Ανδρέας Μπουντουβής: Οι φοιτητές του πρότειναν τον «δικό τους άνθρωπο» για το βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας
Ανδρέας Μπουντουβής: Οι φοιτητές του πρότειναν τον «δικό τους άνθρωπο» για το βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας
Το Βραβείο του Ινστιτούτου Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), εις μνήμην των Βασίλη Ξανθόπουλου και Στέφανου Πνευματικού, απένειμε στον πρώην Πρύτανη του ΕΜΠ Ανδρέα Μπουντουβή την περασμένη Τετάρτη, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου
UPD:
8
ΣΧΟΛΙΑ
Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη τιμή για έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην επιστήμη και τους φοιτητές του, από την αναγνώριση της προσφοράς του και την ικανοποίηση όταν οι μαθητές του ξεπερνούν τον δάσκαλο και διαπρέπουν στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.
Αυτό το συναίσθημα συγκίνησης κατέλαβε τον καθηγητή Ανδρέα Μπουντουβή μόλις ενημερώθηκε ότι είναι υποψήφιος για το Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας του Ινστιτούτου Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), εις μνήμην των Βασίλη Ξανθόπουλου και Στέφανου Πνευματικού και διάβασε τις επιστολές των «παιδιών» του.
Και χθες, έφτασε η στιγμή της επιβράβευσης της 40χρονης διαδρομής του Ανδρέα Μπουντουβή στην εκδήλωση, η οποία έλαβε χώρα την Τετάρτη το απόγευμα στην ιστορική αίθουσα της Παλαιάς Βουλής η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου του απένειμε το βραβείο, αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά του στην ακαδημαϊκή κοινότητα και την υψηλής ποιότητας διδασκαλία του.
Ο Ανδρέας Μπουντουβής διετέλεσε Κοσμήτορας την περίοδο 2013-2016 και από τον Οκτώβριο 2019 έως τον Νοέμβριο 2023 ήταν Πρύτανης του ΕΜΠ. Διδάσκει προπτυχιακά και μεταπτυχιακά μαθήματα σε Φαινόμενα Μεταφοράς και σε Υπολογιστικές Μεθόδους. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα είναι στις περιοχές των διεπιφανειακών φαινομένων και της υπολογιστικής ανάλυσης διεργασιών. Έχει επιβλέψει την εκπόνηση 130 προπτυχιακών διπλωματικών εργασιών καθώς και, με επίβλεψη ή συν-επίβλεψη, την εκπόνηση 50 μεταπτυχιακών εργασιών και 24 διδακτορικών διατριβών.
Ποιος είναι ο βραβευθείς καθηγητής Ανδρέας Γ. Μπουντουβής
Από τον Πύργο Ηλείας, όπου γεννήθηκε το 1959, ολοκληρώνει τη φοίτηση στο εξατάξιο γυμνάσιο Αρρένων και διακρίνεται με το 1o Πανελλήνιο Βραβείο στο διαγωνισμό της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας. Η επιτυχία για ένα μαθητή επαρχιακού σχολείου, ο οποίος στάθηκε επάξια απέναντι σε συνυποψηφίους του τότε από πρότυπα σχολεία της Αθήνας, όπως το Βαρβάκειο ή η Ιωνίδειος, ήταν το εφαλτήριο μίας εξαιρετικά επιτυχημένης σταδιοδρομίας.
«Λόγω της στενής μου σχέσης με τα Μαθηματικά, η αλήθεια είναι ότι κλυδωνίστηκα στο ξεκίνημα των σπουδών του για το αν θα ακολουθούσα αυτή την κατεύθυνση ή όχι. Αποφάσισα να καλλιεργήσω σε βάθος τα Εφαρμοσμένα Μαθηματικά σπουδάζοντας Μηχανικός, μία απόφαση που με συνόδευσε και στη συνέχεια, όταν πηγαίνοντας στην Αμερική η έρευνά μου ήταν προσανατολισμένη στο ‘πάντρεμα΄ των Μαθηματικών με επιστημονικά, ερευνητικά προβλήματα του ενδιαφέροντος Χημικού Μηχανικού», αρχίζει να εξηγεί ο ίδιος την μακρά επιστημονική διαδρομή του στο protothema.gr. Πράγματι, μετά τις σπουδές του στη Σχολή Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, συνεχίζει για διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Minnesota των ΗΠΑ το 1981, για να αποκτήσει τον τίτλο του (PhD) το 1987.
«Έγινα δεκτός με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα για να κάνω το διδακτορικό μου. Μία ιδιαιτερότητα ήταν πως εξαιτίας καταλήψεων εκείνη την περίοδο στο Πολυτεχνείο, δεν κατέστη δυνατόν να λάβω το πτυχίο μου εγκαίρως. Χάσαμε εξάμηνα. Ωστόσο, αν και ήταν πολύ δύσκολο για λόγους γραφειοκρατικούς να παρακάμψουν τις διαδικασίες και να με κάνουν δεκτό χωρίς να είμαι ακόμη πτυχιούχος, το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα τελικά με κάλεσε το φθινόπωρο του ’81 και ξεκίνησα τις σπουδές μου. Μεσολάβησε ο πρώτος χρόνος της φοίτησής μου στην Αμερική, επέστρεψα στην Ελλάδα για να δώσω τις τελικές εξετάσεις, έλαβα το πτυχίο μου και επέστρεψα στην Αμερική για να συνεχίσω».
Καθηγητής και μέντορας, που άφησε ισχυρό εκπαιδευτικό αποτύπωμα στο νεαρό τότε διδακτορικό φοιτητή Μπουντουβή, ήταν ο L.E.Scriven, κορυφαίος στον κόσμο στο πεδίο της Χημικής Μηχανικής, προερχόμενος από το Πανεπιστήμιο του Delaware. «Εκείνος μου δίδαξε πως να οργανώνω και να διατυπώνω τη σκέψη μου, τα επιστημονικά μου ευρήματα. Πως να ξεχωρίζω την ουσία των πραγμάτων, να διακρίνω, δηλαδή, τα ουσιώδη από τα δευτερεύοντα και πως να προχωρώ στη σύνθεση, έτσι ώστε να καταλήγω σε σωστά συμπεράσματα. Εκτός, του γνωστικού υπόβαθρου που απέκτησα στο πλευρό του, διδάχθηκα μεθοδολογία σκέψης. Επιπλέον, συνειδητοποίησα ότι ο ‘καλός δάσκαλος’ δεν βρίσκεται μόνο εντός της αίθουσας αλλά είναι και ο καλός μέντορας. Εκείνος που διακρίνει στον άγουρο ακόμη μαθητή του τις κρυμμένες δυνατότητες, για να του δώσει στη συνέχεια την απαραίτητη στήριξη και ενθάρρυνση να αξιοποιήσει τα προσόντα του. Ταυτόχρονα, ο δάσκαλος πρέπει να είναι και απαιτητικός, να μη χαμηλώνει τον πήχη των απαιτήσεών του», δηλώνει ο καθηγητής Μπουντουβής, ο οποίος ακολούθησε τα χνάρια του πολύτιμου μέντορά του. Ενδυναμωμένος πλέον αλλά και αυτόνομος, συνέχισε αργότερα να δουλεύει με τον ίδιο τρόπο με τους δικούς του ΄μαθητές’ – δεν τους αποκαλεί ‘φοιτητές’.
«Η επίδραση των δασκάλων στους νεότερους δασκάλους συνεχίζεται ομοίως – εκεί έγκειται η ουσία της εξαιρετικότητας. Αν έχεις καλή παιδεία, αν έχεις βιώσει καλά πρότυπα στην πράξη, αυτά μπορείς να τα μεταδώσεις και στους νεότερους. Τους μαθαίνω να μαθαίνουν με βάση όσα δίδαξαν εμένα οι εξαιρετικοί δάσκαλοι που έτυχε να βρεθούν στο δρόμο μου», δίνει το στίγμα του.
Όταν πήγε στην Αμερική ο Ανδρέας Μπουντουβής, ήταν η περίοδος που οι υπολογιστές βρίσκονταν ακόμη στα ‘σπάργανα’, η έρευνα γινόταν κυρίως στις βιβλιοθήκες, ενώ στο ξεκίνημά τους βρίσκονταν νέες περιοχές όπως η Επιστήμη των Υλικών και παράλληλα, άνοιγε το πεδίο του Βio-Εngineering, δηλαδή της Βιολογικής Μηχανικής.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «το Τμήμα Χημικών Μηχανικών και Επιστήμης των Υλικών που βρέθηκα ήταν το καλύτερο στον κόσμο κι ο ανταγωνισμός, σοβαρός. Είχε το όνομα ‘το Σχολείο της Μινεσότα’ καθώς από εκεί προέρχονταν οι ‘μάγιστροι’, οι θεμελιωτές της μοντέρνας Χημικής Μηχανικής – κι εγώ βρέθηκα ανάμεσά τους. Εξυπακούεται ότι τα κριτήρια επιλογής ήταν υψηλά, οι συμφοιτητές μου κορυφαίοι απ’ όλο τον Κόσμο. Εξαιρετικοί – όπως και πολύ ανταγωνιστικοί – ήταν εκείνοι από την Αμερική και την Ινδία. Υπήρχε και μία συνιστώσα, όχι πολύ μεγάλη αριθμητικά αλλά ποιοτικά πολύ ισχυρή, εκείνη των φοιτητών από το Ισραήλ. Το επίπεδο των μαθημάτων, των εργασιών και των ερευνητικών επιτευγμάτων ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο. Έπρεπε να δουλέψεις πολύ σκληρά, διαφορετικά ο καθηγητής δεν δεχόταν να γίνει δημοσίευση κατώτερη των standards που ανταποκρίνονταν στο κύρος του Πανεπιστημίου», σημειώνει ο καθηγητής Μπουντουβής, ο οποίος ολοκλήρωσε και μετα-διδακτορικές σπουδές στο ίδιο Πανεπιστήμιο.
Τη χρονιά που πήγε στην Αμερική, αντίστοιχη διαδρομή ακολούθησε το 1/3 περίπου των συναποφοίτων του, οι οποίοι πήγαν σε διάφορα πανεπιστήμια της Αμερικής και του Καναδά. «Το Πολυτεχνείο εκείνη την εποχή ήταν περισσότερο ένα ‘καλό σχολείο’, αλλά δεν είχε αναπτύξει την έρευνα, η οποία ήταν υποτυπώδης. Οι καθηγητές μας δεν έκαναν δημοσιεύσεις, ούτε υπήρχαν ερευνητικές χρηματοδοτήσεις, όπως συμβαίνει σήμερα που υπάρχει η υποστήριξη της ΕΕ. Η φυγή προς την Αμερική ήταν ‘μονόδρομος’ για όλους εμάς, που είχαμε κάνει καλές προπτυχιακές σπουδές και επιθυμούσαμε να συνεχίσουμε με έρευνα», σημειώνει ο κ. Μπουντουβής.
Η απόφαση για την επιστροφή στην Ελλάδα
Εκείνη την περίοδο, επί Ανδρέα Παπανδρέου, η αλλαγή στο νόμο-πλαίσιο των πανεπιστημίων προσέδωσε διαφορετική ταυτότητα στο ακαδημαϊκό τοπίο σε σχέση με την καθηγητική ιδιότητα. Ενώ έως τότε υπήρχε μόνο ένας καθηγητής-‘μονοκράτορας’, μία Έδρα και ένα πλήθος Βοηθών, Ειδικών Επιστημόνων ή Επιμελητών, δόθηκε πλέον η δυνατότητα με τον νέο νόμο να ‘ανοίξουν’ οι θέσεις των καθηγητών καθώς προκηρύσσονταν θέσεις για Επίκουρους, Λέκτορες και Αναπληρωτές. Οι υποψηφιότητες για θέσεις καθηγητών αυξήθηκαν.
Βάσει των συνθηκών, ήρθε η απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει αρχικά ως Καθηγητής στη Σχολή Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ. Απόφαση καθόλου απλή καθώς έπρεπε να αντιπαλέψει τις αντιξοότητες αλλά και μία εντελώς διαφορετική ακαδημαϊκή πραγματικότητα. «Αξιοποιώντας τις δυνατότητες του νέου νομικού καθεστώτος, ανταποκρίθηκα σε προκήρυξη για τη Σχολή Χημικών Μηχανικών. Διορίστηκα το 1991. Η ‘προσγείωση’ στην ελληνική πραγματικότητα, δύσκολη. Ήμουν, όμως, αποφασισμένος να το παλέψω. Ενδεικτικά, ούτε πρόσβαση σε email από το γραφείο μου είχα, έπρεπε να πηγαίνω σε άλλο χώρο, όταν στην Αμερική όλα αυτά τα είχαμε ‘στο πιάτο’… Ευτυχώς, τα πράγματα εξελίχθηκαν γρήγορα σε επίπεδο ψηφιακών υποδομών».
Οι δυσκολίες δεν συνδέονταν αποκλειστικά με την ελλιπή χρηματοδότηση ή τις δύσκαμπτες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Το ίδιο το περιβάλλον στο campus, μόνο σε ακαδημαϊκό δεν παρέπεμπε. «Το λεγόμενο campus life είχε τόσο άσχημα χαρακτηριστικά… και σε άλλα ελληνικά πανεπιστήμια, αλλά ειδικά στο Μετσόβιο. Η ασυδοσία, η αισθητική υποβάθμιση. Να περπατάς και να βλέπεις παντού βαμμένα, αφίσες, συνθήματα, σε σημείο που να ντρέπεσαι να φέρεις κάποιον απ’ έξω. Η κατάσταση αυτή λειτουργεί περιοριστικά και σε σχέση με τη διοργάνωση επιστημονικών εκδηλώσεων μέσα στο Πολυτεχνείο, επειδή δεν ξέρεις ποτέ τι θα συμβεί – κάνεις ένα συνέδριο και δύο μέρες πριν ανακοινώνουν ‘κατάληψη’. Αυτές είναι πληγές, οι οποίες δεν διορθώνονται εύκολα και ούτε πρόκειται, εάν δεν αρχίσεις να τις ακουμπάς. Η υποχωρητικότητα, η ανεκτικότητα απέναντι σε αυτή την κατάσταση, έχει οδηγήσει σε εδραίωσή της. Επομένως αυτό χρειάζεται ριζική ανατροπή», σχολιάζει.
Ο ‘δάσκαλος’ Μπουντουβής
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ως νέος και αμερικανοτραφής καθηγητής, γεμάτος όρεξη και φιλοδοξίες, έφερε έναν αέρα νεωτερικότητας, χωρίς να περιορίζεται από συντηρητικές προσεγγίσεις στη διδασκαλία του. Αντίθετα, φρόντιζε να εντάσσει στοιχεία, που διήγειραν τη φαντασία και τη σκέψη των φοιτητών του, να διευρύνει τους ορίζοντές τους δείχνοντάς τους επιστημονικές οδούς ‘out of the box’. «Είχα την τύχη να συνεργαστώ από την αρχή με εξαιρετικούς φοιτητές, την ‘αφρόκρεμα’. Κι αυτό λειτούργησε αντισταθμιστικά σε όλες τις αντιξοότητες, που υπήρχαν στην Ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως η γραφειοκρατία, η καθημερινότητα ή οι χαμηλοί μισθοί. Με ορισμένους από τους φοιτητές μου δούλεψα μαζί για ερευνητικούς σκοπούς, άλλους τους βοήθησα να φύγουν και να κυνηγήσουν το όνειρό τους στο εξωτερικό, κατόπιν φυσικά αυστηρής επιλογής», διευκρινίζει.
Όσο για τη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε ως Καθηγητής, θα πει: «Το μάθημά μου δεν απευθυνόταν μόνο στην ‘ελίτ’. Είχα την ανάγκη να προσελκύσω και τους φοιτητές που ήταν πιο αδύναμοι, αδιάφοροι, ακόμη και στα πρόθυρα της ‘παραίτησης’ ή της αποστασιοποίησης. Αντιλαμβανόμενος ότι τα παιδιά εισάγονται στο Πολυτεχνείο – όπως και στις άλλες σχολές – ‘κουρασμένα’ ύστερα από την έντονη προετοιμασία, «στο πρώτο έτος μάλιστα εμφανίζουν τάσεις ‘φυγής’», ότι διδάσκονται μαθήματα γενικών επιστημών και όχι ειδικότητας, αλλά κυρίως ότι δεν υπάρχει κανένα προαπαιτούμενο, καμία πίεση αφού η φοίτηση μπορεί στην ουσία να είναι ‘ατέρμονη’, ο καθηγητής Μπουντουβής ανέκαθεν προσπαθούσε να βρει τα ‘κουμπιά’ τους, να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον τους. «Εκείνο που είδα να λειτουργεί, είναι ότι δείχνω εμπιστοσύνη στους φοιτητές μου, να τους ρίχνω ‘στα βαθιά’. Φτάνουν τα παιδιά σε μας κουβαλώντας ‘κονσερβαρισμένη’ γνώση από σχολεία και φροντιστήρια, όσα έχουν μάθει στοιβάζονται σε ‘κουτάκια’ στο μυαλό τους. Δυσκολεύονται να επανασυγχρονιστούν με τις διαδικασίες μάθησης, με την έννοια της πανεπιστημιακής διάλεξης, η οποία διακρίνεται από εύρος και ελευθεριότητα ενώ προϋποθέτει δεξιότητες σύνθεσης και κριτικής σκέψης. Διστακτικά στην αρχή, όταν όμως είδα ότι είχα αποτέλεσμα, υιοθέτησα αυτή την προσέγγιση. Με το κατάλληλο ‘κοουτσάρισμα’ πήγαιναν μπροστά, δούλεψαν. Και τότε κατάλαβα, ότι μπορώ να βασίζομαι στις δυνατότητες αυτών των ανθρώπων, αρκεί να δουλέψεις μαζί τους σωστά. Επιπλέον, στη διαδρομή μου έχω εκπλαγεί με εκείνους τους φοιτητές, οι οποίοι περνούν ‘κάτω από το ραντάρ’ – όχι όσοι σημειώνουν υψηλές επιδόσεις, δηλαδή, αλλά εκείνοι που όταν ασχοληθείς μαζί τους, ανακαλύπτεις ‘διαμάντια’. Κι όταν ενεργοποιήσεις το ενδιαφέρον τους, ‘απογειώνονται’», καταλήγει.
Η υποψηφιότητα για τη βράβευση
«Τα παιδιά μου με πρότειναν», είναι το πρώτο που θα πει ο Καθηγητής Μπουντουβής. «Την πρωτοβουλία είχαν τρεις παλιοί μου φοιτητές, αποτάθηκαν και σε άλλους, οι οποίοι έγραψαν γράμματα για τον καθηγητή τους και τα συγκέντρωσαν σε ένα φάκελο - αυτή ήταν η υποβολή της υποψηφιότητάς μου. Ανατρίχιασα όταν διάβασα όσα έγραψαν, δεν το περίμενα…», αποτυπώνει τα συναισθήματά του.
Στις επιστολές της υποψηφιότητάς του διακρίνει κανείς να εξαίρεται το πάθος που επεδείκνυε στο μάθημα, ώστε να μεταδώσει στους φοιτητές τους δύσκολες έννοιες. Η παρασταστικότητά του, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο σε μία ζωντανή διδασκαλία.
Αλλά και πατρική στάση απέναντι στον καθένα, όταν αυτό χρειαζόταν. Πάντα κοντά τους από πάσης πλευράς – όχι μόνο για την επίλυση μαθηματικών προβλημάτων – σε προβλήματα οικογενειακά, προσωπικά. «Είναι ο δικός μας άνθρωπος», συνοψίζουν οι φοιτητές εκείνο που τον κάνει να ξεχωρίζει.
Παράλληλα, αναγνωρίζουν την αγωνιστικότητά του, ειδικά όσοι τον έζησαν ως Κοσμήτορα ή αργότερα, ως Πρύτανη. Αναφέρουν πως παρέμεινε ‘όρθιος’ παρόλο που είχε να πολεμήσει δύσκολα μέτωπα. Δεν δίσταζε να θέσει τον εαυτό του και την ακεραιότητά του σε κίνδυνο, καθώς ήταν στο στόχαστρο αρκετών αναρχικών στοιχείων, δεν έχασε ούτε μία ώρα μάθημα.
Δεν πτοήθηκε ούτε όταν την ώρα που βρισκόταν στο αμφιθέατρο, του έκαιγαν το αυτοκίνητο 100 μέτρα μακριά. Αντίθετα, επέλεξε να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του και να μην υποκύψει «στις πιέσεις κάποιων παραταξιακών κουκουλοφόρων», όπως λέει χαρακτηριστικά. Αλλά και ως νέος καθηγητής, συνειδητά στάθηκε στην αντίπερα όχθη από εκείνη των ‘αρχαιότερων’, διεκδικώντας σθεναρά να εισαχθούν οι υπολογιστές στο Τμήμα του αντί να περιορίζονται στα εργαστήρια, όπως συνέβαινε ως τότε.
Η εισαγωγή της τεχνολογίας και η καινοτομία ανέκαθεν αποτέλεσαν προτεραιότητα στις επιστημονικές του επιλογές. Ειδικά σήμερα, που μία από τις σύγχρονες προκλήσεις είναι η συνύπαρξη της διδασκαλίας με τα δεδομένα της τεχνητής νοημοσύνης.
«Έχει λάθος όποιος θεωρεί ότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι εχθρός», τονίζει. «Πρέπει να κάνουμε το παν για να μπορέσουμε να συμπεριλάβουμε την ΤΝ τόσο στη διδασκαλία, όσο και στη δουλειά, που αναθέτουμε στους φοιτητές μας. Την ίδια στιγμή, είμαστε υποχρεωμένοι να δίνουμε στα παιδιά μας θέματα, ώστε να αξιολογούμε το επίπεδο κατανόησής τους. Πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει η κριτική σκέψη, όχι η απλή κάλυψη ύλης».
Γράφουν οι παλαιοί και νεότεροι φοιτητές του:
- «…Θυμόμαστε τον νεαρό διδάσκοντα Μπουντουβή να υποστηρίζει με παρρησία την άποψή του για την ανάγκη εισαγωγής/ενίσχυσης υπολογιστικών μεθόδων στις σπουδές του χημικού μηχανικού, ερχόμενος σε αντιπαράθεση με παγιωμένες διαδικασίες. Θα χαρακτηρίζαμε τον Καθηγητή επαναστατικό για τον τρόπο που μπήκε ως διδάσκων και πορεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια στη Σχολή.»
- «…Έφτιαχνε το εργαστήριό του και διαμόρφωνε τα μαθήματά του με δικόν του τρόπο, χάραζε νέους δρόμους και μεθόδους διδασκαλίας...»
- «…Υπήρξε καταλυτικός από Λέκτορας έως Καθηγητής στη συστηματική διδασκαλία σύγχρονης υπολογιστικής ανάλυσης. Επέμεινε στην ανάπτυξη δικού μας πηγαίου κώδικα και …. λύναμε προβλήματα διαφορικών εξισώσεων, που μέχρι τότε μας φαίνονταν άλυτα, με την εμπειρία των αναλυτικών λύσεων των διδακτικών βιβλίων.»
Με τα λόγια των πρώην φοιτητών του:
- «…Τον πρωτογνώρισα ως διδάσκοντα Φαινόμενα Μεταφοράς, ενός μαθήματος γνωστού για τον υψηλό βαθμό δυσκολίας του. Με προσείλκυσε ο ενθουσιασμός και ο τρόπος διδασκαλίας του: αντί να αναφέρεται απλώς στο βιβλίο και στις σημειώσεις των διαλέξεων, συζητούσε το γνωστικό υλικό καθώς εισήγαγε νέες και περίπλοκες έννοιες…»
- «… Η διδασκαλία του μού πυροδότησε το πάθος για αναζήτηση νέας γνώσης…»
- «…Αξεπέραστος ο τρόπος που σε κρατά μαζί του. Δεν περισσεύει ούτε λέξη. Μεταφέρει με αφαιρετικό τρόπο έννοιες δύσκολες για τους φοιτητές του 4 ου εξαμήνου. Οπαδός της κιμωλίας και του πίνακα για να εξηγήσει πολύπλοκες έννοιες».
- «…Στους φοιτητές έδειχνε έμπρακτα ότι εμπιστευόταν τις δυνατότητές μας για τα δύσκολα και ήταν πάντα δίπλα μας, ακόμη και για να διαβάσει γραμμές του κώδικα πεπερασμένων στοιχείων που είχαμε γράψει...»
- «… Η διδασκαλία του στο αμφιθέατρο ήταν ανεπανάληπτη εμπειρία.…Πετύχαινε να μας «αποτοξινώσει» απ’ την φροντιστηριακή επιρροή της πρόσληψης γνώσεων μέσω «κονσερβοποιημένης» δοσολογίας. Συμμετείχαμε στην δημιουργία γνώσης, γινόμασταν κοινωνοί της δικής μας πνευματικής εξέλιξης... Μας έδινε αυτοπεποίθηση να κάνουμε ακόμη και κριτικές ερωτήσεις χωρίς φόβο, και να σκεφτόμαστε «έξω από το κουτί».»
- «… Είναι εντυπωσιακή η άνεσή του ως ομιλητή και η σωστή χρήση της Ελληνικής γλώσσας (ακόμα και στον πρώτο χρόνο επιστροφής του από την Αμερική), σε συνδυασμό με την ακριβολογία αλλά κυρίως το πάθος της επικοινωνίας με το ακροατήριο ….»
Η σημασία του Βραβείου
Το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) θέσπισε αυτό το Βραβείο για να τιμήσει τη μνήμη των ερευνητών του και καθηγητών του Πανεπιστημίου Κρήτης, Βασίλη Ξανθόπουλου και Στέφανου Πνευματικού. Και οι δύο τους υπήρξαν λαμπροί επιστήμονες με διεθνή αναγνώριση, που χάθηκαν άδικα όταν δολοφονήθηκαν το βράδυ της 27ης Νοεμβρίου 1990, την ώρα που δίδασκαν ένα προχωρημένο μεταπτυχιακό σεμινάριο.
Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τη θέσπιση του Βραβείου Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας, παραμένει ο μοναδικός θεσμός στην Ελλάδα που επιβραβεύει κάθε χρόνο την αριστεία και την αφοσίωση ακαδημαϊκών δασκάλων στην Πανεπιστημιακή Διδασκαλία.
Την τελετή της Βράβευσης άνοιξε η Καθηγήτρια Μαρία Ευθυμίου, Πρόεδρος της Επιτροπής Βραβείου, ακολούθησε η ομιλία του Προέδρου του Δ.Σ. του ΙΤΕ, Καθηγητή Νεκτάριου Ταβερναράκη σχετικά με το ιστορικό του Βραβείου. Την παρουσίαση του έργου του τιμώμενου ανέλαβε ο Καθηγητής του ΕΜΠ, Γεώργιος Γκαζέτας ενώ ακολούθησε ομιλία του βραβευόμενου Καθηγητή Ανδρέα Μπουντουβή με θέμα: «Εμπειρίες διδασκαλίας και μαθητείας».
Στην τελετή, την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο Γενικός Γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης, Νίκος Παπαϊωάννου, και τον ΣΥΡΙΖΑ ο Βουλευτής και Γραμματέας της Κ.Ο., Διονύσιος Καλαματιανός. Μεταξύ άλλων, στην τελετή παρευρέθησαν ο Βουλευτής της ΝΔ και Μέλος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Έρευνας και Τεχνολογίας της Βουλής, Ευστράτιος Σιμόπουλος, ο Βουλευτής της ΝΔ, Μάξιμος Σενετάκης, Ακαδημαϊκοί, πλήθος Πρυτάνεων, Προέδρων Ερευνητικών Κέντρων, Πανεπιστημιακών, καθώς και πολλοί συνάδελφοί του και φοιτητές του Ανδρέα Μπουντουβή.
«Η επίδραση των δασκάλων στους νεότερους δασκάλους συνεχίζεται ομοίως – εκεί έγκειται η ουσία της εξαιρετικότητας. Αν έχεις καλή παιδεία, αν έχεις βιώσει καλά πρότυπα στην πράξη, αυτά μπορείς να τα μεταδώσεις και στους νεότερους. Τους μαθαίνω να μαθαίνουν με βάση όσα δίδαξαν εμένα οι εξαιρετικοί δάσκαλοι που έτυχε να βρεθούν στο δρόμο μου», δίνει το στίγμα του.
Όταν πήγε στην Αμερική ο Ανδρέας Μπουντουβής, ήταν η περίοδος που οι υπολογιστές βρίσκονταν ακόμη στα ‘σπάργανα’, η έρευνα γινόταν κυρίως στις βιβλιοθήκες, ενώ στο ξεκίνημά τους βρίσκονταν νέες περιοχές όπως η Επιστήμη των Υλικών και παράλληλα, άνοιγε το πεδίο του Βio-Εngineering, δηλαδή της Βιολογικής Μηχανικής.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «το Τμήμα Χημικών Μηχανικών και Επιστήμης των Υλικών που βρέθηκα ήταν το καλύτερο στον κόσμο κι ο ανταγωνισμός, σοβαρός. Είχε το όνομα ‘το Σχολείο της Μινεσότα’ καθώς από εκεί προέρχονταν οι ‘μάγιστροι’, οι θεμελιωτές της μοντέρνας Χημικής Μηχανικής – κι εγώ βρέθηκα ανάμεσά τους. Εξυπακούεται ότι τα κριτήρια επιλογής ήταν υψηλά, οι συμφοιτητές μου κορυφαίοι απ’ όλο τον Κόσμο. Εξαιρετικοί – όπως και πολύ ανταγωνιστικοί – ήταν εκείνοι από την Αμερική και την Ινδία. Υπήρχε και μία συνιστώσα, όχι πολύ μεγάλη αριθμητικά αλλά ποιοτικά πολύ ισχυρή, εκείνη των φοιτητών από το Ισραήλ. Το επίπεδο των μαθημάτων, των εργασιών και των ερευνητικών επιτευγμάτων ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο. Έπρεπε να δουλέψεις πολύ σκληρά, διαφορετικά ο καθηγητής δεν δεχόταν να γίνει δημοσίευση κατώτερη των standards που ανταποκρίνονταν στο κύρος του Πανεπιστημίου», σημειώνει ο καθηγητής Μπουντουβής, ο οποίος ολοκλήρωσε και μετα-διδακτορικές σπουδές στο ίδιο Πανεπιστήμιο.
Τη χρονιά που πήγε στην Αμερική, αντίστοιχη διαδρομή ακολούθησε το 1/3 περίπου των συναποφοίτων του, οι οποίοι πήγαν σε διάφορα πανεπιστήμια της Αμερικής και του Καναδά. «Το Πολυτεχνείο εκείνη την εποχή ήταν περισσότερο ένα ‘καλό σχολείο’, αλλά δεν είχε αναπτύξει την έρευνα, η οποία ήταν υποτυπώδης. Οι καθηγητές μας δεν έκαναν δημοσιεύσεις, ούτε υπήρχαν ερευνητικές χρηματοδοτήσεις, όπως συμβαίνει σήμερα που υπάρχει η υποστήριξη της ΕΕ. Η φυγή προς την Αμερική ήταν ‘μονόδρομος’ για όλους εμάς, που είχαμε κάνει καλές προπτυχιακές σπουδές και επιθυμούσαμε να συνεχίσουμε με έρευνα», σημειώνει ο κ. Μπουντουβής.
Η απόφαση για την επιστροφή στην Ελλάδα
Εκείνη την περίοδο, επί Ανδρέα Παπανδρέου, η αλλαγή στο νόμο-πλαίσιο των πανεπιστημίων προσέδωσε διαφορετική ταυτότητα στο ακαδημαϊκό τοπίο σε σχέση με την καθηγητική ιδιότητα. Ενώ έως τότε υπήρχε μόνο ένας καθηγητής-‘μονοκράτορας’, μία Έδρα και ένα πλήθος Βοηθών, Ειδικών Επιστημόνων ή Επιμελητών, δόθηκε πλέον η δυνατότητα με τον νέο νόμο να ‘ανοίξουν’ οι θέσεις των καθηγητών καθώς προκηρύσσονταν θέσεις για Επίκουρους, Λέκτορες και Αναπληρωτές. Οι υποψηφιότητες για θέσεις καθηγητών αυξήθηκαν.
Βάσει των συνθηκών, ήρθε η απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει αρχικά ως Καθηγητής στη Σχολή Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ. Απόφαση καθόλου απλή καθώς έπρεπε να αντιπαλέψει τις αντιξοότητες αλλά και μία εντελώς διαφορετική ακαδημαϊκή πραγματικότητα. «Αξιοποιώντας τις δυνατότητες του νέου νομικού καθεστώτος, ανταποκρίθηκα σε προκήρυξη για τη Σχολή Χημικών Μηχανικών. Διορίστηκα το 1991. Η ‘προσγείωση’ στην ελληνική πραγματικότητα, δύσκολη. Ήμουν, όμως, αποφασισμένος να το παλέψω. Ενδεικτικά, ούτε πρόσβαση σε email από το γραφείο μου είχα, έπρεπε να πηγαίνω σε άλλο χώρο, όταν στην Αμερική όλα αυτά τα είχαμε ‘στο πιάτο’… Ευτυχώς, τα πράγματα εξελίχθηκαν γρήγορα σε επίπεδο ψηφιακών υποδομών».
Οι δυσκολίες δεν συνδέονταν αποκλειστικά με την ελλιπή χρηματοδότηση ή τις δύσκαμπτες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Το ίδιο το περιβάλλον στο campus, μόνο σε ακαδημαϊκό δεν παρέπεμπε. «Το λεγόμενο campus life είχε τόσο άσχημα χαρακτηριστικά… και σε άλλα ελληνικά πανεπιστήμια, αλλά ειδικά στο Μετσόβιο. Η ασυδοσία, η αισθητική υποβάθμιση. Να περπατάς και να βλέπεις παντού βαμμένα, αφίσες, συνθήματα, σε σημείο που να ντρέπεσαι να φέρεις κάποιον απ’ έξω. Η κατάσταση αυτή λειτουργεί περιοριστικά και σε σχέση με τη διοργάνωση επιστημονικών εκδηλώσεων μέσα στο Πολυτεχνείο, επειδή δεν ξέρεις ποτέ τι θα συμβεί – κάνεις ένα συνέδριο και δύο μέρες πριν ανακοινώνουν ‘κατάληψη’. Αυτές είναι πληγές, οι οποίες δεν διορθώνονται εύκολα και ούτε πρόκειται, εάν δεν αρχίσεις να τις ακουμπάς. Η υποχωρητικότητα, η ανεκτικότητα απέναντι σε αυτή την κατάσταση, έχει οδηγήσει σε εδραίωσή της. Επομένως αυτό χρειάζεται ριζική ανατροπή», σχολιάζει.
Ο ‘δάσκαλος’ Μπουντουβής
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ως νέος και αμερικανοτραφής καθηγητής, γεμάτος όρεξη και φιλοδοξίες, έφερε έναν αέρα νεωτερικότητας, χωρίς να περιορίζεται από συντηρητικές προσεγγίσεις στη διδασκαλία του. Αντίθετα, φρόντιζε να εντάσσει στοιχεία, που διήγειραν τη φαντασία και τη σκέψη των φοιτητών του, να διευρύνει τους ορίζοντές τους δείχνοντάς τους επιστημονικές οδούς ‘out of the box’. «Είχα την τύχη να συνεργαστώ από την αρχή με εξαιρετικούς φοιτητές, την ‘αφρόκρεμα’. Κι αυτό λειτούργησε αντισταθμιστικά σε όλες τις αντιξοότητες, που υπήρχαν στην Ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως η γραφειοκρατία, η καθημερινότητα ή οι χαμηλοί μισθοί. Με ορισμένους από τους φοιτητές μου δούλεψα μαζί για ερευνητικούς σκοπούς, άλλους τους βοήθησα να φύγουν και να κυνηγήσουν το όνειρό τους στο εξωτερικό, κατόπιν φυσικά αυστηρής επιλογής», διευκρινίζει.
Όσο για τη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε ως Καθηγητής, θα πει: «Το μάθημά μου δεν απευθυνόταν μόνο στην ‘ελίτ’. Είχα την ανάγκη να προσελκύσω και τους φοιτητές που ήταν πιο αδύναμοι, αδιάφοροι, ακόμη και στα πρόθυρα της ‘παραίτησης’ ή της αποστασιοποίησης. Αντιλαμβανόμενος ότι τα παιδιά εισάγονται στο Πολυτεχνείο – όπως και στις άλλες σχολές – ‘κουρασμένα’ ύστερα από την έντονη προετοιμασία, «στο πρώτο έτος μάλιστα εμφανίζουν τάσεις ‘φυγής’», ότι διδάσκονται μαθήματα γενικών επιστημών και όχι ειδικότητας, αλλά κυρίως ότι δεν υπάρχει κανένα προαπαιτούμενο, καμία πίεση αφού η φοίτηση μπορεί στην ουσία να είναι ‘ατέρμονη’, ο καθηγητής Μπουντουβής ανέκαθεν προσπαθούσε να βρει τα ‘κουμπιά’ τους, να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον τους. «Εκείνο που είδα να λειτουργεί, είναι ότι δείχνω εμπιστοσύνη στους φοιτητές μου, να τους ρίχνω ‘στα βαθιά’. Φτάνουν τα παιδιά σε μας κουβαλώντας ‘κονσερβαρισμένη’ γνώση από σχολεία και φροντιστήρια, όσα έχουν μάθει στοιβάζονται σε ‘κουτάκια’ στο μυαλό τους. Δυσκολεύονται να επανασυγχρονιστούν με τις διαδικασίες μάθησης, με την έννοια της πανεπιστημιακής διάλεξης, η οποία διακρίνεται από εύρος και ελευθεριότητα ενώ προϋποθέτει δεξιότητες σύνθεσης και κριτικής σκέψης. Διστακτικά στην αρχή, όταν όμως είδα ότι είχα αποτέλεσμα, υιοθέτησα αυτή την προσέγγιση. Με το κατάλληλο ‘κοουτσάρισμα’ πήγαιναν μπροστά, δούλεψαν. Και τότε κατάλαβα, ότι μπορώ να βασίζομαι στις δυνατότητες αυτών των ανθρώπων, αρκεί να δουλέψεις μαζί τους σωστά. Επιπλέον, στη διαδρομή μου έχω εκπλαγεί με εκείνους τους φοιτητές, οι οποίοι περνούν ‘κάτω από το ραντάρ’ – όχι όσοι σημειώνουν υψηλές επιδόσεις, δηλαδή, αλλά εκείνοι που όταν ασχοληθείς μαζί τους, ανακαλύπτεις ‘διαμάντια’. Κι όταν ενεργοποιήσεις το ενδιαφέρον τους, ‘απογειώνονται’», καταλήγει.
Η υποψηφιότητα για τη βράβευση
«Τα παιδιά μου με πρότειναν», είναι το πρώτο που θα πει ο Καθηγητής Μπουντουβής. «Την πρωτοβουλία είχαν τρεις παλιοί μου φοιτητές, αποτάθηκαν και σε άλλους, οι οποίοι έγραψαν γράμματα για τον καθηγητή τους και τα συγκέντρωσαν σε ένα φάκελο - αυτή ήταν η υποβολή της υποψηφιότητάς μου. Ανατρίχιασα όταν διάβασα όσα έγραψαν, δεν το περίμενα…», αποτυπώνει τα συναισθήματά του.
Στις επιστολές της υποψηφιότητάς του διακρίνει κανείς να εξαίρεται το πάθος που επεδείκνυε στο μάθημα, ώστε να μεταδώσει στους φοιτητές τους δύσκολες έννοιες. Η παρασταστικότητά του, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο σε μία ζωντανή διδασκαλία.
Αλλά και πατρική στάση απέναντι στον καθένα, όταν αυτό χρειαζόταν. Πάντα κοντά τους από πάσης πλευράς – όχι μόνο για την επίλυση μαθηματικών προβλημάτων – σε προβλήματα οικογενειακά, προσωπικά. «Είναι ο δικός μας άνθρωπος», συνοψίζουν οι φοιτητές εκείνο που τον κάνει να ξεχωρίζει.
Παράλληλα, αναγνωρίζουν την αγωνιστικότητά του, ειδικά όσοι τον έζησαν ως Κοσμήτορα ή αργότερα, ως Πρύτανη. Αναφέρουν πως παρέμεινε ‘όρθιος’ παρόλο που είχε να πολεμήσει δύσκολα μέτωπα. Δεν δίσταζε να θέσει τον εαυτό του και την ακεραιότητά του σε κίνδυνο, καθώς ήταν στο στόχαστρο αρκετών αναρχικών στοιχείων, δεν έχασε ούτε μία ώρα μάθημα.
Δεν πτοήθηκε ούτε όταν την ώρα που βρισκόταν στο αμφιθέατρο, του έκαιγαν το αυτοκίνητο 100 μέτρα μακριά. Αντίθετα, επέλεξε να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του και να μην υποκύψει «στις πιέσεις κάποιων παραταξιακών κουκουλοφόρων», όπως λέει χαρακτηριστικά. Αλλά και ως νέος καθηγητής, συνειδητά στάθηκε στην αντίπερα όχθη από εκείνη των ‘αρχαιότερων’, διεκδικώντας σθεναρά να εισαχθούν οι υπολογιστές στο Τμήμα του αντί να περιορίζονται στα εργαστήρια, όπως συνέβαινε ως τότε.
Η εισαγωγή της τεχνολογίας και η καινοτομία ανέκαθεν αποτέλεσαν προτεραιότητα στις επιστημονικές του επιλογές. Ειδικά σήμερα, που μία από τις σύγχρονες προκλήσεις είναι η συνύπαρξη της διδασκαλίας με τα δεδομένα της τεχνητής νοημοσύνης.
«Έχει λάθος όποιος θεωρεί ότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι εχθρός», τονίζει. «Πρέπει να κάνουμε το παν για να μπορέσουμε να συμπεριλάβουμε την ΤΝ τόσο στη διδασκαλία, όσο και στη δουλειά, που αναθέτουμε στους φοιτητές μας. Την ίδια στιγμή, είμαστε υποχρεωμένοι να δίνουμε στα παιδιά μας θέματα, ώστε να αξιολογούμε το επίπεδο κατανόησής τους. Πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει η κριτική σκέψη, όχι η απλή κάλυψη ύλης».
Γράφουν οι παλαιοί και νεότεροι φοιτητές του:
- «…Θυμόμαστε τον νεαρό διδάσκοντα Μπουντουβή να υποστηρίζει με παρρησία την άποψή του για την ανάγκη εισαγωγής/ενίσχυσης υπολογιστικών μεθόδων στις σπουδές του χημικού μηχανικού, ερχόμενος σε αντιπαράθεση με παγιωμένες διαδικασίες. Θα χαρακτηρίζαμε τον Καθηγητή επαναστατικό για τον τρόπο που μπήκε ως διδάσκων και πορεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια στη Σχολή.»
- «…Έφτιαχνε το εργαστήριό του και διαμόρφωνε τα μαθήματά του με δικόν του τρόπο, χάραζε νέους δρόμους και μεθόδους διδασκαλίας...»
- «…Υπήρξε καταλυτικός από Λέκτορας έως Καθηγητής στη συστηματική διδασκαλία σύγχρονης υπολογιστικής ανάλυσης. Επέμεινε στην ανάπτυξη δικού μας πηγαίου κώδικα και …. λύναμε προβλήματα διαφορικών εξισώσεων, που μέχρι τότε μας φαίνονταν άλυτα, με την εμπειρία των αναλυτικών λύσεων των διδακτικών βιβλίων.»
Με τα λόγια των πρώην φοιτητών του:
- «…Τον πρωτογνώρισα ως διδάσκοντα Φαινόμενα Μεταφοράς, ενός μαθήματος γνωστού για τον υψηλό βαθμό δυσκολίας του. Με προσείλκυσε ο ενθουσιασμός και ο τρόπος διδασκαλίας του: αντί να αναφέρεται απλώς στο βιβλίο και στις σημειώσεις των διαλέξεων, συζητούσε το γνωστικό υλικό καθώς εισήγαγε νέες και περίπλοκες έννοιες…»
- «… Η διδασκαλία του μού πυροδότησε το πάθος για αναζήτηση νέας γνώσης…»
- «…Αξεπέραστος ο τρόπος που σε κρατά μαζί του. Δεν περισσεύει ούτε λέξη. Μεταφέρει με αφαιρετικό τρόπο έννοιες δύσκολες για τους φοιτητές του 4 ου εξαμήνου. Οπαδός της κιμωλίας και του πίνακα για να εξηγήσει πολύπλοκες έννοιες».
- «…Στους φοιτητές έδειχνε έμπρακτα ότι εμπιστευόταν τις δυνατότητές μας για τα δύσκολα και ήταν πάντα δίπλα μας, ακόμη και για να διαβάσει γραμμές του κώδικα πεπερασμένων στοιχείων που είχαμε γράψει...»
- «… Η διδασκαλία του στο αμφιθέατρο ήταν ανεπανάληπτη εμπειρία.…Πετύχαινε να μας «αποτοξινώσει» απ’ την φροντιστηριακή επιρροή της πρόσληψης γνώσεων μέσω «κονσερβοποιημένης» δοσολογίας. Συμμετείχαμε στην δημιουργία γνώσης, γινόμασταν κοινωνοί της δικής μας πνευματικής εξέλιξης... Μας έδινε αυτοπεποίθηση να κάνουμε ακόμη και κριτικές ερωτήσεις χωρίς φόβο, και να σκεφτόμαστε «έξω από το κουτί».»
- «… Είναι εντυπωσιακή η άνεσή του ως ομιλητή και η σωστή χρήση της Ελληνικής γλώσσας (ακόμα και στον πρώτο χρόνο επιστροφής του από την Αμερική), σε συνδυασμό με την ακριβολογία αλλά κυρίως το πάθος της επικοινωνίας με το ακροατήριο ….»
Η σημασία του Βραβείου
Το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) θέσπισε αυτό το Βραβείο για να τιμήσει τη μνήμη των ερευνητών του και καθηγητών του Πανεπιστημίου Κρήτης, Βασίλη Ξανθόπουλου και Στέφανου Πνευματικού. Και οι δύο τους υπήρξαν λαμπροί επιστήμονες με διεθνή αναγνώριση, που χάθηκαν άδικα όταν δολοφονήθηκαν το βράδυ της 27ης Νοεμβρίου 1990, την ώρα που δίδασκαν ένα προχωρημένο μεταπτυχιακό σεμινάριο.
Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τη θέσπιση του Βραβείου Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας, παραμένει ο μοναδικός θεσμός στην Ελλάδα που επιβραβεύει κάθε χρόνο την αριστεία και την αφοσίωση ακαδημαϊκών δασκάλων στην Πανεπιστημιακή Διδασκαλία.
Την τελετή της Βράβευσης άνοιξε η Καθηγήτρια Μαρία Ευθυμίου, Πρόεδρος της Επιτροπής Βραβείου, ακολούθησε η ομιλία του Προέδρου του Δ.Σ. του ΙΤΕ, Καθηγητή Νεκτάριου Ταβερναράκη σχετικά με το ιστορικό του Βραβείου. Την παρουσίαση του έργου του τιμώμενου ανέλαβε ο Καθηγητής του ΕΜΠ, Γεώργιος Γκαζέτας ενώ ακολούθησε ομιλία του βραβευόμενου Καθηγητή Ανδρέα Μπουντουβή με θέμα: «Εμπειρίες διδασκαλίας και μαθητείας».
Στην τελετή, την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο Γενικός Γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης, Νίκος Παπαϊωάννου, και τον ΣΥΡΙΖΑ ο Βουλευτής και Γραμματέας της Κ.Ο., Διονύσιος Καλαματιανός. Μεταξύ άλλων, στην τελετή παρευρέθησαν ο Βουλευτής της ΝΔ και Μέλος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Έρευνας και Τεχνολογίας της Βουλής, Ευστράτιος Σιμόπουλος, ο Βουλευτής της ΝΔ, Μάξιμος Σενετάκης, Ακαδημαϊκοί, πλήθος Πρυτάνεων, Προέδρων Ερευνητικών Κέντρων, Πανεπιστημιακών, καθώς και πολλοί συνάδελφοί του και φοιτητές του Ανδρέα Μπουντουβή.
UPD:
8
ΣΧΟΛΙΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα