Πίτερ Ο’ Τουλ: Αντίο στον «Λόρενς» που δεν ξεμέθυσε ποτέ

Ενας από τους θρύλους του παγκόσμιου κινηματογράφου και από τους τελευταίους σταρ που επέζησαν από τα ξέφρενα 60s  έφυγε από τη ζωή στα 81 του χρόνια. Ιδιόρρυθμος, ατίθασος και απίστευτα ταλαντούχος, ο Πίτερ Ο’ Τουλ άξιζε όχι μόνο το ένα από τα Οσκαρ που κέρδισε, αλλά και καθένα από τα οκτώ που έχασε

Ε ως το 2003 ο Πίτερ Ο’ Τουλ ήταν από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς στον κόσμο που δεν είχε τιμηθεί με βραβείο Οσκαρ. Από το 2003 και μετά έγινε ο σταρ που παραλίγο να μην παραλάβει το Οσκαρ επειδή ένας μπάρμαν στην τελετή απονομής αρνήθηκε να του σερβίρει αλκοόλ. Ούτως ή άλλως, όμως, ο Πίτερ Ο’ Τουλ δεν χρειαζόταν κανένα βραβείο για να κερδίσει την αιωνιότητα. Ο εκκεντρικός χαρακτήρας του, το εκρηκτικό υποκριτικό ταλέντο του και οι ελεύθερες καταδύσεις του στον ωκεανό του ποτού είχαν φροντίσει να δημιουργήσουν τον θρύλο «Πίτερ Ο’ Τουλ» ήδη από το 1962, όταν καθήλωσε τον κόσμο -και όχι μόνο εκείνον του θεάματος- με ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας που έκτοτε θεωρήθηκε μνημειώδες: ως Λόρενς της Αραβίας, ο Ο’ Τουλ ήταν κάτι περισσότερο από συγκλονιστικός, καθώς κατάφερε να μεταγγίσει στην κινηματογραφική περσόνα, όχι μόνο τον παράτολμο ηρωισμό του πραγματικού Τόμας Εντουαρντ Λόρενς, αλλά και μια μεγάλη δόση από τη δική του παραφορά, τη δική του ιδιαίτερη «τρέλα». Ο Πίτερ Ο’ Τουλ, άλλωστε, ήταν αυτός που δεν επέτρεψε ποτέ στο τακτ να τον φιμώσει: το 2004 δεν δίστασε να χαρακτηρίσει το φιλμ «Τροία», μια χολιγουντιανή, επική υπερπαραγωγή, «αίσχος», παρόλο που ο ίδιος συμμετείχε στο καστ ως βασιλιάς Πρίαμος. Οσο για κάποιους από τους νεότερους ομοτέχνους του, όπως ο Χιου Γκραντ, έλεγε ότι «πρόκειται περί συγκλονιστικού ηλιθίου. Ο τύπος δεν μιλάει, τραυλίζει». Ακόμη, αποτελεί λαμπρό δείγμα της εγωκεντρικής υπεροψίας που μόνο οι παλιές καλές βεντέτες ήξεραν πώς να επιδεικνύουν η ατάκα «αγόρι μου, κάνε όλο τον κόσμο το σταχτοδοχείο σου», την οποία είπε στον Αμερικανό ηθοποιό Τζον Γκούντμαν όταν εκείνος ζήτησε ταπεινά τασάκι για το τσιγάρο του.



Η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, από τη δική της πλευρά, κατάφερε να μην του δώσει ποτέ το Οσκαρ α’ ανδρικού ρόλου, κάτι που επαναλήφθηκε συνολικά 8 φορές, από το 1963 έως το 2007. Ο Πίτερ Ο’ Τουλ κατέχει το ρεκόρ υποψηφιοτήτων ανάμεσα στους ηθοποιούς που προτάθηκαν επανειλημμένως αλλά ουδέποτε απέκτησαν το πολυπόθητο χρυσό αγαλματάκι. Θεωρώντας, δικαίως, ότι η Ακαδημία δεν μπορεί παρά να παίζει με τα νεύρα του -και μάλιστα επί 40 χρόνια-, το 2003 ο Ο’ Τουλ κατ’ αρχήν αρνήθηκε το Οσκαρ Συνολικής Προσφοράς στην 7η Τέχνη. «Θα μπορούσε η Ακαδημία να περιμένει έως ότου φτάσω τα 80; Προς το παρόν εξακολουθώ να συμμετέχω κανονικά στο παιχνίδι, οπότε μπορεί να κερδίσω το μαραφέτι με την αξία μου», έγραψε σε σημείωμά του ο, 71 ετών τότε, Πίτερ Ο’ Τουλ. Τελικά πείστηκε να παραλάβει το βραβείο, θέλησε όμως να διασκεδάσει την ανία του στη φαντασμαγορική τελετή απονομής με μερικά ποτηράκια βότκας, παρόλο που τα τελευταία χρόνια είχε αναγκαστεί να μην πίνει ούτε σταγόνα λόγω της κατεστραμμένης υγείας του. Οταν ο μπάρμαν τον ενημέρωσε ότι το αλκοόλ απαγορεύεται, η απάντηση ήταν: «Ωραία λοιπόν, κι εγώ φεύγω από δω μέσα τώρα». Και το εννοούσε. Ούτως ή άλλως, ο Πίτερ Ο’ Τουλ είχε κατακτήσει τη φήμη του εντελώς απρόβλεπτου, του ανθρώπου που μπορούσε π.χ. να εξαφανιστεί τελείως ξαφνικά από προσώπου γης, ακόμη και επί ολόκληρες ημέρες, χωρίς να ενημερώνει για το πού βρίσκεται ούτε καν την οικογένειά του. Δημόσιος κίνδυνος όταν βρισκόταν -συνήθως πιωμένος- στο τιμόνι κάποιου αυτοκινήτου πριν προσλάβει σοφέρ, είτε κατέστρεφε το όχημα που οδηγούσε, είτε συλλαμβανόταν. Συνήθως, δε, συνέβαιναν και τα δύο. Χαρακτηριστικά, μόλις υπέγραψε το συμβόλαιο με την Columbia για τον ρόλο του Λόρενς της Αραβίας ήταν τόσο χαρούμενος ώστε θέλησε να κάνει δώρο στην τότε σύζυγό του, τη Σιάν Φίλιπς, ένα αυτοκίνητο. Μόνο που πριν της δώσει τα κλειδιά θέλησε να κάνει ο ίδιος μια μικρή βόλτα. Λίγο αργότερα η Σιάν ειδοποιήθηκε από την αστυνομία ότι ο σύζυγός της είχε εμβολίσει ένα περιπολικό και βρισκόταν υπό κράτηση.

Μέλος της «εγκληματικής τάξης»

Η Σιάν Φίλιπς, Βρετανίδα ηθοποιός, άντεξε τις ιδιορρυθμίες του Πίτερ Ο’ Τουλ από το 1959 έως το 1979, όταν και τον εγκατέλειψε για κάποιον πολύ νεότερο. Στη διάρκεια αυτής της 20ετίας η Σιάν έφερε στον κόσμο την Κέιτ και την Πατρίσια Ο’ Τουλ, υπομένοντας παράλληλα τις προσβολές ή ακόμη και τις βίαιες εκρήξεις του. 
Αλλά και η επόμενη σημαντική σχέση του Ο’ Τουλ με την κατά 15 χρόνια νεότερή του, την Αμερικανίδα μανεκέν Κάρεν Σόμερβιλ, είχε πολύ κακή κατάληξη. Το 1983 η Κάρεν έφερε στον κόσμο τον Λόρκαν -όπως είναι το Λόρενς στα κέλτικα- κατόπιν όμως ήρθε σε μετωπική σύγκρουση με τον Ο’ Τουλ, φτάνοντας να τον κατηγορήσει για απαγωγή ανηλίκου. Ακολούθησε δικαστικό σίριαλ, με το αγόρι να γίνεται μπαλάκι σε ένα παιχνίδι πινγκ πονγκ ανάμεσα στους δύο γονείς του, προτού η Δικαιοσύνη αποφασίσει να αναθέσει την κηδεμονία του Λόρκαν στον διάσημο πατέρα του. Ωστόσο, πέρα από τις περιπέτειες που είχε με την οικογένεια που δύο φορές προσπάθησε να δημιουργήσει ο ίδιος ο Πίτερ Ο’ Τουλ, είναι σαφές ότι για τη διαμόρφωση της δικής του προσωπικότητας υπεύθυνοι ήταν κυρίως οι γονείς του. Η μητέρα του είχε πάθος με τη λογοτεχνία και του απήγγελλε ποίηση, ενώ ο πατέρας του ήταν ένας τραχύς, βίαιος και φυσικά μέθυσος Ιρλανδός. «Εγώ δεν ανήκω στην εργατική αλλά στην εγκληματική τάξη», έλεγε ο Πίτερ Ο’ Τουλ καμαρώνοντας για την κοινωνική του καταγωγή. Στη γειτονιά του Λιντς όπου μεγάλωσε, κατ’ ουσίαν σε ένα γκέτο Ιρλανδών που είχαν μεταναστεύσει στη Βρετανία, τρεις συνομήλικοι και φίλοι του Ο’ Τουλ έγιναν δολοφόνοι και θανατώθηκαν δι’ απαγχονισμού. Ενας άλλος στραγγάλισε την ερωμένη του. Κάποιος άλλος διέπραξε ληστεία μετά φόνου κ.ο.κ. Με τέτοιον περίγυρο, το μέλλον του Πίτερ Ο’ Τουλ δεν προοιωνιζόταν ούτε τη δόξα, ούτε το χρήμα που θα κέρδιζε ως ηθοποιός. Ο ίδιος, άλλωστε, στράφηκε στην υποκριτική αφού διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε ούτε η ναυτική ζωή, ούτε η δημοσιογραφία. 




Τα μεθυσμένα 60s

Το 1962 ο Πίτερ Ο’ Τουλ, σε ηλικία 30 ετών, ήδη ώριμος ως ηθοποιός -κυρίως του αυθεντικού σεξπιρικού θεάτρου- ήταν ένας εξαιρετικά γοητευτικός άντρας. Παρά τους τεχνικούς περιορισμούς της εποχής, το Technicolor των 60s αποτύπωνε στην εντέλεια το αλλόκοτο, κρυστάλλινο βλέμμα του, το μεγάλο ατού της σαγήνης ενός ανθρώπου που θεωρούσε ως φυσιολογική την κατάσταση της μέθης, από την οποία σπανίως ξέφευγε, ήδη από τα εφηβικά του χρόνια. 



«Εάν θυμάσαι τα 60s, τότε μάλλον δεν ήσουν εκεί», ήταν μία από τις πλέον αγαπημένες ατάκες του Πίτερ Ο’ Τουλ, υπονοώντας ότι όποιος τότε δεν έπινε μέχρι λιποθυμίας, δεν έκανε drugs και όταν συνερχόταν από τον λήθαργο δεν αναρωτιόταν «μα πώς βρέθηκα εδώ;» δεν έχει δικαίωμα να μιλά για τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο Ο’ Τουλ μαζί με μερικούς ακόμη Βρετανούς ηθοποιούς, όπως ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ανήκε στα «μεγάλα ρεμάλια», έναν τίτλο τον οποίο όσοι ανήκαν σε αυτή την αλκοολική ελίτ των γερών ποτηριών προτιμούσαν ακόμη και από την αναγόρευσή τους σε Σερ. Ο Μπάρτον, ένας σταρ που δεν γνώριζε κανέναν φραγμό στις καταχρήσεις, καθώς έπινε, κάπνιζε και έκανε σεξ σαν δαιμονισμένος, ήταν από τους ελάχιστους που θα τολμούσαν να παραβγούν με τον Ο’ Τουλ σε μια μονομαχία πιώματος. Το 1964, στα γυρίσματα ιστορικού δράματος, οι δυο τους έπιναν επί δύο νύχτες και μία ημέρα. Οταν επέστρεψαν μπροστά στην κάμερα ήταν, βέβαια, σε άθλια κατάσταση και εντελώς ανήμποροι να αποδώσουν σωστά μία από τις πιο κρίσιμες σκηνές της ταινίας. Ο Ο’ Τουλ έπρεπε να περάσει στο δάχτυλο του Μπάρτον ένα δαχτυλίδι-σύμβολο εξουσίας. «Ηταν σαν να προσπαθούσε κάποιος να περάσει κλωστή στο μάτι μιας βελόνας ενώ φορά γάντια του μποξ», περιέγραψε αργότερα ο Ρίτσαρντ Μπάρτον την υπερπροσπάθεια του Ο’ Τουλ να συγκεντρωθεί. Πολύ πριν έρθει το γαλήνιο τέλος του στο νοσοκομείο Γουέλινγκτον του Λονδίνου, όπου νοσηλευόταν για κάποια από τα χρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε -και που ο ίδιος είχε φροντίσει να επιδεινώσει πίνοντας και καπνίζοντας- ο Πίτερ Ο’ Τουλ θα μπορούσε να έχει χαθεί αμέτρητες φορές. Το ότι έφτασε την ηλικία των 81 ετών μοιάζει απίστευτο, καθώς σε πάμπολλες περιπτώσεις θα μπορούσε να είχε καεί ζωντανός ή να μην έχει ξυπνήσει ποτέ από τον λήθαργο της αχαλίνωτης, αυτοκτονικής μέθης. Ο ίδιος δεν είχε κάποια πειστική απάντηση στο γιατί έπινε με τόση μανία. Το μόνο που έλεγε ήταν: «Εμείς δοξάσαμε τα 60s. Ο Μπάρτον, εγώ, ο Ρίτσαρντ Χάρις, κάναμε ανοιχτά ό,τι έκαναν όλοι στα κρυφά εκείνη την εποχή - και ό,τι κάνουν τώρα για επίδειξη».










Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr