Η ιστορία της οδού Σταδίου

Η Σταδίου στα πρώτα χρόνια της Βασιλείας του Όθωνα (1834-1862) δεν ήταν παρά μια βαθειά ρεματιά, που οι Παλιοί Αθηναίοι την ονόμαζαν «Xεζοπόταμο», πρακτικότατο τοπωνύμιο αφού καθοδηγούσε ταυτόχρονα και τους έχοντες επείγουσες ανάγκες ανακούφισης!

Ο Μπάμπης Άννινος μας ξεναγεί: «…καθ’ όλον αυτής το μήκος εξετείνετο φάραγξ αρχομένη από της θέσεως ένθα κείται νυν η πλατεία της Ομονοίας και απολήγουσα περίπου εις το έτερον άκρον παρά την πλατείαν του Συντάγματος, έχουσα δε βάθη περί το μέσον τριών μέτρων. Η διάβασις από της μίας πλευράς της οδού εις την άλλην εγίνετο διά προχείρων γεφυρών, ξυλίνων και σαθρών, τοποθετημένων κατ’ αποστάσεις, αλλ’ εν ώρα νυκτός, ένεκα του ατελεστάτου φωτισμού (διά τινών αραιών φανών ελαίου) δεν ήτο πάντοτε ασφαλής».

Η μορφοποίηση του δρόμου άρχισε, αφού πρώτα μπαζώθηκε το ρέμα, μετά το 1858. Αφορμή βέβαια στάθηκε η θεμελίωση από την Αμαλία του μεγάρου της Παλαιάς Βουλής, που έγινε την ίδια χρονιά. Δημιουργήθηκε ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα που στέγασε τους Εθνοπατέρες από το 1875 μέχρι το 1932. Όταν άρχισε να λειτουργεί η νέα Βουλή το νεοκλασικό κτίριο της οδού Σταδίου φιλοξένησε το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, η λειτουργία του οποίου συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η μετάλλαξη της Σταδίου σε οδό ¨κυριότατη και πολυσύχναστη¨ θα ξεκινήσει την περίοδο της Belle Époque (1880-1910) και θα συνεχιστεί στον Μεσοπόλεμο (1918-1940). Η Σταδίου θα πάρει μαζί με την Ερμού την πρώτη θέση σε κίνηση και σημασία.

Δημόσιες Υπηρεσίες, τραπεζικά καταστήματα, πολυτελή ξενοδοχεία, θέατρα, εστιατόρια, καφενεία, ζαχαροπλαστεία και αμέτρητα εμπορικά θα την τροφοδοτούσαν καθημερινά με πολυάσχολους διαβάτες.

Κεντρικός άξονας σύνδεσης των δύο κυριοτέρων πλατειών της πόλης (Ομόνοια, Σύνταγμα) ήταν σημαντική αρτηρία για τα μέσα μεταφοράς. Είναι σπάνιες οι φωτογραφίες που δείχνουν την Σταδίου χωρίς κίνηση!

Στο μέσον της δέσποζε η Πλατεία Κλαυθμώνος με την οδό Κοραή. Στην Πλατεία Κλαυθμώνος βρισκόταν το σημαντικό Υπουργείο Οικονομικών.

Ήταν συνηθισμένο εκείνες τις εποχές με κάθε κυβερνητική αλλαγή, πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι -τους αποκαλούσαν κοροϊδευτικά ¨Παυσανίες¨- να χάνουν τη δουλειά τους. Δεν ήταν λιγότεροι εκείνοι που αποτύγχαναν στο να πάρουν τη θέση τους -αυτοί άκουγαν στο παρατσούκλι ¨Θεσιθήρες. Στην «Κλαυθμώνος» θα συναντούσες όλο και κάποιον που θρηνούσε την τύχη του, εξ ου και η αντίστοιχη ονομασία.
Οι ¨μικρές ευκολίες¨

Τι την ήθελα τώρα την αναφορά στο Υπουργείο; Όσο όμως και να κουνάτε το κεφάλι αγαπητοί αναγνώστες, σας διαβεβαιώνω ότι, μετά από ανάγνωση αμέτρητων σελίδων, αμέτρητων εφημερίδων, είμαι πεπεισμένος, ότι η κρατική μηχανή δούλευε εκείνες τις εποχές ασύγκριτα καλύτερα και σίγουρα τιμιότερα.

Παρ’ όλα αυτά, κάποιες διαχρονικές ενδημικές παθογένειες, όπως μας εξηγεί ο Παύλος Νιρβάνας στο χρονογράφημα που ακολουθεί, δεν έλειπαν και τότε:

Οι ¨μικρές ευκολίες¨ είναι εφεύρεση καθαρά ελληνική. Δεν είναι ανάγκη υποθέτω να εξηγήσω την λέξη. Ένα παράδειγμα αρκεί:

Έχετε λόγου χάριν ανάγκη να εισπράξετε από κάποιο δημόσιο ταμείο ένα ορισμένο ποσό. Όσο και να έχετε τα χαρτιά σας εν τάξει πρέπει να στριμωχθείτε μπροστά στη θυρίδα του ταμείου, να περιμένετε στην ουρά, να σπρώξετε, να σπρωχθείτε και κατόπιν, εάν εν τω μεταξύ δεν πέρασε η ώρα των πληρωμών, να λάβετε επί τέλους τα πολλά ή τα λίγα χρήματά σας, αφού θυσιάσατε σε αυτά όλο σας το πρωί ή όλο σας το απόγευμα.

Εάν έχετε όμως φίλο τον προϊστάμενο του ταμείου, το πράγμα απλοποιείται σημαντικά. Εισέρχεσθε στο ιδιαίτερο γραφείο του, του παραδίδετε το ένταλμά σας ή την απόδειξή σας, παίρνετε το καφεδάκι σας που σας προσφέρει ο καλός σας φίλος, και πριν το πιείτε ακόμη, ένας κλητήρας σας φέρνει και σας παραδίδει τα χρήματά σας, κολλαρισμένα, χωρίς να μετακινηθείτε από τη θέση σας.

Τούτο ονομάζεται ¨μικρή ευκολία¨, και κάθε Έλληνας, όπου του είναι δυνατόν, εννοεί να έχει τις ¨μικρές του ευκολίες¨.
Στα ενδότερα ενός καλού εστιατορίου

Ίσως ξενίσει ότι σήμερα θα επισκεφθούμε, μια που βρισκόμαστε στη Σταδίου, ένα εστιατόριο.

Το «Διεθνές» όμως δεν είναι ένα οποιοδήποτε εστιατόριο. Είναι το πιο φημισμένο της Αθήνας. Ό,τι ο «Ζαχαράτος» για τα καφενεία, είναι το «Διεθνές» για τα restaurant. Ζωντανή απόδειξη για την φιλεργία και την φιλοκαλία που χαρακτήριζε τους επιχειρηματίες εκείνης της εποχής.

Μέσα από το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Έθνος» (1937) ανακαλύψαμε τα επιχειρηματικά ήθη, την οξύνοια και το εμπορικό πνεύμα των προγόνων μας:

Ε, λοιπόν, οφείλω να ομολογήσω πως είδα εκεί μέσα πράγματα, που ουδέποτε θα μπορούσα να τα φαντασθώ ως υπάρχοντα.

Και εν πρώτοις, δίπλα στη πολυτελή σάλα με το λειτουργικό σχήμα, τα χιονάτα τραπεζομάντιλα, τα λουλούδια, τη μουσική, τα λαμπρά έπιπλα, τους καθρέφτες και τη θρησκευτική γαλήνη, που φιλοξενεί τους πελάτες, υπάρχει ένα ολόκληρο εργοστάσιο με πολύπλοκο μηχανισμό άψογης ακριβείας...

Οκτώ η ώρα, πρωί. Φθάνουν τα τρόφιμα με το αυτοκίνητο. Έρχονται από την αγορά, όπου για την προμήθειά τους οι υπάλληλοι του "Διεθνούς", υπό την ηγεσία του ιδιοκτήτη, του κ.Βασ. Κατσάκη, έδωσαν σειρά μαχών με τους μανάβηδες, τους χασάπηδες και την άλλην σωρεία των προμηθευτών, για να τους πάρουν τα εκλεκτότερα από τα προϊόντα τους. Όσον για τα ψάρια, υπάρχουν ειδικοί προμηθευτικοί σταθμοί για το "Διεθνές" στη Ραφήνα και τον Πόρτο-Ράφτη.

Όλα αυτά τοποθετούνται στην αίθουσα-σταθμό των τροφίμων, όπου και γίνεται η κατανομή τους στα ψυγεία και τις αποθήκες.

Τα ψυγεία του "Διεθνούς", τρία τον αριθμόν, είναι μοναδικά στην Αθήνα, και αποτελούν το καύχημα του καταστήματος. Είναι όλα ηλεκτρικά, αμερικανικής προελεύσεως, και έχουν κοστίσει, μόνο αυτά 600 χιλιάδας δραχμές!

Μπαίνουμε στη κουζίνα, όπου δεν υπάρχει ούτε ίχνος οσμής καπνιάς ή τσίκνας. Το μυστικό είναι τρία μοτέρ που καθαρίζουν αενάως την ατμόσφαιρα. Άλλα δύο βρίσκονται στη σάλα, ένα στο ζαχαροπλαστείο και δυο στο μπουφέ

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ¨ιερουργεί¨ ο αρχιμάγειρας με τους βοηθούς του.

Μαγειρεύτηκαν τα φαγητά; Θα φύγουν αμέσως από την κουζίνα και θα τοποθετηθούν στο "μπαιν-Μαρί", ένα πελώριο επίμηκες και ρηχό μπάνιο, γεμάτο ζεστό νερό, όπου δέχεται τις κατσαρόλες. Έτσι τα φαγητά διατηρούν την ιδίαν πυκνότητα και γεύση μέχρι το σερβίρισμα τους.

Η ίδια η σάλα είναι πάντα γεμάτη από τον εκλεκτότερο κόσμο, με τον ίδιο τον κ. Κατσάκη να χαίρεται, γιατί του παρέχουν καθημερινά την ευκαιρία να επιδεικνύει το μέτρο της τριανταπεντάχρονης εστιατορικής του πείρας.

-Αγωνιάτε καμιά φορά, τον ρωτάμε.

-Μα πως να μην έχω λαχτάρα του τι θα γίνει, μας απαντά. Ξέρεις τι κινδύνους και τρομάρες έχει το φαΐ όσο να φτάσει ο πελάτης να πει "καλόφαγα";

«Ακούστε και μετράτε: Δεν φτάνει καθόλου να είναι καλή η ποιότητα του φαγητού, και να μαγειρευτεί καλά. Αυτά, άλλως τε, είναι τα βασικά. Χρειάζονται και πολλά άλλα, για να ευχαριστηθεί ο πελάτης. Είναι λαμπρό το φαΐ, αλλά δεν το σερβίρει όπως πρέπει το γκαρσόνι. Το βάζει δηλαδή σε κρύο πιάτο, και παγώνει ως που να φτάσει στο τραπέζι, ή κατά λάθος ο βοηθός πέφτει πάνω στην καρέκλα του πελάτη ή τον πατάει, ή ο πελάτης είναι φύσει ανυπόμονος, το δε γκαρσόνι αργεί, ή είναι από το σπίτι του κακόκεφος, ή τον φυσάει η πόρτα. Και τόσες άλλες λεπτομέρειες...

»Αλλά τι τα θέλετε; Το εστιατοριλίκι... χρειάζεται και μια μεγάλη καλλιτεχνική έμπνευση με αέναη προσπάθεια, που θα κρατήσει μια ολάκερη ζωή, ενώ τα προϊόντα της θα ζουν μισή μόνο ημέρα, και αφού υποστούν αυστηρότατες και πολλές φορές άδικες ή και επιπόλαιες εξετάσεις...

»Δίκιο πελώριο είχε ο μέγας Ρισελιέ, που έλεγε πως τις μεγαλύτερες επιτυχίες της διπλωματικής του ζωής, τις όφειλε στο... μάγειρά του!

Με αυτά τα λόγια έκλεισε η συνάντησή μας με ένα υποδειγματικό επαγγελματία.

Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr