Τζούλη Αγοράκη: Στο μυαλό μιας γκόθικ ποιήτριας
25.11.2013
07:37
Κάτι τρέχει με την Τζούλη... και δεν είναι καλό αφού έχει την τσαχπινιά πένθιμου εμβατηρίου και τη χλομή όψη νηστικού βαμπίρ...
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια ξανθομαλλούσα, χαριτωμένη, ατακαδόρισσα συγγραφέας-αστρολόγος σε συσκευασία μινιατούρας που την έλεγαν Τζούλη. Της άρεσε να φοράει ψηλά τακούνια και απολάμβανε τη σύγκριση που έκαναν όλοι μεταξύ του προσώπου της και της έτερης συγγραφέως -ουχί όμως και αστρολόγου- Κάρι Μπράντσο, η οποία, αν και τηλεοπτικός χαρακτήρας (fictional το λένε οι φίλοι μας οι Αμερικανοί), τα τελευταία χρόνια, από επανάληψη σε επανάληψη, ω, επανάληψη, αρχίσαμε να τη θεωρούμε δικό μας κορίτσι.
Από το «Sex and the city» στο κορίτσι της διπλανής πόρτας κι από κει στο πλευρό της Τατιάνας Στεφανίδου στην εκπομπή «Μίλα». Και «να, τα μαλλιά σας ίδια είναι», και «να, φοράτε και οι δύο κοντές φούστες και δεν έχετε κυτταρίτιδα» και «να, μπορεί και την Κάρι να μην την ενδιέφερε ο γάμος, αλλά όταν έφτασε στα σκαλιά της εκκλησίας αγχώθηκε και άρχισε να θέλει όλο το πακέτο», δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος να την ψωνίσει και να νομίσει ότι είναι κάποιος άλλος.
Ευτυχώς, η ωραιότερη μέρα της ζωής της Τζούλης ευοδώθηκε και δεν είχε την παρακαμπτήριο μιας ολόκληρης ταινίας για να ολοκληρωθεί. Πραγματικά όταν κανείς θυμάται το χαμόγελο της εγκυμονούσας νύφης, είναι αδύνατον να μην ανησυχήσει τα μάλα με τα θανατερά ποιήματα που επί τέσσερις μέρες σερί, συν άλλες δύο λίγες μέρες ανάπαυλα, αναρτούσε στη σελίδα της στο Facebook: «Αντίο, λοιπόν», «Φλούδα από θάνατο βισκόζ», «Ωχού, Παναγία μου», «Το Κιμπούκ του Αχιλλέα» (με την υποσημείωση ότι το σωστό είναι Κιμπούτς μην την πουν και αστοιχείωτη), «Καλά περάσαμε και σήμερα και "Πίνα Κολάντα!"».
Οσο για το ποια μπορεί να είναι η σημειολογία του λαθεμένου Κιμπούκ, και δη του Αχιλλέα; Ισως είναι μια ευφάνταστη σύνθεση του keyboard και του Facebook, η οποία προσδιορίζει τη χωροχρονική παρένθεση -ένα ψηφιακό Κιμπούτς;- μέσα στην οποία ζούμε ως avatars των εαυτών μας, γεγονός το οποίο από μόνο του μας μετατρέπει σε πρόθυμους Αχιλλείς που αποκαλύπτουμε τις αχιλλείους πτέρνες μας εθελοντικά με τα post, check, poke και like μας. Ισως πάλι και όχι. Ακόμα και οι φίλοι της δάκρυσαν και με περισσή διακριτικότητα στα σχόλια κάτω από τα αναρτημένα ποιήματά της προσέφεραν έναν ώμο για να ακουμπήσει, ένα αφτί για να ακούσει τα βάσανά της.
Και φυσικά τους διαβεβαίωσε ότι όλα είναι καλά, ότι δεν έχει χάσει κανέναν (πέρα από τα αβγά και τα πασχάλια προφανώς) και ότι απλώς έχει γκόθικ διάθεση.
Ακριβώς από κάτω -στο Facebook page πάντα- να σου και τα φωτογενή πόδια της να ποζάρουν γεμάτα αυτοπεποίθηση καθώς ξεπροβάλλουν κάτω από ένα σορτσάκι. Είναι σαν σκοτσέζικο ντους. Μία μοιρολόι, μία Βουγιουκλάκη στην «Αλίκη στο Ναυτικό» με αμφίεση Κάρι Μπράντσο. Ακόμη και από τους τίτλους των πονημάτων όμως σκιάζεσαι. Και δεν τους καταλαβαίνεις ακριβώς. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αμφιταλαντεύεσαι: μήπως είσαι ντουγάνι -όπως σε αποκαλούσε και ο μαθηματικός σου- και μονάχα εσύ δεν καταλαβαίνεις την υφέρπουσα κουλτούρα πίσω από τις λέξεις, εκεί που κρύβεται ο Αλέξης; Μετά όμως διαβάζεις δυνατά τον στίχο «τον κουραμπιέ τον έλεγαν Κίτσο» και αναθεωρείς.
Και σου 'ρχονται ιδέες. Μήπως να ονομάσεις και τον δικό σου κουραμπιέ -Χριστούγεννα έρχονται- Μήτσο; Θα ήταν μια κάποια λύση (προσοχή, παρακαλώ, καβαφική αναφορά). Ισως αν αποκτούσες συναισθηματική σχέση μαζί του να μην μπορούσες να τον καταβροχθίσεις με την ίδια άνεση και ο δείκτης της ζυγαριάς να παρέμενε εκεί που είναι. Αλλά αυτά είναι για άλλη ώρα. Και συνεχίζουμε με το «Ωχου Παναγία μου», το τρίτο μέρος της πενταλογίας-requiem. Ο τίτλος είναι από μόνος του η αντίδραση οποιουδήποτε νοήμονος όντος καταφέρει να διαβάσει ως το τέλος την πρώτη στροφή: «Γλείψε μικρό κορίτσι / το γλειφιτζούρι σου / πίσω από τη ζάχαρη / το ξυραφάκι / κόψε τη γλώσσα σου / μάτωσε το φιλί / να έρθει ο θάνατος / να σε εύρει καυλωμένη / όπως όλα τα κοριτσάκια / οφείλουν να ’ναι/ θανατερά / καυλωμένα». Εδώ κολλάει το «Ωχου Παναγία μου».
Από το «Sex and the city» στο κορίτσι της διπλανής πόρτας κι από κει στο πλευρό της Τατιάνας Στεφανίδου στην εκπομπή «Μίλα». Και «να, τα μαλλιά σας ίδια είναι», και «να, φοράτε και οι δύο κοντές φούστες και δεν έχετε κυτταρίτιδα» και «να, μπορεί και την Κάρι να μην την ενδιέφερε ο γάμος, αλλά όταν έφτασε στα σκαλιά της εκκλησίας αγχώθηκε και άρχισε να θέλει όλο το πακέτο», δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος να την ψωνίσει και να νομίσει ότι είναι κάποιος άλλος.
Ευτυχώς, η ωραιότερη μέρα της ζωής της Τζούλης ευοδώθηκε και δεν είχε την παρακαμπτήριο μιας ολόκληρης ταινίας για να ολοκληρωθεί. Πραγματικά όταν κανείς θυμάται το χαμόγελο της εγκυμονούσας νύφης, είναι αδύνατον να μην ανησυχήσει τα μάλα με τα θανατερά ποιήματα που επί τέσσερις μέρες σερί, συν άλλες δύο λίγες μέρες ανάπαυλα, αναρτούσε στη σελίδα της στο Facebook: «Αντίο, λοιπόν», «Φλούδα από θάνατο βισκόζ», «Ωχού, Παναγία μου», «Το Κιμπούκ του Αχιλλέα» (με την υποσημείωση ότι το σωστό είναι Κιμπούτς μην την πουν και αστοιχείωτη), «Καλά περάσαμε και σήμερα και "Πίνα Κολάντα!"».
Οσο για το ποια μπορεί να είναι η σημειολογία του λαθεμένου Κιμπούκ, και δη του Αχιλλέα; Ισως είναι μια ευφάνταστη σύνθεση του keyboard και του Facebook, η οποία προσδιορίζει τη χωροχρονική παρένθεση -ένα ψηφιακό Κιμπούτς;- μέσα στην οποία ζούμε ως avatars των εαυτών μας, γεγονός το οποίο από μόνο του μας μετατρέπει σε πρόθυμους Αχιλλείς που αποκαλύπτουμε τις αχιλλείους πτέρνες μας εθελοντικά με τα post, check, poke και like μας. Ισως πάλι και όχι. Ακόμα και οι φίλοι της δάκρυσαν και με περισσή διακριτικότητα στα σχόλια κάτω από τα αναρτημένα ποιήματά της προσέφεραν έναν ώμο για να ακουμπήσει, ένα αφτί για να ακούσει τα βάσανά της.
Και φυσικά τους διαβεβαίωσε ότι όλα είναι καλά, ότι δεν έχει χάσει κανέναν (πέρα από τα αβγά και τα πασχάλια προφανώς) και ότι απλώς έχει γκόθικ διάθεση.
Ακριβώς από κάτω -στο Facebook page πάντα- να σου και τα φωτογενή πόδια της να ποζάρουν γεμάτα αυτοπεποίθηση καθώς ξεπροβάλλουν κάτω από ένα σορτσάκι. Είναι σαν σκοτσέζικο ντους. Μία μοιρολόι, μία Βουγιουκλάκη στην «Αλίκη στο Ναυτικό» με αμφίεση Κάρι Μπράντσο. Ακόμη και από τους τίτλους των πονημάτων όμως σκιάζεσαι. Και δεν τους καταλαβαίνεις ακριβώς. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αμφιταλαντεύεσαι: μήπως είσαι ντουγάνι -όπως σε αποκαλούσε και ο μαθηματικός σου- και μονάχα εσύ δεν καταλαβαίνεις την υφέρπουσα κουλτούρα πίσω από τις λέξεις, εκεί που κρύβεται ο Αλέξης; Μετά όμως διαβάζεις δυνατά τον στίχο «τον κουραμπιέ τον έλεγαν Κίτσο» και αναθεωρείς.
Και σου 'ρχονται ιδέες. Μήπως να ονομάσεις και τον δικό σου κουραμπιέ -Χριστούγεννα έρχονται- Μήτσο; Θα ήταν μια κάποια λύση (προσοχή, παρακαλώ, καβαφική αναφορά). Ισως αν αποκτούσες συναισθηματική σχέση μαζί του να μην μπορούσες να τον καταβροχθίσεις με την ίδια άνεση και ο δείκτης της ζυγαριάς να παρέμενε εκεί που είναι. Αλλά αυτά είναι για άλλη ώρα. Και συνεχίζουμε με το «Ωχου Παναγία μου», το τρίτο μέρος της πενταλογίας-requiem. Ο τίτλος είναι από μόνος του η αντίδραση οποιουδήποτε νοήμονος όντος καταφέρει να διαβάσει ως το τέλος την πρώτη στροφή: «Γλείψε μικρό κορίτσι / το γλειφιτζούρι σου / πίσω από τη ζάχαρη / το ξυραφάκι / κόψε τη γλώσσα σου / μάτωσε το φιλί / να έρθει ο θάνατος / να σε εύρει καυλωμένη / όπως όλα τα κοριτσάκια / οφείλουν να ’ναι/ θανατερά / καυλωμένα». Εδώ κολλάει το «Ωχου Παναγία μου».
Και ξαφνικά ξανασκέφτεσαι τη γλυκιά, αθώα και χαριτωμένη Τζούλη Μπράντσο που μετενσαρκώθηκε σε Τζούλη Καρυωτάκη, σε πιάνει η ανησυχία και αρχίζεις τα «τι είναι ο άνθρωπος; Ενα πουφ είναι» και τα «τι νομίζεις; Πολύ θέλει ο άνθρωπος για να του σαλέψει;». Τι να ’ναι όμως αυτό που ταλανίζει την ψυχή της Τζούλης της καρδιάς μας; Μην είν’ η έλλειψη τηλεοπτικής στέγης; Μην είν’ κάνα δυσοίωνο αστρικό εξάγωνο και προσπαθεί η Τζούλη να εναρμονιστεί με τη συναστρία;
Μην είν’ απλώς ο ανάδρομος Ερμής και τζάμπα ανησυχούμε; Ομως πώς να διατηρήσεις την αλληλεγγύη σου για το well being του ψυχισμού του πλησίον σου κοιμισμένη όταν διαβάζεις «ήρθε και η μητέρα / ωραία, πεθαμένη από καιρό / μαλλιά θανατοχτενισμένα / λίγη μόνο λακ στην κορυφή / ταγέρ με βάτα / να στέκεται πάνω στο κόκαλο». Σίγουρα οι ορμόνες μιας γυναίκας ύπουλα παιχνίδια παίζουν, αλλά έναν χρόνο μετά τη γέννηση του τρισχαριτωμένου γιου της, η μάνα- κουράγιο παύει να έχει το άλλοθι της επιλόχειου κατάθλας. Εκτός κι αν είναι ξανά έγκυος και δεν το ξέρει/ξέρουμε/ξέρετε ακόμα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr