Γιάννης Ζουγανέλης: Ο κύριος «τα κάνω όλα»
20.12.2013
07:06
Είτε ως ηθοποιός στη σκηνή του «Παλλάς» στο «Μερικοί το προτιμούν καυτό», είτε ως αρχαίος ημών πρόγονος στη viral διαφημιστική καμπάνια, είτε ως τραγουδοποιός/stand up comedian στο πάλκο της «Ακτής Πειραιώς» όπου συμπράττει με Σαββόπουλο, Μαχαιρίτσα και Μπουλά, είτε ως συνθέτης με εργογραφία καταγεγραμμένη σε 60 δίσκους, ο Γιάννης Ζουγανέλης έχει έναν υποδόριο τρόπο να κλέβει την παράσταση
Το μυστήριο είναι πως ούτε προσπαθεί, ούτε επιδιώκει να κερδίσει τις εντυπώσεις. Απλώς συμβαίνει στους ανθρώπους που από τα γεννοφάσκια τους κατατρύχονται από αυτό που στη γλώσσα των κοινών θνητών αποκαλείται «χάρισμα». Με έναν τέτοιο άνθρωπο δεν ξεμπερδεύεις εύκολα. Ακόμη και τη στιγμή που με αποχαιρετά φροντίζει να μου δώσει λίγο προβληματισμό για τον δρόμο: «Ο,τι υπήρξε δεν υπάρχει αν δεν ξαναϋπάρξει». Εχει προηγηθεί μια εκτενέστατη συζήτηση για τη ζωή, τη δική του ζωή, την τέχνη, τα λάθη του και τα σωστά του, την ευθύνη του καλλιτέχνη. Οι απαντήσεις του συναγωνίζονται σε έκταση ομηρικές ραψωδίες. Τις εμπειρίες από τις οποίες διαποτίζονται μπορείς να τις παραλληλίσεις για τη σπουδαιότητά τους με ευαγγέλιο. Πριν καλά-καλά ξεκινήσουμε την κουβέντα, του ζητώ να αυτοπροσδιοριστεί.
Τι είναι ο Γιάννης Ζουγανέλης; Ηθοποιός, συνθέτης, τραγουδιστής, τραγουδοποιός; Ολα μαζί ή τίποτα απ’ αυτά; «Δεν πιστεύω στις τέχνες παραπάνω από τη ζωή. Πιστεύω στην τέχνη εκείνη στην οποία όχι μόνο αντανακλάται η ζωή, αλλά αφορά τη ζωή. Η ζωή είναι το παν. Στην Ελλάδα ζούμε με παραχαράξεις. Κουλτούρα νομίζουμε ότι είναι κάτι απρόσιτο, ενώ κουλτούρα είναι αυτό που συμβαίνει. Κάποιοι καλλιτέχνες οι οποίοι δεν μπόρεσαν να μπουν στη διαδικασία της επικοινωνίας δεν μπόρεσαν να αποσπάσουν από τον αποδέκτη εμπιστοσύνη, αυτοχρίστηκαν κουλτουριάρηδες και μπήκαν σε μια ελίτ. Δεν υπάρχει τέχνη για λίγους. Με ρώτησες τι είμαι. Είμαι άνθρωπος, ελπίζω. Ανθρωπος που προσπαθεί να κάνει τον άνθρωπο ανθρωπινότερο. Τώρα γιατί σ’ τα λέω αυτά; Δεν έχω καμία διάθεση να περιαυτολογήσω. Εχω κάνει πολλά πράγματα και πολλά λάθη, τα οποία δεν αποποιούμαι. Είμαι και τα λάθη μου.
Τι είναι ο Γιάννης Ζουγανέλης; Ηθοποιός, συνθέτης, τραγουδιστής, τραγουδοποιός; Ολα μαζί ή τίποτα απ’ αυτά; «Δεν πιστεύω στις τέχνες παραπάνω από τη ζωή. Πιστεύω στην τέχνη εκείνη στην οποία όχι μόνο αντανακλάται η ζωή, αλλά αφορά τη ζωή. Η ζωή είναι το παν. Στην Ελλάδα ζούμε με παραχαράξεις. Κουλτούρα νομίζουμε ότι είναι κάτι απρόσιτο, ενώ κουλτούρα είναι αυτό που συμβαίνει. Κάποιοι καλλιτέχνες οι οποίοι δεν μπόρεσαν να μπουν στη διαδικασία της επικοινωνίας δεν μπόρεσαν να αποσπάσουν από τον αποδέκτη εμπιστοσύνη, αυτοχρίστηκαν κουλτουριάρηδες και μπήκαν σε μια ελίτ. Δεν υπάρχει τέχνη για λίγους. Με ρώτησες τι είμαι. Είμαι άνθρωπος, ελπίζω. Ανθρωπος που προσπαθεί να κάνει τον άνθρωπο ανθρωπινότερο. Τώρα γιατί σ’ τα λέω αυτά; Δεν έχω καμία διάθεση να περιαυτολογήσω. Εχω κάνει πολλά πράγματα και πολλά λάθη, τα οποία δεν αποποιούμαι. Είμαι και τα λάθη μου.
Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω το λάθος ως άλλοθι για να φανώ καλύτερος. Είμαι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε από πάρα πολύ μικρός. Στην ηλικία των 5-6 χρόνων κηδεμόνευσα τους γονείς μου. Ισορροπούσα με ένα ανύπαρκτο κράτος. Ηθελα να προστατεύσω τους ανάπηρους γονείς μου και δεν μπορούσα. Ετσι, βρέθηκα απέναντι στην εξουσία, την ψευτο-εξουσία, το ψευτο-κράτος, την ψευτο-πολιτεία και τις ψευτο-ιδεολογίες. Γι’ αυτό πάντοτε μιλάω για τον δημόσιο βίο, τους δημόσιους υπαλλήλους και τα λοιπά. Δεν μέμφομαι γενικότερα, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Αλλά ποτέ δεν εξυπηρετήθηκαν οι γονείς μου από κανένα Δημόσιο».
«Μου αρέσει να παίζω στη ζωή»
Μένω στο προφανές και του λέω πως το παιδί που περιγράφει μεγαλώνοντας θα έπρεπε να είναι ένας οργισμένος ενήλικας. Με διορθώνει: «Δεν είμαι οργισμένος. Εχω ορισμένες φορές θυμό και πικρία, αλλά δεν το βγάζω στην έκφρασή μου. Και θα σου πω γιατί. Μου αρέσει να παίζω στη ζωή. Τι είμαι λοιπόν; Ενας άνθρωπος που παίζει. Και για να χρησιμοποιώ με άνεση τα εκφραστικά μου μέσα -και επειδή είχα και έχω τρομερά συμπλέγματα- φρόντισα να σπουδάσω τα αντικείμενα με τα οποία ήθελα να καταπιαστώ. Ασχολήθηκα με τον ήχο αρχικά, γιατί ο ήχος έλειπε από το σπίτι. Ζώντας στη σιωπή ήθελα να εξηγήσω στους γονείς μου τι είναι ο ήχος και η υπόστασή του. Είμαι και λίγο τυχερός άνθρωπος. Σπούδασα και τα δύο αντικείμενα -μουσικός και ηθοποιός- με επίπονες διαδικασίες, για να μην πω πόνο. Ημουν τυχερός γιατί πήρα μια υποτροφία και σπούδασα μουσική και θέατρο -μέσα από την όπερα φυσικά- στο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου, στο Μόναχο. Είχα έναν τρομερό δάσκαλο, τον Νίκο Μαμαγκάκη, ο οποίος πρόσφατα έφυγε από τη ζωή. Τον είχα πνευματικό καθοδηγητή. Αυτός με έμπασε σε μια άλλη λογική. Εχω πέσει κι εγώ σε τρομερές παγίδες. Πρόσφατα έβλεπα σε επανάληψη τα ‘‘Απίστευτα κι όμως ελληνικά’’ που έκανα στο MEGA, και κατάλαβα ότι κι εγώ έχω χάσει την αθωότητά μου. Σκέφτομαι και εγώ το τι θα πει ο κόσμος.
Την πάτησα γιατί έγινα κοινωνικός χωρίς να θέλω. Οταν πήγαινα σε παρέες και μιλούσα στην αρχή όλοι γελούσαν. Ετσι άρχισα να παίρνω αποστάσεις από την αθωότητά μου». «Γιατί γελούσαν μαζί σας, κύριε Ζουγανέλη», τον ρωτάω. «Γελάγανε γιατί η εικόνα μου είναι παραχαρακτική», απαντά. Εν τω μεταξύ, θέλοντας να καταδείξει τη δραστική αλλαγή που έφερε στη ζωή του ο αείμνηστος Μαμαγκάκης, ανατρέχει ξανά στις ρίζες του: «Κατάγομαι από μια λαϊκή γειτονιά, εξαιρετική βέβαια, εκείνη των Πατησίων. Τις καλές γειτονιές της Αθήνας όλοι αυτοί οι εξουσιάζοντες τον δήμο δεν τις φρόντισαν. Σε επίπεδο περιβαλλοντικό, σε επίπεδο αισθητικό, τις άφησαν έρμαιο των μεταναστών. Δεν είμαι ρατσιστής. Τους αγαπώ πάρα πολύ τους μετανάστες.
Αγαπώ τους αδικημένους περισσότερο από τους δικαιωμένους, αγαπώ τους ξεβολεμένους περισσότερο από τους βολεμένους. Αλλά η έλλειψη μεταναστευτικής πολιτικής, η έλλειψη της πολιτικής εν γένει, με κάνει και αηδιάζω», επισημαίνει και επιστρέφει στην απάντηση για την καλλιτεχνική του υπόσταση: «Το στίγμα μου είναι ένας ανθρωποκεντρικός, ελληνοκεντρικός -όχι με την έννοια του εθνικισμού, αλλά εκείνη την εθνότητας, της πατρίδας, την οποία υπερασπίζομαι όπου μπορώ- καλλιτέχνης». Του επισημαίνω πως πριν από λίγα χρόνια δεν θα χρειαζόταν να εξηγήσει κανείς την ελληνοκεντρικότητά του προκειμένου να μην του καταλογίσουν εθνικιστική διάθεση και πως πλέον οι άνθρωποι υπό τον φόβο της παρεξήγησης μιας δήλωσης πρέπει να εξηγούνται εκ των προτέρων.
«Η Αριστερά έχει κόμπλεξ με την πατρίδα»
«Φοβάμαι και θα σου πω γιατί. Γιατί η Αριστερά στην οποία νιώθω ότι ανήκω περισσότερο -δεν ανήκω σε κάποιο κόμμα, είμαι ανένταχτος- έχει το κόμπλεξ να μη μιλά για την πατρίδα, ενώ μιλά για την παγκοσμιοποίηση. Ενταγμένος υπήρξα την περίοδο που ήμουν φοιτητής - και ήταν πολύ λογικό. Σκέψου ότι μπήκα στο Πολυτεχνείο ακριβώς το ’73, στο μεταίχμιο της Μεταπολίτευσης. Η ζωή μου καθορίστηκε από το Πολυτεχνείο γιατί ήμουν και από αυτούς που έπιασαν στα επεισόδια. Υπέστην τρομερές ταλαιπωρίες στη φυλακή. Τα 18 μου χρόνια τα έκλεισα κρατούμενος. Πέρασα πάρα πολύ σκληρά. Εγώ έχω πονέσει με τις φασιστικές λογικές. Οταν πας στη φυλακή, είσαι ενάμιση μήνα σε απομόνωση, μετά από ενάμιση μήνα πας να κάνεις μπάνιο και έρχεται ένας με ένα πουλί τέτοιο, όχι τέτοιο, ΤΕΤΟΙΟ, και σε αγκαλιάζει... Δεν υπήρχε τότε η φρασεολογία “είμαι στρέιτ” ή “δεν είμαι ομοφυλόφιλος”. Του λέω “ξέρεις, είμαι πολιτικός κρατούμενος, συγγνώμη, δεν μπορώ”. Με πιάνει και μου λέει “δεν κατάλαβες καλά”. Εκείνη τη στιγμή πέρασε ένας άλλος κρατούμενος από εκεί ο οποίος με έσωσε. Ηταν πιο μάγκας. Αυτός είχε κάνει φόνους, είχε σκοτώσει τη γυναίκα του, τον εραστή της, τον πατέρα της και τη μάνα της. Ζει ακόμη σήμερα, πρέπει να είναι πάνω από 80 ετών. Με αυτόν αργότερα στους προαυλισμούς πιανόμασταν χέρι-χέρι και του έλεγα “θα κάνουμε έρωτα κ.λπ.” για να γλιτώσω από τον άλλον. Πέρασα τέτοιες βίαιες λογικές.
Ο φασισμός έχει και αυτή την όψη. Θυμάμαι που βγήκα από ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο των Αθηνών -όντας στη Γ’ Γυμνασίου, ένας εξαιρετικός φιλόλογος μας είχε συστήσει να διαβάσουμε Καζαντζάκη- έχοντας αγοράσει την “Ασκητική”. Μόλις το άνοιξα με χαρά, έρχεται ένας μπάτσος, με χτυπάει και σκίζει το βιβλίο», αφηγείται με ορμητικότητα, ενώ εξομολογούμαι πως οι περιγραφές του μου ανοίγουν διαρκώς διαστελλόμενα σύμπαντα ερωτήσεων. Το ξέρει εκ προοιμίου: «Είμαι όλος αυτός ο αχταρμάς που βλέπεις. Ελπίζω να μην είμαι σαλάτα. Εχω εισπράξει μεγάλη αγάπη και αυτό με γεμίζει με τρομερή ευθύνη. Ξέρεις, μου αρέσει να ανοίγω παρενθέσεις και να εξηγούμαι. Οχι για να απολογηθώ, να περιαυτολογήσω ή να παραπονεθώ. Ο,τι έχω κάνει το έχω κάνει με το σπαθί μου. Δεν έχω καμία διασύνδεση με κανέναν, δεν έχω ευνοηθεί από καταστάσεις. Εκανα από το ’93 έως το ’95 μια τριλογία έργων στο ‘‘Μινώα’’, ερχόταν η Αστυνομία και τις καθημερινές για να βάλει τάξη στην Πατησίων. Και δεν αναφέρθηκε ποτέ ως επιτυχία. Στο MEGA έκανα τη μεγαλύτερη τηλεοπτική επιτυχία, που σημαίνει αποδοχή.
Ο κόσμος δεν είναι τυχαίο που επιλέγει κάτι. Αυτό ισχύει όχι μόνο για το καλό, αλλά και για το κακό που επιλέγει. Δεν μέμφομαι την τηλεόραση, που είναι αντανάκλαση της ζωής μας. Μπορεί τελικά η ζωή να είναι χειρότερη από την τηλεόραση. Αν δεις τη συμπεριφορά των ανθρώπων στην καθημερινότητα, δεν είναι καλύτερη από την τηλεόραση από την οποία οι ίδιοι παίρνουν αποστάσεις. Ολα αυτά τα πράγματα με απασχολούν. Αυτό είμαι, αυτό που βλέπεις. Δίνω συνεχώς μάχες με τον εαυτό μου. Δεν έχω ισορροπήσει ακόμα. Παλεύω με τη συνείδηση και την ασυνειδησία μου. Με την επιφάνειά μου και με το βάθος της ψυχής μου. Οι λέξεις ‘‘ευαίσθητος’’ και ‘‘άνθρωπος’’ είναι συνώνυμες για μένα». Οι γαλλοτραφείς θα συναινούσαν πως στον Ζουγανέλη δεν πρέπει τίποτα λιγότερο από ένα μεγαλοπρεπέστατο «chapeau!» - ελληνιστί «βαθιά υπόκλιση».
«Μου αρέσει να παίζω στη ζωή»
Μένω στο προφανές και του λέω πως το παιδί που περιγράφει μεγαλώνοντας θα έπρεπε να είναι ένας οργισμένος ενήλικας. Με διορθώνει: «Δεν είμαι οργισμένος. Εχω ορισμένες φορές θυμό και πικρία, αλλά δεν το βγάζω στην έκφρασή μου. Και θα σου πω γιατί. Μου αρέσει να παίζω στη ζωή. Τι είμαι λοιπόν; Ενας άνθρωπος που παίζει. Και για να χρησιμοποιώ με άνεση τα εκφραστικά μου μέσα -και επειδή είχα και έχω τρομερά συμπλέγματα- φρόντισα να σπουδάσω τα αντικείμενα με τα οποία ήθελα να καταπιαστώ. Ασχολήθηκα με τον ήχο αρχικά, γιατί ο ήχος έλειπε από το σπίτι. Ζώντας στη σιωπή ήθελα να εξηγήσω στους γονείς μου τι είναι ο ήχος και η υπόστασή του. Είμαι και λίγο τυχερός άνθρωπος. Σπούδασα και τα δύο αντικείμενα -μουσικός και ηθοποιός- με επίπονες διαδικασίες, για να μην πω πόνο. Ημουν τυχερός γιατί πήρα μια υποτροφία και σπούδασα μουσική και θέατρο -μέσα από την όπερα φυσικά- στο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου, στο Μόναχο. Είχα έναν τρομερό δάσκαλο, τον Νίκο Μαμαγκάκη, ο οποίος πρόσφατα έφυγε από τη ζωή. Τον είχα πνευματικό καθοδηγητή. Αυτός με έμπασε σε μια άλλη λογική. Εχω πέσει κι εγώ σε τρομερές παγίδες. Πρόσφατα έβλεπα σε επανάληψη τα ‘‘Απίστευτα κι όμως ελληνικά’’ που έκανα στο MEGA, και κατάλαβα ότι κι εγώ έχω χάσει την αθωότητά μου. Σκέφτομαι και εγώ το τι θα πει ο κόσμος.
Την πάτησα γιατί έγινα κοινωνικός χωρίς να θέλω. Οταν πήγαινα σε παρέες και μιλούσα στην αρχή όλοι γελούσαν. Ετσι άρχισα να παίρνω αποστάσεις από την αθωότητά μου». «Γιατί γελούσαν μαζί σας, κύριε Ζουγανέλη», τον ρωτάω. «Γελάγανε γιατί η εικόνα μου είναι παραχαρακτική», απαντά. Εν τω μεταξύ, θέλοντας να καταδείξει τη δραστική αλλαγή που έφερε στη ζωή του ο αείμνηστος Μαμαγκάκης, ανατρέχει ξανά στις ρίζες του: «Κατάγομαι από μια λαϊκή γειτονιά, εξαιρετική βέβαια, εκείνη των Πατησίων. Τις καλές γειτονιές της Αθήνας όλοι αυτοί οι εξουσιάζοντες τον δήμο δεν τις φρόντισαν. Σε επίπεδο περιβαλλοντικό, σε επίπεδο αισθητικό, τις άφησαν έρμαιο των μεταναστών. Δεν είμαι ρατσιστής. Τους αγαπώ πάρα πολύ τους μετανάστες.
Αγαπώ τους αδικημένους περισσότερο από τους δικαιωμένους, αγαπώ τους ξεβολεμένους περισσότερο από τους βολεμένους. Αλλά η έλλειψη μεταναστευτικής πολιτικής, η έλλειψη της πολιτικής εν γένει, με κάνει και αηδιάζω», επισημαίνει και επιστρέφει στην απάντηση για την καλλιτεχνική του υπόσταση: «Το στίγμα μου είναι ένας ανθρωποκεντρικός, ελληνοκεντρικός -όχι με την έννοια του εθνικισμού, αλλά εκείνη την εθνότητας, της πατρίδας, την οποία υπερασπίζομαι όπου μπορώ- καλλιτέχνης». Του επισημαίνω πως πριν από λίγα χρόνια δεν θα χρειαζόταν να εξηγήσει κανείς την ελληνοκεντρικότητά του προκειμένου να μην του καταλογίσουν εθνικιστική διάθεση και πως πλέον οι άνθρωποι υπό τον φόβο της παρεξήγησης μιας δήλωσης πρέπει να εξηγούνται εκ των προτέρων.
«Η Αριστερά έχει κόμπλεξ με την πατρίδα»
«Φοβάμαι και θα σου πω γιατί. Γιατί η Αριστερά στην οποία νιώθω ότι ανήκω περισσότερο -δεν ανήκω σε κάποιο κόμμα, είμαι ανένταχτος- έχει το κόμπλεξ να μη μιλά για την πατρίδα, ενώ μιλά για την παγκοσμιοποίηση. Ενταγμένος υπήρξα την περίοδο που ήμουν φοιτητής - και ήταν πολύ λογικό. Σκέψου ότι μπήκα στο Πολυτεχνείο ακριβώς το ’73, στο μεταίχμιο της Μεταπολίτευσης. Η ζωή μου καθορίστηκε από το Πολυτεχνείο γιατί ήμουν και από αυτούς που έπιασαν στα επεισόδια. Υπέστην τρομερές ταλαιπωρίες στη φυλακή. Τα 18 μου χρόνια τα έκλεισα κρατούμενος. Πέρασα πάρα πολύ σκληρά. Εγώ έχω πονέσει με τις φασιστικές λογικές. Οταν πας στη φυλακή, είσαι ενάμιση μήνα σε απομόνωση, μετά από ενάμιση μήνα πας να κάνεις μπάνιο και έρχεται ένας με ένα πουλί τέτοιο, όχι τέτοιο, ΤΕΤΟΙΟ, και σε αγκαλιάζει... Δεν υπήρχε τότε η φρασεολογία “είμαι στρέιτ” ή “δεν είμαι ομοφυλόφιλος”. Του λέω “ξέρεις, είμαι πολιτικός κρατούμενος, συγγνώμη, δεν μπορώ”. Με πιάνει και μου λέει “δεν κατάλαβες καλά”. Εκείνη τη στιγμή πέρασε ένας άλλος κρατούμενος από εκεί ο οποίος με έσωσε. Ηταν πιο μάγκας. Αυτός είχε κάνει φόνους, είχε σκοτώσει τη γυναίκα του, τον εραστή της, τον πατέρα της και τη μάνα της. Ζει ακόμη σήμερα, πρέπει να είναι πάνω από 80 ετών. Με αυτόν αργότερα στους προαυλισμούς πιανόμασταν χέρι-χέρι και του έλεγα “θα κάνουμε έρωτα κ.λπ.” για να γλιτώσω από τον άλλον. Πέρασα τέτοιες βίαιες λογικές.
Ο φασισμός έχει και αυτή την όψη. Θυμάμαι που βγήκα από ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο των Αθηνών -όντας στη Γ’ Γυμνασίου, ένας εξαιρετικός φιλόλογος μας είχε συστήσει να διαβάσουμε Καζαντζάκη- έχοντας αγοράσει την “Ασκητική”. Μόλις το άνοιξα με χαρά, έρχεται ένας μπάτσος, με χτυπάει και σκίζει το βιβλίο», αφηγείται με ορμητικότητα, ενώ εξομολογούμαι πως οι περιγραφές του μου ανοίγουν διαρκώς διαστελλόμενα σύμπαντα ερωτήσεων. Το ξέρει εκ προοιμίου: «Είμαι όλος αυτός ο αχταρμάς που βλέπεις. Ελπίζω να μην είμαι σαλάτα. Εχω εισπράξει μεγάλη αγάπη και αυτό με γεμίζει με τρομερή ευθύνη. Ξέρεις, μου αρέσει να ανοίγω παρενθέσεις και να εξηγούμαι. Οχι για να απολογηθώ, να περιαυτολογήσω ή να παραπονεθώ. Ο,τι έχω κάνει το έχω κάνει με το σπαθί μου. Δεν έχω καμία διασύνδεση με κανέναν, δεν έχω ευνοηθεί από καταστάσεις. Εκανα από το ’93 έως το ’95 μια τριλογία έργων στο ‘‘Μινώα’’, ερχόταν η Αστυνομία και τις καθημερινές για να βάλει τάξη στην Πατησίων. Και δεν αναφέρθηκε ποτέ ως επιτυχία. Στο MEGA έκανα τη μεγαλύτερη τηλεοπτική επιτυχία, που σημαίνει αποδοχή.
Ο κόσμος δεν είναι τυχαίο που επιλέγει κάτι. Αυτό ισχύει όχι μόνο για το καλό, αλλά και για το κακό που επιλέγει. Δεν μέμφομαι την τηλεόραση, που είναι αντανάκλαση της ζωής μας. Μπορεί τελικά η ζωή να είναι χειρότερη από την τηλεόραση. Αν δεις τη συμπεριφορά των ανθρώπων στην καθημερινότητα, δεν είναι καλύτερη από την τηλεόραση από την οποία οι ίδιοι παίρνουν αποστάσεις. Ολα αυτά τα πράγματα με απασχολούν. Αυτό είμαι, αυτό που βλέπεις. Δίνω συνεχώς μάχες με τον εαυτό μου. Δεν έχω ισορροπήσει ακόμα. Παλεύω με τη συνείδηση και την ασυνειδησία μου. Με την επιφάνειά μου και με το βάθος της ψυχής μου. Οι λέξεις ‘‘ευαίσθητος’’ και ‘‘άνθρωπος’’ είναι συνώνυμες για μένα». Οι γαλλοτραφείς θα συναινούσαν πως στον Ζουγανέλη δεν πρέπει τίποτα λιγότερο από ένα μεγαλοπρεπέστατο «chapeau!» - ελληνιστί «βαθιά υπόκλιση».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr