Οι Δαίμονες της Άννας

Εκείνη λέει πως βρήκε στο πρόσωπό του έναν καλλιτεχνικό δάσκαλο. Εκείνος δηλώνει πως έχει την ευκαιρία να συνεργαστεί με τη γυναίκα-καλλιτεχνικό φαινόμενο. Η Αννα Βίσση αφήνεται στα χέρια του Γιάννη Κακλέα και αναβιώνουν σε λίγες ημέρες τους θρυλικούς «Δαίμονες» στο «Παλλάς». Μπήκαμε αποκλειστικά στις πρόβες και ζητήσαμε από τους δύο δημιουργούς να μας μιλήσουν για την παράσταση-talk of the town

Ημουν εννιά χρόνων όταν οι «Δαίμονες», η ροκ όπερα που σφράγισε τη μοιραία, θαρρείς, σχέση ζωής της Αννας Βίσση και του Νίκου Καρβέλα, πρωτοπαρουσιάστηκαν στο θέατρο «Αττικόν». Επρόκειτο για ένα μιούζικαλ αξιώσεων, μια παράσταση καινοφανή για τα τότε καλλιτεχνικά δρώμενα τόσο σε σύλληψη όσο και σε όγκο παραγωγής. Ηταν μάλιστα τόση και τέτοια η επιτυχία της πρώτης μουσικοθεατρικής σύμπραξης των δύο ώστε τα τραγούδια κατάφεραν να αυτονομηθούν και να διανύσουν τη δική τους τροχιά έξω και πέρα από τα όρια της θεατρικής πλατείας. Υπήρξε βέβαια και η άλλη όψη της επιτυχίας. Οπως μου επισημαίνει η Αννα Βίσση στη συζήτησή μας, εμφανίστηκαν τότε ακόμη και δημοσιεύματα που χαρακτήριζαν την ίδια και τον Νίκο Καρβέλα σατανιστές. Η tabloid δημοσιογραφία ήταν εξάλλου σημείο εκείνων των καιρών. Οι «Δαίμονες» circa 2013 θα είναι μια άλλη παράσταση. Σε αυτό συντείνουν οι απόψεις τόσο της Αννας Βίσση όσο και του Γιάννη Κακλέα. Τους συναντώ στον χώρο όπου πραγματοποιούνται οι πρόβες της νέας φιλόδοξης παραγωγής του «Παλλάς» στην Κυψέλη ή, αλλιώς, σε μια περιοχή η οποία με τον ένα ή τον άλλον τρόπο σημάδεψε την Αννα Βίσση στα πρώτα χρόνια της στην Ελλάδα.



Καθώς παρακολουθώ τον Κακλέα να διευθύνει ως άλλος μαέστρος τον θίασο των ηθοποιών και των χορευτών -ομολογώ πως γοητεύομαι- στο μυαλό μου στριφογυρίζουν οι μεταφυσικές εκλεκτικές συγγένειες. Εκείνες που ξεκινούν από την υπόθεση του έργου, την υπερβατική δηλαδή σχέση της πρωταγωνίστριας Ροζάνα με τη Βασίλισσα, και φτάνουν στη σχέση της Αννας Βίσση με το συγκεκριμένο έργο. Στη διάρκεια του διαλείμματος, οπότε και έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε, τη ρωτώ πώς βιώνει αυτή την τύποις επιστροφή μία και πλέον εικοσαετία πίσω στον χρόνο: «Συγκλονιστικά και πολύ συγκινητικά», αποκρίνεται αφήνοντας τον ενθουσιασμό να την κυριεύσει. «Η πρώτη μου πρόβα ήταν αβάσταχτη. Ηθελα να κλαίω συνέχεια με εκείνο το κλάμα που δεν μπορείς να συγκρατήσεις, που λες “γιατί κλαίω;”. Η σχέση μου με τους “Δαίμονες” είναι μεταφυσική. Θυμάμαι πως τότε ήταν μια περίοδος της ζωής μου που χώριζα, δεν ήξερα ακριβώς τι ήταν αυτό που έκανα, είχα μεγάλη συναισθηματική φόρτιση. Από την άλλη, υπήρχε η επιρροή από τα μιούζικαλ που παρακολουθούσα στο West End του Λονδίνου, τους “Αθλιους”, το “Φάντασμα της Οπερας”. Το τελευταίο το ’χα δει 11 φορές ώστε να μπω στη νοοτροπία, να δω πώς αλλάζουν τα σκηνικά, πώς τραγουδάνε, τι είναι αυτά που φοράνε και τραγουδάνε, τα μικρόφωνα-ψείρες που λέμε τώρα. Παρατηρούσα τα πάντα: από τη μικρότερη μέχρι τη μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Ηταν μια εποχή όπου στη ζωή μου συνέβαιναν αλλαγές όχι δαιμονικές αλλά σίγουρα δύσκολες. Ολο αυτό με επηρέασε πολύ συναισθηματικά. Ισως για όλους αυτούς τους λόγους οι “Δαίμονες” είναι ο μεγαλύτερος σταθμός όλης της ζωής μου. Οχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και ανθρώπινα», καταλήγει. Μια και έχουμε τοποθετηθεί νοητά σε εκείνη την εποχή δράττομαι της ευκαιρίας να ρωτήσω την Αννα Βίσση πώς τότε, στο μεταίχμιο 80s και 90s, πήρε την απόφαση να λάβει το βάπτισμα του πυρός σε ένα μιούζικαλ. «Λες από θράσος;», ανταπαντά αυτοσαρκαζόμενη. Και συνεχίζει: «Θεωρώ ότι σε όποιον αρέσω, αρέσω για τρεις λόγους - τουλάχιστον αυτούς μπορώ να εντοπίσω εγώ. Πρώτον, τους αρέσει η φωνή μου, δεύτερον, τα τραγούδια μου και, τρίτον, η ερμηνεία μου. Ερμηνεία δεν είναι μόνο το χρωμάτισμα της φωνής, είναι και η συμπεριφορά του σώματος. Σε οποιαδήποτε σκηνή και αν υπάρξω, παίζω. Ζω τον ρόλο μου όχι με υπερβολή, αλλά με έναν τρόπο που τελικά μου επέτρεψε τη μετάβαση από το ένα στο άλλο». Ανακαλεί μάλιστα αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια της στην Κύπρο, από ερεθίσματα που ζυμώθηκαν καταπώς φαίνεται με το καλλιτεχνικό DNA της: «Μικρή έκανα μπαλέτο. Θυμάμαι ακόμη πως ήμουν σολίστ στις σχολικές χορωδίες αλλά και πως οι δάσκαλοι μας πήγαιναν σε κονσέρτα. Μας ωθούσαν στον κλασικό κόσμο. Εγώ βέβαια παράλληλα άκουγα ποπ μουσική. Μου άρεσαν οι Beatles, οι Supertramp… Εκείνη την εποχή έκανα και πιάνο στο Εθνικό Ωδείο. Η “κλασική” επιρροή υπήρχε. Υστερα είναι και το άλλο. Μου αρέσει πάρα πολύ η όπερα. Τη λατρεύω. Σε μια άλλη ζωή θα ήθελα να είχα γεννηθεί σοπράνο. Και για τους ρόλους που θα ήθελα να παίξω αλλά και για τη ζωή που έχουν οι σοπράνο. Γιατί; Γιατί έχουν μια πειθαρχία. Μου αρέσει η πειθαρχία στη ζωή μου. Οπου κι αν τραγουδάω, ό,τι κι αν τραγουδάω, ζω με έναν τρόπο ασκητικό. Ζω πάντα με τη δεύτερη σκέψη να μην πληγώσω τον εαυτό μου, τη φωνή μου. Να μην κουραστώ για να μπορέσω να εμφανιστώ. Ψώνιο λέγεται αυτό μήπως;», ολοκληρώνει γελώντας. Της αντιτείνω πως στα αφτιά μου αυτό ηχεί ως ευσυνειδησία και αίσθημα αυτοσυντήρησης, για να μου πει -ίσως με ένα υφέρπον παράπονο- πως μάλλον αυτό έρχεται σε βάρος της προσωπικής ζωής της. Ισως να είναι μέρος του τιμήματος που καλούνται να καταβάλουν οι «καλλιτέχνες-φαινόμενα». Ο χαρακτηρισμός ανήκει στον Γιάννη Κακλέα, ο οποίος μοιάζει να επισφραγίζει όσα εκείνη αφηγείται: «Η Αννα είναι ένα φαινόμενο. Είναι μια καλλιτέχνης που ξέρει πού βρίσκεται και τι ακριβώς κάνει. Η πειθαρχία αλλά και η αφοσίωσή της είναι αξιοθαύμαστες», υπογραμμίζει με έμφαση. Ο σκηνοθέτης στη σύντομη συζήτησή μας αναγνωρίζει την καλτ διάσταση που έχουν λάβει τα τραγούδια της παράστασης στο πέρασμα του χρόνου, επιμένει πως στους «Δαίμονες» του 2013 έχει προσπαθήσει να αναδείξει και να τονίσει δραματουργικές πτυχές που είχαν μείνει στη σκιά στην πρώτη παράσταση αλλά και πως η συνάντησή του με την Αννα Βίσση και τον Νίκο Καρβέλα ήταν φυσικό να επαναληφθεί μετά από το καλό προηγούμενο της «Μάλα» στις αρχές των 00s. Η Αννα Βίσση με ξαφνιάζει, ομολογώντας πως, αν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στα δύο μουσικοθεατρικά πονήματα με τα οποία έχει ταυτιστεί, μάλλον θα έκλινε προς τη «Μάλα». Οσο διαρκεί η κουβέντα μας διαισθάνομαι πως δεν έχω να κάνω με μια δεσποτική ντίβα που θέλει να έχει τα πάντα υπό τον έλεγχό της. Ωστόσο, ενδίδω στον πειρασμό να τη ρωτήσω πώς από την ελεύθερη -και μοναχική- κατάδυση της πίστας βουτά τώρα στην ομαδικότητα του θιάσου που θα μπορούσε κατ’ αναλογία να παραλληλιστεί με ομάδα συγχρονισμένης κολύμβησης. «Πάρα πολύ εύκολα», απαντά δίχως δεύτερη σκέψη. «Εχω μεγαλώσει με πειθαρχία και ομαδικό αίσθημα. Στις πίστες συνήθως αναλαμβάνω σχεδόν τα πάντα μαζί με τους εκάστοτε συνεργάτες μου. Μου αρέσει όμως να έχω σκηνοθέτη. Εχω μαθητική αγωγή και ανάγκη. Προτιμώ να είμαι υπό την καθοδήγηση παρά να καθοδηγώ», μου λέει.



Εκτός όμως από το ομαδικό πνεύμα, το θέατρο έχει και κριτική. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ αν η κριτική που θα γραφτεί για την παράσταση την απασχολεί ή την αγχώνει: «Οχι, δεν με αγχώνει. Ισα-ίσα που με ενδιαφέρει. Εκείνο που μπορώ να πω αυτή τη στιγμή είναι ότι όλοι μας έχουμε κουραστεί ωραία αλλά και πολύ γι’ αυτό το project. Δεν είναι μια παράσταση που έγινε ούτε με πλάκα ούτε για πλάκα. Εγινε με πλήρη συνείδηση. Ολη αυτή τη θεματική δεν είναι εύκολο να τη σκηνοθετήσεις και να κρατήσεις τις ισορροπίες. Ούτε με τον δαιμονισμό ούτε με την Εκκλησία ούτε με τα σατανικά όργια στην αρχή. Είναι όλα στην κόψη. Φυσικά και έχω αγωνία για το αποτέλεσμα. Αλλά αυτό δεν θα μπορώ να το δω ως θεατής, παρά μόνο όταν θα έχει τελειώσει η παράσταση». Επιμένω στην κριτική. «Τι θα σας πειράξει περισσότερο», της απευθύνω δικολαβικά, «μια κριτική που θα λέει καλή η παράσταση, μέτρια η Βίσση ή το αντίθετο;». «Πιστεύω στην ομάδα και πιστεύω ότι θα με πειράξουν και τα δύο. Δεν ξέρω πόσο το ένα ή το άλλο. Εχω δοθεί ψυχή τε και σώματι σε αυτή την παράσταση. Δεν είναι η Αννα Βίσση εδώ. Είναι ο διπλός ρόλος της Βασίλισσας και της Ροζάνα. Η Αννα Βίσση είναι σπίτι της και κοιμάται», μου απευθύνει αποστομωτικά. Ειλικρινά δεν ξέρω τι θα αποφανθούν οι κριτικοί, πώς θα είναι η παράσταση και πόσο ικανοποιημένοι θα νιώσουν οι fans της Βίσση. Εκείνο για το οποίο θα ορκιζόμουν είναι πως το θέατρο μόνο καλό κάνει στην ίδια. Κι αυτό, γιατί, όπως μου έχει ομολογήσει, το ζει και ως ενός είδους ψυχοθεραπεία. Μια αφορμή να δει έστω για λίγο μια σκοτεινή πλευρά του εαυτού της. Τι πιο γενναίο από μια βουτιά στα τρίσβαθα της ψυχής μας, σε έναν κόσμο που εξακολουθεί να βαυκαλίζεται στην επιφάνεια;

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr