Ποιος κάνει τη σύνθεση στον «Αγαπούλα»;

Με το «Νίκας, Μανίκας, Λιας, Καραμπαλίκας...», ένας τύπος που θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιοδήποτε ποδοσφαιρικό γήπεδο της Ελλάδας έγινε αμέσως ο πιο διάσημος προπονητής της χώρας. Ο Στέφανος Σγούρδας, όμως, δεν υποδύεται την μπαλαδόφατσα, είναι ένας ρομαντικός, αγνός και παθιασμένος εραστής του ποδοσφαίρου

Η  Ελλάδα τον γνώρισε από το κλασικό πλέον σύστημα που ψιθύρισε με έναν καταιγισμό ονομάτων απευθείας στο αυτί του προέδρου-«Αγαπούλα» της γνωστής διαφήμισης: «Νίκας, Μανίκας, Λιας, Καραμπαλίκας, Γενικολιάς, Γουρδουμπάς, Κεντρικόπουλος και μπροστά μόνος του Νίκωνας». Ωστόσο, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σπάρτη, ο Στέφανος Σγούρδας ήταν ήδη γνωστός σαν «κόουτς» - ενίοτε και «Μουρίνιο του Αγίου Ιωάννη», ή, καλύτερα, σαν ένας άνθρωπος που ζει και αναπνέει για το ποδόσφαιρο, που αναλύει από μνήμης συστήματα ομάδων, π.χ. από το Μουντιάλ του 1994, εν ολίγοις είναι ένα «αρρωστάκι», όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος τον εαυτό του, ένας επίμονος μελετητής της μπάλας ως επιστήμη, μια κινητή εγκυκλοπαίδεια του σπορ. 




Ο μαρμαράς-εραστής της στρογγυλής θεάς

Επισήμως, ο 39χρονος Στέφανος Σγούρδας αναλαμβάνει οποιαδήποτε εργασία σχετίζεται με το μάρμαρο μέσω της επιχείρησής του που δραστηριοποιείται στην ευρύτερη περιοχή της Σπάρτης. Η ζωή του, όμως, είναι αλλού: αφενός στην οικογένειά του, δηλαδή τη σύζυγο και την πεντάχρονη κόρη του, αφετέρου στο ποδόσφαιρο. Στο διαφημιστικό βίντεο που μετρά ήδη περισσότερες από 600.000 θεάσεις στο YouTube, ξεπερνώντας σε δημοφιλία ακόμη και την πολυαγαπημένη σειρά σποτ με πρωταγωνιστή τον Πίου, ο Σγούρδας δεν υποδύεται κανέναν, είναι απλώς ο εαυτός του. Και ακριβώς γι’ αυτό δεν χρειάστηκε παρά μόνο μία λήψη για να πει την ατάκα του - εξάλλου αυτό κάνει συνεχώς, συζητώντας, αστεία ή σοβαρά, με τις μπαλαδο-παρέες του. «Ούτε τους βρήκα εγώ, ούτε με βρήκαν εκείνοι», λέει στο «thema people» σχετικά με το πώς έγινε το κάστινγκ από την εταιρεία παραγωγής. 
Οπως εξηγεί ο ίδιος για τη μικρή ιστορία πίσω από τη συμμετοχή του στο φιλμάκι της κινητής τηλεφωνίας: «Για το συγκεκριμένο διαφημιστικό έψαχναν μια ομάδα με νεαρούς ποδοσφαιριστές και διάφορους άλλους χαρακτήρες για να συμμετάσχουν ως κομπάρσοι. Ο Νίκος Μηλιάκος, φίλος μου και προπονητής της ομάδας μας, της Αμιλλας Αγίου Ιωάννη, είπε ότι “ο τεχνικός διευθυντής μας είναι ο άνθρωπος που θέλετε. Το έχει με τις ατάκες”. Βρεθήκαμε, λοιπόν, με τον υπεύθυνο και πάνω στην κουβέντα του λέω: εσύ θέλεις να πω στον πρόεδρο "τι σύστημα θα παίξουμε;" κι εκείνος θα απαντήσει "πούλμαν". Γιατί να μην πούμε κάτι περισσότερο, π.χ.



"ΡουφάιΕγκουαβόνΟκετσούκοΑμουνέκεΑμοκάτσιΑντεπόγιοΣάντεϊΟλίσεχΤζέιΤζέιΟκότσαΟλίχα και μπροστά Ρασίντ Γεκινί"; Νιγηρία 1994. Ο τύπος από την παραγωγή έπαθε πλάκα. Του είπα κι άλλο ένα σύστημα, Καμερούν 1998 και έπεσε κάτω. Μου είπε: "Μπορείς να πεις το ίδιο με ελληνικά ονόματα;". Φυσικά και μπορούσα. Βρήκαμε κάποια ονόματα που να μην είναι πραγματικά -εκτός από τον Νίκωνα που είναι υπαρκτό πρόσωπο- και πήγαμε κατευθείαν στο γύρισμα. Ο Σπυριδάκης δεν ήξερε από πριν τι θα του πω, γιατί ο σκηνοθέτης ήθελε η αντίδρασή του να είναι αυθεντική και αυθόρμητη. Μου είχαν δώσει την εντολή να αμολήσω πρώτα τα δύο αφρικανικά συστήματα, τη Νιγηρία και το Καμερούν και μετά το ελληνικό. Αν προσέξετε, όταν ο πρόεδρος γυρίζει να με κοιτάξει, γελάει. Το "ώπα ρε μεγάλε" που λέει εκείνος και το δικό μου "αλλά, τι;" δεν ήταν γραμμένα σε κανένα σενάριο, μας βγήκαν εκείνη τη στιγμή. Εγινε χαλασμός! Επεσαν όλοι κάτω από τα γέλια, με το ζόρι έμειναν οι κάμερες στη θέση τους». 
Ο πραγματικός χρόνος που ο Στέφανος Σγούρδας σπατάλησε για τον ρόλο του «κόουτς» και μάγιστρου της ποδοσφαιρικής στρατηγικής για το συγκεκριμένο διαφημιστικό δεν ήταν περισσότερος από μερικά λεπτά της ώρας. Ομως, τόσο το ύφος του επαΐοντος επί των ποδοσφαιρικών συστημάτων όσο και η συνολική του παρουσία έγραψαν αμέσως στο μυαλό όσων έχουν και την ελάχιστη επαφή με την ανθρωπογεωγραφία των γηπέδων, με τους λεγόμενους «παράγοντες». Οι πάσης φύσεως πρυτάνεις της προπονητικής, όλοι όσοι αφιερώνουν χρόνο, ενέργεια και κόπο σε εκατοντάδες ερασιτεχνικούς συλλόγους σε όλη την Ελλάδα, στις συνοικίες των μεγαλουπόλεων, στην περιφέρεια, σε κάθε πόλη και χωριό της επαρχίας, είναι τύποι περίπου σαν τον Στέφανο - αλλά όχι ακριβώς. Διότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος διακρίνεται για το αυθεντικό, ρομαντικό και ταυτόχρονα συστηματικό του πάθος για το άθλημα του ποδοσφαίρου. 



Τοκετός και Παναθηναϊκός
Την ημέρα που γεννούσε η σύζυγός του παρακαλούσε να πάνε όλα καλά όχι μόνο για την υγεία της αλλά και για το βρέφος. Μάλιστα έτυχε ο τοκετός να συμπίπτει με ένα ματς του Παναθηναϊκού, το οποίο ο Στέφανος δεν ήθελε να χάσει με τίποτα. «Ευτυχώς η γυναίκα μου γέννησε το μεσημέρι κι έτσι μπόρεσα να πεταχτώ το βράδυ στο Ολυμπιακό Στάδιο. Πήγα με τα πόδια από το μαιευτήριο, μια που ήταν δίπλα. Παίζαμε με τη Βιγιαρεάλ, αλλά δυστυχώς χάσαμε. Γύρισα πικραμένος στο νοσοκομείο, από την άλλη όμως πανευτυχής για τη γέννηση της κορούλας μας», διηγείται ο Στέφανος Σγούρδας. Οι αγρυπνίες και τα ταξίδια Σπάρτη - Αθήνα - Σπάρτη μέσα σε μερικές ώρες ώστε να προλάβει τα πάντα (δουλειά, προπονήσεις, οικογένεια, αγώνες του ΠΑΟ στην Ευρώπη, τιμώντας το εισιτήριο διαρκείας που ανελλιπώς αγόραζε επί αρκετά χρόνια) ανήκουν στις ενέργειες που φαντάζουν υπερβολικές και παράλογες, μόνο όμως για όσους δεν είναι φορείς του ιού της μπάλας. Ο Σγούρδας όμως «βλέπει» το ποδόσφαιρο όχι μόνο με πάθος, αλλά και εις βάθος. Αργά ή γρήγορα θα είναι προπονητής πιστοποιημένος με το δίπλωμα «UEFA B’», ήδη όμως προσπαθεί να εμφυσήσει στα παιδιά της Αμιλλας Αγίου Ιωάννη την πειθαρχία που κατά την άποψή του απαιτεί το σύγχρονο ποδόσφαιρο και η σοβαρή ενασχόληση μαζί του. «Ενα από τα πιο ακραία πράγματα που έχω κάνει είναι να πείσω παιδιά 15-16 ετών να σηκωθούν στις 6 τα χαράματα, τέλη Αυγούστου, να μαζευτούν για προπόνηση - και μάλιστα χωρίς μπάλα, μόνο για βελτίωση φυσικής κατάστασης και τακτική», λέει ο Στέφανος, τονίζοντας ότι το ελάττωμά του ως προπονητή είναι η υπερβολική παροχή πληροφορίας στους παίκτες του. «Επειδή εγώ είμαι μανιακός, πηγαίνω και κατασκοπεύω τις ομάδες της περιοχής, ξέρω τι κάνει π.χ. ο Νίκος με το δεξί, τι ντρίμπλα έχει ο Σωτήρης της τάδε ομάδας και ο Κώστας της άλλης, και όλα αυτά τα λέω σε κάθε παίκτη. Μόνο που έχω διαπιστώσει ότι στο τέλος αυτά κάνουν κακό, γιατί δεν είναι όλα τα παιδιά ικανά να διαχειριστούν τόση πληροφορία και στο τέλος σαστίζουν. Αλλά αυτό θα το διορθώσω». 
Εχοντας παίξει ερασιτεχνικά ποδόσφαιρο επί είκοσι χρόνια, ο Στέφανος Σγούρδας έμαθε την αξία της ομαδικής δουλειάς, ίσως επειδή ο ίδιος δεν είχε ποτέ το φυσικό ταλέντο ή τη διάθεση να γίνει ένας «Κριστιάνο Ρονάλντο» της Λακωνίας. «Επαιζα αμυντικό χαφ και προσπαθούσα να είμαι αποτελεσματικός και αθόρυβος. Δεν ήμουν φαντεζί, δούλευα όμως με τη φυσική κατάσταση και τη σοβαρότητα που με διακατέχει. Αυτό προσπαθώ να διδάξω και στα παιδιά που έχουμε στην Αμιλλα: μη βλέπετε μόνο τα αστέρια που βάζουν τα γκολ, να βλέπετε τι γίνεται και πίσω, στους σκλάβους που κόβουν τις επιθέσεις, που κουβαλάνε την μπάλα από την άμυνα στην επίθεση. Για μένα ο καλύτερος παίκτης του κόσμου δεν είναι ο Μέσι αλλά ο Μπουσκέτς της Μπαρτσελόνα. Αυτός είναι πρότυπο - κι ας περνάει στα ψιλά».



Το τηλέφωνο από το «thema people» τον βρήκε στη Σπάρτη, φυσικά στην καφετέρια, λίγο πριν από κάποιο ματς του Μουντιάλ. Ανάμεσα στην παραγγελία για τον φρέντο και το πείραγμα κάποιου φίλου για την αιφνίδια διασημότητα που απέκτησε, ο  Σγούρδας διευκρίνισε: «Εχω χάσει την μπάλα με όλους αυτούς που μου ζητάνε συνέντευξη. Συμμετείχα κυρίως για να πάρουν θάρρος τα παιδιά, να φανούν οι παίκτες της ομάδας μου και να διασκεδάσουν, όπως και έγινε». Το κέρδος του Στέφανου από τον όλο ντόρο είναι, από οικονομική άποψη, απλώς το μεροκάματο ενός κομπάρσου. Το κοινό, όμως, ταυτίστηκε με τον χαρακτήρα του και αγκάλιασε την καθαρόαιμη «μπαλαδόφατσα» που δημιούργησε στο γυαλί. Αμαθος ως προς τον τρόπο και τους ρυθμούς των ΜΜΕ, ο Στέφανος Σγούρδας παραμένει ένας ρομαντικός ερασιτέχνης.
Κατά τα λοιπά, δεν χάνει ούτε λεπτό από το Μουντιάλ -με εξαίρεση μόνο τη γιορτή στο νηπιαγωγείο της κόρης του- και μένει με μια γλυκόπικρη αίσθηση από την πορεία της Ελλάδας στη Βραζιλία: «Οταν παίζαμε εμείς με 11 και η Κόστα Ρίκα με 10, έπρεπε να μπουν ξεκούραστα πόδια στο παιχνίδι. Δεν το λέω εκ των υστέρων, το έλεγα την ώρα του ματς. Μου βάζεις Κατσουράνη, έχεις μέσα τον Καραγκούνη, παίκτες που δεν έχουν παίξει 90 λεπτά εδώ και δύο χρόνια. Χρειαζόταν γρήγορα πόδια, ένας Φετφατζίδης, ένας Ταχτσίδης - τέτοιοι παίκτες. Μόνο που εγώ προπονώ την Αμιλλα Αγίου Ιωάννη, την οποία οδήγησα στον υποβιβασμό επειδή επιμένω να προωθώ τα νέα παιδιά βάζοντάς τα να παίζουν και με τους άντρες και με τους νέους. Αλλά βέβαια πήραμε το πρωτάθλημα νέων. Ο Σάντος την επόμενη χρονιά θα είναι σε κάποια μεγάλη ομάδα και θα αμείβεται πλουσιοπάροχα. Εγώ δεν παίρνω ούτε ένα ευρώ από το ποδόσφαιρο. Μόνο πληρώνω». 
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr