Ο αμαρτωλός Πειραιάς
01.11.2024
09:07
Υπάρχει λιμάνι στο κόσμο που να μην έχει τις αμαρτωλές γωνιές του; Έτσι και ο Πειραιάς μας δεν πήγαινε πίσω στα κατά τα άλλα νοικοκυρεμένα χρόνια της Παλιάς μας Αθήνας
Πρώτη μεγάλη αμαρτία κρυμμένη κάπου στη Δραπετσώνα: τα «Βούρλα». Μπροστά τους το «Γκαζοχώρι» της Αθήνας έμοιαζε παιδικός σταθμός. Ολόκληρο τάγμα χωροφυλάκων το φύλαγε όλη μέρα και πάλι δεν έφτανε. Κάποια μάλιστα περίοδο την τάξη είχε αναλάβει ο στρατός!!
Ας επιχειρήσουμε μια νοερή επίσκεψη για να πάρουμε εικόνα μέσα από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Το μπουρδέλο» και κυρίως από σχετικό ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στη «Χρεωκοπία», το 1933.
Όλες οι μεγαλουπόλεις του κόσμου, Λόντρα, Παρίσι, Βερολίνο, Νέα Υόρκη, Ρώμη, έχουν τις πόρνες των. Εφόσον το χρήμα θα κυριαρχεί πάνω στη γη και θα προμηθεύει τις απολαύσεις των ανθρώπων, η γυναίκα θα εξακολουθεί να πουλά το κορμί της και ο άντρας να το αγοράζει.
-Πόσα, κυρά μου;
-Τόσο, αγόρι μου…
-Δεν κάνει λιγότερο;
-Δε συμφέρει. Εγώ είμαι κόμματος. Κοίταξε με. Και γερή. Κοίταξε με. Και τεχνίτρια…
Όπως δηλαδή ο ψιλικατζής, ο πλανόδιος πραματευτής διαλαλεί στις ρούγες και στα σοκάκια το εμπόρευμά του, έτσι και η κοινή γυναίκα είναι υποχρεωμένη να διαφημίζει το σώμα της. Κατάπτωση του σημερινού πολιτισμού…
Ας επιχειρήσουμε μια νοερή επίσκεψη για να πάρουμε εικόνα μέσα από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Το μπουρδέλο» και κυρίως από σχετικό ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στη «Χρεωκοπία», το 1933.
-Πόσα, κυρά μου;
-Τόσο, αγόρι μου…
-Δεν κάνει λιγότερο;
-Δε συμφέρει. Εγώ είμαι κόμματος. Κοίταξε με. Και γερή. Κοίταξε με. Και τεχνίτρια…
Όπως δηλαδή ο ψιλικατζής, ο πλανόδιος πραματευτής διαλαλεί στις ρούγες και στα σοκάκια το εμπόρευμά του, έτσι και η κοινή γυναίκα είναι υποχρεωμένη να διαφημίζει το σώμα της. Κατάπτωση του σημερινού πολιτισμού…
Η εταίρα δεν ήταν ποτέ περιορισμένη σε συνοικίες θλιβερές. Μόνο εδώ, στην τόσο –αλλοίμονο!- καθυστερημένη, σε τέτοια ζητήματα, Ελλάδα, μόνο εδώ και στην Αραπιά, μπορείς να συναντήσεις αυτό το αίσχος της συγκεντρωμένης πορνούπολης…
Τι έβλεπε κανείς στα παλαιά Βούρλα;
Και τι δεν έβλεπε; Ο νους του ανθρώπου σταματά εμπρός στο αίσχος του αποτρόπαιου θεάματος. Ένας ακάθαρτος και στενόμακρος δρόμος γιομάτος βούρκο, καβαλίνα και κόπρισμα. Αριστερά και δεξιά, σ’ όλο το μάκρος του, τα χαμόσπιτα των πορνών, οικτρά, ξεθέμελα, σαράβαλα, με τα λαγόνια ξεγοφιασμένα σαν τα καπούλια των βουρλιώτισσων γυναικών.
Εκεί, στις καρέκλες, μέσα στο δρόμο, μέσα στο δύσοσμο τέλμα του δρόμου, ανάμεσα στα σκουλήκια και στα σκουπίδια, καθόντουσαν οι ιέρειες της πρόστυχης ηδονής. Οι ιερόδουλες.
Κρέατα παχιά, γιομάτα ξύγκια, ιδρωμένα, φουσκωμένα, μαραμένα, με τα στίγματα της διαφθοράς και της αρρώστιας στα πρησμένα τους μούτρα. Σώματα πλαδαρά, άτονα, ψόφια, μαστοί υπερμεγέθεις, που έπεφταν σαν προγούλια γιγάντια προς τις δίπλες της κοιλιάς.
Οι περισσότερες ήσαν μεθυσμένες. Μεθυσμένες από ούζο ή από μαυράκι –αδιάφορο-, μεθυσμένες από πρέζα ή από ένεση –αδιάφορο-. Σκνίπα.
Και τραγουδούσαν μαστουρωμένες, ταλαντεύοντας το κεφάλι τους δεξιά-αριστερά, χωρίς ντροπή, δείχνοντας τις γυμνές τους περιφέρειες, το σβέρκο τους, τα στήθια τους και τους μηρούς τους:
«Από κάτω απ’ τη μολόχα
το κρεβάτι μου εγώ τόχα…»
Ή στον ίδιο ηλίθιο ήχο:
«Πιάσε μου το στηθάκι μου
να γιάνει το μεράκι μου…»
Και οι «πελάτες», όλα τα εκβράσματα και τα περιτρίμματα των διεθνών λιμανιών, όλη η λάσπη των κοινωνιών και η κοπριά του υπόκοσμου, περνούσε για να τις «ψωνίσει».
Και η ακατανόμαστος αγοραπωλησία του χαλασμένου εκείνου γυναικείου κρεοπωλείου, άρχιζε:
-Μωρέ γκιόσα, πόσο;
-Δέκα δραχμές!
Και η αντίπραξη της άλλης.
-Εγώ με πέντε. Πάμε!
Και πήγαιναν να βγάλουν τα μάτια των, κάτω από τα βλέμματα των άμοιρων περιοίκων.
Τι έβλεπε κανείς στα παλαιά Βούρλα;
Και τι δεν έβλεπε; Ο νους του ανθρώπου σταματά εμπρός στο αίσχος του αποτρόπαιου θεάματος. Ένας ακάθαρτος και στενόμακρος δρόμος γιομάτος βούρκο, καβαλίνα και κόπρισμα. Αριστερά και δεξιά, σ’ όλο το μάκρος του, τα χαμόσπιτα των πορνών, οικτρά, ξεθέμελα, σαράβαλα, με τα λαγόνια ξεγοφιασμένα σαν τα καπούλια των βουρλιώτισσων γυναικών.
Εκεί, στις καρέκλες, μέσα στο δρόμο, μέσα στο δύσοσμο τέλμα του δρόμου, ανάμεσα στα σκουλήκια και στα σκουπίδια, καθόντουσαν οι ιέρειες της πρόστυχης ηδονής. Οι ιερόδουλες.
Κρέατα παχιά, γιομάτα ξύγκια, ιδρωμένα, φουσκωμένα, μαραμένα, με τα στίγματα της διαφθοράς και της αρρώστιας στα πρησμένα τους μούτρα. Σώματα πλαδαρά, άτονα, ψόφια, μαστοί υπερμεγέθεις, που έπεφταν σαν προγούλια γιγάντια προς τις δίπλες της κοιλιάς.
Οι περισσότερες ήσαν μεθυσμένες. Μεθυσμένες από ούζο ή από μαυράκι –αδιάφορο-, μεθυσμένες από πρέζα ή από ένεση –αδιάφορο-. Σκνίπα.
«Από κάτω απ’ τη μολόχα
το κρεβάτι μου εγώ τόχα…»
Ή στον ίδιο ηλίθιο ήχο:
«Πιάσε μου το στηθάκι μου
να γιάνει το μεράκι μου…»
Και οι «πελάτες», όλα τα εκβράσματα και τα περιτρίμματα των διεθνών λιμανιών, όλη η λάσπη των κοινωνιών και η κοπριά του υπόκοσμου, περνούσε για να τις «ψωνίσει».
Και η ακατανόμαστος αγοραπωλησία του χαλασμένου εκείνου γυναικείου κρεοπωλείου, άρχιζε:
-Μωρέ γκιόσα, πόσο;
-Δέκα δραχμές!
Και η αντίπραξη της άλλης.
-Εγώ με πέντε. Πάμε!
Και πήγαιναν να βγάλουν τα μάτια των, κάτω από τα βλέμματα των άμοιρων περιοίκων.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr