Η Δούκισσα, η «Λιμουζίνα» και οι άντρες της
10.01.2013
08:38
Με βασικό αφηγηματικό κορμό το προαιώνιο τρίγωνο «μια γυναίκα, δύο άνδρες», ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έχει βάλει για τα καλά μπρος τη νέα κινηματογραφική ταινία με «καύσιμο» ένα αξιοζήλευτο καστ ηθοποιών (και μη). Από τον Παύλο Χαϊκάλη ως τη Δούκισσα Νομικού, όλοι οι καλοί χωρούν σε μια «Λιμουζίνα»
Το ελληνικό σινεμά ποτέ δεν πεθαίνει. Τουναντίον, μέσα στην οικονομική κρίση και την περιρρέουσα κατήφεια έχει καταφέρει να επιδείξει χαρακτήρα, πυγμή και διεθνείς διακρίσεις. Παλαίμαχος του σελιλόιντ και της αφήγησης καρέ-καρέ στη μεγάλη οθόνη, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος φαίνεται πως το γνωρίζει καλά. Γι’ αυτό, παρά τη δύσκολη συγκυρία και κόντρα στις Κασσάνδρες, αποφάσισε να επανέλθει σε ιδιαίτερα βραχύ από την κυκλοφορία της τελευταίας ταινίας του διάστημα και στις αρχές Δεκέμβρη ξεκίνησε εκείνο που γνωρίζει καλύτερα απ’ όλα να κάνει: μια ακόμη ταινία. Μάλιστα, ενώ το σύνηθες είναι οι δημιουργοί να δουλεύουν αθόρυβα, να υλοποιούν τις ταινίες τους χωρίς κανείς πλην των άμεσα εμπλεκομένων να γνωρίζει πού και τι γυρίζουν, να δρουν σχεδόν με μυστικοπάθεια, εκείνος διάλεξε να ανοίξει το κινηματογραφικό σύμπαν του εν τη γενέσει του! Αλλωστε αφ’ ης στιγμής αποφασίζεις να δώσεις έναν -τον παρθενικό μάλιστα- κινηματογραφικό ρόλο στη Δούκισσα Νομικού, γνωρίζεις εκ προοιμίου πως θα φλερτάρεις με τον όρο «buzz». Οχι βεβαίως ότι ο Παναγιωτόπουλος είχε ανάγκη από μαρκετινίστικα τερτίπια ή καλλίγραμμες ενζενί. Ωστόσο, είναι πράγματι εντυπωσιακή η γενναιοδωρία του να σε υποδεχτεί σε ένα γύρισμα, ανοίγοντας μια χαραμάδα στο δημιουργικό φαντασιακό του. Κάπως έτσι, ο υπογράφων βρέθηκε δύο μέρες πριν την Πρωτοχρονιά στο «εξωτικό» για τα αστικά δεδομένα της καθημερινότητας Κορωπί. Ανάμεσα σε ελαιοτριβεία, χωράφια και στάβλους, η μουβιόλα του σκηνοθέτη είχε ήδη πάρει μπροστά.
Η «Λιμουζίνα» -όχημα που στον καιρό της οικονομικής κρίσης μπορεί να παίρνει ακόμη και διαστάσεις ταμπού, όμως εδώ σκηνοθετική αδεία τη λέξη αντιστοιχεί σε μια Γαλλίδα από τη Λιμόζ- είναι κατά τον Παναγιωτόπουλο μια κωμωδία παρεξηγήσεων. Βασικοί ήρωές της είναι ο Μαξ (Αντριαν Φρίλινγκ), ο κολλητός του ονόματι Μάρκος (Νίκος Κουρής) και η Κολέτ (Δούκισσα Νομικού). Σε αδρές γραμμές πρόκειται για την παθολογία ενός ερωτικού τριγώνου που έρχεται από το Παρίσι στην Ελλάδα, πραγματοποιεί ένα απίθανο road trip και συναντά ακόμη πιο απίθανους τύπους στο διάβα του. Για τον Νίκο Κουρή είναι η τέταρτη ταινία που γυρίζει υπό την καθοδήγηση του Παναγιωτόπουλου μετά τα «Αυτή η νύχτα μένει», «Beautiful People» και «Τα οπωροφόρα της Αθήνας». Για τη Δούκισσα Νομικού και τον Φρίλινγκ, πάλι, είναι το βάπτισμα του πυρός. Τους βρίσκουμε μέσα σε ένα τεράστιο βεστιάριο-επιτομή του vintage, σχεδόν στη μέση του πουθενά του αττικού αμπελώνα. Οι τρεις τους κάθονται σε έναν ρετρό, εποχής Λουδοβίκου καναπέ και ακούν με προσοχή τις οδηγίες του σκηνοθέτη. Η βροχή που πέφτει ασταμάτητα δυσκολεύει τη ζωή του ηχολήπτη Ορέστη Καμπερίδη και γίνεται η αιτία για να σταματά συχνά πυκνά το γύρισμα.
Ο Παναγιωτόπουλος κάθε άλλο παρά εκνευρίζεται. Ισα-ίσα που βρίσκει χρόνο να πειραματιστεί με τα κάδρα του και να στρώσει τον Φρίλινγκ στην πρόβα για την εκφορά των με γερμανική προφορά ελληνικών του. Η Δούκισσα μοιράζεται το πανωφόρι της με τον Νίκο Κουρή ως μια άτυπη ασπίδα στη διαπεραστική υγρασία που τρυπάει κόκαλο χωρίς να αφήνει ποτέ από τα χέρια της το σενάριο. Στο συγκεκριμένο γύρισμα συμμετέχει και ο Παύλος Χαϊκάλης, υποδυόμενος έναν από τους larger than life τύπους που η τριάδα συναντά στην εν Ελλάδι περιπλάνησή της. Κι είναι αυτό που περιμένεις από τον Χαϊκάλη. Εύχαρις, προσηνής, λέει αστεία, θυμάται ιστορίες που η υπόλοιπη ομάδα ακούει με προσήλωση και σιγοψιθυρίζει και κάνα τραγούδι μέσα από τα δόντια. Κι όλα αυτά μέσα σε έναν υποβλητικό χώρο, μικρογραφία της Ελληνικής Ιστορίας: παλιά έπιπλα, ρούχα εποχής, παλαιικές επιγραφές, σκρίνια, περούκες, φτερά κι ένα πελώριο ημιφορτηγό του ’50, από αυτά που μόνο σε ασπρόμαυρη εκδοχή μπορείς να συναντήσεις στο σύμπαν κάποιας παλιάς ελληνικής ταινίας.
Οι «πρώτες ύλες» κάνουν τη διαφορά
Η «Λιμουζίνα» -όχημα που στον καιρό της οικονομικής κρίσης μπορεί να παίρνει ακόμη και διαστάσεις ταμπού, όμως εδώ σκηνοθετική αδεία τη λέξη αντιστοιχεί σε μια Γαλλίδα από τη Λιμόζ- είναι κατά τον Παναγιωτόπουλο μια κωμωδία παρεξηγήσεων. Βασικοί ήρωές της είναι ο Μαξ (Αντριαν Φρίλινγκ), ο κολλητός του ονόματι Μάρκος (Νίκος Κουρής) και η Κολέτ (Δούκισσα Νομικού). Σε αδρές γραμμές πρόκειται για την παθολογία ενός ερωτικού τριγώνου που έρχεται από το Παρίσι στην Ελλάδα, πραγματοποιεί ένα απίθανο road trip και συναντά ακόμη πιο απίθανους τύπους στο διάβα του. Για τον Νίκο Κουρή είναι η τέταρτη ταινία που γυρίζει υπό την καθοδήγηση του Παναγιωτόπουλου μετά τα «Αυτή η νύχτα μένει», «Beautiful People» και «Τα οπωροφόρα της Αθήνας». Για τη Δούκισσα Νομικού και τον Φρίλινγκ, πάλι, είναι το βάπτισμα του πυρός. Τους βρίσκουμε μέσα σε ένα τεράστιο βεστιάριο-επιτομή του vintage, σχεδόν στη μέση του πουθενά του αττικού αμπελώνα. Οι τρεις τους κάθονται σε έναν ρετρό, εποχής Λουδοβίκου καναπέ και ακούν με προσοχή τις οδηγίες του σκηνοθέτη. Η βροχή που πέφτει ασταμάτητα δυσκολεύει τη ζωή του ηχολήπτη Ορέστη Καμπερίδη και γίνεται η αιτία για να σταματά συχνά πυκνά το γύρισμα.
Ο Παναγιωτόπουλος κάθε άλλο παρά εκνευρίζεται. Ισα-ίσα που βρίσκει χρόνο να πειραματιστεί με τα κάδρα του και να στρώσει τον Φρίλινγκ στην πρόβα για την εκφορά των με γερμανική προφορά ελληνικών του. Η Δούκισσα μοιράζεται το πανωφόρι της με τον Νίκο Κουρή ως μια άτυπη ασπίδα στη διαπεραστική υγρασία που τρυπάει κόκαλο χωρίς να αφήνει ποτέ από τα χέρια της το σενάριο. Στο συγκεκριμένο γύρισμα συμμετέχει και ο Παύλος Χαϊκάλης, υποδυόμενος έναν από τους larger than life τύπους που η τριάδα συναντά στην εν Ελλάδι περιπλάνησή της. Κι είναι αυτό που περιμένεις από τον Χαϊκάλη. Εύχαρις, προσηνής, λέει αστεία, θυμάται ιστορίες που η υπόλοιπη ομάδα ακούει με προσήλωση και σιγοψιθυρίζει και κάνα τραγούδι μέσα από τα δόντια. Κι όλα αυτά μέσα σε έναν υποβλητικό χώρο, μικρογραφία της Ελληνικής Ιστορίας: παλιά έπιπλα, ρούχα εποχής, παλαιικές επιγραφές, σκρίνια, περούκες, φτερά κι ένα πελώριο ημιφορτηγό του ’50, από αυτά που μόνο σε ασπρόμαυρη εκδοχή μπορείς να συναντήσεις στο σύμπαν κάποιας παλιάς ελληνικής ταινίας.
Οι «πρώτες ύλες» κάνουν τη διαφορά
Το μικροκλίμα που έχει δημιουργηθεί είναι μαγευτικό. Αυτές οι ειδικές συνθήκες των γυρισμάτων είναι που οδηγούν τον Παναγιωτόπουλο, όπως έχει δηλώσει, να θέλει να κάνει διαρκώς σινεμά. Και στην προκειμένη περίπτωση, τουλάχιστον όπως φαίνεται από τον αριθμό των ανθρώπων που συμμετέχουν στο γύρισμα, δεν το κάνει με κάποιο φαραωνικής κοπής επιτελείο. Ισα-ίσα, η αίσθηση που αποκομίζω είναι πως απασχολούνται μόνο οι άκρως απαραίτητοι. Σημείο των καιρών ίσως. Πάντως είναι εντυπωσιακό πώς μια δράκα άνθρωποι δημιουργούν ένα σαγηνευτικό αποτέλεσμα, όπως το κοιτώ με κλεφτές ματιές στην οθόνη της μηχανής του σκηνοθέτη. Αλλωστε οι πρώτες ύλες είναι που μετρούν. Και από αυτές διαθέτει τις καλύτερες: μια ορεξάτη για δουλειά και πειραματισμό debutant, τη Δούκισσα Νομικού, η οποία δηλώνει πως εμπιστεύτηκε τον Παναγιωτόπουλο από τη στιγμή που την εμπιστεύτηκε εκείνος, τον παλαίμαχο στο σύμπαν του σκηνοθέτη Νίκο Κουρή, ο ρόλος του οποίου τον θέλει να ακολουθεί μια διαδρομή ενηλικίωσης παράλληλα με τη δράση της ταινίας, κι έναν ενθουσιώδη Γερμανό, τον Αντριαν Φρίλινγκ, που δηλώνει ευτυχής που δεν είναι αναγκασμένος να υποδυθεί για μία ακόμη φορά έναν κακό Γερμανό. Οσο για τις αρετές του ίδιου του σκηνοθέτη, τι να πει κανείς; Δεν χρειάζεται πολύς χρόνος να αντιληφθείς πως πρόκειται για άνθρωπο επίμονο και τελειομανή, για έναν δημιουργό με ταλέντο στη μεταδοτικότητα που θα κατέβει από τη μηχανή του, θα μπει στο πλατό και θα υποδυθεί ακόμα έναν ρόλο προκειμένου να δώσει στον ηθοποιό να καταλάβει τι θέλει από εκείνον. Αυστηρός εκεί που πρέπει, όταν, για παράδειγμα, αντιλαμβάνεται πως οι ηθοποιοί του δεν έχουν κάνει αρκετές πρόβες, αλλά και εξίσου γενναιόδωρος -τους επιβραβεύει κάθε φορά που η ερμηνεία τους εφάπτεται στο ένστικτό του-, ο Παναγιωτόπουλος είναι ο σκηνοθέτης που θα λησμονήσει ελέω δημιουργικού οίστρου να κάνει διάλειμμα στα γυρίσματα. Κι αυτό είναι δηλωτικό της δοτικότητας στη δουλειά του.
Παρούσα στα γυρίσματα -στην πραγματικότητα μας καθοδηγεί στο «άβατο» της κινηματογράφησης- είναι και η σύζυγος του σκηνοθέτη, υπεύθυνη παραγωγής και κοστουμιών Μαριάννα Σπανουδάκη. Την ομάδα της «Λιμουζίνας» απαρτίζουν ακόμη ο Διονύσης Φωτόπουλος (υπογράφει τα σκηνικά), ο Νίκος Πάστρας (μοντάζ) και ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Σαμαράς (σε ρόλο βοηθού σκηνοθέτη ξανά σε ταινία του Παναγιωτόπουλου).
Παρισινά καφέ και αντιφάσεις
Οσο για τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που μπορεί κανείς να εντοπίσει στην υπόθεση της εν εξελίξει ταινίας του σκηνοθέτη; Ο ίδιος έχει δηλώσει πως η αφήγησή του ξεκινάει σε ένα καφέ του Παρισιού, συμπληρώνοντας χαρακτηριστικά πως κι εκείνος εκεί έχει περάσει τη μισή ζωή, έχει ζυμωθεί στην κοσμογονία των παρισινών καφέ της δεκαετίας του ’60. Τότε που, όπως έχει πει, η τεμπελιά δεν ήταν αμάρτημα. Βεβαίως, αν λάβει κανείς υπόψη του πόσο αεικίνητος, δημιουργικός και ενεργητικός είναι ο ίδιος οδηγώντας δεξιοτεχνικά τη «Λιμουζίνα», μάλλον αναιρεί τον εαυτό του. Αλίμονο αν η αντίφαση δεν ήταν μέρος της δημιουργίας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr