Οι γυναίκες της Επανάστασης: Οι ηρωίδες του ’21 που πέθαναν στην ψάθα - Τραγικές ιστορίες με την Μπουμπουλίνα, την Μαντώ Μαυρογένους και άλλες αγωνίστριες
Οι γυναίκες της Επανάστασης: Οι ηρωίδες του ’21 που πέθαναν στην ψάθα - Τραγικές ιστορίες με την Μπουμπουλίνα, την Μαντώ Μαυρογένους και άλλες αγωνίστριες
Γυναίκες-θρύλοι της εθνικής παλιγγενεσίας, όπως η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους, η «Κυρά των Θαλασσών», η «Ψωροκώσταινα» και άλλες, ξόδεψαν όλη την περιουσία τους για την εθνική ανεξαρτησία και πέθαναν πάμφτωχες, ξεχασμένες και χωρίς την παραμικρή συμπαράσταση από το νέο ελληνικό κράτος
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Στην Επανάσταση του 1821, στον κορυφαίο Αγώνα του ελληνικού έθνους για την ελευθερία και την ανεξαρτησία, έλαβαν μέρος πολλές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, συνεισφέροντας άλλοι περισσότερα και άλλοι λιγότερα. Η ιστοριογραφία της Επανάστασης κατέγραψε κατά προτεραιότητα τις ένδοξες στιγμές της, τις στρατηγικές ικανότητες και τα κατορθώματα των οπλαρχηγών, τις ηρωικές πράξεις των αγωνιστών, ιδίως εκείνων που μαρτύρησαν υπέρ του Αγώνα και πέρασαν στην αθανασία ως σύμβολα αυταπάρνησης, γενναιότητας και ανιδιοτέλειας.
Από το Ζάλογγο
Στο πλευρό τους, όμως, και ενίοτε και μπροστά απ’ αυτούς υπήρχαν και οι ηρωίδες του εθνικού ξεσηκωμού. Που δεν περιορίζονται, ασφαλώς, στα εμβληματικά πρόσωπα της Μπουμπουλίνας και της Μαυρογένους. Ή των ηρωίδων Σουλιωτισσών και των γυναικών του Μεσολογγίου, που άλλες πολεμούσαν τους Τούρκους έχοντας στο ένα χέρι το σπαθί και στο άλλο το μωρό τους και άλλες προετοίμαζαν ή και κουβαλούσαν κατάφορτες εφόδια για τις μάχες. Και που προτιμούσαν να θυσιαστούν στο Ζάλογγο ή κατά την ηρωική έξοδο από την Ιερά Πόλη, είτε να χάσουν τη ζωή τους μαχόμενες, ποτέ όμως να πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
Ηταν και δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες ακόμη Ελληνίδες, ανώνυμες στη συντριπτική τους πλειονότητα, που, όπως και οι άνδρες, έδωσαν ό,τι μπορούσαν υπέρ της ελευθερίας. Γνωστές και άγνωστες, κάθε κοινωνικής τάξης και γεωγραφικής προέλευσης. Δεν ήταν λίγες, μάλιστα, εκείνες που διέθεσαν ολόκληρη την περιουσία τους στον Αγώνα και πέθαναν τελικά ξεχασμένες από το κράτος, σε συνθήκες απόλυτης ένδειας. Καπετάνισσες πασίγνωστες και με τα μικρά τους, όπως η Λασκαρίνα και η Μαντώ, άλλες λιγότερο γνωστές που έγιναν κι αυτές θρύλοι, όπως η «Κυρά των Θαλασσών» Δόμνα Βισβίζη, άλλες αγωνίστριες που μεγαλούργησαν ως κατάσκοποι, όπως η Ζαραφοπούλα, και άλλες που το προσωνύμιό τους συνδέθηκε με τον ευτελή χαρακτηρισμό έκτοτε για το ελληνικό κράτος, της «Ψωροκώσταινας». Κι όμως, η «Ψωροκώσταινα» ήταν μια αρχόντισσα από το Αϊβαλί που έδωσε και το τελευταίο της γρόσι και το μοναδικό δαχτυλίδι που της είχε απομείνει υπέρ του Αγώνα.
Δυστυχώς, για όλες αυτές και πολλές άλλες αγωνίστριες του ’21, το νέο ελληνικό κράτος επιφύλαξε την ίδια αλγεινή και ανήθικη αντιμετώπιση. Το σύστημα που οργάνωσε περιελάμβανε απονομές μικρών συντάξεων, παραχωρήσεις γης, διορισμούς σε δημόσιες θέσεις, συνδέθηκε όμως τελικά με πολιτικές σκοπιμότητες και φθηνά ρουσφέτια, εντείνοντας τη δυσαρέσκεια των παλαιμάχων αγωνιστών και αγωνιστριών που έβλεπαν άλλους να αμείβονται, ενώ οι ίδιοι αφήνονταν στο έλεος του Θεού.
Η Μπουμπουλίνα
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα ήταν μια συγκλονιστική μορφή αγωνίστριας της Εθνεγερσίας του 1821.
Ολη της η ζωή ήταν μια περιπέτεια. Από τη γέννησή της, στις 11 Μαΐου 1771, μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφθηκε τον έγκλειστο εκεί -λόγω συμμετοχής στα Ορλωφικά- και άρρωστο σύζυγό της Σταυριανό Πινότση. Μετά τον θάνατό του, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην Υδρα. Η Λασκαρίνα έκανε δύο γάμους με Σπετσιώτες πλοιοκτήτες και έχασε και τους δύο συζύγους της από Αλγερινούς πειρατές. Πρώτος ο Δημήτριος Γιάννουζας, δεύτερος ο Δημήτριος Μπούμπουλης. Απέκτησε από τρία παιδιά με τον καθένα. Μετά την απώλεια και του δεύτερου, το 1811, η Λασκαρίνα κληρονόμησε μια τεράστια περιουσία. Μόνο τα μετρητά της ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα. Τη μεγέθυνε. Εγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία, ενώ αργότερα ναυπήγησε τρία δικά της.
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
Κλείσιμο
Το 1816 οι Οθωμανοί απείλησαν με κατάσχεση την περιουσία της επειδή τα πλοία του Μπούμπουλη είχαν συμμετάσχει υπό ρωσική σημαία στους Ρωσοτουρκικούς Πολέμους του 1806. Εσπευσε στην Πόλη και ζήτησε τη βοήθεια του Ρώσου φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο. Κατάφερε επιπλέον να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’, Βαλιντέ. Την εντυπωσίασε. Ηταν προσόν της να πείθει. Εκείνη έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της, ούτε θα τη συνελάμβανε. Συγχρόνως, η Μπουμπουλίνα έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου «Αγαμέμνων», της ναυαρχίδας της, μήκους 34 μέτρων, με 18 κανόνια και κόστος 75.000 τάλαρα. Ολοκληρώθηκε το 1820. Οταν ξέσπασε η Επανάσταση, οργάνωσε δικό της στόλο με Σπετσιώτες ναυτικούς.
Τον Μάιο του 1821 πολιόρκησε με τον «Αγαμέμνονα» το απόρθητο φρούριο της Μονεμβασιάς, αναγκάζοντας τους Τούρκους να παραδοθούν. Συμμετείχε στη μάχη της Τριπολιτσάς στο πλευρό του Κολοκοτρώνη.
Αργότερα, μετέφερε έφιππη στο Αργος χρήματα και πολεμοφόδια στους πολεμιστές. Εκεί έχασε τον γιo της. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν. Ψάχνοντας για τη σoρό του, σκότωσε τρεις Τούρκους.
Σε δύο χρόνια ξόδεψε σχεδόν όλη την περιουσία της, ενισχύοντας τον Αγώνα.
Εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, όταν η κυβέρνηση της παραχώρησε κλήρο ως ανταμοιβή του αγώνα της για το έθνος. Και της τον στέρησε, ως τιμωρία, όταν αντέδρασε στη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη στην Υδρα, το 1824, από την κυβέρνηση Κουντουριώτη κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Η θρυλική αγωνίστρια συνελήφθη δύο φορές και εξορίστηκε τελικά στις Σπέτσες.
Κι όμως, παρά την τεράστια πικρία από αυτή τη συμπεριφορά όταν η πατρίδα βρέθηκε ξανά σε θανάσιμο κίνδυνο, με την εκστρατεία του Ιμπραήμ, που επικεφαλής του τουρκοαιγυπτιακού στόλου αποβιβάστηκε στην Πύλο με στόχο να καταπνίξει την Επανάσταση, δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ξεκίνησε να συγκροτεί νέο εκστρατευτικό σώμα για να τον αντιμετωπίσει. Την πρόλαβε, όμως, ο θάνατος. Ηταν 22 Μαΐου 1825, σε συμπλοκή στο σπίτι του πρώτου της συζύγου, μεταξύ του μικρότερου γιου της από αυτόν το γάμο, Γεώργιου Γιάννουζα, με μέλη της οικογένειας Κούτση που δεν τον ήθελαν για γαμπρό τους. Πάνω στη λογομαχία, ο Ιωάννης Κούτσης την πυροβόλησε.
Η Μπουμπουλίνα τιμήθηκε από την Ελλάδα με χρονοκαθυστέρηση σχεδόν δύο αιώνων. Στις 6 Μαρτίου 2018 υπεγράφη Προεδρικό Διάταγμα με το οποίο απονεμήθηκε «ο βαθμός του Υποναυάρχου επί τιμή, στην κορυφαία ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, καθώς και του Πολεμικού Σταυρού Α’ Τάξεως και Μεταλλίου Εξαιρέτων Πράξεων».
Η Μαντώ Μαυρογένους
Αλλη μία επίσης μνημειώδης περίπτωση άθλιας συμπεριφοράς του ελληνικού κράτους απέναντι σε μια ηρωίδα-αγωνίστρια του 1821 ήταν αυτή που επιφυλάχθηκε στη Μαντώ (Μαγδαληνή-Αδαμαντία) Μαυρογένους. Γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1796, κόρη του εμπόρου Νικόλαου Μαυρογένους, μέλους της Φιλικής Εταιρείας και της Ζαχαράτης Μπάτη. Περιγράφηκε ως μια καλλονή της εποχής.
Μαντώ Μαυρογένους
Παραμονές της Επανάστασης, μετακόμισε στην Τήνο. Εξόπλισε με έξοδά της αρχικά δύο πλοία και χρηματοδότησε την οργάνωση εκστρατείας στη Χίο, όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει τη σφαγή. Αντιθέτως, κατάφερε να στείλει δυνάμεις και να προσφέρει οικονομική υποστήριξη στη Σάμο, όταν απειλήθηκε από τους Τούρκους. Τα πλοία της καταδίωξαν Αλγερινούς που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες, μάλιστα τον Οκτώβριο του 1822 απέκρουσαν 200 εξ αυτών όταν επιχείρησαν να αποβιβαστούν στη Μύκονο.
Αργότερα πολέμησε στην Κάρυστο με στόλο 6 πλοίων και δύναμη πεζικού στη Φθιώτιδα και τη Λιβαδειά. Εξόπλισε και εφοδίασε δύναμη 50 ανδρών που συμμετείχαν στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και αργότερα άλλη μία 150 ανδρών, που ενίσχυσαν τον Νικηταρά στη Μάχη των Δερβενακίων. Πρόσφερε πολλά χρήματα για την ανακούφιση των πολεμιστών και για την προετοιμασία εκστρατείας προς τη Βόρεια Ελλάδα με υποστήριξη φιλελλήνων.
Η Μαυρογένους μετακόμισε στο Ναύπλιο το 1823, για να βρίσκεται στον πυρήνα του Αγώνα, ερχόμενη σε ρήξη και με την οικογένειά της. Γνώρισε τον Δημήτριο Υψηλάντη, και σύντομα αρραβωνιάστηκαν. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου, το σπίτι της κάηκε ολοσχερώς και η περιουσία της χάθηκε και πήγε στην Τρίπολη για να είναι μαζί με τον Υψηλάντη.
Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία και όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο Ιωάννης Καποδίστριας τής απένειμε τιμητικά -μοναδική φορά σε γυναίκα- το αξίωμα της αντιστράτηγου επί τιμή και της παραχώρησε κατοικία στο Ναύπλιο.
Ο αρραβώνας της με τον Υψηλάντη προκάλεσε την αντίδραση πολλών πολιτικών, που διαισθάνθηκαν κίνδυνο, καθώς εκπροσωπούσαν δύο πανίσχυρες οικογένειες. Ο Ιωάννης Κωλέττης, από τους πλέον θορυβηθέντες, κατάφερε με διαδοχικές ραδιουργίες να παγιδεύσει το ζευγάρι και τελικά να διαλύσει τον αρραβώνα τους.
Απογοητευμένη η Μαντώ επέστρεψε στο Ναύπλιο, όπου ζούσε σε κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας.
Μετά τον θάνατο του Υψηλάντη, το 1832, και με νέες ενέργειες του Κωλέττη εκδιώχθηκε από το Ναύπλιο. Οδηγήθηκε στη Μύκονο και μετακόμισε στην Πάρο. Πέθανε από τυφοειδή πυρετό τον Ιούλιο του 1840, μόνη, λησμονημένη και πάμπτωχη.
Η «Καταδρομέας του Αιγαίου»
Πολλοί της εποχής της την αποκαλούσαν «Κυρά των Θαλασσών». Αλλοι «Καταδρομέα του Αιγαίου». Ολοι, εντός της πραγματικότητας. Η Θρακιώτισσα καπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη προκαλούσε φόβο και τρόμο στους Τούρκους ναυτικούς.
Γεννήθηκε το 1783 στον Αίνο της Ανατολικής Θράκης. Ο πατέρας της ήταν γαιοκτήμονας. Το 1808 παντρεύτηκε τον καπετάνιο Χατζή-Αντώνη Βισβίζη, με τον οποίο απέκτησε πέντε παιδιά. Ο Βισβίζης ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Εύπορος, είχε στην κατοχή του το πλοίο «Καλομοίρα», ένα μπρίκι χτισμένο στην Οδησσό, εξοπλισμένο με 16 κανόνια και επανδρωμένο με 140 ναύτες. Στις 23 Μαρτίου 1821 απέπλευσε για τον Αγώνα. Το πλοίο μετέφερε όπλα, πολεμοφόδια και αγωνιστές, όπως τον Εμμανουήλ Παπά, συμβάλλοντας στην εξέγερση στη Χαλκιδική. Αργότερα, η «Καλομοίρα» συμμετείχε σε ναυμαχίες σε Αθω, Λέσβο, Σάμο και νοτιότερα.
Δόμνα Βισβίζη
Στις 17 Ιουνίου 1822, ο Βισβίζης σκοτώθηκε στη ναυμαχία του Ευρίπου. Η Δόμνα τότε, παρότι έγκυος στο 5ο τους παιδί, ανέλαβε τον έλεγχο και συνέχισε τον πόλεμο, υποστηρίζοντας τις προσπάθειες των Υψηλάντη, Ανδρούτσου, Νικηταρά στην Αγία Μαρίνα Λαμίας για ανακοπή της προέλασης του Δράμαλη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έγραψε με ευγνωμοσύνη πώς σώθηκε αυτός και οι άνδρες του χάρη στην επέμβαση της Δόμνας με το πλοίο της. Εξοπλισμός, συντήρηση του πλοίου, διατροφή των ναυτών, απαίτησαν όλα της τα χρήματα.
Η ίδια δώρισε 46 ισπανικά τάλιρα για την απελευθέρωση της Χίου. Συνέχισε τον αγώνα της σε Ναύπλιο και Ερμούπολη, όπου εγκαταστάθηκε διαδοχικά με τα παιδιά της. Οταν όμως δυσκολεύτηκε πολύ οικονομικά, το κράτος, παρά τις εκκλήσεις για βοήθεια, της πρόσφερε μια ισχνή μηνιαία σύνταξη μόλις 30 δραχμών.
Σε έγγραφα των Ελληνικών Αρχείων αναφέρεται ότι τριγυρνούσε στερημένη, περιφρονημένη, άστεγη με τα παιδιά της, προστρέχοντας «εις το έλεος της σεβαστής επιτροπής της Ελλάδας ζητώντας βοήθεια», κρατώντας στα χέρια της τα διάφορα πιστοποιητικά που της είχαν χορηγήσει Υψηλάντης, Ανδρούτσος και άλλοι, βεβαιώνοντας τη δράση της. Στεκόταν στις ουρές των διαφόρων επιτροπών. Την περιγελούσαν ή την αμφισβητούσαν. Πέθανε το 1850 στον Πειραιά, πάμπτωχη. Πρόσφερε τα πάντα, εισέπραξε αδιαφορία και αγνωμοσύνη.
Μόλις το 2005, η προτομή της τοποθετήθηκε δίπλα στους άλλους Ηρωες της Επανάστασης στο Πεδίον του Αρεως.
Η γυναίκα-κατάσκοπος
Από τις ελάχιστες γυναίκες που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία ήταν η Μαριγώ Ζαραφοπούλα, γεννημένη στα Ταταύλα. Καθώς η οικογένειά της διατηρούσε επαφές με σημαίνοντες Τούρκους αξιωματούχους, η Ζαραφοπούλα ανέλαβε το έργο της συλλογής πληροφοριών για τις κινήσεις επιτελών της Υψηλής Πύλης. Κοινώς, τον ρόλο της κατασκόπου. Οταν ο Ασημάκης Θεοδώρου πρόδωσε τα μυστικά της Εταιρείας στις οθωμανικές αρχές, ανέλαβε, χρησιμοποιώντας ακριβώς αυτές τις κρίσιμες γνωριμίες της, να μάθει λεπτομέρειες. Το κατάφερε.
Μαριγώ Ζαραφοπούλα
Παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, παρά τα βίαια επεισόδια που ξέσπασαν σε βάρος των Ελλήνων με την έναρξη της Επανάστασης. Διέσωσε πολλούς ομήρους και παραλίγο να φυλακιστεί η ίδια. Εγινε στενή συνεργάτης των Περραιβού, Παπαφλέσσα, Χρυσοσπάθη και Αγαλλόπουλου, έδωσε πολλές φορές χρήματα στην «Εφορία της Πόλης», πέτυχε τη δραπέτευση των αιχμαλώτων γιων του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Αντεξε ακόμη και τον αποκεφαλισμό του αδερφού της στις 23 Απριλίου 1821.
Διέφυγε αργότερα στην Υδρα και διέθεσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τις ανάγκες της Επανάστασης, την περίθαλψη τραυματιών και ασθενών και την αγορά πολεμοφοδίων και τροφίμων.
Τη δράση της πιστοποίησαν πολλοί γνωστοί οπλαρχηγοί. Συνέχισε τη δράση της μέχρι την απελευθέρωση, χάνοντας παράλληλα, όμως, ολοκληρωτικά την περιουσία της, μένοντας μόνη, χήρα με δύο ανήλικα παιδιά. Οι στερήσεις και οι ταλαιπωρίες την γονάτισαν, αλλά ακόμη περισσότερο η αναλγησία του κράτους.
Ζήτησε το 1865 μια μικρή βοήθεια-σύνταξη από την Εξεταστική επί του Ιερού Αγώνος Επιτροπή, αλλά ουδέν έλαβε. Παρότι προσκόμισε τέσσερα πιστοποιητικά των Κολοκοτρώνη, Χατζηχρήστου, Νικηταρά που βεβαίωναν τη δράση της. Πέθανε άπορη το ίδιο έτος.
Η «Πρωτομάνα των Φιλικών»
Η Ελισάβετ Υψηλάντη, μητέρα των Υψηλάντηδων, η οποία αποκαλούνταν και «Πρωτομάνα των Φιλικών», πρωτοστάτησε στην οργάνωση και χρηματοδότηση της Επανάστασης. Καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια Βακαρέσκου της Μολδαβίας και γεννήθηκε στο Ιάσιο το 1770. Δεύτερη σύζυγος του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Κωνσταντίνου Υψηλάντη. Απέκτησε 7 παιδιά, εκ των οποίων οι τρεις πρώτοι γιοι, Αλέξανδρος, Δημήτριος, Νικόλαος, έγιναν Φιλικοί.
Ελισάβετ Υψηλάντη
Με το πρόσχημα φιλολογικών συζητήσεων, οργάνωσε τις προκαταρκτικές συναντήσεις προσωπικοτήτων της εποχής στα σαλόνια της, που οδήγησαν στη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας. Εκεί οι Φιλικοί, στις 16 Φεβρουαρίου 1821, όρισαν την έναρξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία και συνέταξαν τη διακήρυξη. Τότε ο Αλέξανδρος της ζήτησε να θυσιάσει το κτήμα της Κοζνίτσας για τη σωτηρία της πατρίδας. Η ίδια δάκρυσε και είπε: «Εγώ προσφέρω εσάς, παιδιά μου, και θα λυπηθώ τα δύο εκατομμύρια ρούβλια;». Τότε ο Αλέξανδρος, συγκινημένος, είπε στους υπόλοιπους Φιλικούς: «Γράψτε στο τέλος της διακήρυξης “φιλώ το χέρι της μητρός μου”». Υπέγραψε την προκήρυξη και κήρυξε την Επανάσταση στο Ιάσιο στις 21 Φεβρουαρίου.
Είχε προηγηθεί ο χαμός του συζύγου της το 1816 και η δήμευση μεγάλου μέρους της οικογενειακής περιουσίας από τον σουλτάνο. Η Ελισάβετ υπήρξε από τους μεγαλύτερους χορηγούς του Αγώνα, προσφέροντας και το υπόλοιπο της περιουσίας της, χρήματα, κοσμήματα και οικογενειακά κειμήλια. Περιήλθε, βέβαια, σε μεγάλη ένδεια. Πέθανε στην Οδησσό στις 2 Οκτωβρίου 1866.
Η ιστορία της «Ψωροκώσταινας»
Μια άλλη γυναίκα βοήθησε με τις όποιες οικονομικές της δυνάμεις την Επανάσταση και κατέληξε το παρατσούκλι της να ταυτίζεται με μια Ελλάδα φτωχή, που βασίζεται όχι στη σωστή οργάνωση και διαχείριση των εσόδων της, αλλά στην εθελοντική συνδρομή και προσπάθεια των κατοίκων της. Ηταν η Πανωραία Χατζηκώστα ή Χατζηκώσταινα, γνωστή με το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα ή Ψαροκώσταινα», απ’ όπου και προέκυψε ο πασίγνωστος όρος.
Πανωραία Χατζηκώστα/ «Ψωροκώσταινα»
Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια των Κυδωνιών (Αϊβαλί) και κατέφυγε στο Ναύπλιο στις 2 Ιουνίου 1821, λίγο μετά την καταστροφή της πόλης από τον τουρκικό στρατό. Τότε έχασε τον σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά τους.
Σύμφωνα με ιστορική έρευνα, δημοσιευμένη στο περιοδικό «Κυδωνιατικός Αστέρας» του Ευάγγελου Δαδιώτη, μέλους της διοίκησης του προσφυγικού σωματείου Ενωση Κυδωνιατών, η Χατζηκώστα στο Ναύπλιο έθεσε υπό την προστασία της σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι ορφανά παιδιά που είχαν συρρεύσει στην πόλη. Για να τα θρέψει αναγκάστηκε να γυρνάει από σπίτι σε σπίτι και ουσιαστικά να ζητιανεύει.
Οταν το 1826, ο Ιμπραήμ πολιορκούσε το Μεσολόγγι, στην πλατεία του Ναυπλίου πραγματοποιήθηκε έρανος για υποστήριξη των πολιορκημένων. «Ποιος έρανος όμως και από ποιους; Μάταια ζητούσαν από τον πολύπαθο λαό να βάλει το χέρι στην τσέπη. Δεν είχε απομείνει τίποτα. Τότε, μέσα από τον κόσμο ξεπρόβαλε η Πανωραία Χατζηκώστα. “Δεν έχω τίποτε άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι, αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι”, είπε στην ερανική επιτροπή», αναφέρει ο Δαδιώτης.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος λέγεται πως παρομοίασε το νεοελληνικό κράτος με την «Ψωροκώσταινα». Ο συσχετισμός αυτός παρέμεινε. Η Αϊβαλιώτισσα αρχόντισσα, που ζητιάνευε για να ταΐσει τα ορφανά παιδιά του Αγώνα στο Ναύπλιο, η γυναίκα της απόλυτης ανέχειας που πρόσφερε τα πάντα στον Αγώνα έγινε το προσωνύμιο του νέου ελληνικού κράτους: ως κράτος φτωχό, που βασίζεται στον εθελοντισμό των κατοίκων του παρά στην οργάνωση και τη διαχείριση των οικονομικών του.
Η κόρη του μάρτυρα Δασκαλογιάννη
Η Μαρία Δασκαλογιάννη ήταν κόρη του Ιωάννη Δασκαλογιάννη, ηγέτη των επαναστατών στα Σφακιά κατά την Επανάσταση του 1770, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους μετά τη μάχη της Ανώπολης, στις 17 Ιουνίου 1771. Η ίδια πιάστηκε τότε αιχμάλωτη. Παραδόθηκε στον αρχιλογιστή της τουρκικής διοίκησης Αμπλού Χαμέτ. Εκείνος, πλούσιος, ήπιος χαρακτήρας και ανοιχτόμυαλος για την εποχή του, την παντρεύτηκε, μάλιστα χωρίς να την υποχρεώσει να αλλαξοπιστήσει. Απέκτησαν δύο αγόρια και αργότερα πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Εζησε κοντά του αρχοντικά, έχοντας μετατρέψει ένα δωμάτιο σε κρυφό εκκλησάκι.
Μαρία Δασκαλογιάννη
Το 1816 ο Αχμέτ πέθανε και λίγο αργότερα και τα δύο παιδιά. Οταν ξέσπασε η Επανάσταση, η Μαρία έφυγε κρυφά, ντυμένη καλογριά, βρίσκοντας ένα εμπορικό μπρίκι με καπετάνιο Κρητικό, ο οποίος αποδείχτηκε ότι ήταν ανιψιός της. Προορισμός της η Τήνος. Πρόσφερε σχεδόν όλα τα χρήματά της για να αγοράσει ο ανιψιός της ένα πολεμικό μπρίκι και να ενισχύσει τον Αγώνα. Ανέθεσε στον πρώην υπηρέτη της, στα Κούντουρα Μεγάρων, να στρατολογήσει, με δικά της έξοδα, 20 άνδρες και να τους στείλει στη Σάμο για να ενωθούν με την ομάδα του ανιψιού της και όλοι μαζί να πάνε στην Κρήτη. Εγινε μοναχή και όση περιουσία τής απέμεινε, καθώς δεν απέκτησε παιδιά, την άφησε στην Ευαγγελίστρια της Τήνου. Πέθανε το 1823.
Ανοιξιάτικες επιλογές ένδυσης και υπόδησης, για εμφανίσεις που συνδυάζουν τη χαλαρότητα του casual με το athleisure και που σου επιτρέπουν να αναβαθμίσεις το στυλ σου, χωρίς καμία προσπάθεια.
Με έμφαση στη συνεργασία, στη δύναμη που παίρνουμε ο ένας από τον άλλο και στην απόλυτη ισορροπία του ανθρώπου με τη φύση, το φυσικό μεταλλικό νερό Βίκος τιμά την Παγκόσμια Ημέρα Νερού και μας θυμίζει ότι είναι το μέλλον της ανθρωπότητας.
Πίσω από κάθε επιτυχημένη επιχείρηση (brand, οργανισμό) βρίσκονται άνθρωποι που όχι μόνον ενδιαφέρονται για τη δουλειά τους, αλλά και για τον πλανήτη, την κοινωνία, τον διπλανό τους και νιώθουν υπερηφάνεια που προσφέρουν εθελοντικά ένα κομμάτι του εαυτού τους. Αυτοί είναι οι efooders!