Ιβάν Σβιτάιλο: Η οδύσσεια ενός Ουκρανού
10.03.2014
08:56
Από τις φοιτητικές εστίες του Ζωγράφου στη NY και από εκεί στο σανίδι του «Παλλάς»
Γεννήθηκε στη Γιάλτα, την πατρίδα του Τσέχοφ, καλοκαιρινό θέρετρο της Κριμαίας. Εκεί ζούσε μέχρι τα δέκα χρόνια του. Ηρθε στην Ελλάδα μαζί με τη μητέρα του. Εκείνη θέλησε να ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή της. Ελληνοποιήθηκε. Χόρευε ντυμένος τσολιάς στις παραδοσιακές εκδηλώσεις της «Δόρας Στράτου». Κέρδισε υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση και βρέθηκε στη Νέα Υόρκη για δύο χρόνια ως σπουδαστής σε ξακουστή σχολή χορού. Επέστρεψε αποφασισμένος να πετύχει. Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει στις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες της Αθήνας.
Ο Ιβάν είναι η ενσάρκωση της λέξης «πράος». Μιλάει με φυσική γλυκύτητα που εντυπωσιάζει κάθε συνομιλητή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι ένας ανήσυχος νέος που ψάχνει τον εαυτό του, την ταυτότητά του, την καλλιτεχνική του πορεία. Αυτή είναι η μυθιστορηματική του ιστορία. «Η μητέρα μου στα 38 της αποφάσισε να κάνει το διδακτορικό της στη Φιλοσοφική Αθηνών. Εγώ, ο μικρότερος γιος της, ήρθα μαζί της. Ενα παιδί 10 ετών δεν μπορεί να φέρει και αντιρρήσεις. Ηρθαμε και μέναμε στις φοιτητικές εστίες του Ζωγράφου. Αν με ρωτήσεις πότε προσαρμόστηκα, θα σου απαντήσω ότι συνέβη σχετικά πρόσφατα. Ολα αυτά τα χρόνια (σχεδόν είκοσι) νιώθω ότι κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. Μάλλον για να ανακαλύψω ποιος είμαι». Ο Ιβάν κουβαλά εκείνο το βάθος στον χαρακτήρα που ψυχογραφεί έξοχα ο συμπατριώτης του, ο Αντον Τσέχοφ, στις «Φανταχτερές Ιστορίες» του.
Ηταν ένα σφουγγάρι. Απορροφούσε αχόρταγα τα πάντα. Επαιζε μπάσκετ, ποδόσφαιρο, μάθαινε πολεμικές τέχνες, έκανε παρέα με τους μεγαλύτερους φοιτητές στην Πανεπιστημιούπολη. «Ελληνοποιήθηκες;» τον ρωτώ και κάνει μια παύση. «Εντός εισαγωγικών», του λέω προς αποφυγή παρεξηγήσεων. «Βγάλε τα εισαγωγικά. Ελληνοποιήθηκα πλήρως», απαντά. Η μητέρα του ένιωθε ότι ο γιος της χάνει την πατρική κληρονομιά και τον έστειλε σε σχολείο της ρωσικής πρεσβείας για να μην ξεχάσει τη γλώσσα του. «Σπίτι δεν καθόμουν. Αποφοίτησα από δύο σχολεία. Ετρεχα μετά τα μαθήματά μου για τις απογευματινές παραδόσεις στην πρεσβεία. Πέρασα με το απολυτήριο του ρωσικού σχολείου στο ελληνικό πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών. Δυστυχώς, δεν κατάφερα να το τελειώσω».
Χαρακτηρίζει τον εαυτό του υπερκινητικό παιδί και υπάκουο. «Εκανα μάλλον την επανάστασή μου αργότερα», λέει γελώντας. Ασχολήθηκε με τους παραδοσιακούς χορούς στην Αθήνα: «Η αλήθεια είναι ότι είχα μια έμφυτη τάση στον χορό. Το πρόσεξε η μητέρα μου από την παιδική ηλικία μου στη Ρωσία. Είχα ασχοληθεί από μικρός. Στην Αθήνα πήγαινα στο χοροθέατρο ‘‘Δόρα Στράτου’’. Ναι, ντυνόμουν με παραδοσιακές στολές. Ενας δάσκαλος μάλλον είδε κάτι σε μένα, ήμουν τότε περίπου δεκατεσσάρων, και με παρότρυνε να ασχοληθώ σοβαρά. Αυτό έκανα. Πήγα και γράφτηκα στην Ανώτερη Επαγγελματική Ιδιωτική Σχολή Χορού Νίκης Κονταξάκη. Εκανα κλασικό χορό για χρόνια. Διεκδίκησα μια υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση. Ετσι βρέθηκα στη Νέα Υόρκη για δύο χρόνια. Σπούδαζα στο Broadway Dance Center, στην καρδιά του Μανχάταν, και συμμετείχα σε διάφορες ομάδες χορού. Θεωρώ μεγάλη εμπειρία τη συμμετοχή μου στην ξακουστή Complexions Dance Company», θυμάται.
Ο Ιβάν είναι η ενσάρκωση της λέξης «πράος». Μιλάει με φυσική γλυκύτητα που εντυπωσιάζει κάθε συνομιλητή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι ένας ανήσυχος νέος που ψάχνει τον εαυτό του, την ταυτότητά του, την καλλιτεχνική του πορεία. Αυτή είναι η μυθιστορηματική του ιστορία. «Η μητέρα μου στα 38 της αποφάσισε να κάνει το διδακτορικό της στη Φιλοσοφική Αθηνών. Εγώ, ο μικρότερος γιος της, ήρθα μαζί της. Ενα παιδί 10 ετών δεν μπορεί να φέρει και αντιρρήσεις. Ηρθαμε και μέναμε στις φοιτητικές εστίες του Ζωγράφου. Αν με ρωτήσεις πότε προσαρμόστηκα, θα σου απαντήσω ότι συνέβη σχετικά πρόσφατα. Ολα αυτά τα χρόνια (σχεδόν είκοσι) νιώθω ότι κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. Μάλλον για να ανακαλύψω ποιος είμαι». Ο Ιβάν κουβαλά εκείνο το βάθος στον χαρακτήρα που ψυχογραφεί έξοχα ο συμπατριώτης του, ο Αντον Τσέχοφ, στις «Φανταχτερές Ιστορίες» του.
Ηταν ένα σφουγγάρι. Απορροφούσε αχόρταγα τα πάντα. Επαιζε μπάσκετ, ποδόσφαιρο, μάθαινε πολεμικές τέχνες, έκανε παρέα με τους μεγαλύτερους φοιτητές στην Πανεπιστημιούπολη. «Ελληνοποιήθηκες;» τον ρωτώ και κάνει μια παύση. «Εντός εισαγωγικών», του λέω προς αποφυγή παρεξηγήσεων. «Βγάλε τα εισαγωγικά. Ελληνοποιήθηκα πλήρως», απαντά. Η μητέρα του ένιωθε ότι ο γιος της χάνει την πατρική κληρονομιά και τον έστειλε σε σχολείο της ρωσικής πρεσβείας για να μην ξεχάσει τη γλώσσα του. «Σπίτι δεν καθόμουν. Αποφοίτησα από δύο σχολεία. Ετρεχα μετά τα μαθήματά μου για τις απογευματινές παραδόσεις στην πρεσβεία. Πέρασα με το απολυτήριο του ρωσικού σχολείου στο ελληνικό πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών. Δυστυχώς, δεν κατάφερα να το τελειώσω».
Χαρακτηρίζει τον εαυτό του υπερκινητικό παιδί και υπάκουο. «Εκανα μάλλον την επανάστασή μου αργότερα», λέει γελώντας. Ασχολήθηκε με τους παραδοσιακούς χορούς στην Αθήνα: «Η αλήθεια είναι ότι είχα μια έμφυτη τάση στον χορό. Το πρόσεξε η μητέρα μου από την παιδική ηλικία μου στη Ρωσία. Είχα ασχοληθεί από μικρός. Στην Αθήνα πήγαινα στο χοροθέατρο ‘‘Δόρα Στράτου’’. Ναι, ντυνόμουν με παραδοσιακές στολές. Ενας δάσκαλος μάλλον είδε κάτι σε μένα, ήμουν τότε περίπου δεκατεσσάρων, και με παρότρυνε να ασχοληθώ σοβαρά. Αυτό έκανα. Πήγα και γράφτηκα στην Ανώτερη Επαγγελματική Ιδιωτική Σχολή Χορού Νίκης Κονταξάκη. Εκανα κλασικό χορό για χρόνια. Διεκδίκησα μια υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση. Ετσι βρέθηκα στη Νέα Υόρκη για δύο χρόνια. Σπούδαζα στο Broadway Dance Center, στην καρδιά του Μανχάταν, και συμμετείχα σε διάφορες ομάδες χορού. Θεωρώ μεγάλη εμπειρία τη συμμετοχή μου στην ξακουστή Complexions Dance Company», θυμάται.
Οποιος νομίζει ότι η ζωή στη Νέα Υόρκη είναι κινηματογραφική ταινία με χαρούμενο τέλος την επίτευξη του αμερικάνικου ονείρου, μάλλον έχει βιώσει τη μητρόπολη τουριστικά: «Με 500 ευρώ στην τσέπη πήγα. Εκανα πολλές δουλειές. Ακου μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Μου είχαν μείνει 100 δολάρια. Μόνο. Πήγα και έκλεισα τραπέζι σε ένα ακριβό ελληνικό εστιατόριο της Νέας Υόρκης, το "Kellari". Επρεπε να βρω δουλειά για να επιβιώσω. Ξεκίνησα να μιλάω ελληνικά και ασφαλώς έπιασα την κουβέντα με τους ιδιοκτήτες. Πλήρωσα τον λογαριασμό και έφυγα. Επέστρεψα δύο μέρες μετά και τους είπα ότι χρειάζομαι δουλειά επειγόντως. Μου την έδωσαν. Εννοείται ότι ξεκίνησα από πολύ χαμηλά. Αν δεν ξέρεις πού είναι η κατσαρόλα σε ένα εστιατόριο δεν θα πας μπροστά. Εφτασα να γίνω μετρ. Ετρεχα πολύ στη Νέα Υόρκη. Μέχρι και σε μεταφορική δούλεψα. Εμενα σε ένα μικρό διαμέρισμα μαζί με άλλα τρία άτομα. Ενας ήταν από τη Γουαδελούπη, ένας Ιάπωνας και ένας Σουηδός. ΟΗΕ.
Πήγαινα το πρωί στα μαθήματα και μετά στο τρέξιμο. Δεν κοιμόμουν πολύ σε αυτή την πόλη. Εχεις την αίσθηση ότι είσαι συνέχεια σε ένα αεροδρόμιο. Ετρεχα, αλλά δεν κυνηγούσα το αμερικάνικο όνειρο. Δεν παύει να είναι μια απλή πόλη αν την απομυθοποιήσεις. Φυσικά το φιλοσόφησα εκεί. Αναγκαστικά. Βρίσκεσαι εντελώς μόνος σου. Δεν αισθανόμουν ούτε Ελληνας, ούτε Ρώσος, δεν είχα ταυτότητα, φίλους. Περιπέτεια», λέει και δεν ξέρεις αν θέλεις να τον διακόψεις ή προτιμάς να τον αφήσεις να εξιστορεί το ταξίδι του. Επιλέγεις το δεύτερο. «Σε μια περίοδο είχα μείνει εντελώς άφραγκος. Είχαν καθυστερήσει τα χρήματα της υποτροφίας για τέσσερις μήνες. Να ζητήσω από τους γονείς μου δεν υπήρχε ως ενδεχόμενο. Μπορείς να γράψεις ότι μου προσέφερε στέγη ο φίλος ενός φίλου, ο Ρίκι Κλίφτον», συμπληρώνει.
Επιστρέφει. Δεν του έκανε η ζωή της Νέας Υόρκης. Πεθύμησε κάτι. Εθεσε στόχους ζωής. «Ηρθα στην Αθήνα αποφασισμένος να εστιάσω στην υποκριτική. Είχα κάνει μαθήματα στη Νέα Υόρκη. Στο New York Film Academy. Κουράστηκα από το βουβό του χορού. Τη σιωπή. Ηθελα να μιλήσω. Κυρίως, ήθελα να με ακούσουν». Τον είδε ο Γιάννης Κακλέας. Τον είδε όπως βλέπει το μάτι ενός σκηνοθέτη έναν ταλαντούχο νέο που θέλει να δουλέψει αγόγγυστα μέχρι να αποδείξει ότι αξίζει. Του έδωσε ρόλο στον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων», στις «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης», πρόσφατα στους «Δαίμονες», τον σκηνοθέτησε ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης στο «Μια τρελή τρελή σαραντάρα», έπαιξε στους «Ορνιθες». Οταν αναφέρεται στις συνεργασίες αυτές μιλάει για τους «φίλους» του. Με σεβασμό.
Του αναφέρω ότι τον θυμάμαι από εμφανίσεις ως χορευτή σε νυχτερινά κέντρα και στη Λυρική. Διστάζει λίγο, αλλά μου λέει ότι υπήρξε χορογράφος του Γιώργου Μαζωνάκη και ότι έχει συνεργαστεί με τη Δέσποινα Βανδή και την Αννα Βίσση. «Πληρωνόμαστε. Λιγότερο από παλιά. Καμιά φορά είναι δύσκολα τα πράγματα. Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν το σκέφτεσαι αν αγαπάς πραγματικά αυτό που κάνεις», αναφέρει. Το μεγαλύτερο μάθημα υποκριτικά το πήρε στην παράσταση «Θησέας και Αριάνδη». «Εκεί ξεκίνησα τη συνεργασία με τη Σοφία Σπυράτου. Μου εμπιστεύτηκε τον ρόλο του Μενέλαου στον “Τρωικό Πόλεμο”. Χαίρομαι ειλικρινά», λέει με συστολή.
Δεν αναφέρεται πουθενά στην εξιστόρηση στον πατέρα του. Τον ρωτώ γι' αυτή την παράλειψη. «Τη δεκαετία του ’90 κατέρρεε ο κρατικός μηχανισμός στη χώρα μου. Οι γονείς μου, δημόσιοι υπάλληλοι, καθηγητές πανεπιστημίου, δεν μπορούσαν να το χειριστούν επιδέξια. Ο γάμος τους κατέρρεε όπως και η χώρα. Δεν άντεξαν μαζί», απαντά και μένω να χάσκω. Ανησυχεί που ο Μιχάλης, ο μεγαλύτερος αδελφός του, μαζί με τη μητέρα και τη γιαγιά του με προβλήματα αναπηρίας βρίσκονται στην Κριμαία; «Είμαι συνέχεια σε τηλεφωνική επαφή μαζί τους. Υπάρχει τόση παραπληροφόρηση. Αλλα διαβάζεις στο Διαδίκτυο, άλλα παρακολουθείς στην τηλεόραση. Τα δυτικά κράτη προωθούν τον ακροδεξιό ηγέτη. Αυτό συμβαίνει. Είναι ένα διπλωματικό παιχνίδι. Δεν γίνεται πόλεμος. Είναι μια κρίσιμη κατάσταση», απαντά ψύχραιμα. Ετσι ακριβώς όπως αντιμετωπίζει όλα τα θέματα της ζωής. Κλείνοντας τον ρωτώ πώς νιώθει στην Αθήνα. «Η Αθήνα είναι η πόλη μου».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr