Ανδρέας Παπανδρέου:«Μασούσε βότσαλα και ήθελε να γίνει καπετάνιος!»

Αγνωστες πτυχές της ζωής του μεγάλου πολιτικού αποκαλύπτει η βιογραφία που έγραψε ο Σπύρος Δραΐνας (από τις εκδόσεις Ψυχογιός). Πώς τη δεκαετία του ’60 σήκωσε τον δικό του «ανένδοτο» απέναντι στον πατέρα του

«Οταν καμιά φορά σταματώ για να σκεφτώ λίγο, αναλογίζομαι τον εαυτό μου. Και σας διαβεβαιώ, βλέπω κάτι άλλο από αυτό που εσείς βλέπετε. Δεν σας παρουσιάζω αυτό το παιδί όπως είναι στ' αλήθεια. Οχι, δεν έχω το θάρρος για κάτι τέτοιο. Προσπαθώ να σας επιδείξω έναν άνθρωπο με μεγάλες πνευματικές δυνάμεις, έναν φιλόσοφο, έναν μεγάλο συγγραφέα, έναν κοινωνικό μεταρρυθμιστή, και κατά κάποιον τρόπο είμαι (ένα από αυτά). Εχω μερικά καλά να πω για τον εαυτό μου, αλλά γενικά όταν βρίσκομαι μόνος μαζί του, δεν είμαι παρά ένας κοινός άνθρωπος. Τρώγω, πίνω, απολαμβάνω την ανατολή του ήλιου και τέλος είμαι γεμάτος ανθρώπινα πάθη, τα οποία προσπαθώ να αποκρύψω».

Με αυτά τα λόγια αυτογνωσίας περιγράφει ο τότε μαθητής του Κολλεγίου Αθηνών Ανδρέας Παπανδρέου τον εαυτό του σε μια προφητική εξομολόγηση-ποταμό γραμμένη στα αγγλικά με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Inner Self». Αντίστοιχα πάλι, σε ένα ερωτηματολόγιο όπου του ζητούσαν να αναφέρει τα τρία επαγγέλματα που θα τον ενδιέφερε να ακολουθήσει, απαντούσε: «Πολιτικός. Κοινωνιολόγος. Καπετάνιος σε βαπόρι». Πράγματα που εν τέλει κατάφερε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αν αναλογιστεί κανείς τα πελάγη και τις πολιτικές φουρτούνες που πέρασε ως «καπετάνιος» στην πολιτική καριέρα του.



Σε μια βιογραφία-ποταμό που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός (σε μετάφραση Χρήστου Οικονόμου και πρωτότυπο τίτλο «Andreas papandreou: the making of a Greek demokrat and political maverick» ), ο συγγραφέας Σπύρος Δραΐνας αποκαλύπτει όλο το παρασκήνιο της πολιτικής σταδιοδρομίας του Παπανδρέου -ειδικά στις απαρχές της, όπως τον διαμεσολαβητικό ρόλο του ανάμεσα σε Αμερική και Ελλάδα, σε σημείο που από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού να τον αποκαλούν «Handy Andy»-, τις ιστορικές στιγμές της δεκαετίας του ’60 με τον «Ανένδοτο» και την υπόθεση «Ασπίδα», τις μυστικές επιστολές που αντάλλασσε με διάσημα πρόσωπα της παγκόσμιας σκηνής και τη βαθιά του κόντρα με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Ο συγγραφέας Σπύρος Δραΐνας τύγχανε να γνωρίζει τον Παπανδρέου από τα φοιτητικά χρόνια, αλλά και από τη θέση του συνιδρυτή του ΠΑΚ (οι μεταξύ τους επιστολές είναι που αποτέλεσαν τα σπάργανα του Καταστατικού του ΠΑΚ). Ο Δραΐνας επιμένει ότι τα ψήγματα του χαρακτήρα και των φιλοδοξιών του Ανδρέα διαφαίνονταν από τότε, εκπλήσσοντας με τον παθιασμένο χαρακτήρα του ακόμη και τους οικείους του - όπως τη Μαργαρίτα, η οποία θα τον έβλεπε με έκπληξη κάποια χρόνια αργότερα να μασάει βότσαλα για να αποκτήσει τη σωστή άρθρωση του ρήτορα όπως έκανε ο αρχαίος Δημοσθένης!

Ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του, ο Ανδρέας Παπανδρέου έδειξε να παθιάζεται με την πολιτική όταν φοιτητής ακόμη συμμετείχε σε παράνομη τροτσκιστική οργάνωση πουλώντας την εφημερίδα «Προλετάριος» κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Η δραστηριότητά του είχε μάλιστα ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην αίθουσα ανακρίσεων και να γρονθοκοπηθεί άγρια από τον επαγγελματία πυγμάχο Δημήτρη Γιαννακό (!) - ένα άγνωστο γεγονός, που θα τον αναγκάσει να μετοικήσει στην Αμερική ύστερα από πρόσκληση της μητέρας του Σοφίας Μινέικο, ξεκινώντας μια λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα.



Ανάμεσα σε δύο γυναίκες -  Ή μήπως τρεις;
«Η μετακόμιση του Παπανδρέου στη Μινεάπολη της Μινεσότας το 1947 επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τη σχέση με την τότε σύζυγό του Χριστίνα Ρασιά. Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, λίγο πριν φύγει ο Παπανδρέου για τη Μινεάπολη, η μητέρα του Σοφία ήρθε από την Ελλάδα για να ζήσει με το ζευγάρι. Ο Ανδρέας και η μητέρα του εγκαταστάθηκαν σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στη Μινεάπολη. Η Χριστίνα έμεινε στη Βοστόνη για να συνεχίσει τις σπουδές της στην Ιατρική, με την προοπτική να μετακομίσει αργότερα στην Μινεάπολη. Εν τω μεταξύ, κάτι άλλαξε στην προσωπική ζωή του Παπανδρέου. Τον Φεβρουάριο του 1948, ενώ περίμενε στην αίθουσα αναμονής ενός Ελληνοκύπριου οδοντιάτρου στη Μινεάπολη, γνώρισε τη Μάργκαρετ Τσαντ. Η εικοσιτετράχρονη Τσαντ, απ’ το Ελμχερστ του Ιλινόις, είχε επίσης ραντεβού με τον οδοντίατρο, όχι όμως για τα δόντια της. Η Μαργαρίτα Τσαντ είχε ιδρύσει μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων και βοηθούσε τον οδοντίατρο να γράψει ένα βιβλίο για τη λαχτάρα του να επιστρέψει στην πατρίδα του, την Κύπρο. Περιμένοντας στον προθάλαμο του ιατρείου, ο Παπανδρέου και η Τσαντ έπιασαν κουβέντα. Ο Ανδρέας εξέφρασε τα δικά του συναισθήματα για τη φυγή του απ’ την Ελλάδα. Είπε στη Μαργαρίτα ότι “ένιωθε νοσταλγία για την Ελλάδα”, αλλά, σε αντίθεση με τον Ελληνοκύπριο πελάτη της,“δεν είχε καμιά επιθυμία να επιστρέψει”.

Η χημεία μεταξύ τους ήταν έντονη. Ερωτεύτηκαν με πάθος. Μετά από λίγους μήνες ο Αντρέας ζήτησε διαζύγιο απ’ τη Χριστίνα, που βρισκόταν ακόμα στη Βοστόνη. Εκείνη αρνήθηκε και συντετριμμένη ζήτησε ψυχιατρική βοήθεια. Ο Αντρέας, ακολουθώντας τις συμβουλές του γιατρού και μη μπορώντας να ξεφύγει από τον δυστυχισμένο γάμο του, υπαναχώρησε. Αυτό οδήγησε στην αποχώρηση της Μαργαρίτας. Το καλοκαίρι του 1948 διέκοψαν τη σχέση τους. Ολοκληρώνοντας τις ιατρικές σπουδές της, η Χριστίνα πήγε να ζήσει στη Μινεάπολη με τον Αντρέα και τη μητέρα του. Ομως η παρουσία της Σοφίας υπενθύμιζε στη Χριστίνα ότι δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει, γεγονός που δημιουργούσε μεγαλύτερη πίεση σε έναν ήδη προβληματικό γάμο. Ωστόσο, το ζευγάρι θα μείνει μαζί ακόμη τρία χρόνια».

ο Ελληνας Κένεντι

Παντρεμένος πια με τη Μαργαρίτα, την οποία ξαναβρήκε ύστερα από εκείνον τον τρίχρονο χωρισμό, ο Ανδρέας Παπανδρέου φαινόταν να ξεπερνάει σταδιακά τα διάφορα ψυχοσωματικά προβλήματα αφού, όπως επιμένει ο Δραΐνας, «το σώμα του Ανδρέα είχε γίνει το μέσο έκφρασης της συναισθηματικής σύγκρουσης που τον βασάνιζε για τη σχέση του με την πολιτική». Με την επάνοδό του στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, απέκτησε ενεργό πολιτικό ρόλο λαμβάνοντας τον ρόλο του διαπραγματευτή -αριστουργηματικό «wheeler and dealer» τον έλεγαν οι Αμερικανοί- ανάμεσα σε Αμερική και Ελλάδα. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν, στις αρχές της δεκαετίας του’60, δύο πρόσωπα, προσωπικοί φίλοι του Παπανδρέου: ο τότε σύμβουλος του Κένεντι, Αρθουρ Σλέσινγκερ, και ο Ντέινα Ντουράντ, ένας εκ των αναλυτών της CIA, «οι οποίοι διέφεραν οργανωτικά, αλλά και από πλευράς καλλιέργειας από το περιβόητο τμήμα ειδικών επιχειρήσεων, που αποτελούσε καταφύγιο για αντικομμουνιστές μισθοφόρους, όπως ήταν οι πρωταγωνιστές του φιάσκου στον Κόλπο των Χοίρων». Μέσω αυτών ο Παπανδρέου απέκτησε πρόσβαση στον ίδιο τον Κένεντι -ο οποίος παρέμενε το πολιτικό του πρότυπο- ως τότε υπουργός Προεδρίας της ελληνικής κυβέρνησης και στους ανθρώπους του Αμερικανού προέδρου, πείθοντάς τους ότι η αφοσίωση της Ενωσης Κέντρου «ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του Καραμανλή». Ηταν, επίσης, ο ίδιος ο Παπανδρέου που έλεγχε τότε από αυτό το πόστο την ΚΥΠ, αναθεωρώντας πολλές μυστικές συμφωνίες που είχαν υπογραφεί νωρίτερα.



«Μεταξύ αυτών ήταν και η κρίσιμη σύμβαση του Ελληνικού Δημοσίου με την ESSO-Pappas, η πρώτη “καυτή πατάτα” που έπρεπε να διαχειριστεί στην πολιτική ζωή του. Ο Πάππας, ιδιοκτήτης της επιχείρησης, ήταν ένας τραχύς Ελληνοαμερικανός από τη Βοστόνη, αλλά και σημαντικό μέλος της επιτροπής χρηματοδότησης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, από τον οποίο θα προέρχονταν τα μυστικά κονδύλια για την εξασφάλιση της σιωπής των διαρρηκτών του προέδρου Νίξον στο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ». Παράλληλα, μέσω των πολιτικών του φίλων στην κυβέρνηση Κένεντι κατάφερε να αλλάξει τους όρους του μνημονίου που είχε υπογράψει η κυβέρνηση Καραμανλή με ξένους δανειστές. «Οι αμερικανικές πιέσεις είχαν οδηγήσει την κυβέρνηση Καραμανλή σε διακανονισμό με Αμερικανούς ιδιώτες ομολογιούχους, που κατείχαν το 20% των ανεξόφλητων ομολόγων. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων του στη Γαλλία και Αγγλία, την άνοιξη του 1964, ο Ανδρέας άρχισε να διαπραγματεύεται το υπόλοιπο 80% που κατείχαν Ευρωπαίοι (Βρετανοί κυρίως) επενδυτές. Μέχρι τον Ιούλιο το θέμα είχε ουσιαστικά διευθετηθεί, ανοίγοντας στο πρόγραμμα ανάπτυξης της Ελλάδας τον δρόμο για τις δυτικές κεφαλαιαγορές». Οπως καταλαβαίνει κανείς, οι αναλογίες με το σήμερα είναι παραπάνω από τρομακτικές.

Η έναρξη του περίφημου «Ανένδοτου» του Γεωργίου Παπανδρέου σήμανε την έναρξη ενός άλλου «ανένδοτου», αυτού του υιού Παπανδρέου προς τον πατέρα του, όταν αρνήθηκε να πάρει τότε ξεκάθαρη θέση αποφασίζοντας να επιστρέψει για σύντομο χρονικό διάστημα στην Αμερική - παρά τις αντιρρήσεις τις Μαργαρίτας. Η υποβόσκουσα αντίθεση με τις πολιτικές επιλογές του πατέρα του θα κορυφωθεί, όπως αποκαλύπτει ο Δραΐνας, το κρίσιμο πολιτικό έτος 1966, όταν ο Ανδρέας θα διαφωνήσει κάθετα στο να τα βρει η Ενωση Κέντρου με τον Κωνσταντίνο, με «τη διαφορά των δύο Παπανδρέου να είναι φανερή ακόμη και στις δημόσιες εκδηλώσεις τους». Την ίδια ώρα που ο πατέρας του επέμενε ότι έπρεπε να ζητήσουν την παρέμβαση της Αμερικής προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενο πραξικόπημα, ο Ανδρέας, που είχε ήδη ψυχρανθεί με τους Αμερικανούς φίλους του, επέμενε στην απευθείας σύγκρουση με το παλάτι. Παράλληλα οργάνωνε μεθοδικά τη δική του πολιτική πορεία.

Στις ένθερμες ομιλίες του «ως άλλος Ρούσβελτ, παρέπεμπε εμμέσως στην αρχή ότι το μόνο που είχε να φοβάται ο λαός ήταν ο ίδιος ο φόβος». Και ο ίδιος δεν φοβόταν να τα βάλει ανοιχτά με τον ίδιο τον πατέρα: «Ο πατέρας μου με αγαπάει σαν γιο», είχε πει κάποιους μήνες νωρίτερα ο Ανδρέας στον Σουλτσμπέργκερ, «αλλά οι ανυποχώρητες τάσεις μου του προκαλούν μπελάδες. Είμαι σκληρό καρύδι». Το ίδιο σκληρός θα γινόταν και ο πατέρας του, επιμένει ο Δραΐνας, αφού ο Γεώργιος Παπανδρέου θα κατέληγε σε μυστική συμφωνία με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο της ΕΡΕ, αφήνοντας έκθετο τον γιο του στην υπόθεση «Ασπίδα». Με άλλα λόγια, η συνταγματική κρίση ήταν εξίσου μεγάλη με την κρίση στις σχέσεις πατέρα - γιου: «Οφείλω τα πάντα σε σένα, ακόμη και το ότι μπήκα στην πολιτική», έγραφε σε δραματικούς τόνους ο Ανδρέας στον πατέρα του, όπως αναφέρει ο Δραΐνας. «Ηρθα να σε βοηθήσω στο μεγάλο και δύσκολο έργο σου για τη δημιουργία μιας νέας Ελλάδας, ενός σύγχρονου κράτους (...). Ως γιος είμαι συντετριμμένος.

Και θα ’θελα να ελπίζω από τα βάθη της καρδιάς μου ότι θα εδέχεσο να αναθεωρήσεις τη θέση σου, θέση που θα οφείλεται, σε ποιο βαθμό δεν ξέρω, σε επιρροές των μικρών ανθρώπων που εμπορεύονται τη δημοκρατία». Ωστόσο ο πατέρας δεν έδειξε να πτοείται: «Ασυγκίνητος από τις παθιασμένες δημόσιες και ιδιωτικές εκκλήσεις του Ανδρέα, ο Γεώργιος Παπανδρέου αντεπιτέθηκε με ένα σκληρό και κατηγορηματικό τελεσίγραφο». Η τελευταία επιστολή που έστειλε ο Παπανδρέου στον πατέρα του, λίγο πριν τα δραματικά γεγονότα το 1967, έλεγε ότι δεν μπορεί να συμμαχήσει με τους υποψηφίους της Ενωσης Κέντρου για τον σχηματισμό κυβέρνησης, αφού μεταξύ των υποψηφίων υπήρχαν «δεξιοί, δοσίλογοι, οπαδοί του ΙΔΕΑ και άνθρωποι με λερωμένα χέρια».

το βράδυ του Πραξικοπήματος

«Τελικά ο Ανδρέας και η Μαργαρίτα επέστρεψαν στο Ψυχικό. Μόλις ο άνδρας της προσωπικής του ασφάλειας κλείδωσε τις πόρτες του σπιτιού αποσύρθηκαν στο υπνοδωμάτιο. Οπως συνήθιζε, ο Ανδρέας αποκοιμήθηκε γρήγορα. Γύρω στις 2.30 το πρωί, η Μαργαρίτα τον σκούντηξε να ξυπνήσει. Ακούστηκαν πυροβολισμοί, του
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr