Ο σύγχρονος Ζορμπάς

Θυμάμαι να πρωτοσυναντώ τον Γιώργο Χωραφά στο πρόσφατο ταξίδι μας, στις Βρυξέλλες, για την ταινία «Παπαδόπουλος & Υιοί» που προβλήθηκε στην καρδιά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ενώ στη διπλανή αίθουσα διακυβευόταν η επόμενη δόση της Ελλάδας

Θυμάμαι να πρωτοσυναντώ τον Γιώργο Χωραφά στο πρόσφατο ταξίδι μας, στις Βρυξέλλες, για την ταινία «Παπαδόπουλος & Υιοί» που προβλήθηκε στην καρδιά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ενώ στη διπλανή αίθουσα διακυβευόταν η επόμενη δόση της Ελλάδας. Δεν του είχα μιλήσει τότε. Προτίμησα να τον παρατηρώ από απόσταση καθώς χαιρετούσε εγκάρδια κοινούς θνητούς και πολιτικούς και σταματούσε για φωτογραφίες με άγνωστους γραβατωμένους υπαλλήλους του Κοινοβουλίου χωρίς ίχνος βεντετισμού. Μια ολόκληρη μέρα άυπνος και το χαμόγελο δεν «έσπαγε» από το πρόσωπό του. Αναρωτιόμουν τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει κάποιον ταυτόχρονα παθιασμένο Ελληνα και ευγενή Γάλλο - μια σχιζοφρενική ταυτότητα ακόμη και για έναν ηθοποιό. Η απάντηση ήρθε αυτόματα, το ίδιο βράδυ, στο δείπνο όταν γνώρισα τη μητέρα του. Ευγενής και αριστοκρατική, βγαλμένη θαρρείς από μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, με μια λογοτεχνική παρατήρηση για το καθετί, έναν λόγο ενθάρρυνσης για όλους εμάς που το έχουμε ανάγκη. Κομψή και ευθυτενής, μια γυναίκα που θυμίζει έντονα γιατί το όνομα Χωραφάς δεν είναι μονάχα ελληνικό αλλά αμιγώς κοσμοπολίτικο.



Τώρα όμως ο Γιώργος Χωραφάς, ο γόνος αυτής της κομψής και σπουδαίας γυναίκας και του γνωστού μαέστρου Δημήτρη Χωραφά, γίνεται ξαφνικά Σπύρος Παπαδόπουλος για τις ανάγκες της ομώνυμης ταινίας «Παπαδόπουλος & Yοί» (απέσπασε θερμή υποδοχή και το Βραβείο Κοινού στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης). Εκεί βλέπουμε τον Χωραφά να μπαίνει σε κουζίνες και να τηγανίζει fish & chips, ενώ μαθαίνει στον αδελφό του που χάνει τα πάντα εξαιτίας της κρίσης γιατί το ελληνικό ταμπεραμέντο δεν πεθαίνει ποτέ, ακόμη και στα δύσκολα. Ενας Ζορμπάς σε δύσκολους καιρούς που ξέρει να κρατάει ζωντανή την περηφάνια του, ακόμη κι όταν χαροπαλεύει, ένας ρόλος απ’ αυτούς που δεν μας έχει συνηθίσει ο διεθνής ηθοποιός - και ίσως από τους καλύτερους της καριέρας του. Τον ρωτάω τι είχε στο μυαλό του όταν ερμήνευε αυτόν τον αμετανόητο και παράφορο «Ελληνάρα»: «Είχα πολλά ταυτόχρονα, από την εικόνα του κλασικού Ανατολίτη έως τους σύγχρονους Ελληνες που συναντώ καθημερινά. Υπάρχει κάτι το παράλογο και απόλυτα ελεύθερο στο χιούμορ του Ελληνα. Νομίζω πως το χιούμορ τελικά είναι το ελληνικό φάρμακο, αφού ενέχει γερές δόσεις αυτοσαρκασμού και άρα αυτοψυχανάλυσης. Οταν σκεφτόμουν τον ρόλο, μου αρκούσε να φέρω στο μυαλό μου έναν τρομερό τύπο από τη Μυτιλήνη με ένα αντίστοιχα “απροσάρμοστο” χιούμορ - ένα χιούμορ που δεν χωρούσε σε ταμπέλες».

Ισως σε τέτοιες ταμπέλες να μη χωράει και η ίδια η ταυτότητα του Χωραφά, ο οποίος ξεκινώντας από αγαπημένο παιδί του Πίτερ Μπρουκ και πρωταγωνιστώντας στο πλευρό του Μάρλον Μπράντο έμαθε να μη φοβάται να δοκιμαστεί σε διαφορετικά ταμπλό, όπως το να πρωταγωνιστεί στην ταινία του νέου σκηνοθέτη Μάρκου Μάρκου που τον επέλεξε για την ταινία «Papadopoulos & Sons», με συμπρωταγωνιστές σημαντικούς ηθοποιούς της βρετανικής τηλεόρασης και του θεάτρου. Ο Χωραφάς μού εξομολογείται ότι ο νεαρός σκηνοθέτης δεν τον επέλεξε ως διεθνές όνομα, αλλά χάρη σε μια φάρσα που ανακάλυψε στο YouTube με πρωταγωνιστή τον ίδιο. «Πρόκειται για μια φάρσα από μια εκπομπή της αμερικανικής τηλεόρασης, όπου με είχαν τραβήξει χωρίς να το ξέρω ενώ έδινα οδηγίες σε κάποιους ηθοποιούς. Και τότε ήταν που ο Μάρκος θεώρησε πως είμαι ο ιδανικός Σπύρος Παπαδόπουλος της ταινίας».

Εκτός βέβαια από τις φάρσες που υπάρχουν διάχυτες στην ταινία, το χαρακτηριστικό της είναι το μήνυμα που θέλει να στείλει στην Ελλάδα της κρίσης, ότι σημασία έχουν οι ανθρώπινες σχέσεις που σε σώζουν στη ζωή και από τον θάνατο και όχι το χρήμα. Οπως ακούγεται και σε μια χαρακτηριστική σκηνή: «Δύο πράγματα είναι σημαντικά στη ζωή: ο θάνατος και οι φόροι. Εκτός κι αν είσαι Ελληνας: είναι μόνο ο θάνατος». Και με τον δικό του ρόλο ο Γιώργος Χωραφάς αψηφά ακριβώς αυτό, τον θάνατο, όντας ένας σύγχρονος Ζορμπάς που ενσαρκώνει τον ιδιοκτήτη ενός ελληνοβρετανικού ταχυφαγείου. «Πάντα με ενδιέφερε η εσωτερική ελευθερία του ανθρώπου. Ο Σπύρος, όπως και ο Ζορμπάς, αισθάνεται ελεύθερος ακόμα και όταν δεν έχει φράγκο και όταν μυρίζει από την τσίκνα της κουζίνας.



Αποκαλύπτει αυτό το αίσθημα της ελευθερίας που νιώθεις όταν ξεπερνάς τις φοβίες σου, όταν μπορείς να ανυψώνεσαι ενώ έχεις γίνει απόλυτα ρεζίλι. Κι αυτό είναι απόλυτα ελληνικό. Ποτέ άλλωστε δεν είναι αργά για εμάς τους Ελληνες», επιμένει ο Χωραφάς, «να αγαπήσουμε πράγματα καθυβρισμένα αρχικά και μετά καθαγιασμένα. Να αλλάξουμε γνώμη για το τι σημαίνει καλό και κακό, σωστό ή λάθος. Αυτό είναι τελικά που σου διδάσκει η κρίση, το να βρεις την εσωτερική σου ισορροπία και να μάθεις τι σημαίνει ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Μου επαναλαμβάνει τη λέξη «αξιοπρέπεια» κάθε φορά που η κουβέντα έρχεται στις οικονομικές δυσκολίες, ενώ τα μάτια του αστράφτουν σαν τη λαμπερή θάλασσα που στέλνει παράξενα μηνύματα καθώς απλώνεται δίπλα μας, στον «Αστέρα» της Βουλιαγμένης όπου καθόμαστε. Δεν νιώθει βολικά με τα πολυτελή ξενοδοχεία, δεν θέλει να προκαλεί, τον ενδιαφέρει πολύ η άποψη που έχει γι’ αυτόν ο απλός κόσμος που τον αγαπάει σαν δικό του άνθρωπο. Τον φαντάζομαι να σκέφτεται στιγμές από Ελλάδα ενώ τριγυρνάει κάποια μουλιασμένα πρωινά στο Παρίσι μετά τις πρόβες της θεατρικής παράστασης που σχεδιάζει να ανεβάσει στην Πόλη του Φωτός την άνοιξη του ’13. «Είναι μια παράσταση για τον Καζαντζάκη και το πώς επηρεάστηκε από τις ανατολικές θρησκείες, τον χριστιανισμό, τον βουδισμό. Με απασχολεί πολύ, χρόνια τώρα, το πώς έδεσε στο μυαλό του ο Καζαντζάκης ταυτόχρονα τον Νίτσε και τον Ζορμπά και πόσο κατάφερε να πετύχει την εσωτερική ανύψωση». Για τις ανάγκες της παράστασης, μάλιστα, ο Χωραφάς συνεργάζεται και με έναν Ιάπωνα μουσικό «δένοντας» τη μουσική με το θέατρο και τον χορό, κάτι που προφανώς ο διάσημος ηθοποιός έμαθε καλά από τον δάσκαλό του και επίσης λάτρη του βουδισμού Πίτερ Μπρουκ. Τώρα ο Χωραφάς τον ακολουθεί σε αυτά τα εσωτερικά και επαναστατημένα ταξίδια, που προφανώς δεν σταμάτησαν ποτέ.

«Ποτέ δεν μπορούσα να ακολουθήσω οδηγίες. Πήγαινα πάντοτε κόντρα, ένας επαναστάτης εκ πεποιθήσεως. Δεν
έμαθα ποτέ μουσικό όργανο από αντίδραση στον μαέστρο πατέρα μου. Δεν μπόρεσα να χωρέσω σε μια ταυτότητα. Προσπάθησα πάντα, ακόμη και μέσα από τους ρόλους μου, να φέρω στην επιφάνεια το απρόβλεπτο. Η έκπληξη είναι βασική για την τέχνη και την ίδια τη ζωή». Δηλώνει πάντα ερωτευμένος με την επί 40 χρόνια σύζυγό του, «με την οποία δουλεύουμε μαζί σε διάφορα πρότζεκτ», αλλά και περιπλανώμενος έχοντας μεγαλώσει «στη Βιέννη, στην Τουλούζη, στο Παρίσι, στη Λιόν, αφού ο πατέρας μου ταξίδευε συχνά ως μαέστρος. Τον περισσότερο όμως χρόνο μου τον πέρασα στις Βερσαλλίες, σε μια κατανυκτική σχεδόν ατμόσφαιρα, ακούγοντας τον πατέρα μου να παίζει επί ώρες στο κεντρικό σαλόνι. Απ’ αυτόν διδάχτηκα τι σημαίνει καλλιτεχνική πειθαρχία αλλά και ερμηνεία. Ή μάλλον, καλύτερα, τις άπειρες δυνατότητες που μπορώ να αντλήσω από μια ερμηνεία σε κάθε επίπεδο».

Ο πατέρας Χωραφάς, θρυλικός επιβάτης του «Ματαρόα»
Για όλους όσοι δεν γνωρίζουν, ο πατέρας του Γιώργου, Δημήτρης Χωραφάς, ήταν από τους θρυλικούς επιβάτες του πλοίου «Ματαρόα», το οποίο είχε μεταφέρει το 1945 τα μεγαλύτερα μυαλά της Ελλάδας στη Γαλλία. Ηταν αυτοί που ανέδειξαν τον ελληνικό πολιτισμό ή μάλλον η ίδια η καρδιά του Ελληνισμού, που έκτοτε άρχισε να χτυπάει στην καρδιά του Παρισιού: Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου, Κώστας Αξελός, Ελένη Αρβελέρ, Νίκος Σβορώνος, Αριστομένης Προβελέγγιος, Γιώργος Κανδύλης, Ελλη Αλεξίου, Μάτση Χατζηλαζάρου (ποιήτρια και σύζυγος του Ανδρέα Εμπειρίκου), Εμμανουήλ Κριαράς αλλά και ο συνθέτης Ιάννης Ξενάκης -  μερικές δηλαδή από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. «Με πολλούς είχε κρατήσει επαφή ο πατέρας μου και αργότερα στο Παρίσι, αν και τα συχνά ταξίδια τον κρατούσαν για αρκετό καιρό μακριά. Θυμάμαι πολλές σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής να πηγαινοέρχονται στο σπίτι μας, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης με τον οποίο είχε συνεργαστεί ο πατέρας μου τότε». Ο Γιώργος Χωραφάς μπορεί να σου αφηγείται τέτοιες ιστορίες για ώρες, «μπολιασμένες με το ελληνικό ταμπεραμέντο» που τόσο αγαπά, για τον Ελληνα που δεν το βάζει κάτω παρά τις δυσκολίες και ξέρει πώς να ανακαλύπτει τη λάμψη μέσα από τη γενική θολούρα. «Μπορεί τώρα να φαίνεται ότι είμαστε στην αρχή μιας πολύ δύσκολης διαδικασίας, αλλά είμαι σίγουρος ότι κάτι καλό θα βγει μετά το τέλος, όπως συμβαίνει και στην ταινία. Αλλωστε, μόνο όταν ξεβολεύεσαι επιχειρείς το επόμενο βήμα, αλλιώς μένεις στα ίδια. Και σίγουρα δεν υπάρχει κάτι χειρότερο από το βόλεμα», επισημαίνει. Επιμένει ότι όσο δύσκολα και αν φαίνονται τώρα τα πράγματα, «θα μπορέσουμε να βρούμε τον δρόμο μας και τον εαυτό μας, όπως συμβαίνει πάντα. Αυτή τη στιγμή ο Ελληνας δείχνει να είναι ο πιο υπερπληροφορημένος αλλά και ο πιο μπερδεμένος άνθρωπος του πλανήτη. Διάφορα σενάρια καταφτάνουν από παντού, μαζί και συγκεχυμένες πληροφορίες που κάνουν ακόμη πιο θολό το τοπίο. Και είναι λογικό αυτή η έλλειψη σαφήνειας να προκαλεί άγχος».

Σε αντίθεση με την εσωτερική μας κατήφεια και σύγχυση, όμως, έξω ο ήλιος λάμπει και επικρατεί μια ηρεμία σχεδόν εξωπραγματική, με τη θάλασσα λάδι και τον Γιώργο Χωραφά να παίζει για τις ανάγκες της φωτογράφησης με τα υπαίθρια ντους του ξενοδοχείου, ζωντανά απομεινάρια του καλοκαιριού μες στον χειμώνα. Κάπως έτσι μοιάζει και η συνάντηση μαζί του: ένας εξίσου λαμπερός Ελληνας που χαίρεσαι να σε εκπροσωπεί στα διεθνή σαλόνια με τη γνήσια και μειλίχια ηρεμία του και την έμφυτη ευγένειά του, που είναι, θες δεν θες, σχεδόν μεταδοτική. Και αυτή η παρηγοριά αρκεί.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr