Χρήστος Χατζηπαναγιώτης:Πού βρήκε το νόημα της ζωής;

Χρήστος Χατζηπαναγιώτης:Πού βρήκε το νόημα της ζωής;

Στο θέατρο υποδύεται τον διπλό ρόλο του Βιτόρ και του σωσία του Πος στην εμβληματική φάρσα του Ζορζ Φεϊντό «Ψύλλοι στ’ αφτιά». Στην πραγματική ζωή ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης έχει μάθει να παρατηρεί τα πράγματα στις ρεαλιστικές διαστάσεις τους, χαίρεται ακόμη που μπορεί να μυρίζει το νοτισμένο από τη βροχή χώμα στο ησυχαστήριό του στη Μεσσηνία και εντυπωσιάζεται σαν μικρό παιδί από ένα κουτσό περιστέρι που κρυφακούει τη συνομιλία μας.

Χρήστος Χατζηπαναγιώτης:Πού βρήκε το νόημα της ζωής;
Κυριακή απόγευμα στο άδειο κέντρο της πόλης. Λίγο πριν από την πρόβα του στο θέατρο «Αλίκη». Εχω διαβάσει πως τους τελευταίους μήνες ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης είχε απαρνηθεί τρόπον τινά τα εγκόσμια, είχε αυτοεξοριστεί στο σπίτι του στη Μεσσηνία. Του ζητώ να μου περιγράψει την εμπειρία του. Με διορθώνει: «Δεν το λες εξορία. Η εξορία ακούγεται άσχημα. Εγώ για τέσσερις μήνες ήμουν σε έναν παράδεισο, μες στη φύση. Το κτήμα βρίσκεται στις παρυφές του Τα√γετου. Βλέπω όλη τη Μεσόγειο από εκείνο το σημείο, νοητά θα μπορούσα να δω ακόμη και τα νότια παράλια της Αφρικής. Είμαι μέσα στα δέντρα, μέσα στα ζώα, μυρίζω το χώμα όταν βρέχει».

Του λέω πως μου περιγράφει μια άλλη ζωή. Προτού ολοκληρώσω τη φράση μου με διακόπτει χαμογελαστός: «Αυτή είναι η πραγματική ζωή. Το άλλο, αυτό που ζούμε στην πόλη, είναι μια εικονική πραγματικότητα». Εκείνη τη στιγμή παρατηρεί πως στο διπλανό τραπέζι κάθεται και μας κοιτά στωικά ένα περιστέρι με ένα πόδι. «Ωχ, κοίτα, ένα κουτσό περιστέρι. Καταπληκτικό, απίστευτο! Δεν το ’χω ξαναδεί. Είδες; Δεν το βάζει κάτω. Να ένα ωραίο παράδειγμα», λέει ενώ έχει ήδη πάρει ένα μπισκότο, το έχει θρυμματίσει σε κομμάτια και ταΐζει τον απρόσκλητο φτερωτό συνδαιτυμόνα. Παίρνει μάλιστα την αφορμή για λίγη αυτοαναφορικότητα: «Ξέρεις, εγώ δεν είμαι πάντα έτσι. Δεν σ' το κρύβω πως έχω και τα down μου, όπως όλοι οι άνθρωποι, ενδεχομένως και με ένταση πολλές φορές. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού και της φύσης ξαναβρίσκουμε τα ίσια μας».

Κλείσιμο
Τον ρωτάω πώς «το παλεύει». Δεν έχει τη συνταγή της πανάκειας: «Ξέρεις, υπάρχει πάντα η περίφημη παράμετρος του χρόνου. Είναι τόσο σημαντική και στη ζωή και στο θέατρο. Σήμερα το παλεύω έτσι, χθες αλλιώς, αύριο σίγουρα θα το παλεύω με άλλον τρόπο. Αυτή είναι η έκπληξη, η χαρά της ζωής. Το στάσιμο είναι το άσχημο, αρχίζει και βρομάει. Ακούς, για παράδειγμα, στις τηλεοράσεις “αυτός έχει τις ίδιες απόψεις 40 χρόνια”. Αυτό θεοποιείται από την κοινωνία σήμερα. Του λένε μπράβο, τον λένε βράχο στις απόψεις του. Αυτοί οι βράχοι, όμως, είναι γεμάτοι λειχήνες και βρύα. Εκτιμώ τους ανθρώπους που είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να αλλάξουν, να δουν τη ζωή με άλλα μάτια. Κι αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ».

Ο Χατζηπαναγιώτης δεν λειτουργεί με νόρμες, ούτε μηρυκάζει προκάτ ευπώλητα κλισέ. Τουναντίον, οι απαντήσεις του προδίδουν σκληρή δουλειά με τον καθρέφτη του και μπορούν να σου αποκαλύψουν υπέροχες ιστορίες από το παρελθόν του. Μια τέτοια αφηγείται όταν τον ρωτώ πώς και γιατί έγινε ηθοποιός. «Στην επαρχία της δεκαετίας του ’60 δεν είχες πολλές δυνατότητες για θέατρο και ψυχαγωγία.

Εζησα την εποχή που στο Πλωμάρι όπου μεγάλωσα και πήγα σχολείο δεν μας επέτρεπαν να πάμε σινεμά. Υπήρχε ένας κινηματογράφος, αλλά για τους μαθητές του γυμνασίου επιτρεπόταν να πηγαίνουν μόνο μία ημέρα την εβδομάδα στην προβολή -απογευματινής συνήθως- μιας ταινίας την οποία επέλεγε ο γυμνασιάρχης. Κι αν τυχόν σε έβλεπε -και δεν ήταν και δύσκολο- ο επιστάτης μέσα στο σινεμά, έπαιρνες αποβολή. Οπως καταλαβαίνεις, ήταν πολύ στενά τα περιθώρια. Ηθελα όμως από πολύ μικρός να γίνω ηθοποιός. Ο πατέρας του πατέρα μου ήταν δάσκαλος στην Αγιάσο της Μυτιλήνης. Λένε ότι ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος. Ηταν Ριζαρείτης, έζησε όλα τα χρόνια του στην Αγιάσο και εκεί έδρασε. Ηταν στο Αναγνωστήριο, μία από τις παλαιότερες ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες της Ελλάδας. Η θεατρική σκηνή από τότε ήταν καταφύγιο των περιπλανώμενων θιάσων, αλλά κυρίως των ντόπιων, οι οποίοι δημιουργούσαν και ανέβαζαν παραστάσεις.

 Τις πρώτες παραστάσεις μου τις είδα εκεί ως επισκέπτης. Πηγαίναμε με ένα μηχανάκι που είχαμε από το Πλωμάρι στην Αγιάσο», ανακαλεί και συνεχίζει την αφήγησή του: «Στην Αθήνα ήρθα επειδή ήμουν πολύ καλός μαθητής, πάρα πολύ καλός, σπασικλάκι. Ηρθα για να είμαι κοντά στη γνώση. Πήγα στο 1ο Γυμνάσιο Αρρένων της Πλάκας. Ο σκοπός των γονιών μου ήταν να γίνω ένας πολύ καλός επιστήμονας. Και τους τον χάλασα. Τους την έκανα».

Αν ρωτήσεις έναν ηθοποιό για τον πρώτο του ρόλο, τις περισσότερες φορές μάλλον έχει μια συγκεχυμένη, κάπως θολή και ασαφή εικόνα. Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, όμως, θυμάται επακριβώς τη μέρα που πήρε το βάπτισμα του πυρός: «Ο πρώτος μου ρόλος ήταν δύο ατάκες. Ημουν στο πρώτο έτος της σχολής, στον δεύτερο μήνα ουσιαστικά, στο Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά, στο θέατρο “Πορεία”. Το έργο ήταν “Η ζούγκλα των πόλεων” του Μπρεχτ και πρωταγωνιστές ήταν η Ντόρα Γιαννακοπούλου στην τελευταία φορά που έπαιξε στο θέατρο και ο Αντώνης Αντύπας, επίσης τελευταία φορά που έπαιξε. Στη γενική δοκιμή είχα συγκίνηση αλλά και τρομερό άγχος. Εμπαινα με κάτι ταμπέλες, όπως συνηθίζεται στα έργα του Μπρεχτ, έκανα τον στύλο της ταμπέλας και έλεγα σε ένα σημείο μια ατάκα. Επειδή όμως έμπαινα και στις αλλαγές ήταν σκοτάδι τελείως, μέτραγα τα βήματα. Στη γενική δοκιμή, λοιπόν, έκανα ένα λάθος και βρέθηκα πεσμένος στην πλατεία. Δεν έδειξε να με θέλει πολύ η σκηνή τότε. Δεν ήταν καλό σημάδι, αλλά δεν το ’βαλα κάτω». Τραγική ειρωνεία: σχηματικά η πορεία του από τότε μέχρι σήμερα ακολούθησε την ακριβώς αντίστροφη πορεία της πτώσης. Οχι όμως χωρίς δυσκολίες. «Τα χρήματα τότε ήταν πολύ λίγα. Ακούω τώρα που λένε η γενιά των 700 ευρώ... Θυμάμαι ότι όταν άρχισα να δουλεύω στο θέατρο στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έπαιρνα τον βασικό μισθό, που ήταν 10.000-12.000 δραχμές.

Ισα-ίσα μπορούσα να πληρώνω το ενοίκιο σε μια γκαρσονιέρα που έμενα και να έχω μετρημένες εξόδους την εβδομάδα για σουβλάκι ή στην ταβέρνα της γειτονιάς. Σκεφτόμουν πότε θα πάρω ένα ζευγάρι παπούτσια ή μια μπλούζα που μου άρεσε. Μετά ήρθε αυτή η πλημμύρα του καταναλωτισμού που το να πάρει κανείς ένα μπλουζάκι ή ένα παπούτσι ήταν σαν να αγοράζεις μια τσίχλα. Μας δώσανε, μας δώσανε, μας δώσανε, κι εμείς σαν τα χαζά ποντικάκια πιαστήκαμε στη φάκα. Πέσαμε στο τυράκι και τώρα παλεύουμε να βγούμε».
Ο Χατζηπαναγιώτης δεν είναι από τους ανθρώπους που βγάζουν την ουρά τους απέξω. Με παρρησία αναγνωρίζει και τη δική του συμμετοχή στο λεγόμενο «πάρτι». «Τα ’χω κάνει όλα στη ζωή μου. Εχω ζήσει με όλους τους τρόπους.

 Εχω ζήσει σε πολύ ανοιχτό κύκλο, έχω κάνει ένα μαγαζί πριν από 15-20 χρόνια, οπότε καταλαβαίνεις τι γινόταν. Κόσμος, όλη η Αθήνα, οι κοσμικοί. Το πάλαι ποτέ “Μαντείο”. Μου ‘φαγε τη μισή μου ζωή. Ξέρεις γιατί το ’κανα; Γιατί με ψήσανε οι άνθρωποι με τους οποίους συνεταιρίστηκα ότι αυτό θα ήταν μια καλή φάση για να έχω μια στέρεη οικονομική βάση και να κάνω αυτά που θέλω. Αυτά είναι παπαριές βέβαια. Οταν πας να φτιάξεις κάτι, απαιτεί την ολοκληρωτική προσήλωσή σου.

 Εγώ προσηλώθηκα ολοκληρωτικά σε αυτό, μου ’φαγε το μεδούλι για τέσσερα χρόνια, δεν έβγαλα μία δραχμή και στο τέλος το πιο ωραίο είναι ότι χάρισα το μερίδιό μου επειδή δεν άντεχα και έφυγα. Ολοι δε οι φίλοι και οι γνωστοί θεωρούν ότι έφυγα από εκείνη την περίοδο με πολλά λεφτά, ότι βγήκα πλούσιος. Πολύ πιο πλούσια έφυγαν τα γκαρσόνια που δούλευαν στο “Μαντείο” παρά εγώ. Οπως όλοι οι Νεοέλληνες, έζησα τη δεκαετία του ’80 και του ’90, όπου συνέβαινε πραγματικά το μεγάλο πάρτι. Με τον δικό μου τρόπο, πάντως, το έζησα».
Ωστόσο, θα ήσουν πραγματικά άδικος αν «ταξινομούσες» τον καλό ηθοποιό στον ανθρωπότυπο του Νεοέλληνα.

Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης είναι ένας άνθρωπος που μέσα από τα σωστά και τα λάθη του προσπαθεί να κατακτήσει το γνώθι σαυτόν. Και με τους ρόλους του. Φέτος μάλιστα στο θέατρο «Αλίκη» θα ερμηνεύσει τον διπλό ρόλο του Βιτόρ και του Πος στη σπαραξικάρδια, όπως τη χαρακτηρίζει, φάρσα του Φεϊντό «Ψύλλοι στ’ αφτιά»: «Είναι ίσως το πιο σπουδαίο έργο που έγραψε αυτός ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας-ηθοποιός, γιατί ήταν και ηθοποιός, μαθητής του Λαμπίς. Πρόκειται για μια ανελέητη και σπαραξικάρδια φάρσα που μιλάει για τα ερωτικά καμώματα και την τρυφηλή ζωή των αστών της μπελ επόκ. Σου θυμίζει κάτι για την εποχή που ζούμε».

Ο Χατζηπαναγιώτης ζει, όπως λέει, για να γίνεται καλύτερος άνθρωπος. Δεν βλέπει την ευτυχία ως αντικείμενο βιτρίνας που μπορείς να αγοράσεις αλλά ως βουνό που το κατακτάς. Αν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από αυτήν κάθε φορά που αντικρίζεις τον καθρέφτη σου, πάσο.

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Best of Network

Δείτε Επίσης