Θανάσης Χειμωνάς: Προκλητικός, Πασόκος, συγγραφέας, εκτός ορίων
07.11.2014
08:05
Αν δεν ήταν φορέας ενός από τα πιο βαρυσήμαντα επώνυμα στην Ελλάδα, γιος του Γιώργου Χειμωνά και της Λούλας Αναγνωστάκη, ενδεχομένως να μην ασχολούνταν κανείς με την ίδια ένταση μαζί του. Ωστόσο οι βαρείς και υβριστικοί χαρακτηρισμοί που εξαπέλυσε εναντίον μιας γυναίκας στο Facebook έβαλαν φωτιά στο Διαδίκτυο
Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αν ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα και ξεκινούσε από τη στιγμή που ο συγγραφέας Θανάσης Χειμωνάς πατούσε το πλήκτρο-πυρηνική βόμβα που εξαπέλυε τους πρωτάκουστους χαρακτηρισμούς εναντίον μιας κοπέλας με το επώνυμο Καψή δεν θα έπραττε το ίδιο. Ισως μάλιστα να το έκανε με ακόμη μεγαλύτερη ένταση.
Η αμφίβολη πολυτέλεια της διαδικτυακής σεμνότητας σίγουρα δεν αφορά την περίπτωση του, όπως ίσως δεν αφορούν και άλλα τόσα που περιγράφουν τις ζωές των κανονικών ανθρώπων. Ο Θανάσης Χειμωνάς δεν μεγάλωσε με τους κανόνες των αφανών, δεν αναμετρήθηκε με το καθημερινό και το τυχαίο και -το κυριότερο- δεν κατάκτησε την ταυτότητά του προσπαθώντας να ακυρώσει τον πρότερο βίο του, κερδίζοντας μια θέση στην κοινωνία των πολλών. Εδώ τα πράγματα λειτούργησαν μάλλον αντίστροφα, καθώς το αγόρι με το παιδικό πρόσωπο και την εφηβική αμεσότητα προσπάθησε να αποποιηθεί όλα όσα οι υπόλοιποι θέτουν από νωρίς ως αυτοσκοπό: την αστική καταγωγή του, τον λογοτεχνικό πλούτο των επιρροών του, τις υψηλές γνωριμίες και την αστική ευπρέπεια. Ακόμη και το γεγονός ότι γνώρισε από μικρός όλο το πλήθος των διανοούμενων και των επιφανών και είδε να εισβάλει στο σπίτι το δαφνοστεφανωμένο παρελθόν της ιδανικής Ελλάδας.
Κι ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα έκαναν τα πάντα για να κερδίσουν μια άσημη έστω ταυτότητα βάζοντας περιχαρείς την υπογραφή τους κάτω από κάποιο λογοτεχνικό επίτευγμα, εκείνος προσπάθησε να το αποδομήσει με κάθε τρόπο. Παίζοντας πινγκ πονγκ. Φτιάχνοντας ποπ συγκρότημα που εμπνεύστηκε από τους Duran Duran. Υμνώντας τους παίκτες του Ολυμπιακού και τις πόρνες της Αθήνας. Συχνάζοντας σε περίεργες τηλεοπτικές εκπομπές και εξυμνώντας τα σκυλάδικα. Αγαπώντας τον Μήτρογλου το ίδιο με τον Ντοστογιέφσκι, ο Θανάσης Χειμωνάς δεν μπόρεσε να γίνει εξίσου κατανοητός από τον πολύ κόσμο, που ποτέ δεν του συγχώρησε όχι μόνο την παράδοξη εικόνα του, αλλά κυρίως το βαρυσήμαντο και επιφανές επώνυμό του.
Κι εδώ βρίσκεται το ψωμί της όλης συζήτησης για το τι ακριβώς συνέβη και όλη η διαδικτυακή κοινότητα έστρεψε ξαφνικά το βλέμμα στο Facebook profile του Θανάση Χειμωνά. Αν δεν ήταν ο φορέας ενός από τα πιο βαρυσήμαντα επώνυμα στην Ελλάδα σε αυτό που βαρύγδουπα αποκαλούμε χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, ενδεχομένως κανείς να μην ασχολούνταν μαζί του με την ίδια ένταση, αναλύοντας μια συμπεριφορά διαμετρικά αντίθετη από αυτό που προστάζει η ίδια η μυθιστορία του. Ακόμη κι αν κανείς δεν ξέρει τι σήμαινε ακριβώς το όνομα Γιώργος Χειμωνάς για τους πνευματικούς κύκλους, σίγουρα θα θυμάται τη Μαλβίνα Κάραλη να κλαίει γοερά πάνω από τον τάφο του ομολογώντας ότι έχασε τον «έναν και μοναδικό πατέρα». Τι επομένως συνέβη και το παιδί αυτού του πατέρα έβρισε με τον χειρότερο τρόπο καταργώντας τους κανόνες της στοιχειώδους ευγένειας; Γιατί όχι μόνο παραφέρθηκε, αλλά επιτέθηκε σε μια γυναίκα σε σημείο αυτοεξευτελισμού.
Η αμφίβολη πολυτέλεια της διαδικτυακής σεμνότητας σίγουρα δεν αφορά την περίπτωση του, όπως ίσως δεν αφορούν και άλλα τόσα που περιγράφουν τις ζωές των κανονικών ανθρώπων. Ο Θανάσης Χειμωνάς δεν μεγάλωσε με τους κανόνες των αφανών, δεν αναμετρήθηκε με το καθημερινό και το τυχαίο και -το κυριότερο- δεν κατάκτησε την ταυτότητά του προσπαθώντας να ακυρώσει τον πρότερο βίο του, κερδίζοντας μια θέση στην κοινωνία των πολλών. Εδώ τα πράγματα λειτούργησαν μάλλον αντίστροφα, καθώς το αγόρι με το παιδικό πρόσωπο και την εφηβική αμεσότητα προσπάθησε να αποποιηθεί όλα όσα οι υπόλοιποι θέτουν από νωρίς ως αυτοσκοπό: την αστική καταγωγή του, τον λογοτεχνικό πλούτο των επιρροών του, τις υψηλές γνωριμίες και την αστική ευπρέπεια. Ακόμη και το γεγονός ότι γνώρισε από μικρός όλο το πλήθος των διανοούμενων και των επιφανών και είδε να εισβάλει στο σπίτι το δαφνοστεφανωμένο παρελθόν της ιδανικής Ελλάδας.
Κι ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα έκαναν τα πάντα για να κερδίσουν μια άσημη έστω ταυτότητα βάζοντας περιχαρείς την υπογραφή τους κάτω από κάποιο λογοτεχνικό επίτευγμα, εκείνος προσπάθησε να το αποδομήσει με κάθε τρόπο. Παίζοντας πινγκ πονγκ. Φτιάχνοντας ποπ συγκρότημα που εμπνεύστηκε από τους Duran Duran. Υμνώντας τους παίκτες του Ολυμπιακού και τις πόρνες της Αθήνας. Συχνάζοντας σε περίεργες τηλεοπτικές εκπομπές και εξυμνώντας τα σκυλάδικα. Αγαπώντας τον Μήτρογλου το ίδιο με τον Ντοστογιέφσκι, ο Θανάσης Χειμωνάς δεν μπόρεσε να γίνει εξίσου κατανοητός από τον πολύ κόσμο, που ποτέ δεν του συγχώρησε όχι μόνο την παράδοξη εικόνα του, αλλά κυρίως το βαρυσήμαντο και επιφανές επώνυμό του.
Κι εδώ βρίσκεται το ψωμί της όλης συζήτησης για το τι ακριβώς συνέβη και όλη η διαδικτυακή κοινότητα έστρεψε ξαφνικά το βλέμμα στο Facebook profile του Θανάση Χειμωνά. Αν δεν ήταν ο φορέας ενός από τα πιο βαρυσήμαντα επώνυμα στην Ελλάδα σε αυτό που βαρύγδουπα αποκαλούμε χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, ενδεχομένως κανείς να μην ασχολούνταν μαζί του με την ίδια ένταση, αναλύοντας μια συμπεριφορά διαμετρικά αντίθετη από αυτό που προστάζει η ίδια η μυθιστορία του. Ακόμη κι αν κανείς δεν ξέρει τι σήμαινε ακριβώς το όνομα Γιώργος Χειμωνάς για τους πνευματικούς κύκλους, σίγουρα θα θυμάται τη Μαλβίνα Κάραλη να κλαίει γοερά πάνω από τον τάφο του ομολογώντας ότι έχασε τον «έναν και μοναδικό πατέρα». Τι επομένως συνέβη και το παιδί αυτού του πατέρα έβρισε με τον χειρότερο τρόπο καταργώντας τους κανόνες της στοιχειώδους ευγένειας; Γιατί όχι μόνο παραφέρθηκε, αλλά επιτέθηκε σε μια γυναίκα σε σημείο αυτοεξευτελισμού.
Πώς μπορεί να λέει «γαμ... τη μ.... σου ενώ αυτή θα ακούει Πάριο» ένας άνθρωπος που η δική του μητέρα είναι μία από τις σπουδαιότερες μορφές του θεάτρου; Πώς μπόρεσε; Η απάντηση που θα μπορούσε να δώσει κανείς δεν είναι η αναμενόμενη: σε αντίθεση με άλλους ομότεχνους του Χειμωνά που παραφέρθηκαν στις παρυφές του Facebook, τον καλό του φίλο Πέτρο Τατσόπουλο ή τη Λένα Διβάνη, εκείνος δεν φάνηκε να αντιδρά εν βρασμώ, γι’ αυτό και δεν ζήτησε συγγνώμη. Το γνωστό πάτημα του πλήκτρου που απειλεί να ισοπεδώσει κοινωνικά κατορθώματα και ευνοϊκές ταυτότητες δεν ισχύει στην περίπτωσή του. Φίλτρα, φράγματα και φρούρια που έσπευσαν να περιχαρακώσουν το όνομά του δεν κατάφεραν να αποσοβήσουν το μοιραίο: ο Θανάσης Χειμωνάς ήταν ο νέος απηνής εχθρός στις γκρι αποχρώσεις της ελληνικής στρατόσφαιρας - ο εκφραστής των προοδευτικών δυνάμεων που αποδεικνύει την κοινωνική τους κατάντια. Είναι ο υβριστής και ο σεξιστής. Ο μέγας αμαρτωλός και διακορευτής σεμνών συνειδήσεων και αθώων κορασίδων.
«Keep calm and support Thanassis Chimonas», ήταν επόμενη ανάρτησή του συνοδευόμενη από μια φωτογραφία με Γερμανούς να στοχεύουν τα όπλα εναντίον του. «Οταν γίνεσαι από το πρωί μέχρι το βράδυ στόχος φανατικών κάφρων που σε προσβάλλουν με τα χειρότερα λόγια, αναγκαστικά θα αντιδράσεις», έγραφε ο ίδιος στο Facebook
Κάπως έτσι έχουν τουλάχιστον τα πράγματα για όλους όσοι δεν καταλαβαίνουν ότι τα κοινά μέτρα και σταθμά δεν αναλογούν σε έναν άνθρωπο που τα μεγάλα και σπουδαία ονόματα κατοικούσαν από νωρίς στο σπίτι του. Οταν οι μορφές που φάνταζαν βγαλμένες από το μεγάλο αναλόγιο της πνευματικότητας της χώρας -από τον Μανώλη Αναγνωστάκη, που ήταν αδελφός της μητέρας του, και από τους Εμπειρίκους έως τον Καρολο Κουν και την Τζένη Καρέζη, οι καθημερινοί άνθρωποι μάλλον θα φάνταζαν ξένοι. Η γλώσσα επομένως που κάποιοι θεωρούν «σεβάσμια» και «γλώσσα των γραμμάτων» ήταν απλώς η πιο τετριμμένη για το παιδί που έμαθε να χρησιμοποιεί δύσκολα ρήματα την ώρα που οι άλλοι τη διάβαζαν στα βιβλία. Το αλληγορικό μέτρο των πραγμάτων -απρόσιτο για τους πολλούς- για τον μικρό Θανάση ήταν απλώς καθημερινό ψωμί. Αντιθέτως, αυτό που έμοιαζε απόμακρο και εξωραϊσμένο μέσα στον ρεαλισμό και την εξωφρενικότητά του ήταν ο κόσμος των γηπέδων.
Για άλλους τα μπινελίκια ήταν συνώνυμα με τη σκοτεινή οπτική του υποκόσμου, αλλά για τον μικρό Χειμωνά έμοιαζαν με ιδανικά κτερίσματα βγαλμένα από τα έγκατα ενός κόσμου μαγικού. Οι ναοί του Θανάση Χειμωνά και τα σκήπτρα της δικής του προσωπικής αυτοκρατορίας ήταν σίγουρα τα γήπεδα και οι οίκοι ανοχής. Οσο παράδοξο κι αν φαίνεται, το κλασικό φασκέλωμα, η βρισιά, το σεξιστικό ανοσιούργημα που εκστομίζεται από τον πιο χυδαίο κάτοικο της ποδοσφαιρικής κοινότητας στα μάτια του Θανάση έμοιαζε με αλληγορικό πρόσταγμα ενός υπέροχα αληθινού κόσμου. Το ίδιο και η ατελείωτη κοινότητα των πορνείων στα οποία συχνά αναφέρεται- «έτσι μαθαίνεις την πόλη, μέσα από τα μπουρδέλα της», συνηθίζει να λέει, ή «οι καλύτερες φίλες μου είναι οι πόρνες», τις οποίες ενίοτε αναφέρει με τα ονοματεπώνυμά τους. Επομένως, όταν ο Θανάσης Χειμωνάς βρίζει, σύμφωνα με τα δικά του στεγανά, δεν καταφέρνει καμία επίθεση.
Απλώς χρησιμοποιεί τα εργαλεία που η ίδια η κοινωνία θεώρησε ρεαλιστικά εναντίον της. «Αν δεν έβριζα με αυτό τον τρόπο, θα συνεχιζόταν ένας διάλογος που πρέπει να τερματιστεί», συνηθίζει να λέει στις συνεντεύξεις του δικαιολογώντας τις αλλεπάλληλες λεκτικές επιθέσεις του. Και ποιος καλύτερος τρόπος για να τερματιστεί μια κουβέντα με κάποια άγνωστη που, όπως εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε, ο ίδιος ο Χειμωνάς είχε ταυτοποιήσει ως εκπρόσωπο της Χρυσής Αυγής, από το βρίσιμο που κόβει κάθε ενδεχόμενο στον διάλογο; Είναι επίσης προφανές ότι τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί αν προηγουμένως η κυρία Καψή δεν είχε αναφερθεί με τρόπο ειρωνικό στην ίδια τη μητέρα του Χειμωνά. Και για όποιον ξέρει την αδυναμία του στη μητέρα του Λούλα Αναγνωστάκη, την οποία προφανώς η «αντίπαλός» του δεν γνώριζε, αυτό είναι το σημείο που δεν επιτρέπει κανένα περιθώριο ευγένειας. Ακόμη και στοιχειώδους.
Αν τον ρωτήσεις, με δυσκολία θα σου πει ότι είναι συγγραφέας: «Προτιμώ να τονίζω το άλλο μου επάγγελμα, που είναι να ετοιμάζω ερωτήσεις σε τηλεπαιχνίδια». Με περηφάνια θα τονίσει ότι είναι εκείνος που σκάρωνε τις ερωτήσεις για ένα διάσημο τηλεπαιχνίδι για ξανθιές, όπως και για το «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;»
Κάτι τέτοιο φυσικά δεν δικαιολογεί το ναρκοπέδιο των ετυμηγοριών που θα έδιναν τα εύσημα στον Θανάση Χειμωνά επειδή είναι ένας χαρακτήρας που ερμηνεύει διαφορετικά την έννοια «υβρίζω» ή που αντιλαμβάνεται αλλιώς τους κανόνες της κοινής συμπεριφοράς ή ευπρέπειας. Σίγουρα η ανίερη λεκτική επίθεση σε μια γυναίκα συνιστά ύψιστο αμάρτημα για έναν άνθρωπο που θέλει ακόμη να υπηρετεί τη λέξη «σεβασμός», αλλά αντίστοιχη είναι η προηγούμενη επιθετική συμπεριφορά σε μια μάνα όπως η Λούλα Αναγνωστάκη. Η επιθετική συμπεριφορά επιδέχεται πολλές ερμηνείες, που μπορούν να προσδώσουν διαφορετικά χρώματα στην αναρχική λύσσα που ξεσπάει στις παρυφές του Ιντερνετ. Αν κάποτε οι διαπληκτισμοί τελείωναν με ένα απλό ξυλοφόρτωμα μια και καλή έξω από ένα μαγαζί, σήμερα αυτές οι αντιδικίες στριμώχνονται κάπως άβολα και άτσαλα σε σεσημασμένες λέξεις.
Ειδικά για τον Θανάση Χειμωνά, η επίθεση ήταν η μόνιμη άμυνα ενός ανθρώπου που από πολύ νωρίς είχε μάθει να εξηγεί πώς αυτός, ο γιος του Γιώργου και της Λούλας, τόλμησε να κάνει και να δει τα πράγματα αλλιώς. Σύμφωνα με τους περισσότερους, ο γιος του Γιώργου και της Λούλας δεν μπορεί να δείχνει αδυναμία στην τηλεόραση, στον γιο του Γιώργου και της Λούλας δεν μπορεί να αρέσουν η Τζόαν Κόλινς, η «Δυναστεία» και οι Duran Duran, ο γιος του Γιώργου και της Λούλας δεν μπορεί να πολιτεύεται με το ΠΑΣΟΚ -να είναι μάλιστα και τομεάρχης Πολιτισμού!-, ο γιος του Γιώργου και της Λούλας δεν μπορεί να επιτίθεται με τέτοια μανία κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλα γι’ αυτό ακριβώς ο Θανάσης αντιδρούσε έτσι - επειδή είναι ο γιος του Γιώργου και της Λούλας. «Οταν γίνεσαι από το πρωί μέχρι το βράδυ στόχος φανατικών κάφρων που σε προσβάλλουν με τα χειρότερα λόγια αναγκαστικά θα αντιδράσεις», έγραφε ο ίδιος εν είδει απάντησης στον λογαριασμό του στο Facebook. «Οποιος έχει IQ πάνω από 60 γνωρίζει πως η χυδαιότητα δεν κρύβεται πίσω από απρόσωπες σεξουαλικές βρισιές, αλλά από εκφράσεις τύπου “Ευτυχώς πέθανε ο πατέρας σου και δεν βλέπει τα χάλια σου”, “Ο Χειμωνάς είναι σίγουρα μπάσταρδος, αποκλείεται να είναι γιος αυτών των δυο ιερών τεράτων” ή ακόμη και “Γιατί αυτοκτόνησε (!) ο Γιώργος Χειμωνάς, για να μη βλέπει τα χάλια του γιου του” (ναι, το έχω διαβάσει και αυτό).
Ο πατέρας του Θανάση, Γιώργος Χειμωνάς
Η τύπισσα που αποτελεί την πέτρα του σκανδάλου βέβαια δεν είπε κάτι τέτοιο. Οποιος διάβασε τον διάλογο βλέπει ποιος ξεκίνησε τον καυγά και ποιος έβαλε τις μανάδες στο παιχνίδι. Ετσι, σήμερα με βρίζει με ακατανόητες φράσεις όλη η Ελλάδα από την άκρα Δεξιά ως την άκρα Αριστερά», έγραψε ο Θανάσης Χειμωνάς στον λογαριασμό του στο Facebook ύστερα από τις μαζικές αντιδράσεις που προκάλεσε η επίθεσή του. Προσπάθησε, μάλιστα, χωρίς να δείχνει ότι το μετανιώνει, να κατευνάσει το αρνητικό κλίμα με το μοναδικό όπλο που διαθέτει από μικρός: το χιούμορ. Βάζοντας το βίντεο με τη γνωστή διαφήμιση γλυκού που δείχνει την Τζόαν Κόλλινς σε σώμα ενός αγριεμένου αθλητή, είπε ότι αν δοκίμαζε το διάσημο γλύκισμα προφανώς δεν θα είχε τις ίδιες αντιδράσεις. «Keep calm and support Thanassis Chimonas» ήταν επόμενη ανάρτηση του, συνοδευόμενη από μια φωτογραφία με Γερμανούς να στοχεύουν τα όπλα εναντίον του. «Υπέροχη βραδιά στο Καραϊσκάκη.
Και κερδίσαμε και έριξα άφοβα το βρισίδι της ζωής μου», ήταν μια άλλη ατάκα του, ενώ τα σχόλια δεν είχαν τέλος: «Εντάξει, όλοι οι άλλοι, όχι και η Ντέπυ Γκολεμά», σχολίαζε τερματίζοντας κάθε ενδεχόμενο συμβιβασμού με τα ΜΜΕ. Και το καλύτερο το φύλαγε για το τέλος: «Μια και το προφίλ μου έχει τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα της ιστορίας του: Αυτό είναι το βιβλίο μου! Αγοράστε το!», με μια φωτογραφία του εξωφύλλου από κάτω. Ο τίτλος; «Ζούμε τις τελευταίες μας μέρες» από τις εκδόσεις Πατάκη. Ειρωνικό; Ισως, θα έλεγε κάποιος. Καθόλου όμως τυχαίο.
Η μητέρα του Θανάση, Λούλα Αναγνωστάκη, με τον Κάρολο Κουν το 1965
Ο απρόβλεπτος συγγραφέας - και σε τηλεπαιχνίδια
Οι λόγοι ωστόσο που θα είχε κανείς να αγοράσει τα βιβλία του Θανάση Χειμωνά, όπως το τελευταίο που μιλάει για μια ερωτική ιστορία στην Αθήνα της κρίσης, δεν είναι η χιουμοριστική του διάθεση, ούτε η επαναστατική πρόθεση ενός λόγου που δεν γνωρίζει στεγανά και όρια. Είναι η ευαισθησία των ιστοριών που μάλλον συνδέονται με το ντροπαλό και άκρως ευγενικό παιδί που είναι ο ίδιος ο Χειμωνάς όταν τον γνωρίζεις από κοντά. Σε αντίθεση με τη διαδικτυακή εικόνα του που φαντάζει περισσότερο επιθετική, ο Θανάσης Χειμωνάς, σε μια αντιστοιχία με τον ήρωα από τον «Φύλακα στη Σίκαλη», θα χρησιμοποιούσε τα σπορ ως μοναδική επιθετική πρόκληση στην απόλυτα ντροπαλή και ευγενική -για όποιον τον γνωρίζει προσωπικά-συμπεριφορά του. Η απόδειξη ότι όντως είναι ο γόνος του σπουδαίου νευρολόγου, φιλοσόφου, θεατράνθρωπου, συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργου Χειμωνά είναι ότι είναι εξίσου αντιφατικός με τον πατέρα του.
Ολοι έλεγαν πόσο σκοτεινός και δύσθυμος φαινόταν ο μεσσιανικός λόγος του πατέρα Χειμωνά, σε αντίθεση με άλλες πτυχές του χαρακτήρα του, όντας ένας άνθρωπος που μπορούσε να στροβιλίζεται αδιάκοπα υπό τους ήχους του Νικ Κέιβ ή να συχνάζει σε νεανικά στέκια. Αντίστοιχα ευαίσθητος και ρομαντικός είναι ο λογοτεχνικός λόγος του γιου του, σε αντίθεση με τον παιχνιδιάρικο και κυνικό δημόσιο χαρακτήρα του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πρόκειται για αντιφατικές πλευρές που ομολογεί πως δεν είχαν ανακαλύψει ούτε οι ίδιοι οι γονείς του όταν με έκπληξη τους αποκάλυψε σε ηλικία των 26 χρόνων ότι αφήνει πίσω όποιες βλέψεις του για τη σκηνοθεσία, την οποία είχε σπουδάσει, για να στραφεί στη συγγραφή. Αντίστοιχα πάλι, δέκα χρόνια από τότε που επέμενε ότι θα γίνει δεινός ποδοσφαιριστής αποφάσισε να εγκαταλείψει για χάρη της συγγραφής τη μέχρι τότε καριέρα του στην αθλητική δημοσιογραφία. Αν βέβαια τον ρωτήσεις, με δυσκολία θα σου πει ότι είναι συγγραφέας. «Προτιμώ να τονίζω το άλλο μου επάγγελμα που είναι να ετοιμάζω ερωτήσεις σε τηλεπαιχνίδια», απαντά. Με περηφάνια θα τονίσει ότι είναι εκείνος που σκάρωνε τις ερωτήσεις για ένα διάσημο τηλεπαιχνίδι για ξανθιές, όπως και για το «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;».
Ποτέ εξάλλου ο Θανάσης Χειμωνάς δεν πήρε τον εαυτό του στα σοβαρά ή, επειδή τον έπαιρνε παραπάνω απ’ όσο πρέπει, του άρεσε πολύ να αυτοαποδομείται. Ακόμη και τον κυρίαρχο ρόλο των γονιών του στα δεδομένα της ελληνικής ιστορίας άργησε πολύ να τον καταλάβει, όπως ομολογεί - ίσως γιατί κι εκείνοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μεγαλώσουν φυσιολογικά ένα παιδί σε μια οικογένεια που δεν ασπάστηκε καμία από τις προκαταλήψεις της μικροαστικής ορθότητας. Η Λούλα Αναγνωστάκη, μια μυθιστορηματική φιγούρα με κοκάλινα γυαλιά και λακωνικό λόγο, δεν ήταν μόνο η αδελφή του Μανώλη Αναγνωστάκη αλλά και η σπουδαία ιέρεια του ελληνικού θεάτρου. Οσο για τον πατέρα του, ακόμη και ο ίδιος ο Θανάσης σχολιάζει με το γνωστό του χιούμορ το πολυδιάστατο προσωπείο του: «Πάντα προτιμούσα να απαντάω “στο τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου” λέγοντας ότι είναι γιατρός», έλεγε για τον περίφημο καθηγητή πανεπιστημίου, νευροψυχίατρο, φιλόσοφο και συγγραφέα Γιώργο Χειμωνά. «Την τελευταία φορά που είχα απαντήσει “συγγραφέας” ήταν σε έναν συμμαθητή μου στο δημοτικό. “Δηλαδή έχει γράψει τον Τομ Σόγιερ” ή τον “Δεκαπενταετή πλοίαρχο”; με είχε ρωτήσει τότε κι όταν του απάντησα “όχι”, με αποστόμωσε λέγοντας: “Τότε τι σόι συγγραφέας είναι ο πατέρας σου;”, κάτι που ομολογώ ότι μέσα μου αναρωτιόμουν κι εγώ».
Στη σκιά του πατέρα του
Μεγαλώνοντας η σκιά του πατέρα ορθώθηκε κι έφτασε στα σωστά πνευματικά μέτρα αποκαλύπτοντας έναν Αμλετ από την ανάποδη - αφού ήταν και το έργο-ορόσημο που συνδέθηκε όσο κανένα άλλο με τη φιγούρα του Γιώργου Χειμωνά. Εγινε η απόλυτη φιγούρα του πατέρα στα μάτια του γιου, αν και ο τελευταίος κατάφερε να τραβήξει εντελώς διαφορετικό δρόμο, προσπαθώντας να έρθει πιο κοντά στα ελληνικά παραστατικά μέτρα. Και ιδού το αποτέλεσμα: έφτιαξε μάλλον ένα μεγαλύτερο κράμα αντιπάλων παρά συνενόχων. Πάντα όμως έβρισκε έναν εντελώς πρωτότυπο τρόπο να υπερβαίνει τα εμπόδια και τα αρνητικά σημεία και να τα συμφιλιώνει, όπως εκείνη τη μέρα που μια ερωτική απογοήτευση και ένα βράδυ στη Φλωρεντία τον έβαλαν για τα καλά στη λογοτεχνία, έτσι και τώρα το απονενοημένο αγόρι θα βρει τρόπο να «ανανήψει» στο ανίατο ίσως και ανίερο διαδικτυακό σύμπαν.
Ισως άλλωστε να ξέρει από τότε που σαν τον μικρό Ιησού το έσκαγε από το «ιερό» πνευματικό καταφύγιο, που ήταν το σπίτι του στο Κολωνάκι, για να παίξει μπάλα, ότι είναι νωρίς για έναν άνθρωπο διαφορετικό να μιλήσει στο γένος των ανθρώπων. Ισως είναι νωρίς για ένα αγόρι που δοκιμάστηκε στα αντιφατικά πλαίσια μιας πολύπλευρης ταυτότητας να ασπαστεί πλήρως τις πιο βλάσφημες πλευρές του εαυτού του. Συνιστά κι αυτό, όπως έλεγε και ο πατέρας του, ίδιον της αντρικής φύσης που κανείς δεν την κατάλαβε και κανείς δεν πρόκειται ποτέ να την κατανοήσει. «Λυπηθείτε τον, με την πιο ευγενική, την πιο τρυφερή λύπη, γι’ αυτή την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του.
Δείτε τον, παραμερίζοντας τις αγορίστικες κομπορρημοσύνες του, τα απελπισμένα χάδια της μάνας του, παραμερίστε τα όλα: τα αφηρημένα αγγίγματα της γυναίκας του, τα αρπαχτικά και φιλημένα χεράκια των παιδιών του και δείτε τον σε όλη του την ανέχεια. Και μη του μιλάτε, αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. Και αν αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, ποτέ μην τον ρωτήσετε γιατί...», έγραφε προφητικά ο Γιώργος Χειμωνάς αποκαλύπτοντας τις πολλαπλές πλευρές της ανδρικής φύσης, της σάρκας εκ της σαρκός του, ακόμη δηλαδή και του ίδιου του γιου.
«Keep calm and support Thanassis Chimonas», ήταν επόμενη ανάρτησή του συνοδευόμενη από μια φωτογραφία με Γερμανούς να στοχεύουν τα όπλα εναντίον του. «Οταν γίνεσαι από το πρωί μέχρι το βράδυ στόχος φανατικών κάφρων που σε προσβάλλουν με τα χειρότερα λόγια, αναγκαστικά θα αντιδράσεις», έγραφε ο ίδιος στο Facebook
Κάπως έτσι έχουν τουλάχιστον τα πράγματα για όλους όσοι δεν καταλαβαίνουν ότι τα κοινά μέτρα και σταθμά δεν αναλογούν σε έναν άνθρωπο που τα μεγάλα και σπουδαία ονόματα κατοικούσαν από νωρίς στο σπίτι του. Οταν οι μορφές που φάνταζαν βγαλμένες από το μεγάλο αναλόγιο της πνευματικότητας της χώρας -από τον Μανώλη Αναγνωστάκη, που ήταν αδελφός της μητέρας του, και από τους Εμπειρίκους έως τον Καρολο Κουν και την Τζένη Καρέζη, οι καθημερινοί άνθρωποι μάλλον θα φάνταζαν ξένοι. Η γλώσσα επομένως που κάποιοι θεωρούν «σεβάσμια» και «γλώσσα των γραμμάτων» ήταν απλώς η πιο τετριμμένη για το παιδί που έμαθε να χρησιμοποιεί δύσκολα ρήματα την ώρα που οι άλλοι τη διάβαζαν στα βιβλία. Το αλληγορικό μέτρο των πραγμάτων -απρόσιτο για τους πολλούς- για τον μικρό Θανάση ήταν απλώς καθημερινό ψωμί. Αντιθέτως, αυτό που έμοιαζε απόμακρο και εξωραϊσμένο μέσα στον ρεαλισμό και την εξωφρενικότητά του ήταν ο κόσμος των γηπέδων.
Τα κοινά μέτρα και σταθμά δεν αναλογούν σε έναν άνθρωπο που τα μεγάλα και σπουδαία ονόματα κατοικούσαν από νωρίς στο σπίτι του. Από τον Μανώλη Αναγνωστάκη, που ήταν αδελφός της μητέρας του, και τους Εμπειρίκους έως τον Κάρολο Κουν και την Τζένη Καρέζη
Για άλλους τα μπινελίκια ήταν συνώνυμα με τη σκοτεινή οπτική του υποκόσμου, αλλά για τον μικρό Χειμωνά έμοιαζαν με ιδανικά κτερίσματα βγαλμένα από τα έγκατα ενός κόσμου μαγικού. Οι ναοί του Θανάση Χειμωνά και τα σκήπτρα της δικής του προσωπικής αυτοκρατορίας ήταν σίγουρα τα γήπεδα και οι οίκοι ανοχής. Οσο παράδοξο κι αν φαίνεται, το κλασικό φασκέλωμα, η βρισιά, το σεξιστικό ανοσιούργημα που εκστομίζεται από τον πιο χυδαίο κάτοικο της ποδοσφαιρικής κοινότητας στα μάτια του Θανάση έμοιαζε με αλληγορικό πρόσταγμα ενός υπέροχα αληθινού κόσμου. Το ίδιο και η ατελείωτη κοινότητα των πορνείων στα οποία συχνά αναφέρεται- «έτσι μαθαίνεις την πόλη, μέσα από τα μπουρδέλα της», συνηθίζει να λέει, ή «οι καλύτερες φίλες μου είναι οι πόρνες», τις οποίες ενίοτε αναφέρει με τα ονοματεπώνυμά τους. Επομένως, όταν ο Θανάσης Χειμωνάς βρίζει, σύμφωνα με τα δικά του στεγανά, δεν καταφέρνει καμία επίθεση.
Απλώς χρησιμοποιεί τα εργαλεία που η ίδια η κοινωνία θεώρησε ρεαλιστικά εναντίον της. «Αν δεν έβριζα με αυτό τον τρόπο, θα συνεχιζόταν ένας διάλογος που πρέπει να τερματιστεί», συνηθίζει να λέει στις συνεντεύξεις του δικαιολογώντας τις αλλεπάλληλες λεκτικές επιθέσεις του. Και ποιος καλύτερος τρόπος για να τερματιστεί μια κουβέντα με κάποια άγνωστη που, όπως εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε, ο ίδιος ο Χειμωνάς είχε ταυτοποιήσει ως εκπρόσωπο της Χρυσής Αυγής, από το βρίσιμο που κόβει κάθε ενδεχόμενο στον διάλογο; Είναι επίσης προφανές ότι τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί αν προηγουμένως η κυρία Καψή δεν είχε αναφερθεί με τρόπο ειρωνικό στην ίδια τη μητέρα του Χειμωνά. Και για όποιον ξέρει την αδυναμία του στη μητέρα του Λούλα Αναγνωστάκη, την οποία προφανώς η «αντίπαλός» του δεν γνώριζε, αυτό είναι το σημείο που δεν επιτρέπει κανένα περιθώριο ευγένειας. Ακόμη και στοιχειώδους.
Αν τον ρωτήσεις, με δυσκολία θα σου πει ότι είναι συγγραφέας: «Προτιμώ να τονίζω το άλλο μου επάγγελμα, που είναι να ετοιμάζω ερωτήσεις σε τηλεπαιχνίδια». Με περηφάνια θα τονίσει ότι είναι εκείνος που σκάρωνε τις ερωτήσεις για ένα διάσημο τηλεπαιχνίδι για ξανθιές, όπως και για το «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;»
Κάτι τέτοιο φυσικά δεν δικαιολογεί το ναρκοπέδιο των ετυμηγοριών που θα έδιναν τα εύσημα στον Θανάση Χειμωνά επειδή είναι ένας χαρακτήρας που ερμηνεύει διαφορετικά την έννοια «υβρίζω» ή που αντιλαμβάνεται αλλιώς τους κανόνες της κοινής συμπεριφοράς ή ευπρέπειας. Σίγουρα η ανίερη λεκτική επίθεση σε μια γυναίκα συνιστά ύψιστο αμάρτημα για έναν άνθρωπο που θέλει ακόμη να υπηρετεί τη λέξη «σεβασμός», αλλά αντίστοιχη είναι η προηγούμενη επιθετική συμπεριφορά σε μια μάνα όπως η Λούλα Αναγνωστάκη. Η επιθετική συμπεριφορά επιδέχεται πολλές ερμηνείες, που μπορούν να προσδώσουν διαφορετικά χρώματα στην αναρχική λύσσα που ξεσπάει στις παρυφές του Ιντερνετ. Αν κάποτε οι διαπληκτισμοί τελείωναν με ένα απλό ξυλοφόρτωμα μια και καλή έξω από ένα μαγαζί, σήμερα αυτές οι αντιδικίες στριμώχνονται κάπως άβολα και άτσαλα σε σεσημασμένες λέξεις.
Ειδικά για τον Θανάση Χειμωνά, η επίθεση ήταν η μόνιμη άμυνα ενός ανθρώπου που από πολύ νωρίς είχε μάθει να εξηγεί πώς αυτός, ο γιος του Γιώργου και της Λούλας, τόλμησε να κάνει και να δει τα πράγματα αλλιώς. Σύμφωνα με τους περισσότερους, ο γιος του Γιώργου και της Λούλας δεν μπορεί να δείχνει αδυναμία στην τηλεόραση, στον γιο του Γιώργου και της Λούλας δεν μπορεί να αρέσουν η Τζόαν Κόλινς, η «Δυναστεία» και οι Duran Duran, ο γιος του Γιώργου και της Λούλας δεν μπορεί να πολιτεύεται με το ΠΑΣΟΚ -να είναι μάλιστα και τομεάρχης Πολιτισμού!-, ο γιος του Γιώργου και της Λούλας δεν μπορεί να επιτίθεται με τέτοια μανία κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλα γι’ αυτό ακριβώς ο Θανάσης αντιδρούσε έτσι - επειδή είναι ο γιος του Γιώργου και της Λούλας. «Οταν γίνεσαι από το πρωί μέχρι το βράδυ στόχος φανατικών κάφρων που σε προσβάλλουν με τα χειρότερα λόγια αναγκαστικά θα αντιδράσεις», έγραφε ο ίδιος εν είδει απάντησης στον λογαριασμό του στο Facebook. «Οποιος έχει IQ πάνω από 60 γνωρίζει πως η χυδαιότητα δεν κρύβεται πίσω από απρόσωπες σεξουαλικές βρισιές, αλλά από εκφράσεις τύπου “Ευτυχώς πέθανε ο πατέρας σου και δεν βλέπει τα χάλια σου”, “Ο Χειμωνάς είναι σίγουρα μπάσταρδος, αποκλείεται να είναι γιος αυτών των δυο ιερών τεράτων” ή ακόμη και “Γιατί αυτοκτόνησε (!) ο Γιώργος Χειμωνάς, για να μη βλέπει τα χάλια του γιου του” (ναι, το έχω διαβάσει και αυτό).
Ο πατέρας του Θανάση, Γιώργος Χειμωνάς
Η τύπισσα που αποτελεί την πέτρα του σκανδάλου βέβαια δεν είπε κάτι τέτοιο. Οποιος διάβασε τον διάλογο βλέπει ποιος ξεκίνησε τον καυγά και ποιος έβαλε τις μανάδες στο παιχνίδι. Ετσι, σήμερα με βρίζει με ακατανόητες φράσεις όλη η Ελλάδα από την άκρα Δεξιά ως την άκρα Αριστερά», έγραψε ο Θανάσης Χειμωνάς στον λογαριασμό του στο Facebook ύστερα από τις μαζικές αντιδράσεις που προκάλεσε η επίθεσή του. Προσπάθησε, μάλιστα, χωρίς να δείχνει ότι το μετανιώνει, να κατευνάσει το αρνητικό κλίμα με το μοναδικό όπλο που διαθέτει από μικρός: το χιούμορ. Βάζοντας το βίντεο με τη γνωστή διαφήμιση γλυκού που δείχνει την Τζόαν Κόλλινς σε σώμα ενός αγριεμένου αθλητή, είπε ότι αν δοκίμαζε το διάσημο γλύκισμα προφανώς δεν θα είχε τις ίδιες αντιδράσεις. «Keep calm and support Thanassis Chimonas» ήταν επόμενη ανάρτηση του, συνοδευόμενη από μια φωτογραφία με Γερμανούς να στοχεύουν τα όπλα εναντίον του. «Υπέροχη βραδιά στο Καραϊσκάκη.
Και κερδίσαμε και έριξα άφοβα το βρισίδι της ζωής μου», ήταν μια άλλη ατάκα του, ενώ τα σχόλια δεν είχαν τέλος: «Εντάξει, όλοι οι άλλοι, όχι και η Ντέπυ Γκολεμά», σχολίαζε τερματίζοντας κάθε ενδεχόμενο συμβιβασμού με τα ΜΜΕ. Και το καλύτερο το φύλαγε για το τέλος: «Μια και το προφίλ μου έχει τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα της ιστορίας του: Αυτό είναι το βιβλίο μου! Αγοράστε το!», με μια φωτογραφία του εξωφύλλου από κάτω. Ο τίτλος; «Ζούμε τις τελευταίες μας μέρες» από τις εκδόσεις Πατάκη. Ειρωνικό; Ισως, θα έλεγε κάποιος. Καθόλου όμως τυχαίο.
Η μητέρα του Θανάση, Λούλα Αναγνωστάκη, με τον Κάρολο Κουν το 1965
Ο απρόβλεπτος συγγραφέας - και σε τηλεπαιχνίδια
Οι λόγοι ωστόσο που θα είχε κανείς να αγοράσει τα βιβλία του Θανάση Χειμωνά, όπως το τελευταίο που μιλάει για μια ερωτική ιστορία στην Αθήνα της κρίσης, δεν είναι η χιουμοριστική του διάθεση, ούτε η επαναστατική πρόθεση ενός λόγου που δεν γνωρίζει στεγανά και όρια. Είναι η ευαισθησία των ιστοριών που μάλλον συνδέονται με το ντροπαλό και άκρως ευγενικό παιδί που είναι ο ίδιος ο Χειμωνάς όταν τον γνωρίζεις από κοντά. Σε αντίθεση με τη διαδικτυακή εικόνα του που φαντάζει περισσότερο επιθετική, ο Θανάσης Χειμωνάς, σε μια αντιστοιχία με τον ήρωα από τον «Φύλακα στη Σίκαλη», θα χρησιμοποιούσε τα σπορ ως μοναδική επιθετική πρόκληση στην απόλυτα ντροπαλή και ευγενική -για όποιον τον γνωρίζει προσωπικά-συμπεριφορά του. Η απόδειξη ότι όντως είναι ο γόνος του σπουδαίου νευρολόγου, φιλοσόφου, θεατράνθρωπου, συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργου Χειμωνά είναι ότι είναι εξίσου αντιφατικός με τον πατέρα του.
Ολοι έλεγαν πόσο σκοτεινός και δύσθυμος φαινόταν ο μεσσιανικός λόγος του πατέρα Χειμωνά, σε αντίθεση με άλλες πτυχές του χαρακτήρα του, όντας ένας άνθρωπος που μπορούσε να στροβιλίζεται αδιάκοπα υπό τους ήχους του Νικ Κέιβ ή να συχνάζει σε νεανικά στέκια. Αντίστοιχα ευαίσθητος και ρομαντικός είναι ο λογοτεχνικός λόγος του γιου του, σε αντίθεση με τον παιχνιδιάρικο και κυνικό δημόσιο χαρακτήρα του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πρόκειται για αντιφατικές πλευρές που ομολογεί πως δεν είχαν ανακαλύψει ούτε οι ίδιοι οι γονείς του όταν με έκπληξη τους αποκάλυψε σε ηλικία των 26 χρόνων ότι αφήνει πίσω όποιες βλέψεις του για τη σκηνοθεσία, την οποία είχε σπουδάσει, για να στραφεί στη συγγραφή. Αντίστοιχα πάλι, δέκα χρόνια από τότε που επέμενε ότι θα γίνει δεινός ποδοσφαιριστής αποφάσισε να εγκαταλείψει για χάρη της συγγραφής τη μέχρι τότε καριέρα του στην αθλητική δημοσιογραφία. Αν βέβαια τον ρωτήσεις, με δυσκολία θα σου πει ότι είναι συγγραφέας. «Προτιμώ να τονίζω το άλλο μου επάγγελμα που είναι να ετοιμάζω ερωτήσεις σε τηλεπαιχνίδια», απαντά. Με περηφάνια θα τονίσει ότι είναι εκείνος που σκάρωνε τις ερωτήσεις για ένα διάσημο τηλεπαιχνίδι για ξανθιές, όπως και για το «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;».
Ποτέ εξάλλου ο Θανάσης Χειμωνάς δεν πήρε τον εαυτό του στα σοβαρά ή, επειδή τον έπαιρνε παραπάνω απ’ όσο πρέπει, του άρεσε πολύ να αυτοαποδομείται. Ακόμη και τον κυρίαρχο ρόλο των γονιών του στα δεδομένα της ελληνικής ιστορίας άργησε πολύ να τον καταλάβει, όπως ομολογεί - ίσως γιατί κι εκείνοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μεγαλώσουν φυσιολογικά ένα παιδί σε μια οικογένεια που δεν ασπάστηκε καμία από τις προκαταλήψεις της μικροαστικής ορθότητας. Η Λούλα Αναγνωστάκη, μια μυθιστορηματική φιγούρα με κοκάλινα γυαλιά και λακωνικό λόγο, δεν ήταν μόνο η αδελφή του Μανώλη Αναγνωστάκη αλλά και η σπουδαία ιέρεια του ελληνικού θεάτρου. Οσο για τον πατέρα του, ακόμη και ο ίδιος ο Θανάσης σχολιάζει με το γνωστό του χιούμορ το πολυδιάστατο προσωπείο του: «Πάντα προτιμούσα να απαντάω “στο τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου” λέγοντας ότι είναι γιατρός», έλεγε για τον περίφημο καθηγητή πανεπιστημίου, νευροψυχίατρο, φιλόσοφο και συγγραφέα Γιώργο Χειμωνά. «Την τελευταία φορά που είχα απαντήσει “συγγραφέας” ήταν σε έναν συμμαθητή μου στο δημοτικό. “Δηλαδή έχει γράψει τον Τομ Σόγιερ” ή τον “Δεκαπενταετή πλοίαρχο”; με είχε ρωτήσει τότε κι όταν του απάντησα “όχι”, με αποστόμωσε λέγοντας: “Τότε τι σόι συγγραφέας είναι ο πατέρας σου;”, κάτι που ομολογώ ότι μέσα μου αναρωτιόμουν κι εγώ».
Στη σκιά του πατέρα του
Μεγαλώνοντας η σκιά του πατέρα ορθώθηκε κι έφτασε στα σωστά πνευματικά μέτρα αποκαλύπτοντας έναν Αμλετ από την ανάποδη - αφού ήταν και το έργο-ορόσημο που συνδέθηκε όσο κανένα άλλο με τη φιγούρα του Γιώργου Χειμωνά. Εγινε η απόλυτη φιγούρα του πατέρα στα μάτια του γιου, αν και ο τελευταίος κατάφερε να τραβήξει εντελώς διαφορετικό δρόμο, προσπαθώντας να έρθει πιο κοντά στα ελληνικά παραστατικά μέτρα. Και ιδού το αποτέλεσμα: έφτιαξε μάλλον ένα μεγαλύτερο κράμα αντιπάλων παρά συνενόχων. Πάντα όμως έβρισκε έναν εντελώς πρωτότυπο τρόπο να υπερβαίνει τα εμπόδια και τα αρνητικά σημεία και να τα συμφιλιώνει, όπως εκείνη τη μέρα που μια ερωτική απογοήτευση και ένα βράδυ στη Φλωρεντία τον έβαλαν για τα καλά στη λογοτεχνία, έτσι και τώρα το απονενοημένο αγόρι θα βρει τρόπο να «ανανήψει» στο ανίατο ίσως και ανίερο διαδικτυακό σύμπαν.
Ισως άλλωστε να ξέρει από τότε που σαν τον μικρό Ιησού το έσκαγε από το «ιερό» πνευματικό καταφύγιο, που ήταν το σπίτι του στο Κολωνάκι, για να παίξει μπάλα, ότι είναι νωρίς για έναν άνθρωπο διαφορετικό να μιλήσει στο γένος των ανθρώπων. Ισως είναι νωρίς για ένα αγόρι που δοκιμάστηκε στα αντιφατικά πλαίσια μιας πολύπλευρης ταυτότητας να ασπαστεί πλήρως τις πιο βλάσφημες πλευρές του εαυτού του. Συνιστά κι αυτό, όπως έλεγε και ο πατέρας του, ίδιον της αντρικής φύσης που κανείς δεν την κατάλαβε και κανείς δεν πρόκειται ποτέ να την κατανοήσει. «Λυπηθείτε τον, με την πιο ευγενική, την πιο τρυφερή λύπη, γι’ αυτή την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του.
Δείτε τον, παραμερίζοντας τις αγορίστικες κομπορρημοσύνες του, τα απελπισμένα χάδια της μάνας του, παραμερίστε τα όλα: τα αφηρημένα αγγίγματα της γυναίκας του, τα αρπαχτικά και φιλημένα χεράκια των παιδιών του και δείτε τον σε όλη του την ανέχεια. Και μη του μιλάτε, αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. Και αν αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, ποτέ μην τον ρωτήσετε γιατί...», έγραφε προφητικά ο Γιώργος Χειμωνάς αποκαλύπτοντας τις πολλαπλές πλευρές της ανδρικής φύσης, της σάρκας εκ της σαρκός του, ακόμη δηλαδή και του ίδιου του γιου.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr