Φωκάς Ευαγγελινός για τη σύντροφο της ζωής του «Αν δεν την είχα, θα ήμουν ένας φτωχός καλλιτέχνης»

Περισσότερα έδωσε και λιγότερα πήρε στη μακρόχρονη καριέρα του. Ζει μέσα από τη δουλειά του, ερωτεύεται τις γυναίκες με τις οποίες συνεργάζεται και, επειδή είναι γεννημένος καλλιτέχνης, υπάρχει στη ζωή του η επί εικοσαετίας σύντροφός του, η οποία φροντίζει για όλα, ώστε εκείνος να μένει απερίσπαστος στη δημιουργία.

Κυψέλη, με θέα την Ακρόπολη. Και μπόλικος ήλιος. Ο Φωκάς Ευαγγελινός έχει το χαμόγελο του μικρού παιδιού, που περιμένει την επόμενη έκπληξη, το νέο παζλ που θα του χαριστεί για να το φτιάξει σωστά, ώστε όλα τα κομμάτια να «κολλήσουν» μεταξύ τους. Μάλλον όταν ήταν μικρός, στο Μεσολόγγι, όπου γεννήθηκε, έπεσε στη μαρμίτα της αισιοδοξίας και από τότε αποτελεί πηγή θετικής ενέργειας. Από το Μεσολόγγι έφυγε στα 18 του. «Ο πατέρας μου και ο θείος μου, από τότε που παντρεύτηκαν και έφτιαξαν τις οικογένειές τους, δεν χώρισαν ποτέ. Ζούμε όλοι μαζί. Έχω δύο μαμάδες, δύο μπαμπάδες και τα πρώτα μου ξαδέρφια είναι σαν αδέλφια μου. Είμαστε έντεκα άτομα στο σπίτι» λέει στο People. Ο Φωκάς έχει δύο αδελφούς μεγαλύτερους. Καλλιτεχνική φλέβα είχε και ο πρωτότοκος, ο οποίος, παρόλο που έγινε εμποροπλοίαρχος, αγιογραφούσε ως νεαρός. Από την άλλη, ο πατέρας του χόρευε πολύ όμορφα, ενώ η μητέρα του τραγουδούσε καλά. «Από μικρός θυμάμαι τον πατέρα μου να χορεύει ζεϊμπέκικο και τον θαύμαζα».



Όταν έφτασε στην Αθήνα, για να σπουδάσει στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, πήγε για προσωπική του ευχαρίστηση στη σχολή της Κικής Μανιάτη και της Σάσας Ντάριο, για να κάνει μοντέρνο χορό. «Δήλωσα την Εμποροπλοιάρχων, γιατί δεν ήθελα απλώς να φύγω από το χωριό μου, αλλά να ταξιδέψω στον κόσμο και πίστευα ότι αυτό το επάγγελμα θα μου το εξασφάλιζε. Όταν κάποια στιγμή η Κική Μανιάτη με ρώτησε αν θέλω να ασχοληθώ επαγγελματικά με το χορό, απάντησα “ναι”, χωρίς να ξέρω καν τι σημαίνει αυτό. Άρχισα, λοιπόν, να κάνω μπαλέτο και λάτρεψα τη δυσκολία του πράγματος. Έδωσα εξετάσεις στην Κρατική Σχολή Χορού. Πέρασα. Ο χορός ήταν η επανάστασή μου, χωρίς να ξέρω τα αποτελέσματά της. Προσπαθούσα να κάνω κάτι που αγαπούσα, χωρίς να ξέρω αν αυτό μπορεί να με ζήσει. Σπούδαζα, τελείωνα το βράδυ, δούλευα σε μια επιθεώρηση στο θέατρο Ορφέας στην Πανεπιστημίου και μετά συνέχιζα σε ένα πιάνο μπαρ στην Κηφισίας, για να τα καταφέρω. Οι γονείς μου φυσικά και εναντιώθηκαν στην απόφασή μου. Το πρώτο πράγμα ήταν να μου κόψουν τη “χρηματοδότηση” μόλις το έμαθαν, το οποίο μου έκανε και καλό. Ο πατέρας μου μου είπε: “Αφού θέλεις να ασχοληθείς με αυτό, ξέχνα με. Κάν’ τα όλα μόνος σου, αν μπορείς”. Το είπε και το έκανε, γι’ αυτό και δούλευα σε τρεις διαφορετικές δουλειές» εξομολογείται.

Ένας «απαράδεκτος» τύπος τού άνοιξε το δρόμο για να περάσει από το χορό στη χορογραφία. «Είχα γνωρίσει τον Σπύρο Παπαδόπουλο τότε, ο οποίος με πήγε στη Δήμητρα Παπαδοπούλου, που έγραφε τους Απαράδεκτους, το 1992. Ετοίμαζαν το εορταστικό επεισόδιο. Όταν με είδε η Δήμητρα, είπε “διώξτε το παιδάκι, δεν θα τα καταφέρει, φέρτε τον Σειληνό να τελειώνουμε!”. Όσο για την πρώτη χορογραφική δουλειά στο θέατρο, ήταν πάλι το 1992 με τον Γιώργο Κιμούλη, που σκηνοθετούσε για πρώτη φορά επιθεώρηση στο Παρκ. Ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος ο Κιμούλης. Ήξερε τι ήθελε, αντιλαμβανόταν τι μπορεί να του προσφέρει ο άλλος. Έχει ένστικτο».

Ένα μεγάλο κεφάλαιο της δημιουργικότητας του Φωκά μονοπωλήθηκε από την τηλεόραση. Υπήρξε πρωτεργάτης σε ό,τι αφορά τα τηλεοπτικά shows, με αφετηρία τον ΑΝΤ1 και τη Ρούλα Κορομηλά. «Το εβδομαδιαίο show ήταν τεράστιο σχολείο στη μετέπειτα δουλειά μου, σε ό,τι αφορά τις γρήγορες αποφάσεις και την ταχύτητα. Αν μου έλεγαν σήμερα να κρίνω τηλεοπτικά ένα παιδί που θα έπρεπε να εξελιχθεί στο χορό, δεν θα το έκανα. Η τηλεόραση έχει κανόνες που είναι και λίγο show. Ξεχνάει, είναι της στιγμής. Πρέπει να νικήσει ένας, ενώ από τους δέκα μπορούν να προχωρήσουν οι πέντε. Είναι ισχυρό μέσο, αλλά πρέπει να βρεθεί ισορροπία στο πότε τη χρησιμοποιείς και πότε σε χρησιμοποιεί».

Κατά τη διάρκεια των συνεργασιών του με σκηνοθέτες, όπως ο Κιμούλης, ο Φασουλής, ο Τσιάνος, παρακολουθούσε τον τρόπο που αντιμετώπιζαν το κείμενο. Δεν έδειχνε τα βήματα στους ηθοποιούς και έφευγε. Έμενε εκεί, δίπλα στους σκηνοθέτες. Κάπως έτσι μπήκε μέσα του μικρόβιο της σκηνοθεσίας. «Ήταν δάσκαλοί μου, χωρίς να το ξέρουν. Με στήριξαν και μου έδιναν περιθώριο να κάνω νέα βήματα. Οι σπουδαίοι άνθρωποι αφήνουν χώρο σε ανθρώπους με τους οποίους μιλάνε κοινή γλώσσα».

Το όνομά του έγινε κατεστημένο. «Το ένιωσα αυτό που λες με το κατεστημένο και με τρόμαξε. Μου έλεγαν “όλα τα κάνεις;”. Φοβήθηκα, σκέφτηκα “μήπως γίνω σούπα;”. Εμένα η πολυδιάσπαση με κάνει πιο δημιουργικό, αν και δεν κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Είναι όλα τακτοποιημένα χρονικά. Μπορεί και να έπληττα αν έκανα συνεχώς το ίδιο».



Δεν έχει καμία σχέση με το YouTube, δεν ξέρει να ανοίγει τον υπολογιστή, δεν έχει smartphone. «Ό,τι έκανα τότε στην τηλεόραση, το έκανα γιατί ταξίδεψα στο εξωτερικό. Δούλευα, ταξίδευα και έβλεπα μιούζικαλ –δύο την ημέρα– στη Νέα Υόρκη. Γυρνούσα στο ξενοδοχείο, κρατώντας σημειώσεις για να μην ξεχάσω τι είδα» θυμάται ο Φωκάς.

Το Priscilla είναι η δεύτερη σκηνοθετική του δουλειά. Και η μεγαλύτερη πρόκληση. «Το είχα δει πριν από πέντε χρόνια στο Λονδίνο. Είναι η πρώτη που τα αυθεντικά σκηνικά και κοστούμια έρχονται από το Λονδίνο. Το δύσκολο σε αυτό το έργο είναι ότι όλα ακολουθούν μια παρτιτούρα. Έχει καταιγιστικό ρυθμό. Πέρα από το glamour και τη μαγική εικόνα, αυτό που με γέμισε είναι το κείμενο, η ιστορία, το συναισθηματικό κομμάτι. Αυτό το μιούζικαλ είναι ένας ύμνος στη διαφορετικότητα». 

Συζητώντας μαζί του, πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα της συντρόφου και μάνατζέρ του, Πίτσας Κουτουφά, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι το επόμενο βήμα του θα είναι στο χώρο της δραματουργίας. «Ναι, θα ήθελα να είναι το επόμενο βήμα μου. Το θεατρικό κείμενο δημιουργεί ένα μαγικό κόσμο, με ενδιαφέρει να ασχοληθώ με αυτό». Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι το όνειρό του το περιγράφει κοιτώντας χαμηλά. «Κωμωδία ή δράμα;» τον ρωτάω. «Και τα δύο. Μου αρέσουν τα έργα που είναι στηριγμένα σε γυναικείες προσωπικότητες. Θεωρώ τη γυναίκα πολύ ισχυρό δεδομένο στη ζωή. Τις θαυμάζω και τις θεωρώ πολυεπίπεδες και πιο δυνατές από τους άντρες». Αφού επιμείνω αρκετά, μου αποκαλύπτει πως μεγάλο του όνειρο αποτελούν οι Όρνιθες του Αριστοφάνη. «Ήταν η πρώτη μου επαφή με την αρχαία κωμωδία, όταν η Ζουζού Νικολούδη επέλεξε φοιτητές από την Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, για να αναβιώσουμε την παράσταση που είχε πρωταρχικά σκηνοθετήσει ο Κουν, ως φόρο τιμής μετά το θάνατό του. Τότε, παρουσιάσαμε τους Όρνιθες στο Ηρώδειο, τους Δελφούς και τους Φιλίππους».
Όλα αυτά τα μεγάλα ονόματα με τα οποία έχει συνεργαστεί –Ρούλα Κορομηλά, Άννα Βίσση, Δέσποινα Βανδή– υπάρχουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στη ζωή του. «Η ομορφιά με αυτές τις σχέσεις, όταν τελειώνει το επαγγελματικό, είναι η εκτίμηση που μένει. Η Δέσποινα είναι φίλη μου. Μιλάμε στο τηλέφωνο, συναντιόμαστε, τρώμε μαζί. Μπορεί σε όλες τις συνεργασίες μου να συνέβησαν δυσάρεστα πράγματα, αλλά δεν τα κρατάω μέσα μου. Κι αν δεν αγαπήσω έναν άνθρωπο, δεν μπορώ να κάνω μια δουλειά. Αγαπάω κι ερωτεύομαι τους ανθρώπους με τους οποίους δουλεύω μαζί. Πιο παιδί από όλους, πάντως, είναι η Δέσποινα. Από την άλλη, τη Ρούλα την είχα ερωτευτεί. Της οφείλω πολλά».

Ο Φωκάς δούλεψε επίσης με τη Σμαράγδα Καρύδη και τη Ζέτα Μακρυπούλια. «Η Σμαράγδα είναι πλάσμα λαμπερό, με φοβερό επαγγελματισμό. Για να βγάλει αυτό του έβγαλε στο Chicago, δουλεύαμε μαζί, αλλά δούλευε και μόνη της. Καθόμουν και τη χάζευα. Είναι σώμα με φοβερά ταλέντα, που δεν τα είχε πλάσει. Με τη Ζέτα, που τόλμησε τη Sugar, δούλεψα προστατευτικά. Τη γνωρίζω από 13 ετών. Με τους ηθοποιούς δεν λειτουργώ εγωιστικά. Προσαρμόζω πάνω τους τις χορογραφίες, γιατί εκτίθενται στη σκηνή».

Μπορεί να μη ρωτήθηκε ποτέ για αυτό, αλλά ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι φίλος του από τα παλιά. «Τον γνώρισα όταν ήταν στην Κατάληψη, στις αρχές της Ομάδας Εδάφους. Θυμάμαι ότι δούλευα στο Βέμπο, όπου οι τεχνικοί έκαναν δουλειές και δεν μπορούσα να μπω. Μου έδωσε το κλειδί για να κάνω πρόβα στην Κατάληψη. Τον θαυμάζω απεριόριστα».

Η προσωπική ζωή παραμένει στις κουίντες. Ωστόσο, όταν αισθάνεται άνετα, δεν αρνείται να μιλήσει για αυτήν. «Έχω τον άνθρωπό μου, την Πίτσα Κουτουφά, με την οποία ζούμε είκοσι χρόνια μαζί. Δεν θα μπορούσα να είμαι με έναν άνθρωπο στη ζωή μου, που να μην έχει σχέση με τη δουλειά μου, γιατί δεν θα μπορούσε να με παρακολουθήσει. Με είχε καλέσει η Μιμή Ντενίση να χορογραφήσω το Ταμ-ταμ και Τάνγκο (1993). Η Πίτσα δούλευε τότε στις δημόσιες σχέσεις της Μιμής. Βγήκαμε δυο-τρεις φορές και από τότε κολλήσαμε. Από ένα σημείο και μετά, έγινε και μέντοράς μου στη δουλειά. Με βοήθησε στις δύσκολες αποφάσεις. Είναι ο άνθρωπος που μου έδειχνε το δρόμο. Και τη σχολή χορού έτσι τη φτιάξαμε το 1996. Με έπεισε, μετά κόπων και βασάνων, να πάρω ένα δάνειο 80 εκατομμυρίων δραχμών τότε. Με έφερε σε αυτό εδώ το κτίριο στην Κυψέλη, που ήταν εγκαταλελειμμένο». Έτσι δημιουργήθηκε το καταφύγιο του Φωκά. Σχολή και ησυχαστήριο μαζί. Και πάντα η Ακρόπολη απέναντί του να τον κοιτάει. «Θυμάμαι και συγκινούμαι ότι ούτε πόρτα είχαμε ακόμη. Ένα μαδέρι υπήρχε, περνούσε ο κόσμος και ανέβαινε στον πρώτο όροφο, για να γραφτεί στο χορό».



Η Πίτσα, άνθρωπος γλυκύτατος, ξέρει να σε φροντίζει. Και καφέ, και χυμό από ρόδι αποτοξινωτικό, και hand-made κουλουράκια, όλα απλωμένα μπροστά μου. Ο Φωκάς συνεχίζει να μιλάει για εκείνη. «Έχει συμβεί να τη φορτίζω με τα δικά μου. Αν δεν την είχα, θα ήμουν ένας φτωχός καλλιτέχνης. Νιώθω ότι την πιέζω πολύ, με όσα έχει στο κεφάλι της. Αλλά όταν χάνουμε τον εαυτό μας και τον προσωπικό μας χρόνο, χτυπάει ένας συναγερμός, λέμε “στοπ” και γεμίζουμε τις μπαταρίες μας».

Τη σχέση τους δεν χρειάστηκε να την επισημοποιήσουν «γιατί είναι αυθεντική έτσι όπως είναι. Είμαστε σύντροφοι, δεν νιώθουμε καμία πίεση» ομολογούν. Όταν αναφέρομαι στο ενδεχόμενο ενός παιδιού, ο Φωκάς παραδέχεται πως εκείνον βαρύνει η ευθύνη. «Εγώ δεν τόλμησα. Θεωρώ τεράστια την ευθύνη ενός παιδιού και δεν αισθανόμουν ώριμος στο να μπορέσω να αφοσιωθώ σε ένα παιδί. Ίσως αυτό να είναι και το μοναδικό μου λάθος. Θα φανεί εγωιστικό, αλλά η δουλειά λειτούργησε εις βάρος του ενδεχόμενου για ένα παιδί. Ποτέ, βέβαια, δεν είναι αργά. Μπορεί να βρεθεί ένας άλλος τρόπος. Πιθανόν και για μια υιοθεσία να είμαι ανοιχτός». Το σκέφτηκα αυθόρμητα και του το είπα: «Θα ήταν τυχερό ένα παιδί που θα σε είχε πατέρα». Το εννοούσα. Είναι ένας πραγματικός κύριος ο Φωκάς, με τεράστια αποθέματα αγάπης και θετικότητας που αναζητούν αποδέκτη.

Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr