Ο εμφύλιος στην αυτοκρατορία και το παλάτι στη Φιλοθέη
01.11.2012
08:53
Το μεγαλειώδες οίκημα της οικογένειας Τσαντίλη στη Φιλοθέη είναι πλέον κλειστό. Εντελώς απεριποίητο και παρατημένο, με κάποιες «ρυτίδες» στον σοβά να μαρτυρούν την ερήμωσή του, ελάχιστα επαινετική μάλιστα για τις δόξες που έζησε στο παρελθόν. Κανείς δεν μένει πια εκεί, κανείς δεν το επισκέπτεται. Απλά και πεζά το διεκδικούν τουλάχιστον έξι τράπεζες και θεωρείται ότι θα βγει σε πλειστηριασμό τον Ιανουάριο του 2013.
Το μεγαλειώδες οίκημα της οικογένειας Τσαντίλη στη Φιλοθέη είναι πλέον κλειστό. Εντελώς απεριποίητο και παρατημένο, με κάποιες «ρυτίδες» στον σοβά να μαρτυρούν την ερήμωσή του, ελάχιστα επαινετική μάλιστα για τις δόξες που έζησε στο παρελθόν. Κανείς δεν μένει πια εκεί, κανείς δεν το επισκέπτεται. Απλά και πεζά το διεκδικούν τουλάχιστον έξι τράπεζες και θεωρείται ότι θα βγει σε πλειστηριασμό τον Ιανουάριο του 2013. Κι όμως, αυτή η αχανής κατοικία, που απλώνεται σε περισσότερα από 1.500 τ.μ. μέσα σε 2 στρέμματα οικοπέδου, μετατράπηκε αρκετές φορές σε σκηνή όπου εκτυλίχτηκαν με θεατρική λάμψη μερικά από τα μυθικότερα πάρτι της κοσμικής Αθήνας των τελευταίων δεκαετιών. Κάπου ανάμεσα στις κατοικίες των οικογενειών Θεοχαράκη, Καίσαρη και Μάτσα, η βίλα του Τάκη Τσαντίλη, χτισμένη με μεράκι και πολλή αγάπη από τον ιδιοκτήτη της, φιλοξένησε κατά καιρούς πολλούς γνωστούς επιχειρηματίες, εφοπλιστές, προσωπικότητες της μόδας και της τέχνης, που γνώρισαν από κοντά τη γαλαντομία του οικοδεσπότη. Ακριβοδίκαιος άνθρωπος ο επιχειρηματίας που έκανε την εταιρεία του θρυλικό σημείο αναφοράς των επώνυμων Αθηναίων, δεν λειτούργησε ποτέ του επιπόλαια και συγκυριακά. Λίγο προτού αποβιώσει, το 1993, μοίρασε την περιουσία του στους διαδόχους του, Αλέξη, Ιωάννη και Δημήτρη. Ωστόσο η μοιρασιά αυτή έγινε η αιτία να οδηγηθούν τα τρία αδέλφια σε μια σφοδρή ενδοοικογενειακή σύγκρουση, η οποία στον κοινωνικό τους περίγυρο αποκαλείται «ο πόλεμος των Τσαντίληδων». Τώρα πλέον τα αδέλφια μιλούν μόνο μέσω δικηγόρων, συσκοτίζοντας σχεδόν με τις αντιδικίες τους τον λαμπρό εμπορικό μύθο μια επιχείρησης 100 περίπου χρόνων.
Το χτίσιμο μιας αυτοκρατορίας
Οταν στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Γιάννης Τσαντίλης, με καταγωγή από την Ισαρη, ένα γραφικό χωριουδάκι της Αρκαδίας, έκανε το πρώτο του τολμηρό βήμα στον εμπορικό κόσμο των Αθηνών, τίποτα δεν προμήνυε ότι το όνομά του θα γινόταν ταυτόσημο της γυναικείας κομψότητας. Ανοίγοντας το 1919 ένα κατάστημα υφασμάτων στη γωνία Αιόλου 20 και Μητροπόλεως γίνεται αμέσως γνωστός για την ποιότητα των εμπορευμάτων του, τα οποία καταφτάνουν από τις αγορές του εξωτερικού. Περίτεχνα υφαντά, αστραφτεροί αλατζάδες και ποπλίνες προσελκύουν πελατεία από όλη τη χώρα, ενώ οι ενημερωμένες κυρίες της εποχής του Μεσοπολέμου δίνουν εκεί τα ραντεβού τους για να επιλέξουν κάποιο από τα μοναδικά υφάσματα της συλλογής του. Με τα χρόνια τα ηνία της επιχείρησης αναλαμβάνει ο γιος της οικογένειας, Τάκης, ο οποίος με τη βοήθεια της αδελφής του διευρύνει τους εμπορικούς ορίζοντες της επιχείρησης. Η καθημερινότητα του καταστήματος αποκτά άρωμα θεάτρου, καθώς καλλιτέχνες και άνθρωποι του «σανιδιού» συρρέουν εκεί, κατεβάζοντας από τα ράφια τα τόπια υφάσματος και επιλέγοντας ανάμεσα στην ποιότητα και τους άπειρους χρωματισμούς τα κοστούμια των θεατρικών πρωταγωνιστών της περιόδου εκείνης. Με υλικά της συγκεκριμένης φίρμας κατασκευάζονται και τα σκηνικά πολλών σημαντικών παραστάσεων. Το μυστικό της επιτυχίας συνοψίζεται στους πολύ ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς, γεγονός που δίνει την απαραίτητη ώθηση στην επιχείρηση να επεκτείνει τη δραστηριότητά της και στον χώρο του έτοιμου ενδύματος. Οι τρεις γιοι του Τάκη Τσαντίλη κυριολεκτικά μεγαλώνουν στους χώρους του καταστήματος επί της Αιόλου και Μητροπόλεως. Ανεβαίνουν την ξύλινη περιστρεφόμενη σκάλα κουβαλώντας στα παιδικά μπράτσα τους τα τόπια με τα διαλεχτά υφαντά, βρέχουν με νερό τα σανίδια του πατώματος για να μη σηκώνεται η σκόνη, τυλίγουν με άσπρο χαρτί τα υφάσματα των πελατών, μια και οι πλαστικές τσάντες δεν είχαν κάνει ακόμα την εμφάνισή τους και μετράνε το ύψος τους με τον παραδοσιακό ξύλινο πήχη που έκοβαν τις παραγγελίες των μεταξωτών υφασμάτων.
Η συμβουλή του πατέρα
Ανελλιπώς ο πατέρας τους έγραφε κάθε βράδυ κάτω ακριβώς από τις εισπράξεις της ημέρας «ο Θεός να μας έχει καλά», ενώ δεν παρέλειπε να συμβουλεύει τους γιους τους: «Ποτέ μη βάλετε χρήματα σε κάτι που δεν κατέχετε». Και όλα πήγαιναν ρολόι, χωρίς σημάδια κόπωσης ή έλλειψη προθυμίας. Επαγγελματισμός, σύμπνοια και εργατικότητα μεγέθυναν με εντυπωσιακά βήματα την πορεία της οικογενειακής επιχείρησης. Το 1970, η εταιρεία μπαίνει δυναμικά στον χώρο του έτοιμου ενδύματος, η ανταπόκριση των πελατών είναι μεγάλη και σύντομα γίνεται συνώνυμη του επώνυμου ρούχου και της φινέτσας, με καταστήματα σε όλη την Αθήνα. Τα αδέλφια Τσαντίλη ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη για να φέρουν τις πιο φρέσκιες συλλογές από δυναμικές επώνυμες μάρκες, δίνοντας ευρύτερο χαρακτήρα στην αξιοπρεπή γυναικεία ένδυση που ξεπερνά τις «εγωιστικές» ενδυματολογικές επιλογές της υψηλής κοινωνίας και χαρίζοντας παράλληλα στον ελληνικό όμιλο έναν τόνο κυριαρχίας στον συγκεκριμένο τομέα. Ο διορατικός Τάκης Τσαντίλης ανοίγει το ένα κατάστημα μετά το άλλο στο κέντρο της Αθήνας, καθώς αντιλαμβάνεται ότι η διασπορά τρέφεται από τον διευρυμένο καταναλωτισμό της περιόδου, πιάνοντας μαζί με το μήνυμα των καιρών και πόστα που εξυπηρετούν την πιστή πελατεία του, η οποία μέρα με τη μέρα όσο πάει και μεγαλώνει. Σε αυτήν μάλιστα συμπεριλαμβάνονται οι πιο γνωστές προσωπικότητες της εποχής. Δεν είναι μόνο η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη και άλλες διάσημες πρωταγωνίστριες του κινηματογράφου και του θεάτρου, αλλά και σύζυγοι πολιτικών ηγετών καθώς και κυρίες επώνυμων επιχειρηματιών που συνωστίζονται στο μακρύ πελατολόγιο της εταιρείας.
Το χτίσιμο μιας αυτοκρατορίας
Οταν στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Γιάννης Τσαντίλης, με καταγωγή από την Ισαρη, ένα γραφικό χωριουδάκι της Αρκαδίας, έκανε το πρώτο του τολμηρό βήμα στον εμπορικό κόσμο των Αθηνών, τίποτα δεν προμήνυε ότι το όνομά του θα γινόταν ταυτόσημο της γυναικείας κομψότητας. Ανοίγοντας το 1919 ένα κατάστημα υφασμάτων στη γωνία Αιόλου 20 και Μητροπόλεως γίνεται αμέσως γνωστός για την ποιότητα των εμπορευμάτων του, τα οποία καταφτάνουν από τις αγορές του εξωτερικού. Περίτεχνα υφαντά, αστραφτεροί αλατζάδες και ποπλίνες προσελκύουν πελατεία από όλη τη χώρα, ενώ οι ενημερωμένες κυρίες της εποχής του Μεσοπολέμου δίνουν εκεί τα ραντεβού τους για να επιλέξουν κάποιο από τα μοναδικά υφάσματα της συλλογής του. Με τα χρόνια τα ηνία της επιχείρησης αναλαμβάνει ο γιος της οικογένειας, Τάκης, ο οποίος με τη βοήθεια της αδελφής του διευρύνει τους εμπορικούς ορίζοντες της επιχείρησης. Η καθημερινότητα του καταστήματος αποκτά άρωμα θεάτρου, καθώς καλλιτέχνες και άνθρωποι του «σανιδιού» συρρέουν εκεί, κατεβάζοντας από τα ράφια τα τόπια υφάσματος και επιλέγοντας ανάμεσα στην ποιότητα και τους άπειρους χρωματισμούς τα κοστούμια των θεατρικών πρωταγωνιστών της περιόδου εκείνης. Με υλικά της συγκεκριμένης φίρμας κατασκευάζονται και τα σκηνικά πολλών σημαντικών παραστάσεων. Το μυστικό της επιτυχίας συνοψίζεται στους πολύ ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς, γεγονός που δίνει την απαραίτητη ώθηση στην επιχείρηση να επεκτείνει τη δραστηριότητά της και στον χώρο του έτοιμου ενδύματος. Οι τρεις γιοι του Τάκη Τσαντίλη κυριολεκτικά μεγαλώνουν στους χώρους του καταστήματος επί της Αιόλου και Μητροπόλεως. Ανεβαίνουν την ξύλινη περιστρεφόμενη σκάλα κουβαλώντας στα παιδικά μπράτσα τους τα τόπια με τα διαλεχτά υφαντά, βρέχουν με νερό τα σανίδια του πατώματος για να μη σηκώνεται η σκόνη, τυλίγουν με άσπρο χαρτί τα υφάσματα των πελατών, μια και οι πλαστικές τσάντες δεν είχαν κάνει ακόμα την εμφάνισή τους και μετράνε το ύψος τους με τον παραδοσιακό ξύλινο πήχη που έκοβαν τις παραγγελίες των μεταξωτών υφασμάτων.
Η συμβουλή του πατέρα
Ανελλιπώς ο πατέρας τους έγραφε κάθε βράδυ κάτω ακριβώς από τις εισπράξεις της ημέρας «ο Θεός να μας έχει καλά», ενώ δεν παρέλειπε να συμβουλεύει τους γιους τους: «Ποτέ μη βάλετε χρήματα σε κάτι που δεν κατέχετε». Και όλα πήγαιναν ρολόι, χωρίς σημάδια κόπωσης ή έλλειψη προθυμίας. Επαγγελματισμός, σύμπνοια και εργατικότητα μεγέθυναν με εντυπωσιακά βήματα την πορεία της οικογενειακής επιχείρησης. Το 1970, η εταιρεία μπαίνει δυναμικά στον χώρο του έτοιμου ενδύματος, η ανταπόκριση των πελατών είναι μεγάλη και σύντομα γίνεται συνώνυμη του επώνυμου ρούχου και της φινέτσας, με καταστήματα σε όλη την Αθήνα. Τα αδέλφια Τσαντίλη ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη για να φέρουν τις πιο φρέσκιες συλλογές από δυναμικές επώνυμες μάρκες, δίνοντας ευρύτερο χαρακτήρα στην αξιοπρεπή γυναικεία ένδυση που ξεπερνά τις «εγωιστικές» ενδυματολογικές επιλογές της υψηλής κοινωνίας και χαρίζοντας παράλληλα στον ελληνικό όμιλο έναν τόνο κυριαρχίας στον συγκεκριμένο τομέα. Ο διορατικός Τάκης Τσαντίλης ανοίγει το ένα κατάστημα μετά το άλλο στο κέντρο της Αθήνας, καθώς αντιλαμβάνεται ότι η διασπορά τρέφεται από τον διευρυμένο καταναλωτισμό της περιόδου, πιάνοντας μαζί με το μήνυμα των καιρών και πόστα που εξυπηρετούν την πιστή πελατεία του, η οποία μέρα με τη μέρα όσο πάει και μεγαλώνει. Σε αυτήν μάλιστα συμπεριλαμβάνονται οι πιο γνωστές προσωπικότητες της εποχής. Δεν είναι μόνο η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη και άλλες διάσημες πρωταγωνίστριες του κινηματογράφου και του θεάτρου, αλλά και σύζυγοι πολιτικών ηγετών καθώς και κυρίες επώνυμων επιχειρηματιών που συνωστίζονται στο μακρύ πελατολόγιο της εταιρείας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr