Αλεξάντερ Πέιν: O Ελληνο-αμερικανός πρωταγωνιστής των Όσκαρ
27.01.2014
09:22
Η νέα ταινία του Αλεξάντερ Πέιν «Νεμπράσκα», υποψήφια για έξι Οσκαρ, είναι μια γλυκόπικρη, αστεία, νοσταλγική και ευφυής
ιστορία που σε αφήνει με ένα τεράστιο χαμόγελο - όπως και κάθε συνάντηση με τον χαρισματικό σκηνοθέτη
ΟΕλληνοαμερικανός σκηνοθέτης αφήνει τον Τζορτζ Κλούνεϊ και την πολύχρωμη Χαβάη για να υπενθυμίσει στο κοινό το ταλέντο του Μπρους Ντερν στην ασπρόμαυρη «Νεμπράσκα». Στην πιθανώς καλύτερη έως τώρα ταινία του, η οποία συγκέντρωσε συνολικά έξι υποψηφιότητες για Οσκαρ (περισσότερες και από τον «Λύκο της Wall Street» του Σκορσέζε), ο Αλεξάντερ Πέιν ασχολείται πάλι με το θέμα της οικογένειας - κι ας μην το είχε καταλάβει ο ίδιος, όπως παραδέχεται στη συνάντησή μας, μία ημέρα μετά την πρεμιέρα της ταινίας στο 66ο Φεστιβάλ Καννών. Ο ίδιος είναι εξαιρετικά χαρισματικός: μιλάει όσο χρειάζεται (εκτός κι αν αναλύει ταινίες που αγαπά, όπως η «Αγάπη» του Χάνεκε), δεν διστάζει να σε ειρωνευτεί αν η ερώτησή σου είναι κοινότοπη, αντιπαθεί φανερά τις χωρίς νόημα συζητήσεις περί νοήματος και μηνύματος, δεν πιστεύει ότι ένας σκηνοθέτης μπορεί να αναστήσει ή να σώσει την καριέρα ενός ηθοποιού και διατηρεί το δικαίωμά να γελάει με τους άλλους, αλλά κυρίως με τον εαυτό του. Κυρίως, όμως, παραμένει σε όλη τη διάρκεια της συνομιλίας μας απλός, πνευματώδης και αξιαγάπητος - όπως και οι ταινίες του. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, ξεκινά εκείνος την κουβέντα ρωτώντας τη γνώμη μας για την ταινία του Τζέιμς Γκρέι «The Immigrant» που μόλις είχε προβληθεί. «Αρκετά βαρετή», απαντά ένας συνάδελφος. «Τι κρίμα... Δεν θα του πω ότι το είπες», λέει πονηρά ο Πέιν. «Η δικιά σας είναι καλύτερη», τον προλαβαίνει ο δημοσιογράφος. «Μα, δεν το είπα για να συγκρίνουμε», αμύνεται ο σκηνοθέτης, για να ακούσει ότι «στις Κάννες είμαστε, εννοείται ότι θα συγκρίνουμε!». Χαμογελά, μένει για λίγο σιωπηλός και μετά ρωτά: «Πόσο καλύτερη;». Το δωμάτιο θα τρανταχτεί στα γέλια, όπως και αρκετές ακόμα φορές κατά τη διάρκεια της συνέντευξης - συνήθως με μια μικρή καθυστέρηση, γιατί τα αστεία του Πέιν χρειάζονται καμιά φορά επεξεργασία. Η σκέψη του είναι απλή, αλλά ευφυής. Στο «Νεμπράσκα» δημιουργεί ένα οικογενειακό road movie, όπου ο Μπρους Ντερν, πιστεύοντας πως έχει κερδίσει ένα χρηματικό βραβείο, ξεκινά για την πατρική του πόλη στα μεσοδυτικά προκειμένου να το διεκδικήσει. Στα όρια του αλκοολισμού και της γεροντικής άνοιας, «αναγκάζει» τον γιο του να τον ακολουθήσει, ο οποίος ευτυχώς όμως διψά να αποκτήσει κάποιου είδους επικοινωνία μαζί του, οπότε τον παίρνει υπό την προστασία του. Είναι ένα πρότζεκτ που προετοίμαζε αρκετά χρόνια - άλλαξε άραγε η σχέση του με το υλικό με το πέρας του χρόνου; «Χμμ... κάνεις ερωτήσεις για τις οποίες ξέρεις τις απαντήσεις! Πριν από εννιά χρόνια σκέφτηκα ότι ήθελα να κάνω μια σεμνή, αυστηρή ταινία. Πέρυσι, όταν την ξανάπιασα, περνούσα μια περίοδο που είχα πολύ στον νου μου τους ηλικιωμένους γονείς μου, οπότε κάποια πιο προσωπικά στοιχεία βρήκαν τη θέση τους στο σενάριο και τη σκηνοθεσία. Είχε περισσότερο να κάνει με την αίσθηση του πώς είναι να φροντίζεις τους γονείς σου, πώς σε τρελαίνουν και πώς πρέπει να τους πατρονάρεις λιγάκι».
Γεννημένος και μεγαλωμένος από Ελληνες γονείς (τo ελληνικό επώνυμο της οικογένειας ήταν Παπαδόπουλος και οι ρίζες της από Σύρο, Λιβαδειά και Αίγιο) στην Ομαχα της Νεμπράσκα, όπου και έχει γυρίσει τις περισσότερες ταινίες του, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη μετά την Καλιφόρνια του «Πλαγίως» και τη Χαβάη των «Απογόνων» σαν να αποτίει έναν φόρο τιμής στην περιοχή του. «Δεν με ενδιέφερε καθόλου να αποδώσω φόρο τιμής σε οτιδήποτε», διαφωνεί. «Είναι η τέταρτη φορά που κάνω γυρίσματα στη Νεμπράσκα. Συνήθως βέβαια κινούμαι στην Ομαχα, όπου είναι το σπίτι μου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που γύρισα στην επαρχία της περιοχής, οπότε ήταν κάπως εξωτικά». Γελάει κλείνοντάς μας το μάτι, γιατί το τοπίο, εκτός από ασπρόμαυρο (εκπληκτικά φωτισμένο από τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ), παραπέμπει, αντιθέτως, στην εγκατάλειψη και την κρίση. Γνωστός κινηματογραφικός geek, ο Πέιν έκανε προετοιμασία μελετώντας διάφορες ασπρόμαυρες ταινίες. «Είδαμε κυρίως ασπρόμαυρες ταινίες σινεμασκόπ, όπως το “Αγριος σαν θύελλα” με τον Πολ Νιούμαν, το “Χάρτινο φεγγάρι” του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς με τον Ράιαν Ο’Νιλ, το οποίο βλέπω συνέχεια ούτως ή άλλως, το “Οργισμένο είδωλο” του Σκορσέζε, ακόμα και το “Πέρα απ’ τον παράδεισο” του Τζάρμους. Εχει πλάκα γιατί πριν από 60 χρόνια ο κόσμος ρωτούσε: "Γιατί έκανες την ταινία σου έγχρωμη;" Και τώρα με ρωτάνε γιατί την έκανα ασπρόμαυρη!». Ενίσταται όταν κάποιος του λέει ότι με την προηγούμενη ταινία του μας «έμαθε πώς να είμαστε γονείς και τώρα, με το “Νεμπράσκα”, πώς να είμαστε παιδιά». «Οχι. Δεν κάνω κανένα μάθημα!». Εχει όμως κάποιο μήνυμα η ταινία; «Αν θες να στείλεις μήνυμα, πάρε τη Western Union! Δυσκολεύομαι να μιλήσω για μηνύματα. Νιώθω πάντα λίγο δήθεν όταν δίνω αυτές τις μάλλον παραπλανητικές απαντήσεις σχετικά με τη “θεματική” ή το “μήνυμα” μιας ταινίας. Είναι επαγγελματικό καθήκον μου να αποφεύγω τέτοιες κουβέντες». Ενίοτε γλυκός, ενίοτε καυστικός, ο Πέιν αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες του με χιούμορ. Κάποιους ίσως φανεί ότι τους κοροϊδεύει κιόλας. «Κοροϊδεύω και τον εαυτό μου πάντως. Και ξέρετε τι; Διατηρώ το δικαίωμα να γελάω με τους ανθρώπους! Με τους φίλους μου, με τη ζωή γύρω μου. Το πώς το κάνεις έχει σημασία. Κι ελπίζω πως παραμένει διασκεδαστικό, αληθινό, τρυφερό». Η τρυφερότητα, εξάλλου, κυριαρχεί πάντα στις ταινίες του, ακόμα και στην επιλογή να δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον ξεχασμένο για καιρό Μπρους Ντερν. «Θα ήθελα να πω κάτι σε σχέση με το πώς λένε ότι σώζει κανείς ή ανασταίνει την καριέρα κάποιου. Είναι πολύ γλυκό όταν συμβαίνει, αλλά η πρώτη μου ανησυχία είναι το ποιος είναι ο κατάλληλος για την ταινία. Οταν πρωτοέγραφα το σενάριο πριν από 9 χρόνια, ήταν ο πρώτος ηθοποιός που μου ήρθε στο μυαλό. Πριν από έναν χρόνο συναντήθηκα με διάφορους άλλους ηθοποιούς της ηλικίας του, για να μη χάσω κάποια άλλη πιθανή ευκαιρία. Είσαι δέσμιος του ποιος βρίσκεται στη σωστή ηλικία, ποιος μπορεί να το κάνει, ποιος μπορεί να θυμάται το κείμενό του. Επειδή είναι μικρού προϋπολογισμού ταινία κι έχω μόνο λίγες μέρες στη διάθεσή μου, χρειάζομαι κάποιον που να τα έχει τετρακόσια. Εδώ ακόμα και νέοι ηθοποιοί δεν μπορούν να θυμηθούν τις ατάκες τους...».
Γεννημένος και μεγαλωμένος από Ελληνες γονείς (τo ελληνικό επώνυμο της οικογένειας ήταν Παπαδόπουλος και οι ρίζες της από Σύρο, Λιβαδειά και Αίγιο) στην Ομαχα της Νεμπράσκα, όπου και έχει γυρίσει τις περισσότερες ταινίες του, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη μετά την Καλιφόρνια του «Πλαγίως» και τη Χαβάη των «Απογόνων» σαν να αποτίει έναν φόρο τιμής στην περιοχή του. «Δεν με ενδιέφερε καθόλου να αποδώσω φόρο τιμής σε οτιδήποτε», διαφωνεί. «Είναι η τέταρτη φορά που κάνω γυρίσματα στη Νεμπράσκα. Συνήθως βέβαια κινούμαι στην Ομαχα, όπου είναι το σπίτι μου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που γύρισα στην επαρχία της περιοχής, οπότε ήταν κάπως εξωτικά». Γελάει κλείνοντάς μας το μάτι, γιατί το τοπίο, εκτός από ασπρόμαυρο (εκπληκτικά φωτισμένο από τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ), παραπέμπει, αντιθέτως, στην εγκατάλειψη και την κρίση. Γνωστός κινηματογραφικός geek, ο Πέιν έκανε προετοιμασία μελετώντας διάφορες ασπρόμαυρες ταινίες. «Είδαμε κυρίως ασπρόμαυρες ταινίες σινεμασκόπ, όπως το “Αγριος σαν θύελλα” με τον Πολ Νιούμαν, το “Χάρτινο φεγγάρι” του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς με τον Ράιαν Ο’Νιλ, το οποίο βλέπω συνέχεια ούτως ή άλλως, το “Οργισμένο είδωλο” του Σκορσέζε, ακόμα και το “Πέρα απ’ τον παράδεισο” του Τζάρμους. Εχει πλάκα γιατί πριν από 60 χρόνια ο κόσμος ρωτούσε: "Γιατί έκανες την ταινία σου έγχρωμη;" Και τώρα με ρωτάνε γιατί την έκανα ασπρόμαυρη!». Ενίσταται όταν κάποιος του λέει ότι με την προηγούμενη ταινία του μας «έμαθε πώς να είμαστε γονείς και τώρα, με το “Νεμπράσκα”, πώς να είμαστε παιδιά». «Οχι. Δεν κάνω κανένα μάθημα!». Εχει όμως κάποιο μήνυμα η ταινία; «Αν θες να στείλεις μήνυμα, πάρε τη Western Union! Δυσκολεύομαι να μιλήσω για μηνύματα. Νιώθω πάντα λίγο δήθεν όταν δίνω αυτές τις μάλλον παραπλανητικές απαντήσεις σχετικά με τη “θεματική” ή το “μήνυμα” μιας ταινίας. Είναι επαγγελματικό καθήκον μου να αποφεύγω τέτοιες κουβέντες». Ενίοτε γλυκός, ενίοτε καυστικός, ο Πέιν αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες του με χιούμορ. Κάποιους ίσως φανεί ότι τους κοροϊδεύει κιόλας. «Κοροϊδεύω και τον εαυτό μου πάντως. Και ξέρετε τι; Διατηρώ το δικαίωμα να γελάω με τους ανθρώπους! Με τους φίλους μου, με τη ζωή γύρω μου. Το πώς το κάνεις έχει σημασία. Κι ελπίζω πως παραμένει διασκεδαστικό, αληθινό, τρυφερό». Η τρυφερότητα, εξάλλου, κυριαρχεί πάντα στις ταινίες του, ακόμα και στην επιλογή να δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον ξεχασμένο για καιρό Μπρους Ντερν. «Θα ήθελα να πω κάτι σε σχέση με το πώς λένε ότι σώζει κανείς ή ανασταίνει την καριέρα κάποιου. Είναι πολύ γλυκό όταν συμβαίνει, αλλά η πρώτη μου ανησυχία είναι το ποιος είναι ο κατάλληλος για την ταινία. Οταν πρωτοέγραφα το σενάριο πριν από 9 χρόνια, ήταν ο πρώτος ηθοποιός που μου ήρθε στο μυαλό. Πριν από έναν χρόνο συναντήθηκα με διάφορους άλλους ηθοποιούς της ηλικίας του, για να μη χάσω κάποια άλλη πιθανή ευκαιρία. Είσαι δέσμιος του ποιος βρίσκεται στη σωστή ηλικία, ποιος μπορεί να το κάνει, ποιος μπορεί να θυμάται το κείμενό του. Επειδή είναι μικρού προϋπολογισμού ταινία κι έχω μόνο λίγες μέρες στη διάθεσή μου, χρειάζομαι κάποιον που να τα έχει τετρακόσια. Εδώ ακόμα και νέοι ηθοποιοί δεν μπορούν να θυμηθούν τις ατάκες τους...».
Εναν χρόνο πριν ο Πέιν βρισκόταν στις Κάννες ως μέλος της κριτικής επιτροπής που παρέδωσε τον Χρυσό Φοίνικα στην «Αγάπη» του Μίχαελ Χάνεκε, μια ταινία επίσης για ηλικιωμένους. «Τι υπέροχη ταινία. Την είδα τρεις-τέσσερις φορές από τότε και γινόταν καλύτερη κάθε φορά. Την είχαν κατηγορήσει ότι είναι ψυχρή, αυστριακή, προβάλλοντας χαρακτηριστικά από προηγούμενα έργα του πάνω σ’ αυτό. Δεν ήμουν φαν όλων των παλιότερων έργων του, αν και τα σεβόμουν. Και όσο έβλεπα την “Αγάπη” τόσο πιο τρυφερή, ακόμα και αστεία, γινόταν». Αυτές οι ταινίες αρχίζουν να βρίσκουν ένα κοινό και κάποιοι λένε πως είναι σημάδι ότι πλέον υπάρχουν άνθρωποι που γίνονται πιο δεκτικοί σε ταινίες με μεγαλύτερους χαρακτήρες. «Δεν πιστεύω ότι οι θεατές θέλουν να βλέπουν μόνο τον εαυτό τους στις ταινίες. Δεν πιστεύω ότι ένας 14χρονος θέλει να βλέπει μόνο ταινίες με 14χρονους. Οταν εγώ ήμουν 14 ήθελα να βλέπω πορνό ή γουέστερν! Ασε που και στα 85 είσαι ακόμα μικρός. Εγώ θα πρέπει να πάω 400 για να μεγαλώσω».
Από την πλευρά του παιδιού προσέγγισε άλλωστε και την ιστορία της «Νεμπράσκα». Η έννοια της οικογένειας τον απασχολεί στις πρόσφατες ταινίες του. Εχει να κάνει μήπως με την ελληνική καταγωγή του; «Δεν είχα αντιληφθεί πως η ταινία μου είναι για την οικογένεια, μέχρι που χθες άρχισα τις συνεντεύξεις! (γελάει) Ηξερα φυσικά πως έχει μια οικογένεια στο κέντρο, αλλά τη σκεφτόμουν περισσότερο ως ένα road movie. Δεν ένιωθα σαν ένας Γιασουτζίρο Οζου, να θέλω να κάνω μόνο οικογενειακές ταινίες. Δεν σκέφτομαι καθόλου έτσι. Οταν είχα έρθει στην Ελλάδα με τους “Απογόνους” όλοι μου έλεγαν για την οικογένεια, για τις ρίζες και τέτοια πράγματα. Ποιος ξέρει; Ισως είναι μια τραβηγμένη σύνδεση, ίσως όχι, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω».
Από την πλευρά του παιδιού προσέγγισε άλλωστε και την ιστορία της «Νεμπράσκα». Η έννοια της οικογένειας τον απασχολεί στις πρόσφατες ταινίες του. Εχει να κάνει μήπως με την ελληνική καταγωγή του; «Δεν είχα αντιληφθεί πως η ταινία μου είναι για την οικογένεια, μέχρι που χθες άρχισα τις συνεντεύξεις! (γελάει) Ηξερα φυσικά πως έχει μια οικογένεια στο κέντρο, αλλά τη σκεφτόμουν περισσότερο ως ένα road movie. Δεν ένιωθα σαν ένας Γιασουτζίρο Οζου, να θέλω να κάνω μόνο οικογενειακές ταινίες. Δεν σκέφτομαι καθόλου έτσι. Οταν είχα έρθει στην Ελλάδα με τους “Απογόνους” όλοι μου έλεγαν για την οικογένεια, για τις ρίζες και τέτοια πράγματα. Ποιος ξέρει; Ισως είναι μια τραβηγμένη σύνδεση, ίσως όχι, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr