Zartiera Show: Το «Cabaret» διχάζει την Αθήνα
14.10.2013
08:03
Κάποιοι το λάτρεψαν, άλλοι εξέφρασαν αντιρρήσεις, σίγουρα όμως κανείς δεν έμεινε αδιάφορος απέναντι στο νέο εγχείρημα του Κωνσταντίνου Ρήγου. Αυτή τη φορά ο γνωστός χορογράφος και σκηνοθέτης ανεβάζει ψηλά τον πήχη, παρουσιάζοντας μια παράσταση βγαλμένη, θαρρείς, από τα γεγονότα των ημερών - με λαμπερούς πρωταγωνιστές και ακόμα πιο λαμπερή και εντυπωσιακή πρεμιέρα
Κάθε φορά που ο Κωνσταντίνος Ρήγος θα ανεβάσει μια παράσταση οι δημοσιογραφικές πένες θα πάρουν φωτιά και κανείς δεν θα μείνει αδιάφορος στις παρυφές του Facebook και του Twitter. Το τελευταίο εγχείρημα του γνωστού χορογράφου και σκηνοθέτη είναι ακόμα μεγαλύτερο, αφού το «Καμπαρέ» έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία των μιούζικαλ και των θεατρικών μεταφορών, έχει εισπράξει απανωτά Οσκαρ και έχει συνδέσει την υπογραφή του Μπομπ Φόσι με μία από τις καλύτερες κινηματογραφικές εκδοχές που έγιναν ποτέ. Διαισθητικά, όμως, ο Ρήγος το τόλμησε και εισβάλλοντας στα άδυτα του Μεγάρου Μουσικής μετέφερε μαζί με μια πλειάδα πρωταγωνιστών αυτό το τόσο δύσκολο έργο. Το αποτέλεσμα ενθουσίασε μερικούς, άλλους τους εκνεύρισε, σίγουρα όμως αδιάφορο δεν άφησε κανέναν.
Και αν όλοι περίμεναν να δουν ένα τυπικό έργο της ταυτότητας του Ρήγου με έμφαση στον χορό και λιγότερο στις ερμηνείες, αυτή τη φορά απόλαυσαν μια ολοκληρωμένη θεατρική παράσταση. Ωστόσο, ενώ οι επίσημοι καλεσμένοι έδειξαν να ενθουσιάζονται τη βραδιά της πρεμιέρας, οι κριτικοί δεν είχαν όλοι την ίδια γνώμη: έτσι, ενώ ο Βασίλης Μπουζιώτης έγραφε ότι πρόκειται για μία από τις καλύτερες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων, ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης βουτούσε την πένα του στο δηλητήριο.
Και αν όλοι περίμεναν να δουν ένα τυπικό έργο της ταυτότητας του Ρήγου με έμφαση στον χορό και λιγότερο στις ερμηνείες, αυτή τη φορά απόλαυσαν μια ολοκληρωμένη θεατρική παράσταση. Ωστόσο, ενώ οι επίσημοι καλεσμένοι έδειξαν να ενθουσιάζονται τη βραδιά της πρεμιέρας, οι κριτικοί δεν είχαν όλοι την ίδια γνώμη: έτσι, ενώ ο Βασίλης Μπουζιώτης έγραφε ότι πρόκειται για μία από τις καλύτερες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων, ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης βουτούσε την πένα του στο δηλητήριο.
Για μια ακόμη φορά ο Ρήγος κατάφερε να διχάσει και να αποκτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επικαιρότητα. Δίχως πάντως το ελάχιστο νύγμα έκπληξης, ο ίδιος αντιμετώπισε στωικά τους διαφωνούντες και έμεινε να απολαμβάνει τις σαμπάνιες και τα λουλούδια που κατέφταναν ομαδικά στα καμαρίνια τη βραδιά της λαμπερής πρεμιέρας.
Φορώντας ένα μπλουζάκι με μια χαριτωμένη αρκούδα, βγήκε δυο φορές στη σκηνή και έφυγε ανακουφισμένος από το απαστράπτον Μέγαρο, στρέφοντας την πλάτη στα κοινωνικά δίκτυα που πήραν φωτιά από τα σχόλια. Κρίνοντας από τους πρωταγωνιστές αλλά και τους καλεσμένους της πρεμιέρας, είναι ευνόητο ότι ο Ρήγος καλύπτει ένα ετερόκλητο φάσμα κοινού: από τους λαμπερούς celebrities και τους οπαδούς της πιο ξέφρενης ποπ μέχρι το θεατρόφιλο κοινό που εκτιμά, χρόνια τώρα, τις καινοτόμες δημιουργίες του. Ολοι αυτοί βρέθηκαν να κάθονται πλάι-πλάι στην πρεμιέρα μιας παράστασης που στόχο είχε να ικανοποιήσει διαφορετικά γούστα και προσδοκίες.
Ο ενθουσιασμός του Ρουβά και η ανακούφιση της Τάνιας
Θεατρικοί κριτικοί είδαν με καλό μάτι την απόφαση του Ρήγου να μείνει πιστός στο έργο και να μην επιδοθεί σε ακραίους πειραματισμούς -όπως έκανε στα «Κόκκινα Φανάρια»-, ενώ άλλοι αναζητούσαν πιο ακραίες λύσεις. Το σημαντικό, πάντως, είναι ότι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές εισέπραξαν με ανακούφιση τη θετική υποδοχή των επίσημων καλεσμένων, οι οποίοι χειροκρότησαν θερμά μετά το πέρας της παράστασης και έσπευσαν να δώσουν συγχαρητήρια στον σταθερά γενειοφόρο, τα τελευταία χρόνια, Ρήγο.
Και αν στα «Κόκκινα Φανάρια» είχαν εκφράσει καχυποψία για το προκλητικό περιεχόμενο, σ’ αυτή την περίπτωση το πολιτικό στίγμα -που ήταν παραπάνω από εμφανές- κατάφερε να ανακουφίσει όσους εξέφραζαν αρχικά αντιρρήσεις. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι η Τάνια Τσανακλίδου, η οποία ερμηνεύει τη Φροϊλάιν Σνάιντερ, τη μεσόκοπη Γερμανίδα που νοικιάζει φτηνά δωμάτια για να επιβιώσει στο Βερολίνο της Βαϊμάρης, ήταν αρκετά διστακτική όταν ο Ρήγος τής πρότεινε να συμμετάσχει στο απαιτητικό εγχείρημα.
Παρότι η γνωστή ερμηνεύτρια έχει δηλώσει επανειλημμένως πόσο αγαπάει το έργο, δίσταζε να πει το «ναι», αφού τα τελευταία χρόνια είχε καταφύγει σε αυστηρά επιλεγμένες εμφανίσεις. Εδειξε, πάντως, να είναι χαρούμενη και ανακουφισμένη από την υποδοχή της πρεμιέρας: «Ηρθα σπίτι μετά την πρεμιέρα με μια αγκαλιά λουλούδια. Τα έβαλα στο βάζο. Αύριο το πρωί θα πιω τον καφέ μου με ευγνωμοσύνη που πήγαν όλα καλά! Καληνύχτα!» έγραψε στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook. Ενθουσιασμένος φαινόταν και ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο οποίος ερμήνευσε, όπως λένε οι περισσότεροι, υποδειγματικά τον ρόλο του Κομπέρ, του θρυλικού οικοδεσπότη του «Καμπαρέ», και δεν σταμάτησε να υποδέχεται στο καμαρίνι του φίλους και γνωστούς που έσπευσαν να τον συγχαρούν.
Ο Σάκης Ρουβάς εξέφρασε όσο θερμότερα μπορούσε τη χαρά του για τη συμμετοχή του «δασκάλου» του -από τις καλοκαιρινές «Βάκχες»- στο όλο εγχείρημα. Για κάποιους άλλους, ωστόσο, οι εικόνες που αντίκρισαν έμοιαζαν πομπώδεις και παραφουσκωμένες - από την άλλη, όμως, τι πανδαισία έκρυβαν τα κομμάτια με την απαστράπτουσα Μαρία Ναυπλιώτου! Η ίδια σκοτεινή ομορφιά που έκρυβαν τα μαύρα σκηνικά και κουστούμια φαινόταν και στο φεγγερό βάθος του έργου που έγραψε ο Κρίστοφερ Ισεργουντ για τα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του ’30 στο Βερολίνο.
Το διήγημά του «Αντίο Βερολίνο», που ενέπνευσε τους Φρεντ Εμπ και Τζον Κάντερ ώστε να μεταφέρουν σε μιούζικαλ μια ιστορία γεμάτη έρωτες, πάθη και έντονες πολιτικές ταραχές, έχει πολλές αναλογίες με την ταραγμένη εποχή που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα. Αναφέρεται στην εποχή όπου τα λουλούδια στις βιτρίνες στόλιζαν τα πορτρέτα του Χίντενμπουργκ και του Χίτλερ, υποθάλποντας το φαινόμενο του ναζισμού, του οποίου τις επιπτώσεις κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί.
Η γνωστή σκηνή με το «Tomorrow belongs to me», με τον έφηβο που φοράει τη στολή των ναζί, έκανε όλη την αίθουσα του Μεγάρου να παγώσει. Κατά τραγική σύμπτωση, δε, ο Κωνσταντίνος Ρήγος ολοκλήρωσε τις πρόβες την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας. Για την ακρίβεια, την παρακμή εκείνης της εποχής του Βερολίνου μεταφέρει ιδανικά ο Κομπέρ, η πληθωρική περσόνα που ερμηνεύει ο Λιγνάδης, ενώ στο επίκεντρο της ιστορίας παρακολουθούμε τα έργα και τις ημέρες της Σάλι Μπόουλς, την οποία ερμηνεύει η όμορφη και αισθαντική Μαρία Ναυπλιώτου.
Ο ίδιος ο Ρήγος ομολογεί ότι το όνειρό του να κάνει το «Καμπαρέ» έγινε πραγματικότητα όχι μόνο χάρη στην εταιρεία παραγωγής Live2, που ανταποκρίθηκε καλύπτοντας οικονομικά το εγχείρημα, αλλά και χάρη στο γεγονός ότι οι αγαπημένοι του καλλιτέχνες δέχτηκαν να συμμετάσχουν.
Ο Βασίλης Μπουζιώτης έγραψε για την παράσταση: «Γούσταρε χρόνια να κάνει το “Cabaret” και έχει κεντήσει στο ανέβασμά του και την πιο μικρή του λεπτομέρεια φτιάχνοντας μια άψογης αισθητικής παράσταση που θα όφειλαν να ζηλεύουν στην ξένη - καίρια η σκηνοθετική του γραμμή, έξοχες οι χορογραφίες του, εντυπωσιακά τα σκηνικά του». Αντίθετη άποψη όμως είχε ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης, καθώς έγραψε μία από τις πιο αρνητικές και πικρόχολες κριτικές της καριέρας του: «Αυτό που είδα δεν λεγόταν χορογραφία», έγραψε χαρακτηριστικά. Και προχώρησε ακόμα περισσότερο: «Ως σκηνοθέτης ο Ρήγος φαινόταν καθαρά πως δεν ήξερε ή δεν μπορούσε να διδάξει στους ηθοποιούς τους ρόλους τους, δεν ήξερε να διηγηθεί μια ιστορία, δεν ήξερε καν να στήσει μερικές σκηνές αν μη τι άλλο που να φαίνονται ωραίες. Οι ηθοποιοί έμοιαζαν έρμαια στο πέρα, στο δώθε και στην ερμηνεία του λόγου και των συναισθημάτων τους σε βαθμό κάποιους να τους λυπάσαι».
Δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που ο Κωνσταντίνος Ρήγος διχάζει καταφέρνοντας να βρίσκεται στο επίκεντρο των ημερών. Από την εκρηκτική «Bossa Nova» του μέχρι τα «Κόκκινα Φανάρια» και το «Καμπαρέ» του, το κοινό είναι μοιρασμένο στο κατά πόσο ο ανατρεπτικός δημιουργός έχει το δικαίωμα να σκηνοθετεί ταυτόχρονα θεατρικές παραστάσεις και βιντεοκλίπ και αν μπορεί με την ίδια ευκολία να υποκλίνεται στην Τάνια Τσανακλίδου και την Πάολα.
Ο ίδιος απαντάει ότι οι καλλιτέχνες δεν γνωρίζουν όρια και ταυτότητες, πασχίζοντας να αποδείξει ότι τα «μπράβο» της Δήμητρας Ματσούκα και της Μιμής Ντενίση για το «Καμπαρέ» ταυτίζονται με αυτά των πιο απαιτητικών θεατών. Σε τελική ανάλυση, η αλήθεια δεν θα φανεί στα «τιτιβίσματα» του Twitter, αφού τα κακά λόγια δεν είναι ποτέ ικανά σκοτεινιάσουν την αλήθεια ενός έργου. Και ασχέτως από αν λατρέψεις ή μισήσεις την παράσταση, το «Καμπαρέ» είναι ένα έργο για όλα αυτά που ζούμε εσχάτως στο πετσί μας:
«Οι ναζί είναι ικανοί για όλα, γι’ αυτό είναι τόσο επικίνδυνοι. Ο κόσμος γελάει μαζί τους μέχρι την τελευταία στιγμή», έγραφε σε κάποια σκηνή ο συγγραφέας Κρίστοφερ Ισεργουντ. Κι αυτή είναι μία αναφορά που μπροστά της κανείς δεν μπορεί να σταθεί αδιάφορος, όποια είναι κι αν είναι η ποιότητα της θεατρικής μεταφοράς του Ρήγου.
Φορώντας ένα μπλουζάκι με μια χαριτωμένη αρκούδα, βγήκε δυο φορές στη σκηνή και έφυγε ανακουφισμένος από το απαστράπτον Μέγαρο, στρέφοντας την πλάτη στα κοινωνικά δίκτυα που πήραν φωτιά από τα σχόλια. Κρίνοντας από τους πρωταγωνιστές αλλά και τους καλεσμένους της πρεμιέρας, είναι ευνόητο ότι ο Ρήγος καλύπτει ένα ετερόκλητο φάσμα κοινού: από τους λαμπερούς celebrities και τους οπαδούς της πιο ξέφρενης ποπ μέχρι το θεατρόφιλο κοινό που εκτιμά, χρόνια τώρα, τις καινοτόμες δημιουργίες του. Ολοι αυτοί βρέθηκαν να κάθονται πλάι-πλάι στην πρεμιέρα μιας παράστασης που στόχο είχε να ικανοποιήσει διαφορετικά γούστα και προσδοκίες.
Ο ενθουσιασμός του Ρουβά και η ανακούφιση της Τάνιας
Θεατρικοί κριτικοί είδαν με καλό μάτι την απόφαση του Ρήγου να μείνει πιστός στο έργο και να μην επιδοθεί σε ακραίους πειραματισμούς -όπως έκανε στα «Κόκκινα Φανάρια»-, ενώ άλλοι αναζητούσαν πιο ακραίες λύσεις. Το σημαντικό, πάντως, είναι ότι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές εισέπραξαν με ανακούφιση τη θετική υποδοχή των επίσημων καλεσμένων, οι οποίοι χειροκρότησαν θερμά μετά το πέρας της παράστασης και έσπευσαν να δώσουν συγχαρητήρια στον σταθερά γενειοφόρο, τα τελευταία χρόνια, Ρήγο.
Και αν στα «Κόκκινα Φανάρια» είχαν εκφράσει καχυποψία για το προκλητικό περιεχόμενο, σ’ αυτή την περίπτωση το πολιτικό στίγμα -που ήταν παραπάνω από εμφανές- κατάφερε να ανακουφίσει όσους εξέφραζαν αρχικά αντιρρήσεις. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι η Τάνια Τσανακλίδου, η οποία ερμηνεύει τη Φροϊλάιν Σνάιντερ, τη μεσόκοπη Γερμανίδα που νοικιάζει φτηνά δωμάτια για να επιβιώσει στο Βερολίνο της Βαϊμάρης, ήταν αρκετά διστακτική όταν ο Ρήγος τής πρότεινε να συμμετάσχει στο απαιτητικό εγχείρημα.
Παρότι η γνωστή ερμηνεύτρια έχει δηλώσει επανειλημμένως πόσο αγαπάει το έργο, δίσταζε να πει το «ναι», αφού τα τελευταία χρόνια είχε καταφύγει σε αυστηρά επιλεγμένες εμφανίσεις. Εδειξε, πάντως, να είναι χαρούμενη και ανακουφισμένη από την υποδοχή της πρεμιέρας: «Ηρθα σπίτι μετά την πρεμιέρα με μια αγκαλιά λουλούδια. Τα έβαλα στο βάζο. Αύριο το πρωί θα πιω τον καφέ μου με ευγνωμοσύνη που πήγαν όλα καλά! Καληνύχτα!» έγραψε στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook. Ενθουσιασμένος φαινόταν και ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο οποίος ερμήνευσε, όπως λένε οι περισσότεροι, υποδειγματικά τον ρόλο του Κομπέρ, του θρυλικού οικοδεσπότη του «Καμπαρέ», και δεν σταμάτησε να υποδέχεται στο καμαρίνι του φίλους και γνωστούς που έσπευσαν να τον συγχαρούν.
Ο Σάκης Ρουβάς εξέφρασε όσο θερμότερα μπορούσε τη χαρά του για τη συμμετοχή του «δασκάλου» του -από τις καλοκαιρινές «Βάκχες»- στο όλο εγχείρημα. Για κάποιους άλλους, ωστόσο, οι εικόνες που αντίκρισαν έμοιαζαν πομπώδεις και παραφουσκωμένες - από την άλλη, όμως, τι πανδαισία έκρυβαν τα κομμάτια με την απαστράπτουσα Μαρία Ναυπλιώτου! Η ίδια σκοτεινή ομορφιά που έκρυβαν τα μαύρα σκηνικά και κουστούμια φαινόταν και στο φεγγερό βάθος του έργου που έγραψε ο Κρίστοφερ Ισεργουντ για τα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του ’30 στο Βερολίνο.
Το διήγημά του «Αντίο Βερολίνο», που ενέπνευσε τους Φρεντ Εμπ και Τζον Κάντερ ώστε να μεταφέρουν σε μιούζικαλ μια ιστορία γεμάτη έρωτες, πάθη και έντονες πολιτικές ταραχές, έχει πολλές αναλογίες με την ταραγμένη εποχή που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα. Αναφέρεται στην εποχή όπου τα λουλούδια στις βιτρίνες στόλιζαν τα πορτρέτα του Χίντενμπουργκ και του Χίτλερ, υποθάλποντας το φαινόμενο του ναζισμού, του οποίου τις επιπτώσεις κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί.
Η γνωστή σκηνή με το «Tomorrow belongs to me», με τον έφηβο που φοράει τη στολή των ναζί, έκανε όλη την αίθουσα του Μεγάρου να παγώσει. Κατά τραγική σύμπτωση, δε, ο Κωνσταντίνος Ρήγος ολοκλήρωσε τις πρόβες την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας. Για την ακρίβεια, την παρακμή εκείνης της εποχής του Βερολίνου μεταφέρει ιδανικά ο Κομπέρ, η πληθωρική περσόνα που ερμηνεύει ο Λιγνάδης, ενώ στο επίκεντρο της ιστορίας παρακολουθούμε τα έργα και τις ημέρες της Σάλι Μπόουλς, την οποία ερμηνεύει η όμορφη και αισθαντική Μαρία Ναυπλιώτου.
Ο ίδιος ο Ρήγος ομολογεί ότι το όνειρό του να κάνει το «Καμπαρέ» έγινε πραγματικότητα όχι μόνο χάρη στην εταιρεία παραγωγής Live2, που ανταποκρίθηκε καλύπτοντας οικονομικά το εγχείρημα, αλλά και χάρη στο γεγονός ότι οι αγαπημένοι του καλλιτέχνες δέχτηκαν να συμμετάσχουν.
Ο Βασίλης Μπουζιώτης έγραψε για την παράσταση: «Γούσταρε χρόνια να κάνει το “Cabaret” και έχει κεντήσει στο ανέβασμά του και την πιο μικρή του λεπτομέρεια φτιάχνοντας μια άψογης αισθητικής παράσταση που θα όφειλαν να ζηλεύουν στην ξένη - καίρια η σκηνοθετική του γραμμή, έξοχες οι χορογραφίες του, εντυπωσιακά τα σκηνικά του». Αντίθετη άποψη όμως είχε ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης, καθώς έγραψε μία από τις πιο αρνητικές και πικρόχολες κριτικές της καριέρας του: «Αυτό που είδα δεν λεγόταν χορογραφία», έγραψε χαρακτηριστικά. Και προχώρησε ακόμα περισσότερο: «Ως σκηνοθέτης ο Ρήγος φαινόταν καθαρά πως δεν ήξερε ή δεν μπορούσε να διδάξει στους ηθοποιούς τους ρόλους τους, δεν ήξερε να διηγηθεί μια ιστορία, δεν ήξερε καν να στήσει μερικές σκηνές αν μη τι άλλο που να φαίνονται ωραίες. Οι ηθοποιοί έμοιαζαν έρμαια στο πέρα, στο δώθε και στην ερμηνεία του λόγου και των συναισθημάτων τους σε βαθμό κάποιους να τους λυπάσαι».
Δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που ο Κωνσταντίνος Ρήγος διχάζει καταφέρνοντας να βρίσκεται στο επίκεντρο των ημερών. Από την εκρηκτική «Bossa Nova» του μέχρι τα «Κόκκινα Φανάρια» και το «Καμπαρέ» του, το κοινό είναι μοιρασμένο στο κατά πόσο ο ανατρεπτικός δημιουργός έχει το δικαίωμα να σκηνοθετεί ταυτόχρονα θεατρικές παραστάσεις και βιντεοκλίπ και αν μπορεί με την ίδια ευκολία να υποκλίνεται στην Τάνια Τσανακλίδου και την Πάολα.
Ο ίδιος απαντάει ότι οι καλλιτέχνες δεν γνωρίζουν όρια και ταυτότητες, πασχίζοντας να αποδείξει ότι τα «μπράβο» της Δήμητρας Ματσούκα και της Μιμής Ντενίση για το «Καμπαρέ» ταυτίζονται με αυτά των πιο απαιτητικών θεατών. Σε τελική ανάλυση, η αλήθεια δεν θα φανεί στα «τιτιβίσματα» του Twitter, αφού τα κακά λόγια δεν είναι ποτέ ικανά σκοτεινιάσουν την αλήθεια ενός έργου. Και ασχέτως από αν λατρέψεις ή μισήσεις την παράσταση, το «Καμπαρέ» είναι ένα έργο για όλα αυτά που ζούμε εσχάτως στο πετσί μας:
«Οι ναζί είναι ικανοί για όλα, γι’ αυτό είναι τόσο επικίνδυνοι. Ο κόσμος γελάει μαζί τους μέχρι την τελευταία στιγμή», έγραφε σε κάποια σκηνή ο συγγραφέας Κρίστοφερ Ισεργουντ. Κι αυτή είναι μία αναφορά που μπροστά της κανείς δεν μπορεί να σταθεί αδιάφορος, όποια είναι κι αν είναι η ποιότητα της θεατρικής μεταφοράς του Ρήγου.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr