγονός που περιπλέκει τα πράγματα είναι ότι, σύμφωνα με την ιατροδικαστική μελέτη, η σύζυγος του βιομηχάνου είχε πεθάνει στις 23 Ιουνίου, την ημέρα που ο Ταϊλανδός μπάτλερ έφθανε στη χώρα του. Αυτό άφηνε υπόνοιες -οι οποίες παραμένουν ακόμα και σήμερα- ότι υπήρχε κάποιος συνεργός ο οποίος συνέχισε τις εκτελέσεις και μετά την αναχώρηση του Τάι για την Μπανγκόκ.
*
Το δεύτερο στοιχείο που προκάλεσε αίσθηση ήταν μία χειρόγραφη διαθήκη που είχε αφήσει ο Χρυσαφίδης, λέγοντας ότι σε περίπτωση που πάθει κακό όλη η οικογένειά του αφήνει το σύνολο της περιουσίας του στον ανιψιό του. Από τις έρευνες που έγιναν εκείνη την εποχή πάντως, ο ανιψιός θεωρήθηκε πρόσωπο υπεράνω πάσης υποψίας και έτσι η διαθήκη αυτή μπαίνει και αυτή στο γενικότερο μυστήριο που καλύπτει την υπόθεση.
*
Όσο για τον ίδιο τον Τάι, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τα κίνητρα που τον οδήγησαν σε αυτό το φοβερό έγκλημα. Την εποχή εκείνη τα media άφηναν υπόνοιες για το ενδεχόμενο να είχε συνεργό ή να ενεργούσε με εντολές τρίτων. Σε αυτό συνηγορούν και οι μαρτυρίες άλλων ανθρώπων ότι ήταν ένας γενικά φιλήσυχος και πράος άνθρωπος που υπηρετούσε πιστά την οικογένεια. Σε κάθε περίπτωση, τα ερωτηματικά γύρω από τη δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη ήταν -και μάλλον θα παραμείνουν- αναπάντητα, με το φρικιαστικό ομαδικό έγκλημα του «Ταϊλανδού μπάτλερ», όπως έμεινε στην Ιστορία, να έχει κερδίσει μία ξεχωριστή θέση στα εγκληματολογικά χρονικά και το λαϊκό αίσθημα της χώρας μας.
Εγκλήματα που συγκλόνισαν
Η «δράκαινα» της Μάνης, η πρώτη Ελληνίδα serial killer
Ζάκυνθος, 1958: Η 19χρονη «φαρμακεύτρια» που σκότωσε πατέρα και αδερφό με προτροπή του παππού της
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr