Ένα φθινοπωρινό γεύμα διαφορετικό από τα άλλα, μιας και η συνάντηση των εθελοντών της bwin με τους διαμένοντες της Στέγης Υποστηριζόμενης Διαβίωσης «Φωτεινή» έδιωξε κάθε… μελαγχολικό συναίσθημα.
Λωποδυτικές ιστορίες που άφησαν εποχή
Λωποδυτικές ιστορίες που άφησαν εποχή
Πως ένας νοικοκύρης έπεσε στην πλεκτάνη ενός κακοποιού και έμεινε χωρίς κουστούμια!
Ο νοικοκύρης, τον οποίο, όπως βεβαιώνει η παροιμία, αγαπά ο Θεός εξ ίσου με τον κλέφτη, δεν φαίνεται να είναι και τόσο άξιος αυτής της αγάπης. Εξακολουθεί να είναι πάντοτε ο μωρός, ο θλιβερός και ο οπισθοδρομικός, σε σύγκριση με τον κλέφτη.
Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.
Κάποια τελευταία λωποδυτική ιστορία, την οποία μου διηγήθηκαν αξιόπιστοι μάρτυρες, δεν μου αφήνει πλέον ούτε την ελάχιστη αμφιβολία.
Ακούσατε, παρακαλώ, και κρίνατε:
Τα πράγματα συνέβησαν, προ ολίγων ημερών, σε γνωστό εξοχικό συνοικισμό του Πειραιά, κοντά στο ναό του Σωτήρα.
Ένα πρωί, κάποιος άγνωστος νέος μπήκε στο σπιτάκι του ράφτη του συνοικισμού, όπου ή γυναίκα του, εκείνη τη στιγμή, καταγινόταν με το συγύρισμα του σπιτιού. Ο νέος κρατούσε κάποιο δέμα στο χέρι του, το οποίο έσπευσε να παραδώσει στην ανύποπτη γυναίκα.
-Ο μάστορης, κυρά μου –πρόσθεσε- με έστειλε να σου δώσω αυτό το κρέας, να το μαγειρέψεις στιφάδο για το μεσημέρι, γιατί θα φέρει κάποιο φίλο του να φάτε. Μου είπε ακόμη, να μου δώσεις και τη φορεσιά του τη μπλε, να του την πάω, γιατί έχουνε κάπου να πάνε με το φίλο του, και δεν μπορεί να βγει με τη πουκαμίσα της δουλειάς.
Οι λεπτομέρειες που έδινε ο άγνωστός, και κυρίως το κρέας που έφερε –πού ξανακούστηκε να κουβαλάνε οι λωποδύτες κρέας στα θύματά τους;- δεν είχαν αφήσει τη παραμικρή αμφιβολία στην αθώα γυναίκα, για το αληθές της συζυγικής εντολής. Έσπευσε λοιπόν να παραδώσει τα ρούχα, και να ξεκινήσει επειγόντως με το μαγείρεμα του στιφάδου, διότι και η ώρα ήταν περασμένη.
Σε λιγάκι έφθασε και ο σύζυγος, κατά σύμπτωση, κάπως νωρίτερα εκείνη την ημέρα, αλλά χωρίς το καλεσμένο του.
-Τί μαγειρεύεις αυτού γυναίκα; Εγώ δεν σου έστειλα τίποτε σήμερα.
Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.
Κάποια τελευταία λωποδυτική ιστορία, την οποία μου διηγήθηκαν αξιόπιστοι μάρτυρες, δεν μου αφήνει πλέον ούτε την ελάχιστη αμφιβολία.
Ακούσατε, παρακαλώ, και κρίνατε:
Τα πράγματα συνέβησαν, προ ολίγων ημερών, σε γνωστό εξοχικό συνοικισμό του Πειραιά, κοντά στο ναό του Σωτήρα.
Ένα πρωί, κάποιος άγνωστος νέος μπήκε στο σπιτάκι του ράφτη του συνοικισμού, όπου ή γυναίκα του, εκείνη τη στιγμή, καταγινόταν με το συγύρισμα του σπιτιού. Ο νέος κρατούσε κάποιο δέμα στο χέρι του, το οποίο έσπευσε να παραδώσει στην ανύποπτη γυναίκα.
-Ο μάστορης, κυρά μου –πρόσθεσε- με έστειλε να σου δώσω αυτό το κρέας, να το μαγειρέψεις στιφάδο για το μεσημέρι, γιατί θα φέρει κάποιο φίλο του να φάτε. Μου είπε ακόμη, να μου δώσεις και τη φορεσιά του τη μπλε, να του την πάω, γιατί έχουνε κάπου να πάνε με το φίλο του, και δεν μπορεί να βγει με τη πουκαμίσα της δουλειάς.
Οι λεπτομέρειες που έδινε ο άγνωστός, και κυρίως το κρέας που έφερε –πού ξανακούστηκε να κουβαλάνε οι λωποδύτες κρέας στα θύματά τους;- δεν είχαν αφήσει τη παραμικρή αμφιβολία στην αθώα γυναίκα, για το αληθές της συζυγικής εντολής. Έσπευσε λοιπόν να παραδώσει τα ρούχα, και να ξεκινήσει επειγόντως με το μαγείρεμα του στιφάδου, διότι και η ώρα ήταν περασμένη.
Σε λιγάκι έφθασε και ο σύζυγος, κατά σύμπτωση, κάπως νωρίτερα εκείνη την ημέρα, αλλά χωρίς το καλεσμένο του.
-Τί μαγειρεύεις αυτού γυναίκα; Εγώ δεν σου έστειλα τίποτε σήμερα.
-Δεν μου έστειλες;
-Όχι!
-Και το κρέας, που μου παρήγγειλες να το κάνω στιφάδο;
-Κάτι λάθος θα έγινε! Το κρέας είναι ξένο. Δεν πειράζει! Το τρώμε στην υγεία εκείνου που το έστειλε.
Αλλά η δυστυχισμένη γυναίκα δεν μπορούσε να συμμεριστεί την ευχάριστη αυτή άποψη. Και έσπευσε να εξομολογηθεί τη παράδοση των ρούχων προς τον άγνωστο. Προφανώς πλέον επρόκειτο περί τεχνάσματος...
Αλλά κάθε ελπίς δεν ήταν χαμένη ακόμη.
-Καλέ, μόλις τώρα έφυγε ο παλιάνθρωπος! Αν πεταχτείς έξω θα τον πετύχεις στο δρόμο! δήλωσε, τρέμουσα σύσσωμη, η φτωχή γυναικούλα.
Ο σύζυγος όρμησε αμέσως έξω, προς καταδίωξη του κλέφτη, και εκείνη έτρεξε στο παράθυρο. Τον είδε να συνομιλεί σε κάποια απόσταση, με ένα χωροφύλακα, και κατόπι να εξαφανίζεται μαζί του, προς μια κατεύθυνση, που τους είχαν, φαίνεται, υποδείξει.
Εκείνη ξαναμπήκε στη κουζίνα της, παρακαλώντας το Θεό, τον αγαπώντα το κλέφτη, αλλά και το νοικοκύρη, για τη σύλληψη του αχρείου.
Δεν πρόλαβαν να περάσουν όμως, ούτε δύο λεπτά, και ένα παιδάκι έφθανε ασθμαίνοντας, κομίζοντας τα περιπόθητα συχαρίκια.
-Τον πιάσανε, κυρά, τον κλέφτη, τον πιάσανε!
-Δόξα σοι ο Θεός!
-Τον πάνε τώρα στην Αστυνομία. Και μου είπε ο μάστορης να του στείλεις τα κανελιά του ρούχα, να αλλάξει μια στιγμή στο καφενείο, γιατί δεν μπορεί να πάει στο Τμήμα με τη πουκαμίσα...
Η φτωχή γυναικούλα, πεπεισμένη περί του αναγγελθέντος ευτυχούς γεγονότος, δεν σκέφθηκε καν ότι ο άντρας της θα μπορούσε να φορέσει τα μπλε του ρούχα, που βρισκόντουσαν στα χέρια του συλληφθέντος, χωρίς να ζητάει τα κανελιά. Ίσως πάλι να σκέφθηκε ότι το σώμα του εγκλήματος έπρεπε να παρουσιαστεί στα χέρια του κλέφτη.
Γεγονός είναι, ότι παρέδωσε και το δεύτερον κοστούμι, χωρίς τη παραμικρή υποψία.
Ήσυχη πλέον, ξαναγύρισε στη κουζίνα της για να τελειώσει το μαγείρεμα του στιφάδου.
Σε λιγάκι, όμως, κατέφθασε, απελπισμένος, ο σύζυγος.
-Άιντε, πιάσε τον! Να ήτανε κι’ άλλος!
-Δεν τον πιάσατε λοιπόν; τραύλισε κατάχλωμη η δις αμαρτήσασα.
-Πού να τον πιάσουμε! Πάει...
-Και το παιδί που μου έστειλες, και μου παράγγειλες να του δώσω τα κανελιά;
-Έδωσες και τα κανελιά, μωρή θεοσκοτωμένη; Τί είναι αυτά που μου λες;
Αντί άλλης απαντήσεως, η δυστυχισμένη γυναίκα έπεσε λιπόθυμη στο πάτωμα.
Ακόμη και το στιφάδο που είχε ανταλλαγεί με δύο φορεσιές ρούχα, δεν μπόρεσε να τους προσφέρει κάποια παρηγοριά. Είχε εν τω μεταξύ απανθρακωθεί εντελώς!
Το θλιβερό συμπέρασμα, στο οποίο ήθελα να καταλήξω, είναι, ότι, ενώ η λωποδυτική τέχνη προχωρεί με άλματα, και πραγματοποιεί όλο και καινούργιες καταπληκτικές εφευρέσεις, η τέχνη του νοικοκύρη εξακολουθεί να παραμένει στα σπάργανα. Του απομένει η αγάπη του Θεού, πολύ αμφίβολη δυστυχώς και αυτή.
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
Το κείμενο που μόλις διαβάσατε είναι παρμένο από το τελευταίο μου βιβλίο ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΑΠΑΤΕΩΝΑ (Η εξέλιξη των ¨παστρικοχέρηδων¨ μέσα από τον ελληνικό Τύπο 1832-1940).
-Όχι!
-Και το κρέας, που μου παρήγγειλες να το κάνω στιφάδο;
-Κάτι λάθος θα έγινε! Το κρέας είναι ξένο. Δεν πειράζει! Το τρώμε στην υγεία εκείνου που το έστειλε.
Αλλά η δυστυχισμένη γυναίκα δεν μπορούσε να συμμεριστεί την ευχάριστη αυτή άποψη. Και έσπευσε να εξομολογηθεί τη παράδοση των ρούχων προς τον άγνωστο. Προφανώς πλέον επρόκειτο περί τεχνάσματος...
Αλλά κάθε ελπίς δεν ήταν χαμένη ακόμη.
-Καλέ, μόλις τώρα έφυγε ο παλιάνθρωπος! Αν πεταχτείς έξω θα τον πετύχεις στο δρόμο! δήλωσε, τρέμουσα σύσσωμη, η φτωχή γυναικούλα.
Ο σύζυγος όρμησε αμέσως έξω, προς καταδίωξη του κλέφτη, και εκείνη έτρεξε στο παράθυρο. Τον είδε να συνομιλεί σε κάποια απόσταση, με ένα χωροφύλακα, και κατόπι να εξαφανίζεται μαζί του, προς μια κατεύθυνση, που τους είχαν, φαίνεται, υποδείξει.
Εκείνη ξαναμπήκε στη κουζίνα της, παρακαλώντας το Θεό, τον αγαπώντα το κλέφτη, αλλά και το νοικοκύρη, για τη σύλληψη του αχρείου.
Δεν πρόλαβαν να περάσουν όμως, ούτε δύο λεπτά, και ένα παιδάκι έφθανε ασθμαίνοντας, κομίζοντας τα περιπόθητα συχαρίκια.
-Τον πιάσανε, κυρά, τον κλέφτη, τον πιάσανε!
-Δόξα σοι ο Θεός!
-Τον πάνε τώρα στην Αστυνομία. Και μου είπε ο μάστορης να του στείλεις τα κανελιά του ρούχα, να αλλάξει μια στιγμή στο καφενείο, γιατί δεν μπορεί να πάει στο Τμήμα με τη πουκαμίσα...
Η φτωχή γυναικούλα, πεπεισμένη περί του αναγγελθέντος ευτυχούς γεγονότος, δεν σκέφθηκε καν ότι ο άντρας της θα μπορούσε να φορέσει τα μπλε του ρούχα, που βρισκόντουσαν στα χέρια του συλληφθέντος, χωρίς να ζητάει τα κανελιά. Ίσως πάλι να σκέφθηκε ότι το σώμα του εγκλήματος έπρεπε να παρουσιαστεί στα χέρια του κλέφτη.
Γεγονός είναι, ότι παρέδωσε και το δεύτερον κοστούμι, χωρίς τη παραμικρή υποψία.
Ήσυχη πλέον, ξαναγύρισε στη κουζίνα της για να τελειώσει το μαγείρεμα του στιφάδου.
Σε λιγάκι, όμως, κατέφθασε, απελπισμένος, ο σύζυγος.
-Άιντε, πιάσε τον! Να ήτανε κι’ άλλος!
-Δεν τον πιάσατε λοιπόν; τραύλισε κατάχλωμη η δις αμαρτήσασα.
-Πού να τον πιάσουμε! Πάει...
-Και το παιδί που μου έστειλες, και μου παράγγειλες να του δώσω τα κανελιά;
-Έδωσες και τα κανελιά, μωρή θεοσκοτωμένη; Τί είναι αυτά που μου λες;
Αντί άλλης απαντήσεως, η δυστυχισμένη γυναίκα έπεσε λιπόθυμη στο πάτωμα.
Ακόμη και το στιφάδο που είχε ανταλλαγεί με δύο φορεσιές ρούχα, δεν μπόρεσε να τους προσφέρει κάποια παρηγοριά. Είχε εν τω μεταξύ απανθρακωθεί εντελώς!
Το θλιβερό συμπέρασμα, στο οποίο ήθελα να καταλήξω, είναι, ότι, ενώ η λωποδυτική τέχνη προχωρεί με άλματα, και πραγματοποιεί όλο και καινούργιες καταπληκτικές εφευρέσεις, η τέχνη του νοικοκύρη εξακολουθεί να παραμένει στα σπάργανα. Του απομένει η αγάπη του Θεού, πολύ αμφίβολη δυστυχώς και αυτή.
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
Το κείμενο που μόλις διαβάσατε είναι παρμένο από το τελευταίο μου βιβλίο ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΑΠΑΤΕΩΝΑ (Η εξέλιξη των ¨παστρικοχέρηδων¨ μέσα από τον ελληνικό Τύπο 1832-1940).
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα