Βασίλης Δημητρίου: Ο καλλιτέχνης που ζωγραφίζει τις αφίσες στο Αθήναιον
19.03.2014
07:09
Ένα δημοσίευμα των New York Times τον έκανε σταρ των ημερών, για να τον ανακαλύψει, στα 78 του, και ολόκληρη η Αθήνα.
«Δύο κοπέλες δημοσιογράφοι χθες μάλωναν εδώ, στο σπίτι μου, ποια θα μου πάρει συνέντευξη. Η μία ήταν από κανάλι. Της είπα πως δεν θέλω να μιλήσω στην τηλεόραση και έφυγε. Στενοχωρήθηκα, αλλά της το είχα πει από την αρχή» περιγράφει ο κ. Δημητρίου την πραγματικότητα που ζει από τις ημέρες του δημοσιεύματος.
Βρισκόμαστε στο ατελιέ του, στην Αγία Παρασκευή. Στο δεύτερο, το πιο προσωπικό, εκεί όπου ζωγραφίζει για τον εαυτό του, εκεί όπου βρίσκονται κύπελλα και μετάλλια από τις ημέρες που αγωνιζόταν ως πυγμάχος. «Εδώ κάνω αλλιώτικα πράγματα. Όταν δεν έχω δουλειά, είμαι εδώ μέσα. Τώρα ζωγραφίζω γεφύρια. Θέλω να κάνω μια έκθεση. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω». Ζωγραφίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Η αναγνώριση ευτυχώς ήρθε νωρίς, με ένα χαστούκι. «Πήγαινα Γ’ Δημοτικού. Μια μέρα στο σχολείο, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, ζωγράφισα στο μαυροπίνακα με κιμωλίες την αλεπού που κοιτάει το σταφύλι, το γνωστό μύθο. Όταν μπήκε η δασκάλα μέσα, ρώτησε “ποιος το έφτιαξε αυτό;”. Σήκωσα το χέρι μου και πριν το κατεβάσω, φαπ, τρώω ένα χαστούκι. “Δεν σου έχω πει να μη λες ψέματα;” μου λέει. “Ξαναφτιάξ’ το, αν μπορείς!”. Όταν το ξανάφτιαξα μες στα κλάματα και με τρεμάμενα χέρια, το βλέπει και κατευθείαν με αγκαλιάζει και με φιλάει. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αναγνώρισε το ταλέντο μου. Μετά απ’ αυτό, μου αγόραζε μολύβια και μπλοκ ζωγραφικής και με παρότρυνε να ζωγραφίζω».
Βρισκόμαστε στο ατελιέ του, στην Αγία Παρασκευή. Στο δεύτερο, το πιο προσωπικό, εκεί όπου ζωγραφίζει για τον εαυτό του, εκεί όπου βρίσκονται κύπελλα και μετάλλια από τις ημέρες που αγωνιζόταν ως πυγμάχος. «Εδώ κάνω αλλιώτικα πράγματα. Όταν δεν έχω δουλειά, είμαι εδώ μέσα. Τώρα ζωγραφίζω γεφύρια. Θέλω να κάνω μια έκθεση. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω». Ζωγραφίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Η αναγνώριση ευτυχώς ήρθε νωρίς, με ένα χαστούκι. «Πήγαινα Γ’ Δημοτικού. Μια μέρα στο σχολείο, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, ζωγράφισα στο μαυροπίνακα με κιμωλίες την αλεπού που κοιτάει το σταφύλι, το γνωστό μύθο. Όταν μπήκε η δασκάλα μέσα, ρώτησε “ποιος το έφτιαξε αυτό;”. Σήκωσα το χέρι μου και πριν το κατεβάσω, φαπ, τρώω ένα χαστούκι. “Δεν σου έχω πει να μη λες ψέματα;” μου λέει. “Ξαναφτιάξ’ το, αν μπορείς!”. Όταν το ξανάφτιαξα μες στα κλάματα και με τρεμάμενα χέρια, το βλέπει και κατευθείαν με αγκαλιάζει και με φιλάει. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αναγνώρισε το ταλέντο μου. Μετά απ’ αυτό, μου αγόραζε μολύβια και μπλοκ ζωγραφικής και με παρότρυνε να ζωγραφίζω».
Παιδί φτωχής οικογένειας, μεγάλωσε μες στα γυμναστήρια, καθώς ο πατέρας του, ενώ δούλευε σαν γκαρσόνι, παράλληλα ήταν και ερασιτέχνης αθλητής στην ελληνορωμαϊκή πάλη. Ο ίδιος από 8 χρόνων ασχολείται με την πυγμαχία και ο πατέρας του ούτε ήθελε να ακούει για ζωγραφική. Οι γονείς του ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική. «Ο πατέρας μου ούτε να ακούσει κουβέντα για ζωγράφος. “Θα πεθάνεις στην ψάθα, όλοι οι ζωγράφοι γίνονται αδερφές” μου έλεγε, αλλά και τι δεν έχω ακούσει και από τη μάνα μου. Ήθελαν να πάω να καθίσω κοντά στον μπάρμπα μου και να γίνω χασάπης. Μόνο ο αδελφός μου ο συχωρεμένος βοήθησε την κατάσταση. Τους είπε “Ο Βασίλης θέλει να γίνει ζωγράφος, θα γίνει ζωγράφος. Αφού έχει ταλέντο, ρε μάνα”. Πού να ξέρει η μάνα μου τώρα από ταλέντο, ήταν από χωριό. “Είναι γεννημένος για να κάνει αυτή τη δουλειά” τους έλεγε».
Σε ηλικία 14 χρόνων, μετά το θάνατο του πατέρα του, ο κ. Δημητρίου πιάνει δουλειά στον κινηματογράφο Αττικόν στην Κυψέλη, ως βοηθός του ζωγράφου Γιώργου Γρηγοριάδη. Έφυγε, όμως, γρήγορα. «Δεν μπορώ τους ανθρώπους που βρίζουν και ο Γιώργος, αν και ήταν καλός άνθρωπος, του ’δινε να καταλάβει». Βρήκε «καταφύγιο» στο ατελιέ του Τσεχοσλοβάκου Βικέντιο Μπέγκνερ, ο οποίος ακολουθούσε την τεχνική του κολάζ ζωγραφίζοντας μόνο τα στοιχεία.
«Όταν ήμουν 19 χρόνων, λέω στον Νίνο “γιατί δεν κάνουμε κι εμείς κινηματογραφική αφίσα, όπως κάνουν και οι άλλοι;”. “Πού να πάμε εμείς, ρε Βασίλη. Αυτοί είναι θηρία” μου απαντάει». Είναι η εποχή που τις κινηματογραφικές αφίσες φιλοτεχνούν ο Βακιρτζής, ο Ανδρεάκος, ο Μανώλης Κουφός κ.ά. Ο κ. Δημητρίου, όμως, είχε πείσμα και φτιάχνει το δικό του ατελιέ. «Έχω δουλέψει σε πάρα πολλούς κινηματογράφους, σχεδόν σε όλους τους κεντρικούς: Σταρ, Άστορ, Μόντιαλ, Πάνθεον, Ρεξ, Ιντεάλ, Αττικόν, Απόλλων, Έσπερος, Ρεξ, Άνεσις, Άστρον, Αστέρια. Το Αθήναιον είναι το τελευταίο σινεμά στην Αθήνα που εξακολουθεί να έχει χειροποίητη αφίσα. Αγαπούν τη ζωγραφιστή αφίσα, αλλά αγαπούν κι εμένα. Τα τελευταία σαράντα χρόνια τούς τις φτιάχνω ανελλιπώς. Κάθε χρόνο κάνω γύρω στις 55 για το Αθήναιον. Σχεδιάζω πρώτα τη βασική εικόνα με κάρβουνο και μετά τα γράμματα, εκεί που έχω σκεφτεί ότι θα μπουν. Έπειτα περνάω με σινική μελάνη ή με μαύρο πλαστικό με ψιλό πινέλο εκεί που έχω κάνει τη γραμμή με το κάρβουνο και, τέλος, βάζω το χρώμα. Δεν αντιγράφω ποτέ τις αφίσες των ταινιών. Τις χρησιμοποιώ μόνο ως βοήθημα για να βλέπω τις λεπτομέρειες των προσώπων. Τώρα πια, για να φτιάξω μια αφίσα θέλω δύο μέρες γεμάτες. Μου παραγγέλλουν την αφίσα τη Δευτέρα και την Τετάρτη την έχω έτοιμη. Πριν από δέκα χρόνια, χρειαζόμουν επτά ώρες».
Τίποτα από τα παραπάνω δεν θα είχε πετύχει, αν στη ζωή του δεν υπήρχε η Αγγελική, η σύζυγός του εδώ και εξήντα χρόνια. «Μόλις είχα γυρίσει από αγώνες στην Αίγυπτο. Ήμουν μέλος της εθνικής ομάδας πυγμαχίας και αργότερα για δέκα χρόνια προπονητής στην εθνική ομάδα. Ένας φίλος, ο Νικόλας, ήρθε στο γυμναστήριο, στον Πανελλήνιο, μαζί με την κοπέλα του και μια φίλη της να με δουν. Εγώ ήμουν πρησμένος, όχι από μπουνιά, από δόντι, και μετά βίας μπορούσα να μιλήσω. Προσφέρθηκα, όμως, να την πάω σπίτι της για να γνωριστούμε καλύτερα. Από τους Αμπελοκήπους στην Αγία Παρασκευή με τα πόδια».
Είναι τέλη της δεκαετίας του ’50. Ο Βασίλης Δημητρίου είναι ζωγράφος και μποξέρ. Ασύμβατες τέχνες, αλλά και τόσο όμοιες. «Και οι δύο σταθερό χέρι θέλουν» λέει γελώντας. «Ε, ναι, τεντιμπόης ήμουν. Το πρώτο γιαούρτι στην Κυψέλη εγώ το έριξα. Κατέληξα βέβαια στο τμήμα και ευτυχώς έπεσα σε έναν πολύ καλό διοικητή, με τον οποίο συνέβη να γνωριζόμαστε, καθώς ήμουν συμμαθητής με το γιο του».
Δυσκολίες δεν αντιμετώπισε μόνο στα ρινγκ, αλλά και στην τέχνη του. «Κάποτε έπαιζε στο Άνεσις μια πολεμική ταινία με τη Sophia Loren. Έφτιαξα, λοιπόν, μια αφισάρα με τη Sophia Loren να φοράει ζιβάγκο. Καμάρωνα την αφίσα, γιατί νόμιζα ότι βγήκε πολύ ωραία. Τη βάλαμε λοιπόν Κυριακή βράδυ και Δευτέρα πρωί πρωί με παίρνει τηλέφωνο ο ιδιοκτήτης. “Ρε, τι μου έκανες; Ζιβάγκο έβαλες στη Sophia Loren; Ποιος θα μπει μέσα;”. Παίρνω, λοιπόν, τα μπογαλάκια μου και πήγα να της φτιάξω μπούστο. Εκείνη την ώρα είχε κόσμο γύρω και μου λέει ένας από τους περαστικούς “Επιτέλους, ρε φίλε, αυτή είναι η Sophia Loren!”».
Είναι η εποχή, βέβαια, που ανθεί και ο ελληνικός κινηματογράφος. Ο κ. Δημητρίου κάθε εβδομάδα ζωγραφίζει τους μεγάλους σταρ, αλλά δεν γνωρίζει κανέναν. «Εκτός από τον Κούρκουλο. Γνώριζα από παιδί το Μελιτάκι, τη γυναίκα του, χορεύαμε μαζί σε διαγωνισμούς, κι έτσι γνώρισα και τον Κούρκουλο. Έχουν πάει λοιπόν οι δυο τους στην Αμερική, τότε που ο Κούρκουλος ήταν στις δόξες του, όταν ένας μαύρος με μαχαίρι τούς ζήτησε τα χρήματά τους. Ο Κούρκουλος άνοιξε το πορτοφόλι και του έδωσε ό,τι είχε, για να γυρίσει η Μελίτα να του πει “Έπρεπε να ήταν ο Βασίλης εδώ, να έβλεπες”».
Από τότε μέχρι σήμερα, σταδιακά οι συνάδελφοί του εξαφανίστηκαν. Είναι πράγματι ο μοναδικός άνθρωπος στην Ευρώπη που ασχολείται με την τέχνη; «Κάποια στιγμή με πήραν τηλέφωνο από ένα κανάλι της Κολονίας και μου ζήτησαν να τους παραχωρήσω συνέντευξη. Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα ο φίλος μου, ο Δημήτρης Πιατάς, που κάνει κάτι τέτοια. Είχα την απορία γιατί ήρθαν από τη Γερμανία για μένα. “Σήμερα στην Ευρώπη είστε μόνο εσείς, δεν υπάρχει άλλος” είπαν. Ποιος ξέρει;».
Το ότι κάθε εβδομάδα έπρεπε να παράγει μαζικά αφίσες λειτούργησε ποτέ εις βάρος της τέχνης του; «Οπωσδήποτε. Σκεφτόμουν πως, αν είχα μόνο τρεις κινηματογράφους, θα δημιουργούσα καλύτερα. Είχαμε φτιάξει, όμως, οικογένεια. Λέγαμε “ας δουλέψουμε τώρα και στα 60 μας θα αράξουμε”. Τελικά, κοντεύω τα 80 κι ακόμη δουλεύω. Δεν βαριέσαι».
Τελικά όχι, ούτε εκείνος βαριέται, και κάθε Τετάρτη πηγαίνει ο ίδιος στο Αθήναιον να αλλάξει τις αφίσες του κινηματογράφου. «Ξέρεις πόσοι άνθρωποι με περιμένουν κάθε Τετάρτη βράδυ, όταν πηγαίνω να αλλάξω την ταινία; Δέκα με δεκαπέντε άνθρωποι είναι εκεί. Όχι πάντα οι ίδιοι. Έρχονται συχνά νέα παιδιά. Ένα παλικάρι μια Τετάρτη, σπουδαστής στην Καλών Τεχνών, ήρθε και μου συστήθηκε. Ήθελε απλά να μου σφίξει το χέρι».
Αναρωτιέμαι πού βρίσκονται όλα αυτά τα έργα που έχει δημιουργήσει. «Πουθενά. Μονάχα δύο μάτσα έχει φυλάξει εδώ ο γαμπρός μου και κάποιες που έχουν στον κινηματογράφο. Οι υπόλοιπες πετιούνται. Και μια που έχει ο Clint Eastwood. Είναι μέλος του Συμβουλίου του Μουσείου Κινηματογράφου του Λος Άντζελες και όταν κάποια στιγμή διάβασε μια συνέντευξη που είχα δώσει σε μια αμερικανική εφημερίδα ως ο τελευταίος ζωγράφος γιγαντοαφίσας στην Ευρώπη, έστειλε ένα φίλο που θα ερχόταν για τους Ολυμπιακούς του 2004 να με βρει. “Να του πεις χαιρετισμούς και να του ζητήσεις μια αφίσα για το μουσείο” του είχε πει. Του έστειλα ένα κεφάλι του. Δεν θυμάμαι από ποια ταινία».
Το τελευταίο δημοσίευμα στους NYT έχει αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για την τέχνη του και οι διοργανωτές του New York Film Festival ζήτησαν κάποια έργα του προκειμένου να φιλοξενηθούν στις αίθουσες του φεστιβάλ. Κάλεσαν και τον ίδιο. Δεν θέλει να δει από κοντά όλα αυτά τα αστέρια που χρόνια τώρα ζωγραφίζει; «Απαπά. Θα παρατήσω τη δουλειά και θα τρέχω στην Αμερική; Κι εδώ ποιος θα φτιάχνει τις αφίσες;».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
Σε ηλικία 14 χρόνων, μετά το θάνατο του πατέρα του, ο κ. Δημητρίου πιάνει δουλειά στον κινηματογράφο Αττικόν στην Κυψέλη, ως βοηθός του ζωγράφου Γιώργου Γρηγοριάδη. Έφυγε, όμως, γρήγορα. «Δεν μπορώ τους ανθρώπους που βρίζουν και ο Γιώργος, αν και ήταν καλός άνθρωπος, του ’δινε να καταλάβει». Βρήκε «καταφύγιο» στο ατελιέ του Τσεχοσλοβάκου Βικέντιο Μπέγκνερ, ο οποίος ακολουθούσε την τεχνική του κολάζ ζωγραφίζοντας μόνο τα στοιχεία.
«Όταν ήμουν 19 χρόνων, λέω στον Νίνο “γιατί δεν κάνουμε κι εμείς κινηματογραφική αφίσα, όπως κάνουν και οι άλλοι;”. “Πού να πάμε εμείς, ρε Βασίλη. Αυτοί είναι θηρία” μου απαντάει». Είναι η εποχή που τις κινηματογραφικές αφίσες φιλοτεχνούν ο Βακιρτζής, ο Ανδρεάκος, ο Μανώλης Κουφός κ.ά. Ο κ. Δημητρίου, όμως, είχε πείσμα και φτιάχνει το δικό του ατελιέ. «Έχω δουλέψει σε πάρα πολλούς κινηματογράφους, σχεδόν σε όλους τους κεντρικούς: Σταρ, Άστορ, Μόντιαλ, Πάνθεον, Ρεξ, Ιντεάλ, Αττικόν, Απόλλων, Έσπερος, Ρεξ, Άνεσις, Άστρον, Αστέρια. Το Αθήναιον είναι το τελευταίο σινεμά στην Αθήνα που εξακολουθεί να έχει χειροποίητη αφίσα. Αγαπούν τη ζωγραφιστή αφίσα, αλλά αγαπούν κι εμένα. Τα τελευταία σαράντα χρόνια τούς τις φτιάχνω ανελλιπώς. Κάθε χρόνο κάνω γύρω στις 55 για το Αθήναιον. Σχεδιάζω πρώτα τη βασική εικόνα με κάρβουνο και μετά τα γράμματα, εκεί που έχω σκεφτεί ότι θα μπουν. Έπειτα περνάω με σινική μελάνη ή με μαύρο πλαστικό με ψιλό πινέλο εκεί που έχω κάνει τη γραμμή με το κάρβουνο και, τέλος, βάζω το χρώμα. Δεν αντιγράφω ποτέ τις αφίσες των ταινιών. Τις χρησιμοποιώ μόνο ως βοήθημα για να βλέπω τις λεπτομέρειες των προσώπων. Τώρα πια, για να φτιάξω μια αφίσα θέλω δύο μέρες γεμάτες. Μου παραγγέλλουν την αφίσα τη Δευτέρα και την Τετάρτη την έχω έτοιμη. Πριν από δέκα χρόνια, χρειαζόμουν επτά ώρες».
Τίποτα από τα παραπάνω δεν θα είχε πετύχει, αν στη ζωή του δεν υπήρχε η Αγγελική, η σύζυγός του εδώ και εξήντα χρόνια. «Μόλις είχα γυρίσει από αγώνες στην Αίγυπτο. Ήμουν μέλος της εθνικής ομάδας πυγμαχίας και αργότερα για δέκα χρόνια προπονητής στην εθνική ομάδα. Ένας φίλος, ο Νικόλας, ήρθε στο γυμναστήριο, στον Πανελλήνιο, μαζί με την κοπέλα του και μια φίλη της να με δουν. Εγώ ήμουν πρησμένος, όχι από μπουνιά, από δόντι, και μετά βίας μπορούσα να μιλήσω. Προσφέρθηκα, όμως, να την πάω σπίτι της για να γνωριστούμε καλύτερα. Από τους Αμπελοκήπους στην Αγία Παρασκευή με τα πόδια».
Είναι τέλη της δεκαετίας του ’50. Ο Βασίλης Δημητρίου είναι ζωγράφος και μποξέρ. Ασύμβατες τέχνες, αλλά και τόσο όμοιες. «Και οι δύο σταθερό χέρι θέλουν» λέει γελώντας. «Ε, ναι, τεντιμπόης ήμουν. Το πρώτο γιαούρτι στην Κυψέλη εγώ το έριξα. Κατέληξα βέβαια στο τμήμα και ευτυχώς έπεσα σε έναν πολύ καλό διοικητή, με τον οποίο συνέβη να γνωριζόμαστε, καθώς ήμουν συμμαθητής με το γιο του».
Δυσκολίες δεν αντιμετώπισε μόνο στα ρινγκ, αλλά και στην τέχνη του. «Κάποτε έπαιζε στο Άνεσις μια πολεμική ταινία με τη Sophia Loren. Έφτιαξα, λοιπόν, μια αφισάρα με τη Sophia Loren να φοράει ζιβάγκο. Καμάρωνα την αφίσα, γιατί νόμιζα ότι βγήκε πολύ ωραία. Τη βάλαμε λοιπόν Κυριακή βράδυ και Δευτέρα πρωί πρωί με παίρνει τηλέφωνο ο ιδιοκτήτης. “Ρε, τι μου έκανες; Ζιβάγκο έβαλες στη Sophia Loren; Ποιος θα μπει μέσα;”. Παίρνω, λοιπόν, τα μπογαλάκια μου και πήγα να της φτιάξω μπούστο. Εκείνη την ώρα είχε κόσμο γύρω και μου λέει ένας από τους περαστικούς “Επιτέλους, ρε φίλε, αυτή είναι η Sophia Loren!”».
Είναι η εποχή, βέβαια, που ανθεί και ο ελληνικός κινηματογράφος. Ο κ. Δημητρίου κάθε εβδομάδα ζωγραφίζει τους μεγάλους σταρ, αλλά δεν γνωρίζει κανέναν. «Εκτός από τον Κούρκουλο. Γνώριζα από παιδί το Μελιτάκι, τη γυναίκα του, χορεύαμε μαζί σε διαγωνισμούς, κι έτσι γνώρισα και τον Κούρκουλο. Έχουν πάει λοιπόν οι δυο τους στην Αμερική, τότε που ο Κούρκουλος ήταν στις δόξες του, όταν ένας μαύρος με μαχαίρι τούς ζήτησε τα χρήματά τους. Ο Κούρκουλος άνοιξε το πορτοφόλι και του έδωσε ό,τι είχε, για να γυρίσει η Μελίτα να του πει “Έπρεπε να ήταν ο Βασίλης εδώ, να έβλεπες”».
Από τότε μέχρι σήμερα, σταδιακά οι συνάδελφοί του εξαφανίστηκαν. Είναι πράγματι ο μοναδικός άνθρωπος στην Ευρώπη που ασχολείται με την τέχνη; «Κάποια στιγμή με πήραν τηλέφωνο από ένα κανάλι της Κολονίας και μου ζήτησαν να τους παραχωρήσω συνέντευξη. Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα ο φίλος μου, ο Δημήτρης Πιατάς, που κάνει κάτι τέτοια. Είχα την απορία γιατί ήρθαν από τη Γερμανία για μένα. “Σήμερα στην Ευρώπη είστε μόνο εσείς, δεν υπάρχει άλλος” είπαν. Ποιος ξέρει;».
Το ότι κάθε εβδομάδα έπρεπε να παράγει μαζικά αφίσες λειτούργησε ποτέ εις βάρος της τέχνης του; «Οπωσδήποτε. Σκεφτόμουν πως, αν είχα μόνο τρεις κινηματογράφους, θα δημιουργούσα καλύτερα. Είχαμε φτιάξει, όμως, οικογένεια. Λέγαμε “ας δουλέψουμε τώρα και στα 60 μας θα αράξουμε”. Τελικά, κοντεύω τα 80 κι ακόμη δουλεύω. Δεν βαριέσαι».
Τελικά όχι, ούτε εκείνος βαριέται, και κάθε Τετάρτη πηγαίνει ο ίδιος στο Αθήναιον να αλλάξει τις αφίσες του κινηματογράφου. «Ξέρεις πόσοι άνθρωποι με περιμένουν κάθε Τετάρτη βράδυ, όταν πηγαίνω να αλλάξω την ταινία; Δέκα με δεκαπέντε άνθρωποι είναι εκεί. Όχι πάντα οι ίδιοι. Έρχονται συχνά νέα παιδιά. Ένα παλικάρι μια Τετάρτη, σπουδαστής στην Καλών Τεχνών, ήρθε και μου συστήθηκε. Ήθελε απλά να μου σφίξει το χέρι».
Αναρωτιέμαι πού βρίσκονται όλα αυτά τα έργα που έχει δημιουργήσει. «Πουθενά. Μονάχα δύο μάτσα έχει φυλάξει εδώ ο γαμπρός μου και κάποιες που έχουν στον κινηματογράφο. Οι υπόλοιπες πετιούνται. Και μια που έχει ο Clint Eastwood. Είναι μέλος του Συμβουλίου του Μουσείου Κινηματογράφου του Λος Άντζελες και όταν κάποια στιγμή διάβασε μια συνέντευξη που είχα δώσει σε μια αμερικανική εφημερίδα ως ο τελευταίος ζωγράφος γιγαντοαφίσας στην Ευρώπη, έστειλε ένα φίλο που θα ερχόταν για τους Ολυμπιακούς του 2004 να με βρει. “Να του πεις χαιρετισμούς και να του ζητήσεις μια αφίσα για το μουσείο” του είχε πει. Του έστειλα ένα κεφάλι του. Δεν θυμάμαι από ποια ταινία».
Το τελευταίο δημοσίευμα στους NYT έχει αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για την τέχνη του και οι διοργανωτές του New York Film Festival ζήτησαν κάποια έργα του προκειμένου να φιλοξενηθούν στις αίθουσες του φεστιβάλ. Κάλεσαν και τον ίδιο. Δεν θέλει να δει από κοντά όλα αυτά τα αστέρια που χρόνια τώρα ζωγραφίζει; «Απαπά. Θα παρατήσω τη δουλειά και θα τρέχω στην Αμερική; Κι εδώ ποιος θα φτιάχνει τις αφίσες;».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr