Πέννυ Παναγιωτοπούλου:Η σκηνοθέτις του «φθινοπώρου» εξομολογείται
13.10.2013
09:19
Πέρα από ταμπέλες γυναικείου ή μη σινεμά, δημιουργεί
μία από τις πιο ωραίες ελληνικές ταινίες της σεζόν
H σκηνοθέτις Πέννυ Παναγιωτοπούλου είχε κερδίσει θετικές κριτικές (εγχώριες και διεθνείς) και βραβεία με την προηγούμενη ταινία της «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου» το 2002. Επρεπε να περάσουν 11 χρόνια για να ξαναδούμε δουλειά της, αλλά το αποτέλεσμα είναι εξίσου ικανοποιητικό. Με το «September» η Παναγιωτοπούλου, η οποία ταξίδεψε στο Κάρλοβι Βάρι και το Τορόντο με την ταινία, χτίζει μια προσεκτική μελέτη πάνω στη μοναξιά, στην απώλεια και τη φιλία. Χωρίς συναισθηματισμούς, αλλά με γυμνό το συναίσθημα. «Η ταινία δεν είναι καθόλου λυρική», σημειώνει η ίδια, «αλλά προσπαθώντας να την περιγράψω μου ’ρχονται στο μυαλό δυο στίχοι από την Κατερίνα-Αγγελάκη Ρουκ: "Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή, την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω, πώς κερδίζει πάντα αυτή"».
Η Κόρα Καρβούνη, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, κρυφοκοιτά με τον τρόπο της τη ζωή, χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς τους κώδικές της ή να ενδιαφέρεται απαραίτητα να τους ξεκλειδώσει. Γι’ αυτό και οι διαδρομές της είναι βασικές: βόλτα με τον σκύλο της, δουλειά, σπίτι. Εκεί κάπου όμως παρεισφρέει και η Αθήνα. «Η Αθήνα ήταν, είναι και θα είναι μια κρυμμένη πόλη», επισημαίνει η Παναγιωτοπούλου και συνεχίζει: «Μια πόλη που η ομορφιά της δεν είναι διάχυτη και εκτεθειμένη στα μάτια όλων. Ετσι, πιστεύω ότι είναι πολύ δύσκολο να κινηματογραφηθεί σωστά. Οσες φορές τη βλέπω σε ταινίες υπάρχει ή μια υπερχειλισμένη γραφικότητα ή μια επικαιροποίηση, ειδικότερα τώρα με την κρίση. Ετσι, επέλεξα να τη φανερώσω λίγο, σχεδόν υπαινικτικά. Αλλά καμιά φορά όσο πιο λίγο μιλάς για τα πράγματα που σε απασχολούν τόσο πιο πολύ αποκαλύπτονται». Υπάρχει κάτι που συνδέει το έργο των σύγχρονων Ελλήνων κινηματογραφιστών; «Η πρώτη αντίδραση είναι “τίποτα”. Αυτές τις ομοιότητες και τις διαφορές μόνο κάποιος απέξω και εκ των υστέρων μπορεί να τις ορίσει. Υστερα, μας ενώνει ένα διακριτό σκηνοθετικό αποτύπωμα, μια αγάπη για το σινεμά και την έκφραση και οι τρομερά δύσκολες συνθήκες παραγωγής. Μα πάνω απ’ όλα μας ενώνει η χώρα που ζούμε και μεγαλώσαμε και που χειμάζεται εδώ και καιρό. Εν ολίγοις, η ιστορική στιγμή. Τώρα, τι κάνει ο καθένας μας μπορεί και να ’ναι τελείως διαφορετικό.
Σαν απαύγασμα, όμως, κρατώ αυτό που έχει πει ο Βαλερί. Αυτά για τα οποία οι άνθρωποι μιλάνε τούς χωρίζουν, ενώ αυτά για τα οποία δεν μιλάνε τους ενώνουν». Οσον αφορά στον δημοφιλή όρο-ομπρέλα του Greek Weird Wave, που έχει ταυτιστεί με την πρόσφατη άνθηση του ελληνικού σινεμά, τον αντιμετωπίζει σκεπτικιστικά, ως μια «τάση τυποποίησης και από όσους κάνουν σινεμά και από όσους βλέπουν σινεμά. Πιστεύω πως αυτό οδηγεί σε επαναλήψεις και άρα σε τέλος. Για να μπορέσει να συνεχιστεί η ανθοφορία στην οποία αναφέρεστε, νομίζω πως χρειάζεται να πάψει ο φαύλος κύκλος. Το να αναπαράγεις δηλαδή την ίδια φόρμα και να την αναλύεις με τα ίδια κλειδιά. Και απαραίτητη προϋπόθεση είναι το να παραδεχτούμε ότι το μόνο που έχει αξία είναι να μοιάσουμε στον εαυτό μας. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ακούγεται εύκολο, αλλά είναι πολύ δύσκολο».
Η Κόρα Καρβούνη, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, κρυφοκοιτά με τον τρόπο της τη ζωή, χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς τους κώδικές της ή να ενδιαφέρεται απαραίτητα να τους ξεκλειδώσει. Γι’ αυτό και οι διαδρομές της είναι βασικές: βόλτα με τον σκύλο της, δουλειά, σπίτι. Εκεί κάπου όμως παρεισφρέει και η Αθήνα. «Η Αθήνα ήταν, είναι και θα είναι μια κρυμμένη πόλη», επισημαίνει η Παναγιωτοπούλου και συνεχίζει: «Μια πόλη που η ομορφιά της δεν είναι διάχυτη και εκτεθειμένη στα μάτια όλων. Ετσι, πιστεύω ότι είναι πολύ δύσκολο να κινηματογραφηθεί σωστά. Οσες φορές τη βλέπω σε ταινίες υπάρχει ή μια υπερχειλισμένη γραφικότητα ή μια επικαιροποίηση, ειδικότερα τώρα με την κρίση. Ετσι, επέλεξα να τη φανερώσω λίγο, σχεδόν υπαινικτικά. Αλλά καμιά φορά όσο πιο λίγο μιλάς για τα πράγματα που σε απασχολούν τόσο πιο πολύ αποκαλύπτονται». Υπάρχει κάτι που συνδέει το έργο των σύγχρονων Ελλήνων κινηματογραφιστών; «Η πρώτη αντίδραση είναι “τίποτα”. Αυτές τις ομοιότητες και τις διαφορές μόνο κάποιος απέξω και εκ των υστέρων μπορεί να τις ορίσει. Υστερα, μας ενώνει ένα διακριτό σκηνοθετικό αποτύπωμα, μια αγάπη για το σινεμά και την έκφραση και οι τρομερά δύσκολες συνθήκες παραγωγής. Μα πάνω απ’ όλα μας ενώνει η χώρα που ζούμε και μεγαλώσαμε και που χειμάζεται εδώ και καιρό. Εν ολίγοις, η ιστορική στιγμή. Τώρα, τι κάνει ο καθένας μας μπορεί και να ’ναι τελείως διαφορετικό.
Σαν απαύγασμα, όμως, κρατώ αυτό που έχει πει ο Βαλερί. Αυτά για τα οποία οι άνθρωποι μιλάνε τούς χωρίζουν, ενώ αυτά για τα οποία δεν μιλάνε τους ενώνουν». Οσον αφορά στον δημοφιλή όρο-ομπρέλα του Greek Weird Wave, που έχει ταυτιστεί με την πρόσφατη άνθηση του ελληνικού σινεμά, τον αντιμετωπίζει σκεπτικιστικά, ως μια «τάση τυποποίησης και από όσους κάνουν σινεμά και από όσους βλέπουν σινεμά. Πιστεύω πως αυτό οδηγεί σε επαναλήψεις και άρα σε τέλος. Για να μπορέσει να συνεχιστεί η ανθοφορία στην οποία αναφέρεστε, νομίζω πως χρειάζεται να πάψει ο φαύλος κύκλος. Το να αναπαράγεις δηλαδή την ίδια φόρμα και να την αναλύεις με τα ίδια κλειδιά. Και απαραίτητη προϋπόθεση είναι το να παραδεχτούμε ότι το μόνο που έχει αξία είναι να μοιάσουμε στον εαυτό μας. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ακούγεται εύκολο, αλλά είναι πολύ δύσκολο».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr