Ελένη Ράντου: «Είμαι ζήτουλας αγάπης»
24.06.2014
07:55
Νιώθεις καλά και άνετα καθισμένος στην κουζίνα της Ελένης Ράντου, απέναντί της. Όμορφος άνθρωπος η Ελένη. Μέσα κι έξω. Μιλάει για τα πιο σοβαρά, αλλά και τα πιο αστεία πράγματα με την ίδια ακρίβεια και χωρίς στόμφο. Από πού να ξεκινήσεις και πού να τελειώσεις μαζί της... Ίσως από μια ρώσικη σαλάτα; Κι όμως, η ρώσικη είναι φιλοσοφία ζωής για την Ελένη.
«Μου κινεί το ενδιαφέρον ό,τι δεν μου αρέσει. Υπάρχει μια λαγνεία σε αυτό.
Σιχαίνομαι τη ρώσικη σαλάτα, αλλά μπορεί να φάω κουβάδες, επειδή διερευνώ τι είναι αυτό που δεν μου αρέσει. Σαν σαδομαζοχισμός. Μπορεί και με το θέατρο αυτό να συνέβη, ξέρεις, γιατί ποτέ δεν μου άρεσε. Μου φαινόταν κάτι σαχλό. Όταν μπήκα στη σχολή του Εθνικού και είδα πόσο δύσκολο είναι, με κέρδισε η δυσκολία του. Σε ζορίζει το θέατρο, σε δυσκολεύει, σου κάνει τη ζωή μαύρη» λέει στο People.
Κάνοντας μια βουτιά στο παρελθόν, τη ρωτάω αν νιώθει ικανοποίηση για όλα όσα κατάφερε μέχρι σήμερα στη ζωή της. «Δεν έχω νιώσει ότι έχω γίνει κάτι. Παρατηρώ στους ανθρώπους της δουλειάς μου κάποιο σεβασμό απέναντί μου, μια διαφορετική προσέγγιση και παραξενεύομαι. Από μικρή ένιωθα ότι δεν στεγάζομαι κάπου, ότι δεν βρίσκω πατρίδα σε πολλά πράγματα. Ένιωθα ότι είχα μια λοξή ματιά, αλλά δεν το ένιωθα ως καλό, αλλά ως κάτι που θα μου κάνει τη ζωή δύσκολη. Δεν ήξερα ότι αυτό στον καλλιτεχνικό χώρο μπορεί να βγάλει καρπούς, αλλά ότι ήμουν το μαύρο πρόβατο στο σχολείο. Μου βγήκε επιθετικά, έβριζα πολύ, ήμουν αγρίμι, αγοροκόριτσο και φοβισμένη. Είχα μια αίσθηση ότι δεν ήμουν αποδεκτή. Μεγαλώνοντας, γλυκαίνω με την αποδοχή, νιώθω ότι ανήκω κάπου» εξομολογείται η ηθοποιός.
Σιχαίνομαι τη ρώσικη σαλάτα, αλλά μπορεί να φάω κουβάδες, επειδή διερευνώ τι είναι αυτό που δεν μου αρέσει. Σαν σαδομαζοχισμός. Μπορεί και με το θέατρο αυτό να συνέβη, ξέρεις, γιατί ποτέ δεν μου άρεσε. Μου φαινόταν κάτι σαχλό. Όταν μπήκα στη σχολή του Εθνικού και είδα πόσο δύσκολο είναι, με κέρδισε η δυσκολία του. Σε ζορίζει το θέατρο, σε δυσκολεύει, σου κάνει τη ζωή μαύρη» λέει στο People.
Κάνοντας μια βουτιά στο παρελθόν, τη ρωτάω αν νιώθει ικανοποίηση για όλα όσα κατάφερε μέχρι σήμερα στη ζωή της. «Δεν έχω νιώσει ότι έχω γίνει κάτι. Παρατηρώ στους ανθρώπους της δουλειάς μου κάποιο σεβασμό απέναντί μου, μια διαφορετική προσέγγιση και παραξενεύομαι. Από μικρή ένιωθα ότι δεν στεγάζομαι κάπου, ότι δεν βρίσκω πατρίδα σε πολλά πράγματα. Ένιωθα ότι είχα μια λοξή ματιά, αλλά δεν το ένιωθα ως καλό, αλλά ως κάτι που θα μου κάνει τη ζωή δύσκολη. Δεν ήξερα ότι αυτό στον καλλιτεχνικό χώρο μπορεί να βγάλει καρπούς, αλλά ότι ήμουν το μαύρο πρόβατο στο σχολείο. Μου βγήκε επιθετικά, έβριζα πολύ, ήμουν αγρίμι, αγοροκόριτσο και φοβισμένη. Είχα μια αίσθηση ότι δεν ήμουν αποδεκτή. Μεγαλώνοντας, γλυκαίνω με την αποδοχή, νιώθω ότι ανήκω κάπου» εξομολογείται η ηθοποιός.
Ο «ΣΠΑΝΙΟΣ» ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ
«Γεννήθηκα στο Αιγάλεω και δεν ήταν εύκολο να κατεβαίνω στην Αθήνα για σινεμά, κλαμπάκια ή για να ψαχτώ. Μέχρι και σε γκρουπ του Δαλάι Λάμα είχα γραφτεί τότε. Ήθελα να νιώσω ότι η διαφορετικότητα δεν είναι αίρεση, αλλά υγιής. Θυμάμαι ότι είχα υποστεί bullying στην Α’ δημοτικού, επειδή φορούσα γυαλιά πατομπούκαλα. Είχα εννέα βαθμούς αστιγματισμό και τα παιδάκια έξω από το σπίτι φώναζαν “γυαλάκια, μυωπία”. Ήταν το πρώτο μου τραύμα. Στην εφηβεία, όλο αυτό βγήκε σε πολιτικοποίηση και πνευματικό ψάξιμο. Πάντα υπήρχε κι ένα φλερτ, όχι στη γειτονιά, στην Αθήνα. Το φλερτ ήταν ανάγκη επικοινωνιακή. Ήθελα να ανοίξω έναν κόσμο πέρα από αυτό που μου δινόταν, τη συνοικιακή, δηλαδή, αντιμετώπιση της ζωής».
Η σχέση της Ελένης Ράντου με τον πατέρα της ήταν από αυτές που μια ζωή θα κουβαλάει. Και δεν έχει σημασία που εκείνος έφυγε νωρίς, καθώς ζει μέσα της. «Ήμουν παιδί του μπαμπά. Ήταν και πιο αντρική η δική μου συμπεριφορά. Μαζί αναλύαμε ποίηση, κάναμε φοβερά ξενύχτια, αφού με ξυπνούσε στις 2.00 τα ξημερώματα λέγοντάς μου “έλα να διαβάσουμε κάτι που έγραψα”. Ήταν μυαλό ελεύθερο, σαν κάτι τσεχοφικά ανθρωπάκια που ζουν σε τέσσερις τοίχους, αλλά το μυαλό τους θέλει να ταξιδέψει έξω από αυτούς. Και στον πατέρα μου υπήρχε αυτή η λοξή ματιά. Παρότι πρότυπο αρρενωπότητας και πολύ ωραίος άντρας, μαγείρευε και του άρεσε να κεντάει ή να πλέκει, χωρίς να ντρέπεται. Θυμάμαι πως του έλεγα “βρε, μπαμπά, κλείσε την κουρτίνα να μη σε βλέπουν που κεντάς”. Δεν τον ένοιαζε. Δεν είχε θέματα με τη θηλυκή του πλευρά, σύμπτωμα αυτό των ανθρώπων που είναι πολύ άντρες. Σε μια εργατική συνοικία, ξέρεις, μπορείς να βρεις περισσότερη ελευθερία, παρά σε αστικές οικογένειες που τηρούν τους τύπους. Αφού διάβασε τα πάντα, στο τέλος διάβαζε και την εγκυκλοπαίδεια. Τον ρωτούσα και μου απαντούσε από μνήμης. Η τελευταία φορά που με είδε ήταν σε μια επιθεώρηση και δεν ήμουν καλή. Στενοχωριέμαι που δεν πρόλαβε να δει τις μετέπειτα δουλειές μου και κυρίως που δεν πρόλαβε να δει τη Νικολέτα να μεγαλώνει. Αλλά τους ανθρώπους τους κουβαλάς μέσα σου θες δεν θες» λέει στο People. Πάντως, το χατίρι να πάρει κι ένα πτυχίο από το πανεπιστήμιο του το έκανε, τελειώνοντας τη Γαλλική Φιλολογία. Η μητέρα της είναι πιο συντηρητικός άνθρωπος και ισορροπίστρια. «Από εκείνη πήρα τις φοβίες της και καμιά φορά την πονηριά της».
ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ, ΜΕ ΑΥΤΟΣΑΡΚΑΣΜΟ
Όλοι εμείς που την παρακολουθούμε στο θέατρο και στην τηλεόραση όλα αυτά τα χρόνια ξέρουμε πως η Ελένη παίζει συνεχώς με τον εαυτό της με έναν αξιολάτρευτο αυτοσαρκασμό. «Δεν κωλώνω να δω πόσο χάλια μπορεί να είμαι μια μέρα ή πόσο δεν μου αρέσει κάτι που κάνω ή πόσο ένα κομμάτι του εαυτού μου δεν είναι για “μπράβο”. Μου είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να διερευνώ αυτά τα κομμάτια παρά εκείνα που είναι για “μπράβο”. Τις σκοτεινιές μου, τον κακό μου εαυτό δηλαδή, τον ψάχνω, τον κοροϊδεύω, τον γελάω, αλλά δεν τον κρύβω, ούτε παριστάνω το καλό παιδί. Τις περισσότερες φορές, πάντως, ούτε τον εαυτό μου ούτε τους άλλους παίρνω σοβαρά. Εξάλλου, οι άνθρωποι που κάνουν κάτι πολύ σοβαρό δεν το ξέρουν ποτέ. Τα πιο σπουδαία πράγματα έχουν γίνει γιατί κανείς, την ώρα που τα έκανε, δεν ήξερε ότι είναι σπουδαία».
Εκείνοι που την έχουν συναναστραφεί γνωρίζουν ότι είναι άνθρωπος του καθήκοντος, της ευθύνης. Η ίδια αυτοχαρακτηρίζεται ψυχαναγκαστική. «Θυμάμαι ότι μια φορά έκανα οντισιόν για να επιλέξω κόσμο. Όσους, λοιπόν, δεν πήρα, τους τηλεφώνησα έναν έναν για να τους ευχαριστήσω που ήρθαν. Έμεναν τόσο άναυδοι, που κάποιοι θύμωναν κιόλας. Σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να το ξανακάνω αυτό, αλλά ένιωθα ότι υπήρχε μια υπόσχεση που δεν τήρησα».
Ο ψυχαναγκασμός θα ήταν αδύνατον να μην οδηγήσει και στις κρίσεις πανικού, τις οποίες έχει βιώσει η ηθοποιός. «Η λύση είναι στο μυαλό μας. Το μυαλό σου στη σημερινή εποχή είναι η αιτία της καταστροφής σου, αλλά, αν δεν σε καταστρέψει, μπορείς να βρεις λύσεις για πολλά θέματά σου. Μια κατάρα του σύγχρονου ανθρώπου είναι ότι μέσα από την τόση πληροφορία έχει γίνει τόσο διστακτικός, που κάθεται σε έναν καναπέ, ίσως γιατί ξέρει περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται. Με τέτοιο σύστημα, δεν μπορείς να επαναστατήσεις, γιατί ξέρεις και το μάταιο της επανάστασης. Σου λέει “βγες και φώναξε”, αλλά από την άλλη σου λέει “μη φωνάζεις, μαζί τα φάγαμε”. Ο διπολισμός μπορεί να σε τρελάνει».
Ήμουν περίεργος να μάθω πώς έδρασε η «ανένταχτη φυσιογνωμία» της Ελένης Ράντου στην εποχή της μεγάλης ευμάρειας. Αν ξέφυγε καθόλου στα χρόνια της «χλιδής». «Κι εκεί ένιωθα ξένη, δεν αγάπησα ποτέ το χρήμα και την πολυτέλεια. Δεν συνδύασα ποτέ την ύπαρξή μου με ένα τζιπ ή μια τουαλέτα, για να προσελκύσω την προσοχή. Δεν έπαιξα μπάλα, στα χρόνια που ήταν σημαντική η εικόνα. Ήξερα ότι δεν με παίζουν, αλλά δεν με στενοχωρούσε αυτό. Και από τη Μύκονο πέρασα, και παντού έχω πάει, αλλά δεν μου άρεσε ποτέ να πηγαίνω κάπου για να το δείχνω».
Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Παρά το χιούμορ της, που επιστρατεύεται συνεχώς, και τις γυναικείες ανασφάλειες, η Ελένη είναι ένα ερωτεύσιμο θηλυκό, όσο κι αν εκείνη παραγνωρίζει το θαυμασμό των αντρών απέναντί της. «Ως γυναίκα ποτέ δεν ωρίμασα. Ως κορίτσι, είμαι ώριμη. Με τη γυναικεία μου φύση δεν τα πάω πολύ καλά. Ούτε με τους έρωτες ξέρω να συμπεριφέρομαι ώριμα, ήμουν άγαρμπη και άτσαλη. Μάλλον την κρύβω τη θηλυκή μου πλευρά. Από μικρή, για να επιβιώσω, επιστράτευσα την αντρική μου πλευρά, το μαγκάκι που βρίζει, που είναι αλητρόνι. Θωρακίστηκα πίσω από αυτό. Και με τον έρωτα ήμουν άτσαλη, γιατί ένιωθα ένας άντρας στο κορμί μιας γυναίκας. Έχω μια τρυφερότητα κι ένα ρομαντισμό που τα ντρέπομαι απίστευτα» ομολογεί στο People. «Από την άλλη, ο Βασίλης κέρδισε την εμπιστοσύνη μου. Είναι σημαντικό να ξέρω ότι είναι εκεί στα δύσκολα. Δεν έχω την αγωνία ότι είναι περαστικός από τη ζωή μου. Πάντα με τρόμαζε η τουριστική πλευρά των αντρών, “περνάω από δω, περνάω κι από κει”. Οι άνθρωποι στα δύσκολα έφευγαν. Γενικά δεν είχα πολλή εμπιστοσύνη στους άντρες. Υποσυνείδητα σκεφτόμουν ότι δεν ήθελα να έχω ακουμπήσει πάνω σου, να μου φύγεις και να σωριαστώ. Γιατί, όταν ακουμπάω, ακουμπάω πολύ». Από τα λεγόμενά της, συμπεραίνω πως ο Βασίλης επέμεινε πολύ για να την πείσει. «Ναι, επέμεινε. Είχε μεγάλη διάρκεια το φλερτ. Έκανε πολιορκία κι εγώ έκανα ό,τι μπορούσα για να του σπάσω το ηθικό. Έβλεπα, όμως, ότι επέμενε και αυτό με ασφάλιζε. Είμαι πολύ ανασφαλής και δεν θεωρώ δεδομένο ότι κάποιος θα ενδιαφερθεί για μένα. Θεωρώ ότι πρέπει να το κερδίζω κι αυτό, που σημαίνει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Είμαι ένας φοβερός ζήτουλας αγάπης. Κάθε βράδυ που βλέπω το θέατρο γεμάτο, κάνω το σταυρό μου και δεν το πιστεύω. Είναι ψυχαναγκαστικός ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζω την αγάπη του κόσμου, σαν να οφείλω κάτι να του επιστρέψω».
ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ ΜΟΥ
Το έργο Κατάδικός Μου, που έγραψε μαζί με τη Σάρα Γανωτή και τον Νίκο Σταυρακούδη, έσπασε ταμεία για τρεις συνεχόμενες σεζόν στην Αθήνα και τώρα ετοιμάζεται για μια μεγάλη καλοκαιρινή περιοδεία. «Είναι η πιο ολοκληρωμένη μας δουλειά. Ήμασταν τρεις και μας απασχολούσε ένα θέμα ταυτότητας. Το “πού ανήκουμε”. Είχαμε κοινό δαίμονα κι αυτό ήταν ανακουφιστικό. Μοιραστήκαμε τις αγωνίες μας, που έγιναν έργο. Δεν νιώσαμε τη ματαιοδοξία ότι είμαστε σημαντικοί και θα πούμε κάτι μεγάλο. Είναι σαν τρία έργα σε ένα και δεν σου κρύβω ότι νιώθουμε ήδη την αμηχανία τού τι θα γράψουμε μετά».
Στο έργο, ένας από τους κεντρικούς άξονες είναι η απώλεια. «Το ότι μπορεί να χάσω ανθρώπους που αγαπάω από κοντά μου μπορεί να με σκοτώσει. Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, μην τυχόν και το προκαλέσω. Είμαι κτητική με τους ανθρώπους με τους οποίους είμαι συνδεδεμένη. Μέσα από αυτό το έργο, έμαθα για μένα ότι δεν αφήνω ελεύθερους τους ανθρώπους που αγαπάω πολύ. Κι έγινα καλύτερη μετά το έργο. Πρέπει να αφήσεις τον άλλο να φύγει, όταν οι ανάγκες του έχουν τελειώσει. Είναι ο μόνος τρόπους που ίσως τον κάνει κάποια στιγμή να ξαναγυρίσει. Ο άλλος κεντρικός άξονας του έργου είναι ο φόβος που κρύβουμε μέσα μας. Ως ένα σημείο είναι μάλλον ένα χρήσιμο εργαλείο για να σου βάζει όριο. Πίσω από κάθε φόβο, υπάρχει ο φόβος του θανάτου, ως μη ύπαρξη. Μια απόλυση ή ένας χωρισμός είναι μικροί θάνατοι, μέχρι τον τελικό θάνατο» εξομολογείται.
Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ, ΝΙΚΟΛΕΤΑ
«Η κόρη μου, Νικολέτα, 17, δίνει εξετάσεις το Σεπτέμβριο για τη Σχολή Καλών Τεχνών και μου ζήτησε να μην είμαι μέσα στα πόδια της. Θα κάνει το πιο μοναχικό και δύσκολο επάγγελμα. Για να μη νιώσω, λοιπόν, φρίκη με ένα παιδί που δεν θα με θέλει μέσα στα πόδια του, πήρα την απόφαση της περιοδείας. Ήταν η χαριστική βολή. Η Νικολέτα με έχει έννοια. Θα με πάρει να δει αν είμαι κουρασμένη ή αν έχω φάει. Εγώ, πάλι, ντρέπομαι να τη ρωτάω αν έχει φάει. Την έχω πιάσει σε ορισμένα θέματα να είναι πιο ώριμη από μένα και μου έχει δώσει και πολύ σωστές συμβουλές. Η ματιά της με ενδιαφέρει, είναι σοβαρή και λιγότερο επιπόλαιη από τη δική μου. Προσωπικά, ντρέπομαι να είμαι παραδοσιακή μαμά. Κάποια στιγμή άρχισα να φλερτάρω με την ιδέα του τάπερ με το φαγητό. Εγώ που τα κορόιδευα αυτά. Έχω ακόμη τάσεις για ταπεράκι, αλλά συγκρατούμαι».
ΦΙΛΟΥΜΕΝΑ ΜΑΡΤΟΥΡΑΝΟ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ
Στις αρχές του 2015 επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο ως «Φιλουμένα Μαρτουράνο», σε σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη. «Ήρθε σαν δώρο. Μετά από τόσο σκληρή δουλειά, μπορεί και να το άξιζα αυτό το δώρο. Να με επιλέξει ένας τόσο καλός σκηνοθέτης και να είμαι κάτω από μια στέγη, της οποίας δεν έχω την ευθύνη. Με ρωτάς αν είναι καταξίωση που με καλεί το Εθνικό. Μπορεί να είναι για τον περίγυρο, γιατί δημιούργησε μια γλυκιά εντύπωση. Εγώ, πάλι, που ξέρω πόσο έχω δουλέψει έχοντας επί τόσα χρόνια την ευθύνη ενός θεάτρου, δεν το θεωρώ καταξίωση, αλλά δώρο. Για μένα, η μεγάλη και σκληρή δουλειά έγινε εκεί έξω, χωρίς πλάτες και σιγουριά. Και ήταν άθλος, το έργο της ζωής μου. Δεν μου χάρισε κάτι αυτή η δουλειά, αλλά το κοινό μού χάρισε πολλά πράγματα. Έχω κουραστεί και διεκδικήσει κάθε πόντο αυτού που έχω πάρει» λέει κοιτώντας με στα μάτια. Τη Φιλουμένα Μαρτουράνο ερμήνευσε στο θέατρο και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, με την οποία η Ελένη είχε συνεργαστεί. «Σε ιδιωτικές κουβέντες που είχαμε κάνει με την Αλίκη, με είχε συγκινήσει η αγάπη της για το θέατρο. Ήξερε ακόμη και πού παίζονταν οι πιο πρωτοποριακές παραστάσεις στην Αθήνα, γνώριζε το ρεπερτόριο του Αμόρε. Το έψαχνε πάρα πολύ. Όταν ανέβασα τη Βότκα Μολότοφ (1996) στο Ιλίσια, μου τηλεφώνησε και μου είπε: “Έχεις καταλάβει τι έχεις κάνεις; Έκανες μια σπουδαία δουλειά”. Και τότε που έφευγε για τη Θεσσαλονίκη με τη Μελωδία της Ευτυχίας, ήθελε να μου δώσει το θέατρό της για να παίξουμε την παράσταση. “Θέλω αυτή η παράσταση να είναι στο θέατρό μου” είχε πει. Δεν ξέρω αν ταιριάζαμε σε κάτι με την Αλίκη, αλλά εκτίμησε το πόσο σκυλί είμαι με το θέατρο. Σ’ το ξαναείπα, ε; Όσο πιο δύσκολο και στριφνό είναι το θέατρο, τόση λατρεία τού έχω. Σαν τη ρώσικη σαλάτα ένα πράγμα...»
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr