Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στην Παλιά Αθήνα

Μια πληθωρική παρουσίαση μιας τέτοιας γιορτινής ατμόσφαιρας, που σίγουρα δεν θα την ξαναζήσουμε ποτέ πια

Μεγάλη γιορτή η ημέρα των Χριστουγέννων για τους προγόνους μας. Γιορτή για μικρούς και μεγάλους.

Οι πρωταγωνίστριες του όλου απίθανου σκηνικού, που διαμορφωνόταν πολλές ημέρες πριν, ήταν ασφαλώς οι νοικοκυρές, που έβρισκαν άλλη μια ευκαιρία να επιβεβαιώσουν τη φήμη τους:

Η Αθήνα μας απ' άκρου εις άκρον ήταν ένα μεγάλο ζαχαροπλαστείο. Όλες οι νοικοκυρές μετεβλήθησαν σε ζαχαροπλάστες και όλα τα σπίτια σε γλυκατζίδικα. Η ζάχαρη, το μέλι και τα μπαχαρικά είναι τα μόνα υλικά που κυκλοφορούν αυτές τις μέρες.

Όλες αυτές οι γυναίκες είναι φοβερά εγωίστριες σε ό,τι αφορά την επιτυχία των κουραμπιέδων τους. Υπάρχει μεγάλη περίπτωση μία φίλη σας να διακόψει τις σχέσεις μαζί σας, αν της πείτε ότι μιας κοινής γνωστής σας τα γλυκά ήσαν πιο πετυχημένα. Πολλές δε, ιδίως της μεσαίας κοινωνικής τάξης, φθάνουν μέχρι ανοησιών. Να μη κακομελετήσεις την ώρα που ζυμώνουν, να μη τα ματιάσεις, να μην είσαι κακοπόδαρος.
Η Βαρβάκειος στα καλύτερά της 1932

Αν δε, αφού ληφθούν όλες αυτές οι προφυλάξεις, τύχει να κάψει τα γλυκά ο φούρναρης, αυτό αποτελεί απόδειξη ότι δεν σε... αγαπά ο άνδρας σου! Η σωματική ακεραιότητα των φουρνάρηδων –όπως ασφαλώς φαντάζεστε- κρεμόταν κυριολεκτικά από μια κλωστή.

Χάριν αυτών, λοιπόν, το σπίτι θα είναι ανάστατο για πολλές μέρες. Γουδιά, ταψιά, λεκάνες, τεντζερέδες, όλα στη μέση. Εδώ βράζει το λάδι, εκεί ζυμώνεται η πρώτη ύλη, παρέκει πλάθεται και φορμάρεται, παρακάτω... δέρνεται ένα μικρό, γιατί βούτηξε το δάκτυλό του στο μέλι. Δεν λείπουν, εννοείται, και οι καυγάδες και οι διαχύσεις και τα κομπλιμέντα…

Μετά από τόσο κόπο ποιος μπορούσε να αρνηθεί το κέρασμα του κουραμπιέ, και φυσικά θα πρέπει να είχες αυτοκτονικές τάσεις αν δεν έπειθες τη νοικοκυρά ότι δεν ήταν ανυπέρβλητα υπέροχος!

***

Πάρτε τώρα σχετική εικόνα από ένα ¨αναξιοπαθούντα¨ εκείνης της καλής δεκαετίας του 1930…
Αιόλου πρωτοχρονιά του 1939

Φάγατε κουραμπιέδες; Ο Θεός να σας χαρίσει δυνατό στομάχι. Αυτό το γλύκισμα έγινε πλέον ο καλλίτερος υποστηρικτής των Γαστρεντερολόγων. Παντού ο κουραμπιές. Δεν προφθάνετε να επισκεφτείτε συγγενή σας, φίλο σας και σας σερβίρουν κουραμπιέδες:

-Θα πάρετε, παρακαλώ, ένα κουραμπιέ;

-Ευχαριστώ πολύ, αλλά ξέρετε έχω φάγει δέκα έως τώρα.

-Δεν πειράζει. Θα φάτε και ένα ακόμη. Δεν μπορείτε να μη πάρετε και έναν από τους δικούς μας.

(και αν μάλιστα ο κουραμπιές προέρχεται από τα χεράκια της οικοδέσποινας)

-Δεν μπορείτε να αρνηθείτε, παρακαλώ, έναν δικό μου κουραμπιέ!

Είναι πλέον τελεσίγραφο!

Τον καταβροχθίζετε, αδιάφορο αν έχετε τους κουραμπιέδες έως τον λαιμό. Και είσθε υποχρεωμένος να εκφράσετε τον ενθουσιασμό σας, να διατυπώσετε συγχαρητήρια.

-Λοιπόν, πως βρίσκετε τους κουραμπιέδες μου;

-Αριστούργημα, κυρία μου. Σας βεβαιώ, ότι ουδέποτε έφαγα ωραιότερο. Λιώνει στο στόμα.

Η οικοδέσποινα λάμπει από χαρά, ενώ εσείς έχετε καταπιεί –άστο καλύτερα!

***

Ας φύγουμε όμως από την εορταστική κουζίνα και ας μεταφερθούμε σε ένα αρχοντικό στη Πλάκα. Ένας παλιός Αθηναίος «γκάγκαρος» αδημονεί να μας περιγράψει τα δικά του Χριστούγεννα:

«Την παραμονή της Γέννησης το σπίτι γέμιζε θορύβους και χαρές. Η μητέρα μου το είχε σε κακό να μη γιορτάσει το σπίτι την γέννηση του Θεανθρώπου, έτσι όπως όριζαν οι παραδόσεις, κάτι σαν γρουσουζιά και κακοσημαδιά.
Αιόλου στα 40s

Έτσι από όρθρου βαθέως οι ψυχοκόρες άρχιζαν να ασβεστώνουν τους τοίχους της αυλής –αν και ήσαν πάντοτε πεντακάθαροι- να σφουγγαρίζουν με ποτάσα και αλισίβα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια, να γυαλίζουν τ’ ασημικά, να στολίζουν τ’ αρχοντικό. Να ζυμώνουν τα Χριστόψωμα –εφτάζυμα με μαστίχα και γλυκάνισο, να πλάθουν τους κουραμπιέδες που θα τους πήγαιναν μετά στο συνοικιακό φούρνο του μάστρο-Νικόλα του Ηπειρώτη ψωμά, που τον έκαιγε όλο το θυμάρι του Υμηττού.

Να και το αρνάκι του γάλακτος από το μαντρί του μπάρμπα-Σπύρου του Τρικαλιώτη, που τα μάντριζε πέρα, εκεί κατά την Καισαριανή, έτοιμο και αυτό μέσα στο χάλκινο ταψί, πάνω στα ξερά κλήματα, περίμενε την ώρα που θα το βάζαμε στον φούρνο της αυλής μας.

Με το τρίτο λάλημα του πετεινού, που ήταν το ξυπνητήρι της μητέρας, όλοι έπρεπε να βρεθούμε στο πόδι. Οι ψυχοκόρες ρίχνανε καινούργιους κορμούς από πεύκο στο μεγάλο τζάκι που ο βοριάς καθώς κατέβαινε μανιασμένος από την καμινάδα το γέμιζε με σπινθήρες και εκρήξεις από το ρετσίνι.

Από το εικονοστάσιο κατεβάζαμε την θαυματουργή εικόνα της Γέννησης, μια παλιά μαυρισμένη βυζαντινή εικόνα, που είχε βρεθεί στη Φανερωμένη, στη Κούλουρη, και που αρκούσε να την τοποθετήσουν στο κεφάλι του αρρώστου για να του φύγει αμέσως η βασκανία.

Θα την πηγαίναμε όπως κάθε χρόνο στην εκκλησία για να τοποθετηθεί στο οικογενειακό εικονοστάσι, όπου θα έμενε μέχρι τα Φώτα, δίνοντας την Αγία Χάρι της στους πιστούς προσκυνητές.

Φρεσκαλλαγμένοι, μοσχολουσμένοι περιμέναμε να χτυπήσει το σήμαντρο της εκκλησιάς. Και τότε από κάθε μαντρόπορτα, από κάθε σπίτι και αρχοντικό, και χαμοκέλα χυνόντουσαν στο μισοσκότεινο δρόμο οι σκιές των πιστών.

Όλη η παλιά εκκλησία ήταν γεμάτη τώρα από πιστούς και στη θαλπωρή των κεριών η βροντώδης φωνή του παπά-Γρηγόρη ανέβαινε κυματιστή στα ύψη του τρούλου αινούσα τον Κύριο.

Σε λίγη ώρα οι δρόμοι θα γέμιζαν από πιστούς που μετέφεραν σε κατακάθαρα μανδήλια τον «άρτον» στο σπίτι τους, ανταλλάσσοντας ευχές, ενώ το σήμαντρο πανηγύριζε την Γέννηση του Κυρίου, και εμείς το ωραίο τραπέζι, που μας περίμενε.
Έτσι θυμάμαι –ήμουν μικρό παιδί ακόμη- πως γιορτάζαμε στη Πλάκα το παλιό καιρό τα Χριστούγεννα».

***

Τα κάλαντα δεν τα έλεγαν μόνο οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς, τους ανταγωνιζόταν, με μεγάλη επιτυχία, όλοι εκείνοι οι εργαζόμενοι σε διάφορες καθημερινές εργασίες κοινής ωφέλειας. Κανένας όμως δεν έμενε δυσαρεστημένος. Οι πόρτες ήταν ανοικτές για όλους, και πάντα ο νοικοκύρης του σπιτιού έβαζε το χέρι στη τσέπη. Πως αλλιώς θα πήγαινε γουρλίδικος ο καινούργιος χρόνος; Ιδιαίτερα τα κάλαντα των μεροκαματιάρηδων διακρίνονταν από τα παραδοσιακά για το σπινθηροβόλο πνεύμα τους και γραφόντουσαν διαφορετικά για κάθε χρονιά… Ιδού μερικές τέτοιες ευχές:

Το φετινό ευχητήριο του σκουπιδιάρη της συνοικίας μας ήταν συντεταγμένο εμμέτρως:

Ολοχρονίς γυρίζομε

Τους δρόμους καθαρίζομε

Και πάντοτε τα ίδια

Μαζεύουμε σκουπίδια!...

Έτσι άρχιζε η μούσα του σκουπιδιάρη. Στο δεύτερο τετράστιχο ψελνόταν με αβρούς στίχους ο κόπος του ατυχούς επαγγελματία, στο τρίτο τετράστιχο τα βάσανα της συντεχνίας του, και το τέταρτο και τελευταίο κατέληγε ως εξής:

Εφ’ όσον κουραζόμαστε

Μάζα κι’ από συμφώνου

Όλοι μαζί ευχόμαστε

Υγεία κι’ από Χρόνου!...

Ευχητήρια μοίραζε και ο φανοκόρος της συνοικίας. Το ευχητήριο του Φανοκόρου έλεγε επί λέξει:

Είναι ο πόθος μου κρυφός

Όταν ο ήλιος δύση

Ν’ ανάβω τακτικά το φως

Χωρίς ποτέ να σβήσει!...

Έχω κι’ εγώ τον τρόπο μου

Και τρέχω μετά πόνου

Και δώστε μου τον κόπο μου

Για το καλό του χρόνου!

Την άλλη χρονιά το ευχητήριο του φανοκόρου άλλαζε προς το πιο «λυρικό» και πληθωρικό:

Εν τω μέσω του χειμώνος

και εν τω μέσω των ανέμων

Εν τω μέσω της θυέλλης

και υπό του ψύχους τρέμων

Υπό άστρα ομιχλώδη

κι ομιχλώδεις ουρανούς

Σας ανάπτω τους φανούς.

Και ως Προμηθεύς σοφός

διανέμω σ’ όλους φως.

Και εις έτη πολλά.

Μετά τον φανοκόρο, φιλοδώρημα έπαιρνε και ο «νεροκράτης», ο υπάλληλος του Δήμου με το τεράστιο κλειδί που «άνοιγε το νερό». Αυτός στο ευχητήριό του ήτο συντομότερος:

Εγώ ανοίγω το νερό

Και θέλω πουρμπουάρ γερό!...

***

Κατεβαίνουμε τώρα στην αγορά, όπου φυσικά επικρατούσε πανικός. Όλη η Αιόλου και η Αθηνάς ήταν γεμάτη πρόχειρες μικρές παράγκες και πάγκους όπου λογής μικροπωλητές πουλούσαν, εκτός από καρτ-ποστάλ και παιχνίδια, ότι πιθανό και απίθανο μπορείτε να φανταστείτε. Οι φωνές τους και οι έξυπνες ατάκες δεν άφηναν ασυγκίνητο κανένα υποψήφιο πελάτη, που έτσι κι’ αλλιώς τον γαργαλούσαν τα λεφτά στη τσέπη…

Όποιος δεν είχε τι να κάνει, και ήταν πάρα πολλοί αυτοί, όποιος δεν ήξερε μια τέχνη, όποιος είχε ξεπέσει στην αθηναϊκή άσφαλτο χωρίς άλλα εφόδια, εκτός από τη φωνάρα και τα παπούτσια του, αγόραζε τρεις παραμάνες για το γιακά και γινόταν, ιδιαίτερα στις εορτές, έμπορος ευκαιρίας. Ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Για να επιβιώσεις στην περίεργη αυτή αγορά, έπρεπε να είσαι εύστροφος, ετοιμόλογος, επίκαιρος, πνευματώδης, τσαχπίνης...

– Ορίστε, κύριος, εις τις κάλτσες. Κάλτσες μεταξωτές των 200 δραχμών μόνον 30 δραχμές, κύριος. Δεν πωλούμε, κύριος, χαρίζουμε, κύριος. Γιατί δεν είμαστε εκατομμυριούχοι!

– Πέντε δραχμές ό,τι πάρετε, κύριος. Τσατσάρες, μυρωδιές, μεταξωτά μαντηλάκια. Πέντε δραχμές μονάχα. Ούτε τρελλός νάμουνα, κύριος. Δεν τα πουλάμε, τα πετάμε. Πέντε δραχμές για να τα μαζώξετε από κάτω.

– Φανέλες αγγλικές των 300 δραχμών μόνον 40 δραχμές, κύριος. Είναι φίνες εγγλέζικες. Εάν γνωρίζετε αγγλικά, παρατηρήστε. Κάλτσες εναντίον των ρευματισμών. Μάλλινα γάντια εναντίον του τριφασικού. 20 δραχμές, 15 δραχμές, 10 δραχμές. Ούτε το νοίκι... δεν βγάζουμε, κύριος.

– Άλλος, κύριοι, στις γραβάτες με τα 5.513 χρώματα!

– Τα κατασχεμένα του Τελωνείου εδώ, κύριοι!

– Στη φυλακή τον έχουν τον άνθρωπο. Πάρτε για ψυχικό, κύριοι!

Ένα παλιό πανέρι γεμάτο από Χριστουγεννιάτικες καρτ’ ποστάλ. Το πανεράκι είναι ακουμπισμένο κάτω στο πεζοδρόμιο. Ο πωλητής, ένας μικρός ξυπόλυτος, στέκεται όρθιος και φωνάζει:

– Ορίστε, κύριοι, εις την οριστικήν διάλυσιν του... καταστήματος!

Ίδιες εικόνες και διαλαλήσεις γεμάτες ευρηματικότητα και στη Βαρβάκειο αγορά, με ότι καλούδια μπορούσε να φανταστεί κανείς, για να επιβεβαιωθεί η ρήση ότι ήταν η εποχή «που έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα».

***

Αυτά λοιπόν γινόντουσαν τα παλιά χρόνια στις γειτονιές μας, και κλείνω με τις συνήθεις ευχές εκείνης της εποχής:

«Ευχές η σούπα σας να είναι θρεπτική, ο γάλος σας να είναι παχύς και τρυφερός, και να μη τον κάψει ο φούρναρης, ο κουραμπιές σας να είναι εύγευστος, και το κρασί σας άδολο και αρωματώδες»!

Εκτός από τις ευχές του παλιού Αθηναίου, ΚΑΛΕΣ ΕΥΧΕΣ και από εμένα, αγαπητές αναγνώστριες και αναγνώστες ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ ΚΑΛΑ ΣΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΚΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΜΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΧΡΟΝΙΑ.

... και φυσικά να μη ξεχάσουμε να δωρίσουμε και φέτος ένα καλό βιβλίο!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr