Το «αν» της Χρονιάς έγινε έρωτας και επιτυχία
03.01.2013
16:30
Γεμάτες έρωτες και πάθος, οι ιστορίες του Χριστόφορου Παπακαλιάτη ξεκινούν από ένα απλό βλέμμα και μια σατανική σύμπτωση. Οπως αυτή που έφερε τον ίδιο κοντά στη συμπρωταγωνίστριά του Μαρίνα Καλογήρου, όταν τη γνώρισε, σαν σκηνή από την ταινία του, σε ένα καφέ του κέντρου της Αθήνας και κατάλαβε ότι είναι ιδανική για να μοιραστεί μαζί της το όραμά του. Στη ζωή της εισέρχεται σαν μανιακός πρίγκιπας που βλέπει παντού σενάρια, απίστευτες συμπτώσεις, εικόνες από το μέλλον. Κάθεται δίπλα της και σε δύο ώρες η υπόθεση έχει κλείσει. «Τα πάντα είναι θέμα χημείας», λέει και ξαναλέει ο ίδιος για τη μοιραία εκείνη πρώτη συνάντησή τους, σαν αυτές τις ιστορίες που φαντάζεται στα έργα του. Στα μάτια κάποιων οι δυο τους φαντάζουν ως ιδανικό ζευγάρι που συνεχίζει τη ρομαντική ιστορία και πέρα από τα πλατό, ενώ για άλλους ένα ακόμη αυτάρεσκο ερωτικό παιχνίδι του Παπακαλιάτη, που του αρέσει απλώς να παίζει με τη φωτιά.
Γεμάτες έρωτες και πάθος, οι ιστορίες του Χριστόφορου Παπακαλιάτη ξεκινούν από ένα απλό βλέμμα και μια σατανική σύμπτωση. Οπως αυτή που έφερε τον ίδιο κοντά στη συμπρωταγωνίστριά του Μαρίνα Καλογήρου, όταν τη γνώρισε, σαν σκηνή από την ταινία του, σε ένα καφέ του κέντρου της Αθήνας και κατάλαβε ότι είναι ιδανική για να μοιραστεί μαζί της το όραμά του. Στη ζωή της εισέρχεται σαν μανιακός πρίγκιπας που βλέπει παντού σενάρια, απίστευτες συμπτώσεις, εικόνες από το μέλλον. Κάθεται δίπλα της και σε δύο ώρες η υπόθεση έχει κλείσει. «Τα πάντα είναι θέμα χημείας», λέει και ξαναλέει ο ίδιος για τη μοιραία εκείνη πρώτη συνάντησή τους, σαν αυτές τις ιστορίες που φαντάζεται στα έργα του. Στα μάτια κάποιων οι δυο τους φαντάζουν ως ιδανικό ζευγάρι που συνεχίζει τη ρομαντική ιστορία και πέρα από τα πλατό, ενώ για άλλους ένα ακόμη αυτάρεσκο ερωτικό παιχνίδι του Παπακαλιάτη, που του αρέσει απλώς να παίζει με τη φωτιά.
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που οι φήμες τον θέλουν ζευγάρι με τη συμπρωταγωνίστριά του - και ανυπόφορα ερωτευμένο μαζί της. Η ερωτική διελκυστίνδα του ίσως να είναι μια συγκεκριμένη και άκρως νηφάλια στρατηγική που θέλει να ρίξει πάνω του παραπάνω φώτα, να πλέξει ακόμη πιο πολύπλοκα τον μύθο του. Ισως πάλι να σκαρφίζεται συνεχή δολώματα για τους δημοσιογράφους, καθώς τη μια φωτογραφίζεται μαζί της αγκαλιά, την άλλη πιασμένος χεράκι-χεράκι στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Οι δημοσιογράφοι αγαπούν να μισούν τον Παπακαλιάτη, το ίδιο και αυτός. Φαντάζονται αγαπητικιές εκεί που ο ίδιος αφήνει υπονοούμενα, αφουγκράζονται παθιάρικες ερωτικές ιστορίες όταν εκείνος επιμένει πως οι πραγματικοί έρωτές του παραμένουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. «Εχω υπάρξει τρίτο πρόσωπο», λέει σε κάποια συνέντευξη, «αλλά πιστεύω ότι ο έρωτας είναι εκ φύσεως μονογαμικός και δεν χωράει πάνω από δύο». Σε κάποια άλλη παραδέχεται ότι έχει υποφέρει από έρωτα, ότι έχει κάνει πράξη τα πιο ακραία σενάρια. Εξάλλου στο παπακαλιάτικο σύμπαν το τι είναι πραγματικότητα και τι φαντασία έχει ελάχιστη σημασία. Οπως έχει αποδείξει και στις ταινίες του, όλοι ζούμε για να επινοούμε φανταστικούς έρωτες και πάθη για να τρεφόμαστε από αυτά. Η τέχνη της υπερβολής, που κάποιοι επιμένουν ότι είναι η ταυτότητα του Παπακαλιάτη, για τον ίδιο είναι η τέχνη της ίδιας της ζωής.
«Χωρίς το παραμύθι και την αστερόσκονη δεν μπορούμε να ζήσουμε. Είναι κι αυτά μέρος της αλήθειας. Τα πάντα έχουν μια ισορροπία. Είναι περισσότερο θέμα φύσης και λιγότερο ζήτημα λογικής», δηλώνει σαν ένα παιδί που ένιωσε από νωρίς τη χρυσόσκονη του παραμυθιού, ζώντας την εφηβεία του μπροστά από τις κάμερες και πλάθοντας έναν χαρακτήρα με βάση όσα οι υπόλοιποι αφηγούνται γι’ αυτόν. Δύσκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί την ιδιοσυγκρασία ενός αγοριού που δεν πρόλαβε καν να φτιάξει τη δική του ζωή μέσα από μια νωθρή καθημερινότητα, χωρίς το άγχος των φωτογραφήσεων, χωρίς την ανησυχία ότι η οποιαδήποτε αυθορμησία εγκυμονεί κάποιον απειλητικό παπαράτσι.
Ο χαρακτηρισμός «αμετανόητος έφηβος» που καταμαρτυρούν στον Παπακαλιάτη οι εχθροί του ίσως να δικαιολογείται από το γεγονός ότι έκανε καριέρα από τα 16 του και συνεχίζει ακάθεκτος να διεκδικεί τη ζωή του σαν ένα διάσημο παραμύθι. Οταν οι άλλοι ονειρεύονται καριέρα, ο ίδιος ο Παπακαλιάτης την έχει ήδη ζήσει για δύο ζωές και όταν αναζητούν δημοσιότητα, ο ίδιος την έχει ήδη εξασφαλισμένη. Τα 300.000 εισιτήρια που έχουν ήδη καταγραφεί στις κινηματογραφικές αίθουσες από την ταινία του είναι ίσως η απτή, ρεαλιστική απάντηση ενός φανταστικού ονειροπόλου σε ένα σταρ σίστεμ που τρέφεται ακόμη από τις δικές του σάρκες και έχει δημιουργήσει ήδη λήμμα γι’ αυτόν στα λεξικά. Ο όρος «παπακαλιατιάδα» είναι πια δόκιμος και απτός. Η ποπ κουλτούρα στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν πίσω της δεν ακολουθούσαν ένας Παπακαλιάτης ή ένας Σάκης Ρουβάς. Ισως γι’ αυτό προτιμά να φωτογραφίζεται στο πλάι του κορυφαίου ποπ σταρ, στην πρεμιέρα της ταινίας του, ίσως γι’ αυτό να μη θέλει να γίνει ένα καθημερινό λαϊκό είδωλο αλλά το πρότυπο αποσυνάγωγων εφήβων.
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που οι φήμες τον θέλουν ζευγάρι με τη συμπρωταγωνίστριά του - και ανυπόφορα ερωτευμένο μαζί της. Η ερωτική διελκυστίνδα του ίσως να είναι μια συγκεκριμένη και άκρως νηφάλια στρατηγική που θέλει να ρίξει πάνω του παραπάνω φώτα, να πλέξει ακόμη πιο πολύπλοκα τον μύθο του. Ισως πάλι να σκαρφίζεται συνεχή δολώματα για τους δημοσιογράφους, καθώς τη μια φωτογραφίζεται μαζί της αγκαλιά, την άλλη πιασμένος χεράκι-χεράκι στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Οι δημοσιογράφοι αγαπούν να μισούν τον Παπακαλιάτη, το ίδιο και αυτός. Φαντάζονται αγαπητικιές εκεί που ο ίδιος αφήνει υπονοούμενα, αφουγκράζονται παθιάρικες ερωτικές ιστορίες όταν εκείνος επιμένει πως οι πραγματικοί έρωτές του παραμένουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. «Εχω υπάρξει τρίτο πρόσωπο», λέει σε κάποια συνέντευξη, «αλλά πιστεύω ότι ο έρωτας είναι εκ φύσεως μονογαμικός και δεν χωράει πάνω από δύο». Σε κάποια άλλη παραδέχεται ότι έχει υποφέρει από έρωτα, ότι έχει κάνει πράξη τα πιο ακραία σενάρια. Εξάλλου στο παπακαλιάτικο σύμπαν το τι είναι πραγματικότητα και τι φαντασία έχει ελάχιστη σημασία. Οπως έχει αποδείξει και στις ταινίες του, όλοι ζούμε για να επινοούμε φανταστικούς έρωτες και πάθη για να τρεφόμαστε από αυτά. Η τέχνη της υπερβολής, που κάποιοι επιμένουν ότι είναι η ταυτότητα του Παπακαλιάτη, για τον ίδιο είναι η τέχνη της ίδιας της ζωής.
«Χωρίς το παραμύθι και την αστερόσκονη δεν μπορούμε να ζήσουμε. Είναι κι αυτά μέρος της αλήθειας. Τα πάντα έχουν μια ισορροπία. Είναι περισσότερο θέμα φύσης και λιγότερο ζήτημα λογικής», δηλώνει σαν ένα παιδί που ένιωσε από νωρίς τη χρυσόσκονη του παραμυθιού, ζώντας την εφηβεία του μπροστά από τις κάμερες και πλάθοντας έναν χαρακτήρα με βάση όσα οι υπόλοιποι αφηγούνται γι’ αυτόν. Δύσκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί την ιδιοσυγκρασία ενός αγοριού που δεν πρόλαβε καν να φτιάξει τη δική του ζωή μέσα από μια νωθρή καθημερινότητα, χωρίς το άγχος των φωτογραφήσεων, χωρίς την ανησυχία ότι η οποιαδήποτε αυθορμησία εγκυμονεί κάποιον απειλητικό παπαράτσι.
Ο χαρακτηρισμός «αμετανόητος έφηβος» που καταμαρτυρούν στον Παπακαλιάτη οι εχθροί του ίσως να δικαιολογείται από το γεγονός ότι έκανε καριέρα από τα 16 του και συνεχίζει ακάθεκτος να διεκδικεί τη ζωή του σαν ένα διάσημο παραμύθι. Οταν οι άλλοι ονειρεύονται καριέρα, ο ίδιος ο Παπακαλιάτης την έχει ήδη ζήσει για δύο ζωές και όταν αναζητούν δημοσιότητα, ο ίδιος την έχει ήδη εξασφαλισμένη. Τα 300.000 εισιτήρια που έχουν ήδη καταγραφεί στις κινηματογραφικές αίθουσες από την ταινία του είναι ίσως η απτή, ρεαλιστική απάντηση ενός φανταστικού ονειροπόλου σε ένα σταρ σίστεμ που τρέφεται ακόμη από τις δικές του σάρκες και έχει δημιουργήσει ήδη λήμμα γι’ αυτόν στα λεξικά. Ο όρος «παπακαλιατιάδα» είναι πια δόκιμος και απτός. Η ποπ κουλτούρα στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν πίσω της δεν ακολουθούσαν ένας Παπακαλιάτης ή ένας Σάκης Ρουβάς. Ισως γι’ αυτό προτιμά να φωτογραφίζεται στο πλάι του κορυφαίου ποπ σταρ, στην πρεμιέρα της ταινίας του, ίσως γι’ αυτό να μη θέλει να γίνει ένα καθημερινό λαϊκό είδωλο αλλά το πρότυπο αποσυνάγωγων εφήβων.
tv: το μεγαλο αντιο
Η σειρά «4» του Παπακαλιάτη, ίσως το αποχαιρετιστήριο νεύμα του στην τηλεόραση των μεγάλων παραγωγών, ήταν αυτή που τον έκανε να σηκώσει ψηλά το μαντίλι του αποχαιρετισμού. Μερικοί ήταν απογοητευμένοι από το δραματικό σενάριο, κάποιοι από το υψηλό κόστος, ενώ κάποιοι άλλοι επέμεναν ότι το «κακομαθημένο παιδί» πρέπει να ρίξει πιο λαϊκό κρασί στην ποπ συνταγή του. Δεν αρκούσαν οι αναφορές στις ξένες σειρές, τα όμορφα ντεκόρ και η εμμονή του με τους ακριβοπληρωμένους ταλαντούχους πρωταγωνιστές (από τον Παπακαλιάτη άλλωστε ξεπήδησε μια ολόκληρη θεατρική φουρνιά ηθοποιών). Για μια ακόμη φορά λένε πως πρέπει επιτέλους να αποφασίσει, σαν εκείνα τα ποιήματα του Καβάφη που του αρέσουν, αν θα συμβιβαστεί ή αν θα υποχωρήσει. «Take it or leave it», λένε οι λατρεμένοι του Αγγλοσάξονες και θα το τολμήσει. Θα προτιμήσει να αφήσει το τηλεοπτικό του όραμα στη μέση παρά να προχωρήσει σε μεσοβέζικες λύσεις. Ο ξενέρωτος πόλεμος με τους γραφειοκράτες της τηλεόρασης αρχίζει να τον ενοχλεί - δεν είναι καν σαν αυτούς τους ερωτικούς πολέμους που τον τρέφουν καθημερινά. Αυτό το είδος του πολέμου παράγει εστίες πλήξης, νωθρό και φθοροποιό συμβιβασμό, ενώ η επανάσταση, αυτή που πάντοτε λάτρευε και υπηρετεί με τις σειρές του και τη ζωή του, έχει πάντα απρόσμενες εξελίξεις, όπως τότε που προτίμησε, λίγα μόλις χρόνια πριν, να εγκαταλείψει τις σπουδές στην Αμερική και να επιστρέψει στην Ελλάδα αδιαφορώντας για την κριτική των δικών του ή άλλοτε, όταν, 16 χρονών παιδί, επέμενε ότι μπορεί να πετύχει το όνειρό του. Τότε που το έσκασε από το σχολείο και πήγε σε μια οντισιόν στο στούντιο ΑΤΑ -κρυφά από τους γονείς του- κερδίζοντας επάξια έναν ρόλο δίπλα στη Μιμή Ντενίση στους περίφημους «Φρουρούς της Αχαΐας». Ηταν ακόμη μαθητής στο σχολείο όταν η δασκάλα του ανησυχούσε επειδή σκάρωνε διαρκώς ιστορίες στο πλάι των βιβλίων ή γιατί -αφηρημένος- χάζευε για ώρες έξω από το τζάμι, αντί να παρακολουθεί το μάθημα. Δεν ήταν θέμα αδιαφορίας, αλλά ιδιοσυγκρασίας. Ακόμη και τώρα, αν τον ρωτήσεις ποια είναι η αγαπημένη του ασχολία, θα προτιμήσει να δείξει τις φωτογραφίες που συλλέγει από άσκοπες στιγμές της καθημερινότητας παρά τις διασημότητες που έχει γνωρίσει. Σε αυτό ίσως να συμφωνήσει κι άλλος ένας ευαίσθητος δέκτης της καθημερινότητας και πολύ καρδιακός του φίλος, ο Λάκης Λαζόπουλος. Γνωστός για το αισθητήριο που έχει στο ανιχνεύει νέα ταλέντα, ο Λαζόπουλος ήταν αυτός που του εμπιστεύτηκε τον ρόλο του κολλητού του Τζίμη και έφερε το παιδί με τις ατίθασες μπούκλες και την εφηβική εκφραστικότητα στο επίκεντρο της προσοχής. Χάρη στη συμμετοχή του στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» ο Παπακαλιάτης αποκτά το πρώτο του αυτοκίνητο, ένα 1000άρι SEAT Ibiza, και νοικιάζει το πρώτο του διαμέρισμα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Σε αντίθεση, άλλωστε, με ό,τι πιστεύει κανείς, τα σπίτια του Παπακαλιάτη δεν έχουν σχέση με τις επαύλεις της ταινίας του, αφού παραμένουν αμετανόητα απλά, ικανά να χωρέσουν μόνο τα ατελείωτα σενάρια της φαντασίας του.
Ο Λαζόπουλος, μέντοράς του και στενός φίλος του, ήταν επίσης αυτός που επέμενε ότι ο Πίτερ Παν-Παπακαλιάτης πρέπει να εξακολουθήσει να ζει το όνειρό του και δεν τον είπε τρελό όταν αποφάσισε να υλοποιήσει, νεαρός ακόμη, τα ευφάνταστα στυλιζαρισμένα του σενάρια. Αν οι σκηνές από τις ταινίες και τα περιοδικά σε κάνουν να ονειρεύεσαι, γιατί να μην μπορούν να γίνουν δικό σου δημιούργημα;
Τα σίριάλ του είναι ίσως η καλύτερη ένδειξη του ατελείωτου βιντεοκλίπ που έχει ο Παπακαλιάτης στο μυαλό του, ζώντας μια ζωή ανάμεσα σε καπνισμένα δωμάτια γεμάτα εικόνες και μουσικές. Στην πραγματικότητα απεχθάνεται τα πάρτι και τις συνεντεύξεις όταν δεν πρέπει να προμοτάρει τη δουλειά του και προτιμά να ταξιδεύει, να πλέκει σενάρια και να ερωτοτροπεί. Ετσι έμαθε από μικρός, όταν οι παππούδες του τού διηγούνταν ιστορίες από τη Νότια Αφρική ή η μητέρα του από τη Βρετανία, στην οποία είχε ζήσει για μεγάλο διάστημα της ζωής της και όπου γνώρισε τον πατέρα Παπακαλιάτη. Ο ίδιος παραδέχεται ακόμη και σήμερα ότι έχει τρελή αδυναμία στη μητέρα του, η οποία είναι η κύρια υπεύθυνη για τις λίγες ώρες που έχει να ξοδέψει ο Παπακαλιάτης στον ψυχαναλυτή ή για την αυτοπεποίθηση που έχει ότι θα βρει τις χαμένες του δυνάμεις ακριβώς εκεί που άλλοι θα θεωρούσαν ότι τους εγκαταλείπουν. Αυτό έκανε όταν όλοι τον αποκαλούσαν τρελό που θέλει να κάνει καινούρια ταινία μεσούσης της κρίσης, αυτό κάνει όταν, μετά την αποχώρησή του από την τηλεόραση, όλοι βιάστηκαν να τον θεωρήσουν ξεγραμμένο.
Ο Λαζόπουλος, μέντοράς του και στενός φίλος του, ήταν επίσης αυτός που επέμενε ότι ο Πίτερ Παν-Παπακαλιάτης πρέπει να εξακολουθήσει να ζει το όνειρό του και δεν τον είπε τρελό όταν αποφάσισε να υλοποιήσει, νεαρός ακόμη, τα ευφάνταστα στυλιζαρισμένα του σενάρια. Αν οι σκηνές από τις ταινίες και τα περιοδικά σε κάνουν να ονειρεύεσαι, γιατί να μην μπορούν να γίνουν δικό σου δημιούργημα;
Τα σίριάλ του είναι ίσως η καλύτερη ένδειξη του ατελείωτου βιντεοκλίπ που έχει ο Παπακαλιάτης στο μυαλό του, ζώντας μια ζωή ανάμεσα σε καπνισμένα δωμάτια γεμάτα εικόνες και μουσικές. Στην πραγματικότητα απεχθάνεται τα πάρτι και τις συνεντεύξεις όταν δεν πρέπει να προμοτάρει τη δουλειά του και προτιμά να ταξιδεύει, να πλέκει σενάρια και να ερωτοτροπεί. Ετσι έμαθε από μικρός, όταν οι παππούδες του τού διηγούνταν ιστορίες από τη Νότια Αφρική ή η μητέρα του από τη Βρετανία, στην οποία είχε ζήσει για μεγάλο διάστημα της ζωής της και όπου γνώρισε τον πατέρα Παπακαλιάτη. Ο ίδιος παραδέχεται ακόμη και σήμερα ότι έχει τρελή αδυναμία στη μητέρα του, η οποία είναι η κύρια υπεύθυνη για τις λίγες ώρες που έχει να ξοδέψει ο Παπακαλιάτης στον ψυχαναλυτή ή για την αυτοπεποίθηση που έχει ότι θα βρει τις χαμένες του δυνάμεις ακριβώς εκεί που άλλοι θα θεωρούσαν ότι τους εγκαταλείπουν. Αυτό έκανε όταν όλοι τον αποκαλούσαν τρελό που θέλει να κάνει καινούρια ταινία μεσούσης της κρίσης, αυτό κάνει όταν, μετά την αποχώρησή του από την τηλεόραση, όλοι βιάστηκαν να τον θεωρήσουν ξεγραμμένο.
Το «Αν...» στιγματίζει τη ζωή του
Η ανατροπή είναι βραχυκύκλωμα που τους ξαφνιάζει σχεδόν όλους. Ολους εκτός από τον ίδιο, αφού του αρέσει να παρατάει τα πάντα σχεδόν μυθιστορηματικά και να ακολουθεί τη μοίρα του. Τα πάντα είναι θέμα timing στο μυαλό του, μιας εσωτερικής φωνής που δεν τον εγκαταλείπει ποτέ και τώρα υπεισέρχεται ως σενάριο στη νέα του ταινία, το «Αν...». Αν δεν χτυπούσε με το αυτοκίνητό της η αγαπημένη του τον σκύλο του, δεν θα τη γνώριζε και δεν θα μάθαινε ότι το λατρεμένο του ζωντανό που το αποκαλεί «Μοναξιά» πάσχει από καρκίνο (;). Αν και πάλι, σύμφωνα με το παράλληλο σενάριο της ταινίας, δεν τον έβγαζε βόλτα, θα τον χτυπούσαν οι ληστές και θα γνώριζε σε κάποια άλλη στιγμή την αγαπημένη του. Συμπτώσεις που ενδεχομένως να φαντάζουν αμετανόητα κλισέ, αλλά για τον Παπακαλιάτη είναι ιστορίες που τις έχει ζήσει στο πετσί του. Το «αν» πάντα παίζει συμβολικό και καθολικό ρόλο στη ζωή του. Αν δεν είχε επισκεφτεί εκείνη τη μέρα το στούντιο ΑΤΑ -αμούστακος ακόμη- και δεν γνώριζε τη γραμματέα και συγγενή του σκηνοθέτη Δημήτρη Λιγνάδη, δεν θα είχε μπει τόσο εύκολα στο σταρ σίστεμ.
Μια σειρά από σατανικές συμπτώσεις επαναφέρουν στο προσκήνιο παλιά πρόσωπα, μοιραίους έρωτες που επανέρχονται σαν βομβίδες, εικόνες ανεξίτηλες. Σατανική σύμπτωση ή ευτυχής συγκυρία, η «μοίρα» είναι η λέξη που εξύμνησαν οι ποιητές και οι εμμονές του Παπακαλιάτη. Κατά σατανική σύμπτωση, ακόμη και τη μέρα που κάνει πρεμιέρα η ταινία του, γεμάτη αποσπάσματα από κείμενα του Χρόνη Μίσσιου, είναι η μέρα που ο γνωστός λογοτέχνης φεύγει από τη ζωή. Το timing του Παπακαλιάτη ξαναχτυπά. Και ο τσαμπουκάς του -κάποιοι επιμένουν να το λένε θράσος- υπερασπίζεται μέχρι τέλους αυτά που υποστηρίζει και αγαπά, ιδανικές σκηνές από παλιές ελληνικές ταινίες -όχι τυχαία στην ταινία του πρωταγωνιστούν ο Γιώργος Κωνσταντίνου και η Μάρω Κοντού-, όμορφα σοκάκια, εικόνες από την Πλάκα, ρετρό ρομάντζα και απέραντη, σχεδόν μελό, νοσταλγία. Γιατί σίγουρα θέλει πολύ θράσος να τσιτάρεις Χρόνη Μίσσιο σε μια ταινία που απευθύνεται σε αναψοκοκκινισμένα κοριτσόπουλα, να πλασάρεις την Jessie Ware στο πλατύ κοινό, να επιμένεις ότι σου αρέσει ο Οσκαρ Γουάιλντ, όταν όλοι σε θέλουν για το επόμενο σκανδαλοθηρικό εξώφυλλο. Θέλει επιμονή, μια αποκοτιά, ένα «δεν καταλαβαίνω πού απευθύνομαι, ξέρω μόνο πού πηγαίνω» και ένα προσωπικό αισθητήριο αμιγώς παπακαλιάτικο. Τα τελευταία ενσταντανέ που αποτυπώνονται διαρκώς στα περιοδικά δείχνουν έναν Παπακαλιάτη που φοράει το χαμόγελο της δημιουργικής εκδίκησης, ελέγχει σχολαστικά το περιβάλλον του και παίζει παιχνίδι με δικούς του όρους. Επειτα από κάποιο διάστημα αποχής από τα Μέσα που τον θεωρούσαν σχεδόν παρελθόν, ο Παπακαλιάτης είναι πρωταθλητής στην επικαιρότητα και στις εισπράξεις. Φαινομενικά, πρόκειται για μια τυχαία επιτυχία. Ομως η εύκολη προφητεία που τον θέλει ένα απλό ποπ φαινόμενο των καιρών έχει αποδειχτεί απατηλή. Ο εμμονικός Παπακαλιάτης καραδοκεί. Και η επιτυχία σπεύδει πάντα να τον επιβεβαιώσει όχι με ένα υποθετικό «Αν», αλλά με μια εξίσου απροσδόκητη βεβαιότητα.
Μια σειρά από σατανικές συμπτώσεις επαναφέρουν στο προσκήνιο παλιά πρόσωπα, μοιραίους έρωτες που επανέρχονται σαν βομβίδες, εικόνες ανεξίτηλες. Σατανική σύμπτωση ή ευτυχής συγκυρία, η «μοίρα» είναι η λέξη που εξύμνησαν οι ποιητές και οι εμμονές του Παπακαλιάτη. Κατά σατανική σύμπτωση, ακόμη και τη μέρα που κάνει πρεμιέρα η ταινία του, γεμάτη αποσπάσματα από κείμενα του Χρόνη Μίσσιου, είναι η μέρα που ο γνωστός λογοτέχνης φεύγει από τη ζωή. Το timing του Παπακαλιάτη ξαναχτυπά. Και ο τσαμπουκάς του -κάποιοι επιμένουν να το λένε θράσος- υπερασπίζεται μέχρι τέλους αυτά που υποστηρίζει και αγαπά, ιδανικές σκηνές από παλιές ελληνικές ταινίες -όχι τυχαία στην ταινία του πρωταγωνιστούν ο Γιώργος Κωνσταντίνου και η Μάρω Κοντού-, όμορφα σοκάκια, εικόνες από την Πλάκα, ρετρό ρομάντζα και απέραντη, σχεδόν μελό, νοσταλγία. Γιατί σίγουρα θέλει πολύ θράσος να τσιτάρεις Χρόνη Μίσσιο σε μια ταινία που απευθύνεται σε αναψοκοκκινισμένα κοριτσόπουλα, να πλασάρεις την Jessie Ware στο πλατύ κοινό, να επιμένεις ότι σου αρέσει ο Οσκαρ Γουάιλντ, όταν όλοι σε θέλουν για το επόμενο σκανδαλοθηρικό εξώφυλλο. Θέλει επιμονή, μια αποκοτιά, ένα «δεν καταλαβαίνω πού απευθύνομαι, ξέρω μόνο πού πηγαίνω» και ένα προσωπικό αισθητήριο αμιγώς παπακαλιάτικο. Τα τελευταία ενσταντανέ που αποτυπώνονται διαρκώς στα περιοδικά δείχνουν έναν Παπακαλιάτη που φοράει το χαμόγελο της δημιουργικής εκδίκησης, ελέγχει σχολαστικά το περιβάλλον του και παίζει παιχνίδι με δικούς του όρους. Επειτα από κάποιο διάστημα αποχής από τα Μέσα που τον θεωρούσαν σχεδόν παρελθόν, ο Παπακαλιάτης είναι πρωταθλητής στην επικαιρότητα και στις εισπράξεις. Φαινομενικά, πρόκειται για μια τυχαία επιτυχία. Ομως η εύκολη προφητεία που τον θέλει ένα απλό ποπ φαινόμενο των καιρών έχει αποδειχτεί απατηλή. Ο εμμονικός Παπακαλιάτης καραδοκεί. Και η επιτυχία σπεύδει πάντα να τον επιβεβαιώσει όχι με ένα υποθετικό «Αν», αλλά με μια εξίσου απροσδόκητη βεβαιότητα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr