Ο Στυλιανός Γονατάς και η πρότασή του να ζητηθεί να δοθούν στην Ελλάδα η Κυρηναϊκή και το Μοναστήρι
29.09.2024
11:17
Η στρατιωτική και πολιτική δράση του Στυλιανού Γονατά - Η «τολμηρή» θέση του στην επιτροπή για τις ελληνικές διεκδικήσεις (1945) – Η συμμετοχή του σε προπολεμικές και μεταπολεμικές κυβερνήσεις – Η «προγραφή» του από τους κομμουνιστές και οι απόπειρες δολοφονίας του – Τι θα σήμαινε η απόδοση της Κυρηναϊκής στην Ελλάδα
Στο σημερινό μας άρθρο φέρνουμε στο φως, για πρώτη φορά στο διαδίκτυο, αλλά και μάλλον γενικότερα στην επιφάνεια, μια παντελώς άγνωστη ιστορία. Πρόκειται για την πρόταση του Στυλιανού Γονατά σε μία Επιτροπή Εξωτερικών που συστάθηκε από τον τότε πρωθυπουργό Πέτρο Βούλγαρη τον Μάιο του 1945, με σκοπό να καθορίσει τις εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε αυτή την Επιτροπή ο Γονατάς μετείχε ως πρώην πρωθυπουργός. Εκτός από τις γνωστές διεκδικήσεις (Βόρεια Ήπειρος, Δωδεκάνησα, Κύπρος, προώθηση των συνόρων μας με τη Βουλγαρία προς τον βορρά), ο Γονατάς έκανε δύο πολύ ρηξικέλευθες προτάσεις: να ζητηθεί η παραχώρηση της Κυρηναϊκής (του ανατολικού τμήματος της σημερινής Λιβύης) και τμήματος της τότε Γιουγκοσλαβίας, το οποίο να περιλαμβάνει και το Μοναστήρι. Το γράφει ο ίδιος ο Γονατάς στα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφορούν σε νέα έκδοση, από την «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ» (Α’ Έκδοση 1958). Πριν αναφερθούμε όμως στις δύο «τολμηρές» προτάσεις του Στυλιανού Γονατά, ας δούμε ένα βιογραφικό του ίδιου.
Ποιος ήταν ο Στυλιανός Γονατάς;
Ο Στυλιανός Γονατάς ήταν στρατιωτικός και πολιτικός με δράση πενήντα ετών περίπου ως αξιωματικός του Στρατού αλλά και με μακρά θητεία στην πολιτική. Μάλιστα από τον Νοέμβριο του 1922 ως τον Ιανουάριο του 1924 διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας μας.
Ο Στυλιανός Γονατάς γεννήθηκε στην Πάτρα το 1876. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, έχοντας τον βαθμό του Υπολοχαγού ορίστηκε γραφέας το 1907 στο Προξενείο Αδριανούπολης με το ψευδώνυμο Στέργιος Γρηγορίου. Ασχολήθηκε με τη συλλογή στατιστικών και άλλων στοιχείων για τους Έλληνες της περιοχής επιδιώκοντας παράλληλα να συσφίξει τις σχέσεις των υπόδουλων με τους ελεύθερους Έλληνες. Το 1908 επέστρεψε στην Αθήνα όπου ανέλαβε τη διεύθυνση του θρακικού τμήματος της «Πανελληνίου Οργανώσεως» που είχε σαν σκοπό τη δικτύωση της αντίστασης σε όλο τον υπόδουλο Ελληνισμό.
Κατά το κίνημα στο Γουδί ο Γονατάς υπήρξε διαγγελέας του αρχηγού του Στρατιωτικού Συνδέσμου Νικόλαου Ζορμπά. Το 1910 έγινε Λοχαγός και πήρε μέρος με την Ι Μεραρχία στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Τον Μάρτιο του 1917 έγινε Αντισυνταγματάρχης και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους Συνταγματάρχης. Τον Φεβρουάριο του 1919 ορίστηκε Διοικητής της Βάσης της Οδησσού κατά την εκστρατεία στην Ουκρανία, αλλά μετά τη ματαίωση της αποβίβασης του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Οδησσό τον Μάρτιο του 1919 στρατοπέδευσε στις εκβολές του Δούναβη (Σουλινά, Γαλάτσι) ως την αποχώρηση του εκστρατευτικού σώματος (Ιούλιος 1919). Το 1920 τοποθετήθηκε Διοικητής Πεζικού της Ι Μεραρχίας στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας, τον Οκτώβριο του 1920 Διοικητής της Βάσης της Σμύρνης, ενώ κατά τις επιχειρήσεις του 1921 και του 1922 υπηρέτησε ως Διοικητής Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας που είχε έδρα της το Ουσάκ.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή ήταν μαζί με τους Πλαστήρα και Φωκά συναρχηγός στην τριμελή εκτελεστική επιτροπή της Επανάστασης του Σεπτεμβρίου 1922. Η συμμετοχή του Γονατά που εθεωρείτο «μετριοπαθής Κωνσταντινικός» στην Επανάσταση προσέδιδε σ’ αυτή έναν «εθνικό χαρακτήρα». Μετά τη «δίκη των έξι» η εκτελεστική επιτροπή διαλύθηκε και στις 14/11/1922 σχηματίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γονατά. Το θέμα των εκλογών όμως που έπρεπε να γίνουν δημιούργησε νέες τριβές και οδήγησε στο «αντικίνημα» της 22ας Οκτωβρίου 1923. Τελικά οι εκλογές έγιναν στις 16/12/1923 με αποχή των αντιβενιζελικών. Στις 19 Δεκεμβρίου ο Γονατάς, πρωθυπουργός ακόμα, ο οποίος είχε εκλεγεί πληρεξούσιος Αθηνών ζήτησε από τον βασιλιά Γεώργιο Β’ να φύγει προσωρινά από την Ελλάδα για να διευκολύνει τη λύση του πολιτειακού, κάτι που ο Γεώργιος Β’ έπραξε. Στις 2/1/1924 ο Γονατάς ανακοίνωσε την παραίτηση της κυβέρνησής του και στις 11 Ιανουαρίου ο Βενιζέλος σχημάτισε νέα κυβέρνηση.
Στις εκλογές του 1929 ο Γονατάς εκλέχθηκε πρώτος Γερουσιαστής Αθηνών και διετέλεσε Υπουργός Συγκοινωνών (Ιούνιος-Δεκέμβριος 1929), Γενικός Διοικητής Μακεδονίας (Δεκέμβριος 1929-Νοέμβριος 1932) και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών (Ιούνιος-Αύγουστος 1932). Από τον Νοέμβριο του 1932 ως τον Απρίλιο του 1935 υπήρξε Πρόεδρος της Γερουσίας η οποία καταργήθηκε μετά το Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Ο Γονατάς κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε σε αυτό και δικάστηκε. Όμως στην απολογία του στο Δικαστήριο καταδίκασε τους κινηματίες. Ο Γονατάς επανεκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών στις εκλογές του 1936. Όμως κατά τη δικτατορία Μεταξά, συγκεκριμένα μετά το αντιδικτατορικό κίνημα της 28ης Ιουλίου 1938, συνελήφθη και λίγο αργότερα εξορίστηκε στη Μύκονο (!) και στη Σύρο (!), στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος στις αρχές του 1941 και στις 6 Ιανουαρίου του ίδιου έτους επέστρεψε στην Αθήνα. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής έμεινε στην Ελλάδα.
Υποστήριζε τον σχηματισμό ελληνικής κυβέρνησης και στο εσωτερικό της χώρας, παράλληλα με την εξόριστη, για την καλύτερη υπεράσπιση των συμφερόντων της Ελλάδας. Οι συχνές επαφές του με τις κατοχικές κυβερνήσεις και η συνεργασία του με τον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα έχουν συζητηθεί πολύ. Είχε προηγηθεί η πυρκαγιά (από εμπρησμό) μέρους της εβραϊκής συνοικίας στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1931 όταν ο Γονατάς ήταν Γενικός Διοικητής Μακεδονίας. Κατηγορήθηκε ως ηθικός αυτουργός του εμπρησμού καθώς ανήκε στους αφανείς υποστηρικτές της ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις Ελλάδος) μέλη της οποίας συμμετείχαν σε αυτόν. Αν και τον Μάιο του 1944 φυλακίστηκε από τους Γερμανούς στο Χαϊδάρι για τέσσερις περίπου μήνες, μετά τα Δεκεμβριανά ενέτεινε την αντικομμουνιστική του στάση, κάτι που τον έβαλε στο στόχαστρο του ΕΛΑΣ.
Σε αυτή την Επιτροπή ο Γονατάς μετείχε ως πρώην πρωθυπουργός. Εκτός από τις γνωστές διεκδικήσεις (Βόρεια Ήπειρος, Δωδεκάνησα, Κύπρος, προώθηση των συνόρων μας με τη Βουλγαρία προς τον βορρά), ο Γονατάς έκανε δύο πολύ ρηξικέλευθες προτάσεις: να ζητηθεί η παραχώρηση της Κυρηναϊκής (του ανατολικού τμήματος της σημερινής Λιβύης) και τμήματος της τότε Γιουγκοσλαβίας, το οποίο να περιλαμβάνει και το Μοναστήρι. Το γράφει ο ίδιος ο Γονατάς στα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφορούν σε νέα έκδοση, από την «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ» (Α’ Έκδοση 1958). Πριν αναφερθούμε όμως στις δύο «τολμηρές» προτάσεις του Στυλιανού Γονατά, ας δούμε ένα βιογραφικό του ίδιου.
Ποιος ήταν ο Στυλιανός Γονατάς;
Ο Στυλιανός Γονατάς ήταν στρατιωτικός και πολιτικός με δράση πενήντα ετών περίπου ως αξιωματικός του Στρατού αλλά και με μακρά θητεία στην πολιτική. Μάλιστα από τον Νοέμβριο του 1922 ως τον Ιανουάριο του 1924 διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας μας.
Ο Στυλιανός Γονατάς γεννήθηκε στην Πάτρα το 1876. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, έχοντας τον βαθμό του Υπολοχαγού ορίστηκε γραφέας το 1907 στο Προξενείο Αδριανούπολης με το ψευδώνυμο Στέργιος Γρηγορίου. Ασχολήθηκε με τη συλλογή στατιστικών και άλλων στοιχείων για τους Έλληνες της περιοχής επιδιώκοντας παράλληλα να συσφίξει τις σχέσεις των υπόδουλων με τους ελεύθερους Έλληνες. Το 1908 επέστρεψε στην Αθήνα όπου ανέλαβε τη διεύθυνση του θρακικού τμήματος της «Πανελληνίου Οργανώσεως» που είχε σαν σκοπό τη δικτύωση της αντίστασης σε όλο τον υπόδουλο Ελληνισμό.
Κατά το κίνημα στο Γουδί ο Γονατάς υπήρξε διαγγελέας του αρχηγού του Στρατιωτικού Συνδέσμου Νικόλαου Ζορμπά. Το 1910 έγινε Λοχαγός και πήρε μέρος με την Ι Μεραρχία στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Τον Μάρτιο του 1917 έγινε Αντισυνταγματάρχης και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους Συνταγματάρχης. Τον Φεβρουάριο του 1919 ορίστηκε Διοικητής της Βάσης της Οδησσού κατά την εκστρατεία στην Ουκρανία, αλλά μετά τη ματαίωση της αποβίβασης του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Οδησσό τον Μάρτιο του 1919 στρατοπέδευσε στις εκβολές του Δούναβη (Σουλινά, Γαλάτσι) ως την αποχώρηση του εκστρατευτικού σώματος (Ιούλιος 1919). Το 1920 τοποθετήθηκε Διοικητής Πεζικού της Ι Μεραρχίας στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας, τον Οκτώβριο του 1920 Διοικητής της Βάσης της Σμύρνης, ενώ κατά τις επιχειρήσεις του 1921 και του 1922 υπηρέτησε ως Διοικητής Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας που είχε έδρα της το Ουσάκ.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή ήταν μαζί με τους Πλαστήρα και Φωκά συναρχηγός στην τριμελή εκτελεστική επιτροπή της Επανάστασης του Σεπτεμβρίου 1922. Η συμμετοχή του Γονατά που εθεωρείτο «μετριοπαθής Κωνσταντινικός» στην Επανάσταση προσέδιδε σ’ αυτή έναν «εθνικό χαρακτήρα». Μετά τη «δίκη των έξι» η εκτελεστική επιτροπή διαλύθηκε και στις 14/11/1922 σχηματίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γονατά. Το θέμα των εκλογών όμως που έπρεπε να γίνουν δημιούργησε νέες τριβές και οδήγησε στο «αντικίνημα» της 22ας Οκτωβρίου 1923. Τελικά οι εκλογές έγιναν στις 16/12/1923 με αποχή των αντιβενιζελικών. Στις 19 Δεκεμβρίου ο Γονατάς, πρωθυπουργός ακόμα, ο οποίος είχε εκλεγεί πληρεξούσιος Αθηνών ζήτησε από τον βασιλιά Γεώργιο Β’ να φύγει προσωρινά από την Ελλάδα για να διευκολύνει τη λύση του πολιτειακού, κάτι που ο Γεώργιος Β’ έπραξε. Στις 2/1/1924 ο Γονατάς ανακοίνωσε την παραίτηση της κυβέρνησής του και στις 11 Ιανουαρίου ο Βενιζέλος σχημάτισε νέα κυβέρνηση.
Στις εκλογές του 1929 ο Γονατάς εκλέχθηκε πρώτος Γερουσιαστής Αθηνών και διετέλεσε Υπουργός Συγκοινωνών (Ιούνιος-Δεκέμβριος 1929), Γενικός Διοικητής Μακεδονίας (Δεκέμβριος 1929-Νοέμβριος 1932) και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών (Ιούνιος-Αύγουστος 1932). Από τον Νοέμβριο του 1932 ως τον Απρίλιο του 1935 υπήρξε Πρόεδρος της Γερουσίας η οποία καταργήθηκε μετά το Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Ο Γονατάς κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε σε αυτό και δικάστηκε. Όμως στην απολογία του στο Δικαστήριο καταδίκασε τους κινηματίες. Ο Γονατάς επανεκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών στις εκλογές του 1936. Όμως κατά τη δικτατορία Μεταξά, συγκεκριμένα μετά το αντιδικτατορικό κίνημα της 28ης Ιουλίου 1938, συνελήφθη και λίγο αργότερα εξορίστηκε στη Μύκονο (!) και στη Σύρο (!), στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος στις αρχές του 1941 και στις 6 Ιανουαρίου του ίδιου έτους επέστρεψε στην Αθήνα. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής έμεινε στην Ελλάδα.
Υποστήριζε τον σχηματισμό ελληνικής κυβέρνησης και στο εσωτερικό της χώρας, παράλληλα με την εξόριστη, για την καλύτερη υπεράσπιση των συμφερόντων της Ελλάδας. Οι συχνές επαφές του με τις κατοχικές κυβερνήσεις και η συνεργασία του με τον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα έχουν συζητηθεί πολύ. Είχε προηγηθεί η πυρκαγιά (από εμπρησμό) μέρους της εβραϊκής συνοικίας στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1931 όταν ο Γονατάς ήταν Γενικός Διοικητής Μακεδονίας. Κατηγορήθηκε ως ηθικός αυτουργός του εμπρησμού καθώς ανήκε στους αφανείς υποστηρικτές της ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις Ελλάδος) μέλη της οποίας συμμετείχαν σε αυτόν. Αν και τον Μάιο του 1944 φυλακίστηκε από τους Γερμανούς στο Χαϊδάρι για τέσσερις περίπου μήνες, μετά τα Δεκεμβριανά ενέτεινε την αντικομμουνιστική του στάση, κάτι που τον έβαλε στο στόχαστρο του ΕΛΑΣ.
Επίσης, ο Γονατάς διαφώνησε στο πολιτειακό ζήτημα και διαφοροποιήθηκε από τη γραμμή των «Φιλελευθέρων» με αποτέλεσμα να διαγραφεί από το κόμμα. Ίδρυσε δικό του κόμμα, αυτό των «Εθνικών Φιλευθέρων» (1945) το οποίο στις εκλογές του Μαρτίου 1946 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Κόμμα και κέρδισε 34 από τις 354 έδρες της Βουλής. Συμμετείχε στις πρώτες κυβερνήσεις μετά τις εκλογές ως Υπουργός Δημοσίων Έργων(Ανοικοδόμησης), ως τον Οκτώβριο του 1947 οπότε και παραιτήθηκε διαφωνώντας με την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Τσαλδάρη για τη μετριοπαθή της στάση στο θέμα των «εθνικών διεκδικήσεων».
Τον Ιανουάριο του 1949 το κόμμα του Γονατά δημιούργησε ενιαίο συνασπισμό με το «Εθνικό Κόμμα Ελλάδος» του Ναπολέοντα Ζέρβα. Ύστερα από ένα χρόνο ο Γονατάς διέλυσε το κόμμα και πολιτεύτηκε ξανά με τους «Φιλελεύθερους». Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1950 όμως απέτυχε, για πρώτη φορά εκλεγεί βουλευτής. Το 1951 αποσύρθηκε από την πολιτική ζωή. Η τελευταία παρουσία του στα κοινά έγινε το 1965, κατά τη συνταγματική κρίση όταν κλήθηκε να συμμετάσχει ως πρώην πρωθυπουργός να συμμετάσχει στο Συμβούλιο του Στέμματος της 1ης Σεπτεμβρίου 1965 όπου υποστήριξε το αίτημα του Γεωργίου Παπανδρέου να προκηρυχθούν αμέσως εκλογές. Ο Στυλιανός Γονατάς πέθανε στις 29 Μαρτίου 1966 στην Αθήνα.
Το Ε.Α.Μ. στοχοποιεί τον Γονατά – Οι αποτυχημένες προσπάθειες δολοφονίας του
Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944 παρά την απαγόρευση έγινε το συλλαλητήριο του Ε.Α.Μ. Ένα μεγάλο τμήμα διαδηλωτών που κατέβαινε από το Πολύγωνο σταμάτησε έξω από το σπίτι του Γονατά φωνάζοντας «θάνατος στον Γονατά». Μάλιστα, κρατούσαν και πανό όπου αναγραφόταν το ίδιο σύνθημα! Δεν προχώρησαν όμως σε κάποια άλλη ενέργεια. Θορυβημένος ο Γονατά έστειλε τη γυναίκα του ντυμένη νοσοκόμα (!) στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» όπου διέμενε η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου. Η σύζυγός του συναντήθηκε με τον Υπουργό Εσωτερικών Μανουηλίδη και ζήτησε να μείνουν κι αυτοί στο ξενοδοχείο. Ο Μανουηλίδης δέχτηκε πρόθυμα το αίτημα του ζεύγους Γονατά, είπε όμως ότι δεν είχε αυτοκίνητο για να τους μεταφέρει στη «Μεγάλη Βρετανία». Συνέστησε όμως στη σύζυγο του Γονατά να πάει στη Βρετανική Αστυνομία στην Αθήνα και να ζητήσει όχημα από αυτή. Οι Βρετανοί έστειλαν τελικά ένα μικρό κλειστό φορτηγό, που παρέλαβε το ζεύγος και τους μετέφερε στη «Μεγάλη Βρετανία» μέχρι την αποκατάσταση της ομαλότητας στην πρωτεύουσα.
Όμως πιο δραματική για την οικογένεια Γονατά έγινε η κατάσταση το 1947. Στις 6/8/1947 ο Μάρκος Βαφειάδης ανακοίνωσε μέσα από τον ραδιοφωνικό σταθμό των ανταρτών ότι έπειτα από απόφαση Λαϊκού Δικαστηρίου, ο Στυλιανός Γονατάς επικηρύσσεται ως προδότης και συνιστούσε να δολοφονηθεί, λέγοντας ότι ο φόνος του αποτελεί πατριωτική πράξη…
Στις 9 Δεκεμβρίου 1947 δολοφονήθηκε ο αστυφύλακας Δούβλης που ανήκε στη φρουρά του Γονατά, όταν προσπάθησε να ελέγξει κάποιους οπλοφόρους. Ένας από αυτούς που συνελήφθη κατέθεσε ότι μαζί με άλλους 3 παραμόνευαν στη διασταύρωση των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού απ’ όπου περνούσε καθημερινά 10-11 π.μ. το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο Γονατάς, με σκοπό να τον δολοφονήσουν και να διαφύγουν με ένα άλλο που είχαν παρκάρει στην αρχή της οδού Ασκληπιού. Την επόμενη μέρα πήγαν στο σπίτι του Γονατά (Κοδριγκτώνος 8) ο Αρχηγός της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ μαζί με τον Διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Τσαούση και του συνέστησαν να αλλάζει καθημερινά δρομολόγιο.
Το Πάσχα του 1948 βρέθηκε σε μάντρα γυμναστηρίου, απέναντι από το σπίτι του Γονατά, τσάντα με 7 χειροβομβίδες και ένα περίστροφο, τα οποία προορίζονταν για τη δολοφονία του Γονατά, όταν θα πήγαινε στη λειτουργία της Ανάστασης. Όμως ο Γονατάς δεν πήγε στη λειτουργία και οι επίδοξοι δολοφόνοι του προφανώς φοβήθηκαν, καθώς είχε προηγηθεί το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου η δολοφονία του Χρήστου Λαδά και η σύλληψη του δράστη της.
Στις 28 Ιουνίου 1948, η εφημερίδα «Κήρυξ-Βήμα» που εκδιδόταν στη Νέα Υόρκη δημοσίευσε ανταπόκριση του δημοσιογράφου της Μπίγκαρτ, ο οποίος κατόρθωσε να συναντήσει μέσω Σερβίας τον Βαφειάδη. Αυτός του είπε ότι «αν οι κομμουνιστές έλθουν στην εξουσία δύο μέλη της παρούσης (1948) Βουλής,ο Γονατάς και ο Ζέρβας θα δικαστούν ως εγκληματίες πολέμου γιατί συνεργάστηκαν με τον εχθρό κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Όσον αφορά τους άλλους (σημ: ποιους άλλους, δεν διευκρινίζει αν αναφέρεται σε βουλευτές ή σε άλλα άτομα που θεωρούσε το ΕΑΜ ότι συνεργάστηκαν με τους Ναζί) θα αποφασίσει ο λαός τι θα τους κάνει». Η συνέντευξη αναδημοσιεύτηκε και στην «Καθημερινή».
Στις εφημερίδες της 22/04/1949 δημοσιεύτηκε ανακοίνωση των Υπουργείων Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως σύμφωνα με την οποία σε φονευθέντα αντάρτη («συμμορίτη» κατά τα Υπουργεία), βρέθηκε διαταγή εκτέλεσης του Γονατά. Ο υπογράφων τη διαταγή μάλιστα ζητά να μπει άμιλλα ανάμεσα στα τμήματα για την εκπλήρωση της αποστολής αυτής που θα ανακουφίσει τον λαό και καταλήγει: «Υπενθυμίζομεν ότι ο δολοφόνος Γονατάς είναι επικηρυγμένος από Γ(ενικό) Α(ρχηγείο). Όποιος βάλει τέρμα (στην) εγκληματική του δράση με εξόντωσή του (ενν. του Γονατά) θα ξεχωρίζει σαν άξιος λαϊκός εκδικητής». Το ενδιαφέρον είναι στο ποιος υπογράφει αυτή τη διαταγή, που εκδόθηκε στις 31/10/1948. Πρόκειται για τον Υποστράτηγο «Γιώτη» της ΙΙΙ (Τρίτης) Μεραρχίας. Ως «καπετάν Γιώτης» ήταν γνωστός ο Χαρίλαος Φλωράκης, ο οποίος όμως έγινε «Υποστράτηγος» μετά τη μάχη του Καρπενησίου (20-21 Ιανουαρίου 1949). Επίσης, διοικούσε μεγάλη μονάδα της Ι Μεραρχίας του Δ.Σ.Ε., όχι της ΙΙΙ. Η «επικήρυξη» του Γονατά προέρχεται από τα απομνημονεύματα του ίδιου. Ενδεικτικά, υπάρχει δημοσιευμένη και στο «Βήμα» της 22ας Απριλίου 1949. Τέλος, η εντολή για δολοφονία του Γονατά προκύπτει κι από τις καταθέσεις συλληφθέντων ανταρτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Γ. Κοζάνης ή Μπάρμπας, στρατοπεδάρχης Κοκκινιάς, ο οποίος δικάστηκε στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στις 27 Ιουλίου 1950, όπου αποκάλυψε τις δολοφονίες διαφόρων ατόμων και άλλες απόπειρες δολοφονιών που απέτυχαν: Για τον Γονατά αποκάλυψε: «Επίσης απέτυχε και η απόπειρα κατά του Γονατά, παρ’ όλας τας ενέδρας μας και την οργάνωση που είχαμε, διότι εφρουρείτο καλά από την Αστυνομίαν».
Οι προτάσεις του Γονατά για τις «Εθνικές Διεκδικήσεις»
Εκείνο που μας παρακίνησε να γράψουμε το σημερινό μας άρθρο είναι όσα διαβάσαμε στη σελ. 429 των απομνημονευμάτων του Στυλιανού Γονατά, κάτω από τον τίτλο «ΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΜΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΜΑΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ».
Στις 9 Απριλίου 1945 σχηματίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Ναύαρχο Πέτρο Βούλγαρη, ο οποίος είχε καταστείλει το κίνημα του Ελληνικού Στόλου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Στις 19 Απριλίου συναντήθηκε με τον Γονατά και τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, για να ζητήσει τις απόψεις τους για τα τρέχοντα ζητήματα. Στις 11 Μαΐου 1945 ο Βούλγαρης συγκρότησε μια Επιτροπή επί των Εξωτερικών, η οποία θα συζητούσε τις ελληνικές διεκδικήσεις κατά το επικείμενο Συνέδριο της Ειρήνης. Σ’ αυτήν μετείχαν: οι πρώην πρωθυπουργοί Σοφούλης, Καφαντάρης, Γονατάς, Τσουδερός, Γ. Παπανδρέου και Πλαστήρας, οι πρώην Υπουργοί Εξωτερικών Αλεξανδρής, Ρέντης, Μάξιμος και Θεοτόκης και οι πρώην Υφυπουργοί Εξωτερικών Φ. Δραγούμης και Γ. Μελάς. Οι εργασίες ξεκίνησαν στις 30 Μαΐου 1945 με εισήγηση του πρωθυπουργού και συνεχίστηκαν για τέσσερις μέρες με ομιλίες των παραπάνω πολιτικών. Στην τέταρτη συνεδρίαση, που έγινε στις 6 Ιουλίου 1945 ο Γονατάς εισηγήθηκε οι «εθνικές διεκδικήσεις» μας να περιλάβουν:
α) τη Βόρεια Ήπειρο, τα δικαιώματα της οποίας για ένωση με την Ελλάδα είχαν αναγνωριστεί διεθνώς, αλλά η ένωση δεν έγινε λόγω των (γνωστών) ιταλικών αντιρρήσεων,
β) τα Δωδεκάνησα, που ήταν ξεκάθαρα ελληνικά,
γ) την Κύπρο, για τον ίδιο λόγο,
δ) την προώθηση των συνόρων μας με τη Βουλγαρία αρκετά βορειότερα και για λόγους ασφαλείας, αλλά και γιατί στις περιοχές αυτές ζούσαν ελληνικοί πληθυσμοί που εκδιώχθηκαν από τους Βουλγάρους,
ε) τη διόρθωση των συνόρων μας με τη Γιουγκοσλαβία, έτσι ώστε να περιέλθει στην Ελλάδα και το Μοναστήρι, για λόγους ασφαλείας, αλλά και γιατί στο τμήμα αυτό δεν κατοικούσαν σερβικοί πληθυσμοί, αλλά μόνο ελληνικοί και βουλγαρικοί,
στ) την προσάρτηση στη χώρα μας της Κυρηναϊκής, η οποία και στην αρχαιότητα και επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνδεόταν στενά με την Ελλάδα και καθώς αυτή είναι (1945) αραιοκατοικημένη, χρησιμεύει για τη μετανάστευση του πλεονάζοντος πληθυσμού μας (ενν. το 1945), αντί αυτός να πηγαίνει στην Αυστραλία και σε άλλα μακρινά μέρη και ακόμα για την εξασφάλιση της τόσο «καρποφόρου» ελληνικής σπογγαλιείας στα παράλια της Αφρικής, όπου πολλές φορές εμποδίστηκε και
ζ) να ζητηθεί η απόδοση όλων των αρχαίων ελληνικών κειμηλίων (αγαλμάτων, παπύρων, επιγραφών, αγγείων, νομισμάτων κ.λπ.) που βρίσκονται στα μουσεία των ηττημένων κρατών, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας και με την ευκαιρία της ανακίνησης αυτού του ζητήματος να παρακληθούν και η Αγγλία και η Γαλλία να μας αποδώσουν τα αγάλματα μας που βρίσκονται στα μουσεία τους και τις μετόπες του Παρθενώνα για να επανέλθουν αυτά στην πατρώα γη στην οποία ανήκουν ηθικά και δικαιωματικά. Με τον τρόπο αυτό θα αυξηθεί και η τουριστική κίνηση προς την Ελλάδα, με πολύ θετικά αποτελέσματα για τη χώρα μας.
Πού βρίσκεται η Κυρηναϊκή;- Η σχέση της με την Ελλάδα- Τι θα συνέβαινε αν δινόταν στη χώρα μας;
Η Ελλάδα προσήλθε στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων αξιώνοντας τη Βόρειο Ήπειρο, την Κύπρο, τα Δωδεκάνησα και τμήμα της Νότιας Βουλγαρίας. Όπως είναι γνωστό, στη χώρα μας παρά τις θυσίες, τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, τις υποσχέσεις κ.λπ. δόθηκαν μόνο τα Δωδεκάνησα. Τα υπόλοιπα ζητήματα που έθεσε ο Γονατάς στην Επιτροπή δεν τέθηκαν ποτέ. Για το θέμα του Μοναστηρίου και των συνόρων με τη Γιουγκοσλαβία, είναι γνωστό ότι εκείνη την περίοδο ο Τίτο μεθόδευε την ίδρυση του μεταπολεμικού του κράτους με τη δημιουργία στην περιοχή μιας ομόσπονδης δημοκρατίας με το όνομα «Μακεδονία». Και καθώς οι βόρειοι γείτονές μας είχαν προσδεθεί στο άρμα της ΕΣΣΔ, ήταν μάλλον αδύνατο να αποκομίσει η Ελλάδα εδαφικά οφέλη από Αλβανία, Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία. Η Κυρηναϊκή όμως, που ο Στυλιανός Γονατάς πρότεινε να διεκδικηθεί από τη χώρα μας, ήταν μια άλλη περίπτωση. Πού βρίσκεται η Κυρηναϊκή; Νότια της Κρήτης. Είναι η σημερινή ανατολική Λιβύη. Για όσους αναρωτιούνται τι σχέση έχει με την Ελλάδα, να τους ενημερώσουμε ότι κατά την αρχαιότητα αποικίστηκε από Έλληνες, που ίδρυσαν πέντε σημαντικές πόλεις, που είναι γνωστές ως Πεντάπολις: τη Βάρκη, την Κυρήνη (που έδωσε το όνομά της σε όλη την περιοχή), την Απολλωνία, την Ταύχειρα και τις Ευεσπερίδες. Νότια της Κυρηναϊκής, που καλύπτεται από δάση και θαμνότοπους, στη Σαχάρα, ζούσαν διάφορες νομαδικές φυλές. Στη συνέχεια ενσωματώθηκε στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, από τον Πτολεμαίο Σωτήρα. Η Κυρηναϊκή έγινε ρωμαϊκή επαρχία οριστικά το 74 π.Χ. Από το 20 π.Χ. ως το 296 μ.Χ. αποτέλεσε τμήμα της συγκλητικής επαρχίας Κρήτης και Κυρηναϊκής με πρωτεύουσα τη Γόρτυνα της Κρήτης.
Με το σύστημα της Τετραρχίας του Διοκλητιανού, η Κυρηναϊκή χωρίστηκε σε βόρεια και νότια. Το 395 εντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος (Βυζαντινή Αυτοκρατορία). Το 533 ο Βελισάριος, Στρατηγός του Ιουστινιανού, κατέκτησε και την Τριπολίτιδα (τη σημερινή Τρίπολη της Λιβύης) που βρισκόταν στα σύνορα της Αυτοκρατορίας και ανήκε στους Βανδάλους. Οι Άραβες κατέκτησαν την Πεντάπολη το 643-644 και ονόμασαν την περιοχή Μπάρκα. Μετά την κατάρρευση του χαλιφάτου τον Ομεϋαδών η περιοχή πέρασε σε αιγυπτιακή και αργότερα οθωμανική κυριαρχία (1517). Το 1911 οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κυρηναϊκή και την ανακήρυξαν προτεκτοράτο στις 15 Οκτωβρίου 1912. Το 1919 η περιοχή αναγνωρίστηκε ως ιταλική αποικία και το 1934 η Κυρηναϊκή προσαρτήθηκε στην ιταλική Λιβύη. Το 1942 καταλήφθηκε από τους Βρετανούς, το 1949 απέκτησε αυτονομία και το 1951 έγινε τμήμα της Λιβύης.
Από την Κυρηναϊκή ξεκίνησε ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη το 2011. Η περιοχή από το 2012 αποτελεί αυτόνομη περιφέρεια της Λιβύης.
Επίλογος
Αυτό ήταν ένα αφιέρωμα στον Στυλιανό Γονατά και την εντυπωσιακή, θεωρούμε, πρότασή του να ζητηθεί η προσάρτηση της Κυρηναϊκής στην Ελλάδα. Ο εμφύλιος πόλεμος στη χώρα μας και η διστακτικότητα της κυβέρνησης Τσαλδάρη είχαν σαν αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποχωρήσει από τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων μόνο με τα Δωδεκάνησα…
Βέβαια το 1945 δεν υπήρχαν υφαλοκρηπίδες και Α0Ζ… Προφανώς ο Γονατάς δεν ήταν προφήτης. Ουσιαστικά, το 1945 η Κυρηναϊκή δεν βρισκόταν στην κυριαρχία κανενός κράτους. Βλέποντας τη θέση της στον χάρτη και κάνοντας την υπόθεση ότι στο Παρίσι θα ζητούσαμε και θα παίρναμε την συγκεκριμένη περιοχή καταλαβαίνουμε πολύ καλά, με βάση όσα συμβαίνουν 80 χρόνια αργότερα, τα τεράστια οφέλη που θα είχε η Ελλάδα.
Πηγές: ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΓΟΝΑΤΑΣ, «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ», Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ, ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 1958.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, τόμος 3 ,ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ (για τη βιογραφία του Σ. Γονατά).
Γεγονότα της Θεσσαλονίκης του 1931, ΙΑΚΩΒΟΣ ΧΟΝΔΡΟΜΑΤΙΔΗΣ, «ΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ, 2013.
Όσα πρότεινε ο Γονατάς, υπάρχουν στη σελ. 429 των απομνημονευμάτων του.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Ιωάννη Νασιούλα για την πολύτιμη βοήθειά του
Ειδήσεις σήμερα:
Τι μπορεί να περιλαμβάνει η «σκληρή» απάντηση του Ισραήλ στην πυραυλική επίθεση του Ιράν
Θρήνος για τον 26χρονο Ιωνά Καρούση που σκοτώθηκε στο Τελ Αβίβ - Συντετριμμένοι οι δικοί του
Χωρίς τέλος ο διχασμός των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών: Τι υποστηρίζει η Καρυστιανού στο εξώδικο κατά των αδελφών Πλακιά
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr