Αρετή Γκόρντον: Η ζωή μου με τη Βίκυ Μοσχολιού
15.10.2013
06:42
Επιστήθια φίλη και βοηθός της σπουδαίας ερμηνεύτριας, έμεινε στο πλευρό της μέχρι την τελευταία ωρα. Μοναδικές αναμνήσεις, όμορφες στιγμές, συγκινητικές αφηγήσεις από τη γυναίκα που γνώριζε
H συνάντηση με την Αρετή Γκόρντον έγινε στο Ιβιλάι, ένα όμορφο εστιατόριο στη Νέα Ερυθραία, όπου πήγαινε πολύ συχνά με τη Βίκυ, ήταν το στέκι τους. Καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι που κάθονταν πάντα. Η Αρετή έκανε ένα γλυκό ταξίδι στα χρόνια που πέρασε μαζί με την αγαπημένη της φίλη Βίκυ Μοσχολιού, η οποία θα ζει πάντα στην καρδιά της.
«Είχαμε γεννηθεί την ίδια χρονιά. Την περνούσα οκτώ μέρες τη Βίκυ. Κάποιες φορές της έλεγα “Να με ακούς, είμαι μεγαλύτερή σου” και γελούσαμε». Η Αρετή γεννήθηκε το 1943, σε πολιτεία της Νέας Υόρκης, τέσσερις ώρες από το Μανχάταν, σε ένα πανέμορφο μέρος με λίμνες, τέσσερις ώρες από τον Καναδά. «Όλα τα ονόματα στην περιοχή είχαν ελληνικές ρίζες, είχαμε ένα κέντρο για σκι που το έλεγαν “Ελληνική Κορφή” ή πόλεις με ελληνικά ονόματα, όπως Ιθάκη, Συρακούσες κ.λπ. Η καταγωγή των γονιών μου ήταν από τη Σπάρτη. Από μικρή είχα τρέλα με τη μουσική. Άκουγα με τις ώρες τους δίσκους του πατέρα μου, που είχε φέρει από την Ελλάδα. Ρεμπέτικα, λαϊκά, καντάδες, αλλά και Νίκο Μοσχονά, το βαρύτονο της όπερας. Έκανα μαθήματα πιάνου, έφτιαξα και μια δική μου ορχήστρα, είχα τρέλα, μανία» διηγείται η Αρετή Γκόρντον στο People.
«Είχαμε γεννηθεί την ίδια χρονιά. Την περνούσα οκτώ μέρες τη Βίκυ. Κάποιες φορές της έλεγα “Να με ακούς, είμαι μεγαλύτερή σου” και γελούσαμε». Η Αρετή γεννήθηκε το 1943, σε πολιτεία της Νέας Υόρκης, τέσσερις ώρες από το Μανχάταν, σε ένα πανέμορφο μέρος με λίμνες, τέσσερις ώρες από τον Καναδά. «Όλα τα ονόματα στην περιοχή είχαν ελληνικές ρίζες, είχαμε ένα κέντρο για σκι που το έλεγαν “Ελληνική Κορφή” ή πόλεις με ελληνικά ονόματα, όπως Ιθάκη, Συρακούσες κ.λπ. Η καταγωγή των γονιών μου ήταν από τη Σπάρτη. Από μικρή είχα τρέλα με τη μουσική. Άκουγα με τις ώρες τους δίσκους του πατέρα μου, που είχε φέρει από την Ελλάδα. Ρεμπέτικα, λαϊκά, καντάδες, αλλά και Νίκο Μοσχονά, το βαρύτονο της όπερας. Έκανα μαθήματα πιάνου, έφτιαξα και μια δική μου ορχήστρα, είχα τρέλα, μανία» διηγείται η Αρετή Γκόρντον στο People.
Στην Ελλάδα ήρθε πρώτη φορά το 1949, με τη μητέρα και τις αδελφές της, με πλοίο, για να γνωρίσουν τη γιαγιά τους που δεν την είχαν δει ποτέ. «Την ώρα που το καράβι σάλπαρε από τη Νέα Υόρκη, έπιασε πανικός τη μητέρα μου, η οποία σκεφτόταν πού πάει με μικρά παιδιά, μετά τον πόλεμο, στην πατρίδα. Ευτυχώς δεν συνέβη τίποτα. Μείναμε τέσσερις μήνες» διηγείται. Επέστρεψαν οικογενειακώς το 1954. «Ο πατέρας μου ήταν άρρωστος και επιστρέψαμε για να δει την Ελλάδα. Έλειπε είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια. Ήθελε να αγοράσει σπίτι στη Φιλοθέη ή το Ψυχικό. Είχε όνειρα να γυρίσει εδώ, αλλά ο Θεός είχε άλλα σχέδια. Τον έχασα όταν ήμουν 15 χρόνων» λέει. Μετά τις σπουδές της, η μητέρα της την πίεζε να έρθει ξανά στην Ελλάδα, να δει τους συγγενείς της. «Εμένα δεν με τράβαγε να έρθω, να κάνω τόσα έξοδα, ήθελα να τακτοποιηθώ με τη ζωή μου. Για να κάνω το χατίρι της μαμάς μου, όμως, το καλοκαίρι του 1969 ήρθα για τρίτη φορά. Και ερωτεύτηκα τα πάντα! Τότε αποφάσισα να μείνω στην Ελλάδα και ό,τι δουλειά βρω να την κάνω. Ήρθα ξανά το 1970 για ένα χρόνο, αλλά έμεινα μέχρι σήμερα».
Είναι καλοκαίρι του 1977...
«...Γράφω στο περιοδικό Athenian και την ημέρα της γιορτής μου, 17 Ιουλίου, της Αγίας Μαρίνας (Αρετή-Μαρίνα με βάφτισαν), βρέθηκα με την παρέα μου στο αναψυκτήριο της Μαρίνας Ζέας, όπου έκανε κάποιες εμφανίσεις η Βίκυ Μοσχολιού. Τρελάθηκα με την υπέροχη φωνή της. Της μίλησα και της ζήτησα να μου δώσει συνέντευξη για το περιοδικό. Δέχτηκε και με κάλεσε να πάω να την ακούσω στη Νεράιδα το επόμενο Σάββατο. Αυτό ήταν. Δεθήκαμε τόσο πολύ εκείνο το καλοκαίρι, που αυτό άλλαξε τη ζωή μου για πάντα. Της έκανα και τη συνέντευξη για το περιοδικό, που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο. Τότε κυκλοφορούσαν φήμες για το χωρισμό της και όλοι στο γραφείο με ρωτούσαν αν ξέρω κάτι παραπάνω. Άρχισα να λέω ψέματα, ότι δεν ξέρω, γιατί δεν ήθελα να πω τίποτα» λέει στο People η Αρετή, που σεβάστηκε τη Βίκυ, βάζοντας γερές βάσεις στη σχέση τους. «Η Βίκυ είχε κοπέλες που καθάριζαν το σπίτι, νταντάδες, αλλά μέχρι εκεί. Δεν ήταν φίλες της. Με μένα βρήκε τα πάντα, έγινα το δεξί της χέρι και η καλύτερή της φίλη. Της οργάνωσα όλο το αρχείο με τις φωτογραφίες και τα αποκόμματα. Δεν είχε χρόνο να τα φτιάξει όλα αυτά. Καθόμουν κάθε βράδυ και σιγά σιγά προσπαθούσα να τα βάλω σε σειρά. Επειδή μεγάλωσα στην Αμερική, πολλά πρόσωπα στις φωτογραφίες δεν τα ήξερα. Έπρεπε να πετύχω τη Βίκυ σε καλή διάθεση για να τη ρωτήσω τα ονόματά τους. Κατόρθωσα, όμως, να το φτιάξω» θυμάται την πρώτη δουλειά που έκανε για τη Βίκυ Μοσχολιού.
Η Μοσχολιού μακριά από τα φώτα
Η Αρετή στάθηκε για χρόνια στο πλευρό της Μοσχολιού, η πιο έμπιστη φίλη και βοηθός. Μοιράζονταν τα πάντα. «Όταν τη γνώρισα, είχε προβλήματα στο γάμο της. Της είπα να δώσει μια ευκαιρία ακόμη για να τον σώσει, αλλά είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Στενοχωρήθηκε πολύ με το διαζύγιο, της κόστισε. Έκανε κι άλλες σχέσεις μετά, ποτέ όμως δεν βρήκε αυτό που ήθελε στις σχέσεις της. Δεν είχε ποτέ κανέναν να ακουμπήσει επάνω του. Επιπλέον, εκτός δουλειάς, δεν είχε φιλικές σχέσεις με κανέναν καλλιτέχνη κι αυτό την έσωσε από πολλά πράγματα. Δεν πήγαινε στα καζίνο μετά τη δουλειά ούτε στα μπαράκια ούτε έπινε. Μόνο ένα φραπέ πριν βγει στην πίστα» θυμάται η Αρετή. Άνθρωποι που ξέρουν τη Βίκυ γνωρίζουν πως εκτιμούσε πολλούς καλλιτέχνες και συναδέλφους.
Η Αρετή δεν θα ξεχάσει ποτέ πώς η Βίκυ ήρθε κοντά με τον Κώστα Χατζή. «Δεν γνωρίζονταν, δεν είχαν φιλικές σχέσεις, ήθελε όμως να συνεργαστούν και τον πήρε τηλέφωνο για να τον καλέσει στο σπίτι. Έρχεται, λοιπόν, ο Κώστας με ένα κουτί γλυκά και το χαμόγελό του. Αμέσως αγαπηθήκαμε οι τρεις μας. Η Βίκυ και ο Κώστας ήταν στην ίδια συχνότητα. Είχαν το ίδιο χιούμορ και έκαναν κάθε βράδυ πλάκες στα καμαρίνια. Ποτέ δεν δέχτηκε να κλείσουν τα μικρόφωνα στα νέα παιδιά και όταν κάποιος δημιουργούσε προβλήματα, έμπαινε μπροστά και το ξεκαθάριζε αμέσως. Γι’ αυτό οι συνεργασίες που την πίκραναν ήταν με καλλιτέχνες που φέρθηκαν άσχημα μέσα στη δουλειά» διηγείται η Αρετή.
H καθημερινότητα της Βίκυς
«Τα τελευταία χρόνια ξυπνούσε κατά τις 11.00 - 12.00. Έκανε την πρωινή της προσευχή και μετά έπινε το καφεδάκι της. Ελληνικό σκέτο. Στις 5.00 ξάπλωνε για δύο ωρίτσες. Ήταν πολύ του ύπνου και το έλεγε. Στη συνέχεια λουζόταν, έκανε το μακιγιάζ της καλύτερα κι από επαγγελματία και πηγαίναμε στο μαγαζί. Πρώτη απ’ όλους. Την ενοχλούσε που τα νέα παιδιά έρχονταν πέντε λεπτά πριν βγουν. Μετά τη δουλειά, πηγαίναμε συνήθως για φαγητό, στα στέκια μας. Παράγγελνε πάντα 5-6 πιάτα και της άρεσε να τσιμπά. Τα γκαρσόνια έβαζαν όλα τα πιάτα μπροστά μου, με έβλεπαν πιο γεμάτη από τη Βίκυ, και σκέφτονταν “η χοντρή θα τα φάει”. Τα πιάτα, όμως, άδειαζαν όχι από εμένα, αλλά από τη Βίκυ!» θυμάται η Αρετή.
Η Βίκυ Μοσχολιού αγαπούσε την άθληση, αλλά αντιπαθούσε τα γυμναστήρια. «Όταν είχαμε πρωτογνωριστεί, πήγαμε μαζί γυμναστήριο. Η γυμναστική άρεσε στη Βίκυ, έτρεχε κατοστάρι, είχε και φυσικούς μυς. Πήγαμε δύο φορές και δεν ξαναπατήσαμε. Τότε της είπα για το τένις. “Λες να πάμε να χτυπάμε μπαλάκια;” μου είπε με τη χαρακτηριστική της φωνή. Και πήγαμε για μάθημα. Ήταν πολύ καλή, αλλά δεν είχε υπομονή. Ήθελε να τα μάθει αμέσως και μετά δεν είχε χρόνο, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων».
Γυρίζοντας τον κόσμο μαζί
Η Βίκυ λάτρευε τα ταξίδια, πήγαινε συχνά στους Δελφούς, τους θεωρούσε μαγικό μέρος. Αλλά από τα πιο ωραία της ταξίδια ήταν αυτό στην Disney, το 1986. «Ήμασταν σε τουρνέ με την Πίτσα Παπαδοπούλου και τον Μιχάλη Μενιδιάτη και σε ένα ρεπό πάμε στην Disney World. Ξετρελαθήκαμε, κάναμε σαν μικρά παιδιά. Η Βίκυ ήθελε να τη βγάλω φωτογραφίες παντού. Ακόμα και στη μέση του δρόμου, που απαγορευόταν, ξάπλωνε και μου έλεγε “Τράβα!”. Έγινε εντελώς παιδί εκεί. Ήθελε να ξαναπάμε, αλλά δεν προλάβαμε» λέει η Αρετή συγκινημένη.
Για δεκαετίες έγινε η σκιά της Βίκυς. Όλη μέρα, κάθε μέρα μαζί. «Εσύ μια μέρα θα γράψεις τη ζωή μου σε βιβλίο» της είχε πει κάποτε η Βίκυ. «Δεν το φανταζόμουν, γιατί ήμουν κομμάτι της ζωής της και δεν ήξερα αν θα ήμουν σωστή και αντικειμενική.
Έτσι νόμιζα. Στο βιβλίο μου, όταν πια το έγραψα, ήθελα να δώσω να καταλάβουν πόσο σημαντική γυναίκα και τραγουδίστρια υπήρξε. Αυτό που μου έδωσε χαρά ήταν πως, μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, συνάντησα ανθρώπους που μου είπαν ότι μέσα από αυτό τη γνώρισαν και την αγάπησαν» λέει η Αρετή, που αυτή την εποχή σχεδιάζει την τρίτη έκδοση, εμπλουτισμένη με περισσότερες πληροφορίες. «Η ίδια μού έλεγε: “Φαντάζομαι τον εαυτό μου γύρω στα 80, δίπλα σε ένα πιάνο, με ένα μαύρο λιτό φόρεμα, να τραγουδάω σε ένα μικρό χώρο, για πενήντα άτομα”. Δεν πρόλαβε να το ζήσει». Μετά το θάνατο της Βίκυς, η ζωή της Αρετής δεν ήταν εύκολη. «Πάντα πίστευα ότι θα πεθάνω πρώτη, πριν από εκείνη. Η Βίκυ ήταν θηρίο, δεν είχε αρρωστήσει ποτέ, είχε αντοχές, δεν τη σταματούσε τίποτα. Εγώ είχα τα κιλά μου και μου έλεγε “Χάσε κανένα κιλό, βρε παιδάκι μου, σε παρακαλώ. Θα αρρωστήσεις μ’ αυτό το βάρος κι εγώ δεν έχω ώρα να σε νταντεύω με αυτή τη δουλειά που κάνω”».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
Είναι καλοκαίρι του 1977...
«...Γράφω στο περιοδικό Athenian και την ημέρα της γιορτής μου, 17 Ιουλίου, της Αγίας Μαρίνας (Αρετή-Μαρίνα με βάφτισαν), βρέθηκα με την παρέα μου στο αναψυκτήριο της Μαρίνας Ζέας, όπου έκανε κάποιες εμφανίσεις η Βίκυ Μοσχολιού. Τρελάθηκα με την υπέροχη φωνή της. Της μίλησα και της ζήτησα να μου δώσει συνέντευξη για το περιοδικό. Δέχτηκε και με κάλεσε να πάω να την ακούσω στη Νεράιδα το επόμενο Σάββατο. Αυτό ήταν. Δεθήκαμε τόσο πολύ εκείνο το καλοκαίρι, που αυτό άλλαξε τη ζωή μου για πάντα. Της έκανα και τη συνέντευξη για το περιοδικό, που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο. Τότε κυκλοφορούσαν φήμες για το χωρισμό της και όλοι στο γραφείο με ρωτούσαν αν ξέρω κάτι παραπάνω. Άρχισα να λέω ψέματα, ότι δεν ξέρω, γιατί δεν ήθελα να πω τίποτα» λέει στο People η Αρετή, που σεβάστηκε τη Βίκυ, βάζοντας γερές βάσεις στη σχέση τους. «Η Βίκυ είχε κοπέλες που καθάριζαν το σπίτι, νταντάδες, αλλά μέχρι εκεί. Δεν ήταν φίλες της. Με μένα βρήκε τα πάντα, έγινα το δεξί της χέρι και η καλύτερή της φίλη. Της οργάνωσα όλο το αρχείο με τις φωτογραφίες και τα αποκόμματα. Δεν είχε χρόνο να τα φτιάξει όλα αυτά. Καθόμουν κάθε βράδυ και σιγά σιγά προσπαθούσα να τα βάλω σε σειρά. Επειδή μεγάλωσα στην Αμερική, πολλά πρόσωπα στις φωτογραφίες δεν τα ήξερα. Έπρεπε να πετύχω τη Βίκυ σε καλή διάθεση για να τη ρωτήσω τα ονόματά τους. Κατόρθωσα, όμως, να το φτιάξω» θυμάται την πρώτη δουλειά που έκανε για τη Βίκυ Μοσχολιού.
Η Μοσχολιού μακριά από τα φώτα
Η Αρετή στάθηκε για χρόνια στο πλευρό της Μοσχολιού, η πιο έμπιστη φίλη και βοηθός. Μοιράζονταν τα πάντα. «Όταν τη γνώρισα, είχε προβλήματα στο γάμο της. Της είπα να δώσει μια ευκαιρία ακόμη για να τον σώσει, αλλά είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Στενοχωρήθηκε πολύ με το διαζύγιο, της κόστισε. Έκανε κι άλλες σχέσεις μετά, ποτέ όμως δεν βρήκε αυτό που ήθελε στις σχέσεις της. Δεν είχε ποτέ κανέναν να ακουμπήσει επάνω του. Επιπλέον, εκτός δουλειάς, δεν είχε φιλικές σχέσεις με κανέναν καλλιτέχνη κι αυτό την έσωσε από πολλά πράγματα. Δεν πήγαινε στα καζίνο μετά τη δουλειά ούτε στα μπαράκια ούτε έπινε. Μόνο ένα φραπέ πριν βγει στην πίστα» θυμάται η Αρετή. Άνθρωποι που ξέρουν τη Βίκυ γνωρίζουν πως εκτιμούσε πολλούς καλλιτέχνες και συναδέλφους.
Η Αρετή δεν θα ξεχάσει ποτέ πώς η Βίκυ ήρθε κοντά με τον Κώστα Χατζή. «Δεν γνωρίζονταν, δεν είχαν φιλικές σχέσεις, ήθελε όμως να συνεργαστούν και τον πήρε τηλέφωνο για να τον καλέσει στο σπίτι. Έρχεται, λοιπόν, ο Κώστας με ένα κουτί γλυκά και το χαμόγελό του. Αμέσως αγαπηθήκαμε οι τρεις μας. Η Βίκυ και ο Κώστας ήταν στην ίδια συχνότητα. Είχαν το ίδιο χιούμορ και έκαναν κάθε βράδυ πλάκες στα καμαρίνια. Ποτέ δεν δέχτηκε να κλείσουν τα μικρόφωνα στα νέα παιδιά και όταν κάποιος δημιουργούσε προβλήματα, έμπαινε μπροστά και το ξεκαθάριζε αμέσως. Γι’ αυτό οι συνεργασίες που την πίκραναν ήταν με καλλιτέχνες που φέρθηκαν άσχημα μέσα στη δουλειά» διηγείται η Αρετή.
H καθημερινότητα της Βίκυς
«Τα τελευταία χρόνια ξυπνούσε κατά τις 11.00 - 12.00. Έκανε την πρωινή της προσευχή και μετά έπινε το καφεδάκι της. Ελληνικό σκέτο. Στις 5.00 ξάπλωνε για δύο ωρίτσες. Ήταν πολύ του ύπνου και το έλεγε. Στη συνέχεια λουζόταν, έκανε το μακιγιάζ της καλύτερα κι από επαγγελματία και πηγαίναμε στο μαγαζί. Πρώτη απ’ όλους. Την ενοχλούσε που τα νέα παιδιά έρχονταν πέντε λεπτά πριν βγουν. Μετά τη δουλειά, πηγαίναμε συνήθως για φαγητό, στα στέκια μας. Παράγγελνε πάντα 5-6 πιάτα και της άρεσε να τσιμπά. Τα γκαρσόνια έβαζαν όλα τα πιάτα μπροστά μου, με έβλεπαν πιο γεμάτη από τη Βίκυ, και σκέφτονταν “η χοντρή θα τα φάει”. Τα πιάτα, όμως, άδειαζαν όχι από εμένα, αλλά από τη Βίκυ!» θυμάται η Αρετή.
Η Βίκυ Μοσχολιού αγαπούσε την άθληση, αλλά αντιπαθούσε τα γυμναστήρια. «Όταν είχαμε πρωτογνωριστεί, πήγαμε μαζί γυμναστήριο. Η γυμναστική άρεσε στη Βίκυ, έτρεχε κατοστάρι, είχε και φυσικούς μυς. Πήγαμε δύο φορές και δεν ξαναπατήσαμε. Τότε της είπα για το τένις. “Λες να πάμε να χτυπάμε μπαλάκια;” μου είπε με τη χαρακτηριστική της φωνή. Και πήγαμε για μάθημα. Ήταν πολύ καλή, αλλά δεν είχε υπομονή. Ήθελε να τα μάθει αμέσως και μετά δεν είχε χρόνο, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων».
Γυρίζοντας τον κόσμο μαζί
Η Βίκυ λάτρευε τα ταξίδια, πήγαινε συχνά στους Δελφούς, τους θεωρούσε μαγικό μέρος. Αλλά από τα πιο ωραία της ταξίδια ήταν αυτό στην Disney, το 1986. «Ήμασταν σε τουρνέ με την Πίτσα Παπαδοπούλου και τον Μιχάλη Μενιδιάτη και σε ένα ρεπό πάμε στην Disney World. Ξετρελαθήκαμε, κάναμε σαν μικρά παιδιά. Η Βίκυ ήθελε να τη βγάλω φωτογραφίες παντού. Ακόμα και στη μέση του δρόμου, που απαγορευόταν, ξάπλωνε και μου έλεγε “Τράβα!”. Έγινε εντελώς παιδί εκεί. Ήθελε να ξαναπάμε, αλλά δεν προλάβαμε» λέει η Αρετή συγκινημένη.
Για δεκαετίες έγινε η σκιά της Βίκυς. Όλη μέρα, κάθε μέρα μαζί. «Εσύ μια μέρα θα γράψεις τη ζωή μου σε βιβλίο» της είχε πει κάποτε η Βίκυ. «Δεν το φανταζόμουν, γιατί ήμουν κομμάτι της ζωής της και δεν ήξερα αν θα ήμουν σωστή και αντικειμενική.
Έτσι νόμιζα. Στο βιβλίο μου, όταν πια το έγραψα, ήθελα να δώσω να καταλάβουν πόσο σημαντική γυναίκα και τραγουδίστρια υπήρξε. Αυτό που μου έδωσε χαρά ήταν πως, μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, συνάντησα ανθρώπους που μου είπαν ότι μέσα από αυτό τη γνώρισαν και την αγάπησαν» λέει η Αρετή, που αυτή την εποχή σχεδιάζει την τρίτη έκδοση, εμπλουτισμένη με περισσότερες πληροφορίες. «Η ίδια μού έλεγε: “Φαντάζομαι τον εαυτό μου γύρω στα 80, δίπλα σε ένα πιάνο, με ένα μαύρο λιτό φόρεμα, να τραγουδάω σε ένα μικρό χώρο, για πενήντα άτομα”. Δεν πρόλαβε να το ζήσει». Μετά το θάνατο της Βίκυς, η ζωή της Αρετής δεν ήταν εύκολη. «Πάντα πίστευα ότι θα πεθάνω πρώτη, πριν από εκείνη. Η Βίκυ ήταν θηρίο, δεν είχε αρρωστήσει ποτέ, είχε αντοχές, δεν τη σταματούσε τίποτα. Εγώ είχα τα κιλά μου και μου έλεγε “Χάσε κανένα κιλό, βρε παιδάκι μου, σε παρακαλώ. Θα αρρωστήσεις μ’ αυτό το βάρος κι εγώ δεν έχω ώρα να σε νταντεύω με αυτή τη δουλειά που κάνω”».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr