«Η Ελλάδα μού έδωσε μια καινούρια ζωή»
19.10.2012
08:05
Ο Βορειοϊρλανδός τερματοφύλακας του Ολυμπιακού βρήκε στη χώρα μας την ευκαιρία να επανεκκινήσει την καριέρα
αλλά και τη ζωή του. Κόντρα στο γενικευμένο ρεύμα των επικρίσεων εις βάρος της Ελλάδας, o Ρόι Κάρολ ζητωκραυγάζει: «I love Greece!»
Προτού δέσει στο λιμάνι του Ολυμπιακού ο Ρόι Κάρολ είχε προλάβει να περάσει πολλά, τόσο στην καριέρα όσο και τη ζωή του: ξεκίνησε από ένα μικρό χωριό στη Βόρεια Ιρλανδία, στα 17 του έγινε επαγγελματίας στην Αγγλία και στα 23 του είχε ήδη συμβόλαιο με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ωστόσο, γύρισε την πλάτη του στους Κόκκινους Διαβόλους, ακολούθησε τη δική του πορεία στα βρετανικά γήπεδα, τραυματίστηκε σοβαρά στη μέση, έπαθε κατάθλιψη και κύλησε στο αλκοόλ. Οταν όλοι πίστευαν ότι έχει ξοφλήσει, ο Ρόι Κάρολ είπε: «Οχι ακόμη». Εκοψε το ποτό, αγάπησε ξανά τη ζωή και τον εαυτό του, λάτρεψε ξανά το ποδόσφαιρο. Στα αγγλικά ο όρος που ταιριάζει σε ανθρώπους με τη διαδρομή του Ρόι είναι «comeback heroes», δηλαδή άτομα που ενώ βρίσκονται ακριβώς στο χείλος της αβύσσου, την τελευταία στιγμή κάνουν αναστροφή και επιστρέφουν στη δόξα. Ειδικά όμως για τον 35χρονο Βορειοϊρλανδό η επάνοδος στη ζωή συνδέεται με την Ελλάδα. Οπως επαναλαμβάνει με ενθουσιασμό σε κάθε ευκαιρία ο ίδιος, ο Ρόι Κάρολ ξαναγεννήθηκε στην Ελλάδα.
- Σε συνεντεύξεις σου σε ΜΜΕ του εξωτερικού επαινείς μονίμως τη χώρα μας, κι αυτό είναι μάλλον ασυνήθιστο για έναν ξένο που ζει στη σημερινή Ελλάδα. Απλώς είμαι ευτυχισμένος που βρίσκομαι εδώ, σε έναν τόπο όπου οι φίλαθλοι είναι τόσο παθιασμένοι με το ποδόσφαιρο. Αμέσως ένιωσα ότι εδώ είναι το σπίτι μου, οι άνθρωποι με αγκάλιασαν, καθημερινά συναντώ αγνώστους που με χαιρετούν και θέλουν να μου μιλήσουν - και ας μην είναι όλοι τους οπαδοί του Ολυμπιακού. Η ομάδα είναι εξαιρετική, οι εγκαταστάσεις είναι κορυφαίες και όλα τα στελέχη μού φέρονται άψογα. Τι άλλο μπορεί να ζητήσει ένας ποδοσφαιριστής για να είναι ευχαριστημένος;
- Πόσο δύσκολο ήταν για την οικογένειά σου να προσαρμοστεί στον ελληνικό τρόπο ζωής; Τους πρώτους 7-8 μήνες τα παιδιά γκρίνιαζαν, έλεγαν συνέχεια: «Μπαμπά, θέλουμε να γυρίσουμε στην Αγγλία». Και δεν είναι τόσο μικρά ώστε να ξεκινήσουν από την αρχή: ο γιος μου είναι 13 και η κόρη μου 9 ετών. Τώρα πια, όμως, έχουν αποκτήσει φίλους εδώ, πηγαίνουν σε ένα πολύ καλό αγγλόφωνο σχολείο -εξάλλου πηγαίνουμε συχνά στη Βρετανία, για διακοπές κ.λπ. Αυτό που δεν έχουν συνηθίσει είναι το ελληνικό φαγητό, αλλά το αντιμετωπίζουμε κι αυτό καταφεύγοντας στη λύση του fast food.
- Εάν τα παιδιά σου δυσκολεύονταν υπερβολικά, θα έφευγες από την Ελλάδα; Το πιο δύσκολο για έναν ποδοσφαιριστή πώς θα βρει τρόπο ώστε η οικογένειά του να μένει ευχαριστημένη. Ο δικός μου χρόνος γεμίζει, έχω το πρόγραμμα των προπονήσεων, τους συμπαίκτες κ.λπ. Η πραγματική ηρωίδα είναι η σύζυγός μου, η οποία είναι αναγκασμένη να μένει στο σπίτι, να φροντίζει τα παιδιά και όλα τα υπόλοιπα της καθημερινής μας ζωής. Παρόλο που ο κόσμος δεν βλέπει και δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτή την πλευρά, είναι η πλέον κρίσιμη. Για μένα η οικογένεια είναι η προτεραιότητα. Το συμβόλαιό μου με τον Ολυμπιακό τελειώνει το επόμενο καλοκαίρι, σίγουρα όμως θα ήθελα να παραμείνω στην ομάδα και την Ελλάδα και πέρα από αυτό. Τα παιδιά έχουν τον πρώτο λόγο και εάν επιμένουν ότι τους λείπει η Βρετανία, θα πρέπει να πάρουμε κάποιες μεγάλες αποφάσεις. Προς το παρόν, ο γιος μου τουλάχιστον, λέει ότι «αφού ο μπαμπάς είναι ευχαριστημένος, όλοι είμαστε ευχαριστημένοι».
- Σε συνεντεύξεις σου σε ΜΜΕ του εξωτερικού επαινείς μονίμως τη χώρα μας, κι αυτό είναι μάλλον ασυνήθιστο για έναν ξένο που ζει στη σημερινή Ελλάδα. Απλώς είμαι ευτυχισμένος που βρίσκομαι εδώ, σε έναν τόπο όπου οι φίλαθλοι είναι τόσο παθιασμένοι με το ποδόσφαιρο. Αμέσως ένιωσα ότι εδώ είναι το σπίτι μου, οι άνθρωποι με αγκάλιασαν, καθημερινά συναντώ αγνώστους που με χαιρετούν και θέλουν να μου μιλήσουν - και ας μην είναι όλοι τους οπαδοί του Ολυμπιακού. Η ομάδα είναι εξαιρετική, οι εγκαταστάσεις είναι κορυφαίες και όλα τα στελέχη μού φέρονται άψογα. Τι άλλο μπορεί να ζητήσει ένας ποδοσφαιριστής για να είναι ευχαριστημένος;
- Πόσο δύσκολο ήταν για την οικογένειά σου να προσαρμοστεί στον ελληνικό τρόπο ζωής; Τους πρώτους 7-8 μήνες τα παιδιά γκρίνιαζαν, έλεγαν συνέχεια: «Μπαμπά, θέλουμε να γυρίσουμε στην Αγγλία». Και δεν είναι τόσο μικρά ώστε να ξεκινήσουν από την αρχή: ο γιος μου είναι 13 και η κόρη μου 9 ετών. Τώρα πια, όμως, έχουν αποκτήσει φίλους εδώ, πηγαίνουν σε ένα πολύ καλό αγγλόφωνο σχολείο -εξάλλου πηγαίνουμε συχνά στη Βρετανία, για διακοπές κ.λπ. Αυτό που δεν έχουν συνηθίσει είναι το ελληνικό φαγητό, αλλά το αντιμετωπίζουμε κι αυτό καταφεύγοντας στη λύση του fast food.
- Εάν τα παιδιά σου δυσκολεύονταν υπερβολικά, θα έφευγες από την Ελλάδα; Το πιο δύσκολο για έναν ποδοσφαιριστή πώς θα βρει τρόπο ώστε η οικογένειά του να μένει ευχαριστημένη. Ο δικός μου χρόνος γεμίζει, έχω το πρόγραμμα των προπονήσεων, τους συμπαίκτες κ.λπ. Η πραγματική ηρωίδα είναι η σύζυγός μου, η οποία είναι αναγκασμένη να μένει στο σπίτι, να φροντίζει τα παιδιά και όλα τα υπόλοιπα της καθημερινής μας ζωής. Παρόλο που ο κόσμος δεν βλέπει και δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτή την πλευρά, είναι η πλέον κρίσιμη. Για μένα η οικογένεια είναι η προτεραιότητα. Το συμβόλαιό μου με τον Ολυμπιακό τελειώνει το επόμενο καλοκαίρι, σίγουρα όμως θα ήθελα να παραμείνω στην ομάδα και την Ελλάδα και πέρα από αυτό. Τα παιδιά έχουν τον πρώτο λόγο και εάν επιμένουν ότι τους λείπει η Βρετανία, θα πρέπει να πάρουμε κάποιες μεγάλες αποφάσεις. Προς το παρόν, ο γιος μου τουλάχιστον, λέει ότι «αφού ο μπαμπάς είναι ευχαριστημένος, όλοι είμαστε ευχαριστημένοι».
- Στην Ελλάδα ήρθες για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2011, στον ΟΦΗ, ενώ προηγουμένως έπαιζες στη Δανία. Η διαφορά ήταν αυτό που ονομάζουμε «πολιτισμικό σοκ;» Σε ό,τι αφορά το κλίμα, ναι, η Δανία είναι μια πολύ κρύα χώρα. Και το ποδόσφαιρο, όμως, είναι διαφορετικό. Για παράδειγμα, οι μπάλες που χρησιμοποιούνται εκεί είναι δύο-τριών διαφορετικών τύπων, ενώ στη Βρετανία είναι η ίδια για όλη τη σεζόν. Οι ομάδες που κάνουν πρωταθλητισμό στην Ελλάδα έχουν 7-8 πολύ καλούς παίκτες στη σύνθεσή τους, ενώ στη Δανία είναι το πολύ ένας ή δύο. Πάντως, το βασικό μου πρόβλημα ήταν προσωπικό: εκεί ζούσα μόνος, χωρίς την οικογένειά μου που είχε μείνει πίσω στην Αγγλία. Το μόνο που σκεπτόμουν όλη την ώρα ήταν το πότε θα πάω να τους δω. Δεν ήταν σωστό ούτε για μένα ούτε για την ομάδα.
- Πώς φαίνεται το ελληνικό πρωτάθλημα σε έναν παίκτη με τη δική σου σταδιοδρομία, δεδομένου ότι έχεις αγωνιστεί σε ομάδες της Premier League και, πάνω απ’ όλα, στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ; Παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν αρκετές ομάδες, το επίπεδο του ελληνικού πρωταθλήματος είναι υψηλό. Υπάρχουν πολλοί ποιοτικοί Ελληνες παίκτες, κι αυτό φαίνεται στην Εθνική. Στο ποδόσφαιρο τα πράγματα είναι ρευστά και το στοίχημα είναι πάντα να αποδίδεις το 100% των δυνατοτήτων σου σε κάθε αγώνα.
- Τότε γιατί οι ελληνικές ομάδες, παραδοσιακά, δεν διακρίνονται στην Ευρώπη; Αυτό δεν είναι απόλυτο, διότι υπάρχει και ο παράγοντας τύχη. Για παράδειγμα, πέρυσι ο Ολυμπιακός έμεινε εκτός Τσάμπιονς Λιγκ λόγω αρνητικής διαφοράς τερμάτων. Ωστόσο, στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις δεν έχεις το περιθώριο να χάνεις ευκαιρίες, δεν μπορείς να χαλαρώσεις ούτε για μία στιγμή. Και πρέπει να βελτιώνεσαι διαρκώς, να δουλεύεις σκληρά στις προπονήσεις και να μη σταματάς να μαθαίνεις. Είμαι 35 ετών, παίζω επαγγελματικά σχεδόν είκοσι χρόνια και θεωρώ ότι έχω πολλά να διδαχθώ ακόμη. Αυτό είναι κάτι που έμαθα από τον Ρόι Κιν στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Σιχαινόταν την ήττα και δούλευε σαν σκυλί στις προπονήσεις για να είναι όσο καλύτερα προετοιμασμένος γινόταν. Το ίδιο έκαναν όλοι οι μεγάλοι παίκτες, ο Ράιαν Γκιγκς, ο Πολ Σκόουλς, ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, ο Κριστιάνο Ρονάλντο.
- Υπάρχει κάποιο στοιχείο που ξεχωρίζει τους σταρ από τους κοινούς ποδοσφαιριστές; Ο Ρονάλντο όταν ήρθε στη Μάντσεστερ ήταν παιδί. Κι όμως, δεν είπε ποτέ «τα ξέρω όλα, είμαι μεγάλος παίκτης». Δούλεψε σκληρά, άκουγε, μάθαινε από τον προπονητή και βελτιωνόταν διαρκώς. Μυστικό για την επιτυχία δεν υπάρχει - αν και στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αυτό δεν ισχύει απόλυτα γιατί υπάρχει ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον.
- Δεν σε εντυπωσίασαν ο Ρονάλντο και ο Μπέκαμ, υποκλίνεσαι όμως στον Φέργκιουσον; Βέβαια. Ο σερ Αλεξ με έχει επηρεάσει πολύ. Παρατηρούσα πώς χειριζόταν την ομάδα, πώς μιλούσε στους παίκτες, πώς φερόταν. Σέβομαι απόλυτα τη δουλειά του προπονητή γενικά, καθώς είναι απίστευτα δύσκολο να ικανοποιήσεις 26 παίκτες που θέλουν όλοι να παίξουν αν και διαθέσιμες είναι μόνο 11 θέσεις. Ο Φέργκιουσον ήταν απόλυτα δίκαιος και αντιμετώπιζε ακόμη και τον πιο νέο και άπειρο παίκτη ακριβώς όπως και τους σταρ της ομάδας.
- Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή στην καριέρα σου; Θα έλεγα η περίοδος του τραυματισμού μου στη μέση. Τότε έπαιζα στη Γουέστ Χαμ και χρειάστηκε να μείνω έξι μήνες εκτός γηπέδων. Εκανα εγχείριση, έπρεπε να μείνω για καιρό ξαπλωμένος και σε ακινησία, δεν ήξερα εάν θα μπορούσα να παίξω ξανά ποδόσφαιρο - δεν ήμουν καν σε θέση να παίξω με τα παιδιά μου. Επαθα κατάθλιψη.
- Ηταν τότε που άρχισες να πίνεις; Ναι. Μπήκα σε έναν φαύλο κύκλο. Μεθούσα για να ξεχάσω, όταν όμως ήμουν ξεμέθυστος οι μαύρες σκέψεις με συνέθλιβαν με δεκαπλάσια δύναμη. Κι έπινα ακόμη πιο πολύ. Δεν ενδιαφερόμουν για την οικογένειά μου, δεν με ένοιαζε τίποτα. Για δύο χρόνια είχα γίνει αλκοολικός. Και οι αλκοολικοί δεν νοιάζονται για τίποτα, μόνο για τον εαυτό τους.
- Σήμερα λες ότι συμπληρώνεις 15 μήνες μακριά από το ποτό. Πώς κατάφερες να απεξαρτηθείς; Αυτή που με έσωσε ήταν η γυναίκα μου. Η ζωή μου δεν πήγαινε πουθενά, δεν ξέρω πού θα είχα καταλήξει εάν δεν έκοβα το ποτό. Δεν αποκλείεται καθόλου να είχα πεθάνει. Η σύζυγός μου με κράτησε από την αυτοκαταστροφή, στάθηκε δίπλα μου και με στήριξε όπως κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να κάνει. Αντεξε. Τη διαφορά την έκανε εκείνη, όχι η κλινική απεξάρτησης στην οποία πήγα για μερικές ημέρες. Η γυναίκα μου ήταν αυτή που μου έδειξε ότι έχω τη δύναμη να ξεφύγω από το αλκοόλ. Πλέον, όμως, είμαι καθαρός και πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Γιατί έχω βρει ξανά την αγάπη για τη ζωή, για τον εαυτό μου - και νιώθω τυχερός που είμαι σε θέση να παίζω επαγγελματικά ποδόσφαιρο.
- Δεν νιώθεις υπερήφανος που τα κατάφερες; Οχι, γιατί το λάθος ήταν δικό μου εξαρχής. Περήφανος είμαι μόνο για τη σύζυγό μου. Και παραμένω άτομο επιρρεπές στις εξαρτήσεις: την οικογένειά μου και το ποδόσφαιρο.
- Εχεις δηλώσει ότι στην Ελλάδα βρήκες μια καινούρια ζωή. Τι σημαίνει αυτό; Οταν με κάλεσαν να παίξω στον ΟΦΗ ήμουν άνεργος επί οκτώ μήνες, καθώς είχα φύγει από την Οντένσε και τη Δανία ελπίζοντας ότι κάποια βρετανική ομάδα θα έδειχνε ενδιαφέρον για εμένα. Εκανα λάθος διότι το πρωτάθλημα είχε ήδη ξεκινήσει και οι θέσεις των τερματοφυλάκων ήταν ήδη κατειλημμένες. Νόμιζα ότι είχα τελειώσει, ότι θα έπρεπε να γίνω προπονητής πια, ενώ ήμουν μόλις 33 ετών, στην ηλικία δηλαδή που συνήθως οι τερματοφύλακες ωριμάζουν. Επαιξα για πέντε μήνες στον ΟΦΗ και ξαφνικά ήρθε η πρόταση από τον Ολυμπιακό. Ενιωσα και πάλι 16 χρόνων, με άσβεστη δίψα για ποδόσφαιρο, καιγόμουν να παίξω και να τα δώσω όλα. Βρήκα ξανά τον εαυτό μου. Δεν ήθελα να βγαίνω από το γήπεδο. Χάρη στην Ελλάδα, που μου έδωσε την ευκαιρία να επανέλθω, σήμερα παίζω ξανά στην εθνική ομάδα της πατρίδας μου, ύστερα από έξι χρόνια απουσίας.
- Και για το μέλλον τι σκέφτεσαι; Θέλω να παίξω σε όσο το δυνατόν περισσότερα ματς με τον Ολυμπιακό και όσο το δυνατόν καλύτερα. Πιστεύω ότι έχω μπροστά μου τουλάχιστον τέσσερα χρόνια υψηλής απόδοσης. Και παρόλο που δεν σκέφτομαι τι θα γίνει στο μέλλον, εάν γίνω προπονητής, θα ήθελα να δουλέψω στην Ελλάδα. Για να ανταποδώσω στους Ελληνες κατά κάποιον τρόπο το υπέροχο δώρο που μου έκαναν.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr