Έκτορας Λυγίζος: Φλερτάροντας τον θείο Όσκαρ
27.12.2013
07:56
Ο Πειραιώτης σκηνοθέτης, που προκάλεσε αίσθηση με την πρώτη του κιόλας ταινία, μιλά για την πείνα, την κρίση, την πρόκληση και αρνείται πεισματικά να κάνει όνειρα για Όσκαρ.
Oταν βλέπει κανείς τον Έκτορα Λυγίζο, δύσκολα μπορεί να φανταστεί ότι αυτός ο άνθρωπος έχει εργαστεί σε χοιροτροφείο, βάζοντας κυριολεκτικά ένα χεράκι για να ζευγαρώνουν οι κάπροι με τις σκρόφες. Κι όμως, ο γενειοφόρος σκηνοθέτης, που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε διανοούμενο και ζεν πρεμιέ και παραγγέλνει τσάι του βουνού, κάποτε βούταγε τις γαλότσες του μέσα στις λάσπες στην κτηνοτροφική επιχείρηση των γονιών του, η οποία έκλεισε πρόσφατα, έχοντας δεχτεί τη χαριστική βολή από την κρίση.
Αυτή, άλλωστε, ήταν η μοναδική δουλειά που έκανε πέρα από το αντικείμενό του, τη σκηνοθεσία. Η μεγάλη αγάπη του είναι το θέατρο, αλλά του έμελλε να γίνει γνωστός από τον κινηματογράφο, αφού η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού, που έκοψε μόλις 3.000 εισιτήρια στην Ελλάδα, αποτελεί τη φετινή πρόταση της χώρας μας για τα Όσκαρ.
Έχει προβάρει στο μυαλό του την ευχαριστήρια ομιλία, σε περίπτωση που θα κερδίσει το χρυσό αγαλματίδιο; Γελάει: «Μα τι λες; Είσαι καλά; Μου φαίνεται εξαιρετικά απίθανο». Ο Λυγίζος είναι σεμνός και ρεαλιστής, αλλά, μετά την υποψηφιότητα στα Όσκαρ του Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου και το θρίαμβο της Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά στη Βενετία, το ελληνικό σινεφίλ κοινό έχει συνηθίσει στις διεθνείς επιτυχίες.
Ο ήρωας της ταινίας, τον οποίο υποδύεται συγκλονιστικά ο 24χρονος Γιάννης Παπαδόπουλος, είναι ένας νέος που ζει στην Αθήνα του σήμερα και λόγω της κρίσης μένει χωρίς χρήματα, χωρίς φαγητό, χωρίς νερό και, τελικά, χωρίς στέγη. Παρά την απελπιστική κατάστασή του, επιμένει να συντηρεί στο σπίτι του ένα καναρίνι, εξασφαλίζοντας πρώτα φαγητό για εκείνο και μετά για τον εαυτό του. Σε πρώτη ανάγνωση, φαίνεται μια ταινία για την οικονομική κρίση. Είναι, όμως, έτσι;
Αυτή, άλλωστε, ήταν η μοναδική δουλειά που έκανε πέρα από το αντικείμενό του, τη σκηνοθεσία. Η μεγάλη αγάπη του είναι το θέατρο, αλλά του έμελλε να γίνει γνωστός από τον κινηματογράφο, αφού η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού, που έκοψε μόλις 3.000 εισιτήρια στην Ελλάδα, αποτελεί τη φετινή πρόταση της χώρας μας για τα Όσκαρ.
Έχει προβάρει στο μυαλό του την ευχαριστήρια ομιλία, σε περίπτωση που θα κερδίσει το χρυσό αγαλματίδιο; Γελάει: «Μα τι λες; Είσαι καλά; Μου φαίνεται εξαιρετικά απίθανο». Ο Λυγίζος είναι σεμνός και ρεαλιστής, αλλά, μετά την υποψηφιότητα στα Όσκαρ του Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου και το θρίαμβο της Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά στη Βενετία, το ελληνικό σινεφίλ κοινό έχει συνηθίσει στις διεθνείς επιτυχίες.
Ο ήρωας της ταινίας, τον οποίο υποδύεται συγκλονιστικά ο 24χρονος Γιάννης Παπαδόπουλος, είναι ένας νέος που ζει στην Αθήνα του σήμερα και λόγω της κρίσης μένει χωρίς χρήματα, χωρίς φαγητό, χωρίς νερό και, τελικά, χωρίς στέγη. Παρά την απελπιστική κατάστασή του, επιμένει να συντηρεί στο σπίτι του ένα καναρίνι, εξασφαλίζοντας πρώτα φαγητό για εκείνο και μετά για τον εαυτό του. Σε πρώτη ανάγνωση, φαίνεται μια ταινία για την οικονομική κρίση. Είναι, όμως, έτσι;
«Ο βασικός λόγος που έκανα την ταινία δεν ήταν η κατάσταση της Ελλάδας. Ήθελα να μιλήσω για το πώς νιώθεις όταν οι βασικές σου ανάγκες, όπως η πείνα, δεν καλύπτονται» λέει χωμένος μέσα στο μπουφάν του. «Όταν χάσεις την τροφή, μετά συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν και άλλα κενά μέσα σου. Το κενό της πείνας σού θυμίζει ότι είσαι γεμάτος κενά. Κενά τρυφερότητας ή αναγνώρισης, φροντίδας, σεξ, όλων αυτών των βασικών αναγκών».
Ευτυχώς, πάντως, που υπάρχει και ο Λυγίζος και το ξένο κοινό βλέπει μια ταινία που, έστω εν μέρει, αναφέρεται στην ελληνική κρίση, διότι, αν έχει δει τις δύο γνωστές ταινίες του λεγόμενου Greek weird cinema, τον Κυνόδοντα και τη Miss Violence, θα πιστέψει ότι στην Ελλάδα έχουμε τεράστιο πρόβλημα όχι με την οικονομία, αλλά με την αιμομιξία. Οι δύο αυτές ταινίες δεν άγγιξαν τις συγκλονιστικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στις ζωές των Ελλήνων, αλλά έθιξαν θέματα-ταμπού μέσα στην οικογένεια. Ο 37χρονος Πειραιώτης δεν συμφωνεί και υπερασπίζεται τους συναδέλφους του: «Όταν δεν νιώθεις πλέον ασφάλεια στην Ελλάδα για τίποτα, όταν υπάρχει μια τρομοκρατία, δεν πληρώνεσαι, δεν είσαι ασφαλισμένος, είσαι στον αέρα, μετά αρχίζεις και βάζεις ερωτηματικό σε όλους τους θεσμούς, αν αξίζουν να υπάρχουν έτσι, απλώς ως στοιχεία καταπίεσης».
Το αγόρι που έτρωγε το σπέρμα του
Η πρόκληση, στοιχείο που χαρακτηρίζει το Greek weird cinema, δεν λείπει ούτε από Το Αγόρι. Σε μια σκηνή, ο πρωταγωνιστής αυνανίζεται και εκσπερματώνει μπροστά στην κάμερα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στο τέλος τρώει το σπέρμα του. Εξαιτίας αυτής της σκηνής ο Λυγίζος κινδύνευσε να κατηγορηθεί από τους κριτικούς ότι προκάλεσε απλά για να προκαλέσει. «Η σκηνή γράφτηκε για την κυριολεξία της» εξηγεί ο ίδιος. «Ο ήρωας πεινάει τόσο πολύ, που όταν βρίσκεται αυτό (σ.σ. το σπέρμα) στο χέρι του, φλερτάρει με την ιδέα να το φάει». Και το τρώει. «Όταν πεινάς για μέρες, μπαίνεις σε μια φάση όξυνσης των αισθήσεων. Είναι μια κατάσταση πολύ ακραία, που σε πλησιάζει στο ζώο. Είναι μια ταινία στην οποία αναρωτήθηκα για τα όρια του ανθρώπου» λέει ο Λυγίζος, που στη ζωή του υπήρξε πολύ πιο τυχερός από τον ήρωά του. Έχει ζήσει περιόδους οικονομικών δυσκολιών, αλλά ποτέ ακραίες καταστάσεις. Μόλις τελείωσε τη Φιλολογία Αθηνών, σπούδασε σκηνοθεσία στην περίφημη Σχολή Σταυράκου και από τότε ασχολείται αποκλειστικά με αυτό. Με εξαίρεση τη θητεία του στο χοιροτροφείο τον γονιών του στα Οινόφυτα.
Ο Λυγίζος σού δίνει την εντύπωση ότι η σημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα τον κάνει να νιώθει περισσότερο άνετα απ’ ό,τι οι παλιότερες περίοδοι οικονομικής ευημερίας και ψευδογκλαμουριάς. «Μεγάλωσα σε μια κοινωνία που στο σχολείο ο καθένας διαφήμιζε τι αυτοκίνητο είχε ή τι σπίτι είχε. Είτε μπεις ή δεν μπεις σε αυτό, είναι μια καταπίεση. Όπως όλοι οι νέοι, ήθελα να μην είμαι μόνος μου. Και για το λόγο αυτό έκανα τις “παραχωρήσεις του αιώνα”» λέει.
Η «κόντρα» με τον Παπακαλιάτη
Η δεύτερη σκηνοθετική και σεναριακή απόπειρα στον κινηματογράφο στέφθηκε από επιτυχία, αφού, εκτός της ενδεχόμενης υποψηφιότητας για Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, του χάρισε τρία βραβεία, μεταξύ των οποίων αυτό της Καλύτερης Ταινίας στα Βραβεία της Ακαδημίας Ελληνικού Κινηματογράφου, κερδίζοντας στην αναμέτρηση με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη και το Αν. Με μια ταινία που κόστισε μόλις 15.000 ευρώ και γυρίστηκε για λόγους οικονομίας μέσα σε είκοσι μία μέρες, κέρδισε την πιο εμπορική και διαφημισμένη ελληνική ταινία της χρονιάς. Δεν χάνω την ευκαιρία να τον ρωτήσω αν του άρεσε... το Αν, προκαλώντας του μια μικρή αμηχανία. «Αυτό που ήθελε να κάνει, νομίζω, το έκανε μια χαρά» μου λέει, κάνοντας μια μικρή παύση για να πάρει μια γερή ρουφηξιά από το στριφτό τσιγάρο του. «Τώρα, αν εγώ συμφωνώ ή διαφωνώ, είναι μια μεγαλύτερη κουβέντα. Σίγουρα είχε πάρα πολλή προσπάθεια. Πιο πολύ με θυμώνουν οι ταινίες που δεν έχουν δουλειά και κόπο πάνω τους παρά αυτή».
Σε αντίθεση με τον Παπακαλιάτη, τον Λυγίζο δεν τον σταματάνε στο δρόμο για αυτόγραφα, αλλά για... εξακρίβωση στοιχείων. «Με σταματάνε συνέχεια παντού» μου λέει γελώντας, «στην Πειραιώς, στην Αγίου Κωνσταντίνου, στα Εξάρχεια, έλεγχο κανονικό, συνέχεια. Προφανώς υπάρχει κίνδυνος, αλλά έχουμε αφήσει ανθρώπους να πεινάνε, κάποτε κάποιος θα κλέψει, είναι λογικό».
Αυτό τον καιρό, το πρόγραμμά του είναι, όπως πάντα, γεμάτο. Κάνει πρόβες για το νέο έργο που θα ανεβάσει, το Room Service, μια αμερικανική φάρσα του 1936. Στο Εθνικό παίζεται ακόμη ο Περιποιητής Φυτών, του Παύλου Μάτεσι, σε σκηνοθεσία δική του.
Φεύγοντας, περνάμε μπροστά από έναν κινηματογράφο που Δευτεριάτικα έχει ουρά και παίζει το Miss Violence. Η δική του ταινία δεν παίζεται πλέον πουθενά και, μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, δεν μπορούσες να την κατεβάσεις από το Internet. Αυτό, βέβαια, μπορεί να αλλάξει σε λίγο καιρό, αν οι κριτές της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου τον περάσουν στο δεύτερο γύρο αξιολόγησης. Ο ίδιος δεν φαίνεται να σκοτίζεται. Με αποχαιρετά, ανεβαίνει στην πορτοκαλί enduro KTM του και χάνεται στην Ιερά Οδό. Λες να τον σταματήσουν πάλι για εξακρίβωση στοιχείων;
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
Ευτυχώς, πάντως, που υπάρχει και ο Λυγίζος και το ξένο κοινό βλέπει μια ταινία που, έστω εν μέρει, αναφέρεται στην ελληνική κρίση, διότι, αν έχει δει τις δύο γνωστές ταινίες του λεγόμενου Greek weird cinema, τον Κυνόδοντα και τη Miss Violence, θα πιστέψει ότι στην Ελλάδα έχουμε τεράστιο πρόβλημα όχι με την οικονομία, αλλά με την αιμομιξία. Οι δύο αυτές ταινίες δεν άγγιξαν τις συγκλονιστικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στις ζωές των Ελλήνων, αλλά έθιξαν θέματα-ταμπού μέσα στην οικογένεια. Ο 37χρονος Πειραιώτης δεν συμφωνεί και υπερασπίζεται τους συναδέλφους του: «Όταν δεν νιώθεις πλέον ασφάλεια στην Ελλάδα για τίποτα, όταν υπάρχει μια τρομοκρατία, δεν πληρώνεσαι, δεν είσαι ασφαλισμένος, είσαι στον αέρα, μετά αρχίζεις και βάζεις ερωτηματικό σε όλους τους θεσμούς, αν αξίζουν να υπάρχουν έτσι, απλώς ως στοιχεία καταπίεσης».
Το αγόρι που έτρωγε το σπέρμα του
Η πρόκληση, στοιχείο που χαρακτηρίζει το Greek weird cinema, δεν λείπει ούτε από Το Αγόρι. Σε μια σκηνή, ο πρωταγωνιστής αυνανίζεται και εκσπερματώνει μπροστά στην κάμερα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στο τέλος τρώει το σπέρμα του. Εξαιτίας αυτής της σκηνής ο Λυγίζος κινδύνευσε να κατηγορηθεί από τους κριτικούς ότι προκάλεσε απλά για να προκαλέσει. «Η σκηνή γράφτηκε για την κυριολεξία της» εξηγεί ο ίδιος. «Ο ήρωας πεινάει τόσο πολύ, που όταν βρίσκεται αυτό (σ.σ. το σπέρμα) στο χέρι του, φλερτάρει με την ιδέα να το φάει». Και το τρώει. «Όταν πεινάς για μέρες, μπαίνεις σε μια φάση όξυνσης των αισθήσεων. Είναι μια κατάσταση πολύ ακραία, που σε πλησιάζει στο ζώο. Είναι μια ταινία στην οποία αναρωτήθηκα για τα όρια του ανθρώπου» λέει ο Λυγίζος, που στη ζωή του υπήρξε πολύ πιο τυχερός από τον ήρωά του. Έχει ζήσει περιόδους οικονομικών δυσκολιών, αλλά ποτέ ακραίες καταστάσεις. Μόλις τελείωσε τη Φιλολογία Αθηνών, σπούδασε σκηνοθεσία στην περίφημη Σχολή Σταυράκου και από τότε ασχολείται αποκλειστικά με αυτό. Με εξαίρεση τη θητεία του στο χοιροτροφείο τον γονιών του στα Οινόφυτα.
Ο Λυγίζος σού δίνει την εντύπωση ότι η σημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα τον κάνει να νιώθει περισσότερο άνετα απ’ ό,τι οι παλιότερες περίοδοι οικονομικής ευημερίας και ψευδογκλαμουριάς. «Μεγάλωσα σε μια κοινωνία που στο σχολείο ο καθένας διαφήμιζε τι αυτοκίνητο είχε ή τι σπίτι είχε. Είτε μπεις ή δεν μπεις σε αυτό, είναι μια καταπίεση. Όπως όλοι οι νέοι, ήθελα να μην είμαι μόνος μου. Και για το λόγο αυτό έκανα τις “παραχωρήσεις του αιώνα”» λέει.
Η «κόντρα» με τον Παπακαλιάτη
Η δεύτερη σκηνοθετική και σεναριακή απόπειρα στον κινηματογράφο στέφθηκε από επιτυχία, αφού, εκτός της ενδεχόμενης υποψηφιότητας για Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, του χάρισε τρία βραβεία, μεταξύ των οποίων αυτό της Καλύτερης Ταινίας στα Βραβεία της Ακαδημίας Ελληνικού Κινηματογράφου, κερδίζοντας στην αναμέτρηση με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη και το Αν. Με μια ταινία που κόστισε μόλις 15.000 ευρώ και γυρίστηκε για λόγους οικονομίας μέσα σε είκοσι μία μέρες, κέρδισε την πιο εμπορική και διαφημισμένη ελληνική ταινία της χρονιάς. Δεν χάνω την ευκαιρία να τον ρωτήσω αν του άρεσε... το Αν, προκαλώντας του μια μικρή αμηχανία. «Αυτό που ήθελε να κάνει, νομίζω, το έκανε μια χαρά» μου λέει, κάνοντας μια μικρή παύση για να πάρει μια γερή ρουφηξιά από το στριφτό τσιγάρο του. «Τώρα, αν εγώ συμφωνώ ή διαφωνώ, είναι μια μεγαλύτερη κουβέντα. Σίγουρα είχε πάρα πολλή προσπάθεια. Πιο πολύ με θυμώνουν οι ταινίες που δεν έχουν δουλειά και κόπο πάνω τους παρά αυτή».
Σε αντίθεση με τον Παπακαλιάτη, τον Λυγίζο δεν τον σταματάνε στο δρόμο για αυτόγραφα, αλλά για... εξακρίβωση στοιχείων. «Με σταματάνε συνέχεια παντού» μου λέει γελώντας, «στην Πειραιώς, στην Αγίου Κωνσταντίνου, στα Εξάρχεια, έλεγχο κανονικό, συνέχεια. Προφανώς υπάρχει κίνδυνος, αλλά έχουμε αφήσει ανθρώπους να πεινάνε, κάποτε κάποιος θα κλέψει, είναι λογικό».
Αυτό τον καιρό, το πρόγραμμά του είναι, όπως πάντα, γεμάτο. Κάνει πρόβες για το νέο έργο που θα ανεβάσει, το Room Service, μια αμερικανική φάρσα του 1936. Στο Εθνικό παίζεται ακόμη ο Περιποιητής Φυτών, του Παύλου Μάτεσι, σε σκηνοθεσία δική του.
Φεύγοντας, περνάμε μπροστά από έναν κινηματογράφο που Δευτεριάτικα έχει ουρά και παίζει το Miss Violence. Η δική του ταινία δεν παίζεται πλέον πουθενά και, μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, δεν μπορούσες να την κατεβάσεις από το Internet. Αυτό, βέβαια, μπορεί να αλλάξει σε λίγο καιρό, αν οι κριτές της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου τον περάσουν στο δεύτερο γύρο αξιολόγησης. Ο ίδιος δεν φαίνεται να σκοτίζεται. Με αποχαιρετά, ανεβαίνει στην πορτοκαλί enduro KTM του και χάνεται στην Ιερά Οδό. Λες να τον σταματήσουν πάλι για εξακρίβωση στοιχείων;
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr