Παλιά Αθήνα: Ο κουτσαβάκης, οι μαύροι, τα κατσάρια, η διμούτσουνη και η κολοκοτρωνέικη
Παλιά Αθήνα: Ο κουτσαβάκης, οι μαύροι, τα κατσάρια, η διμούτσουνη και η κολοκοτρωνέικη
Τα φαιδρά της Παλιάς Αθήνας: Περί ρωμαίικου φιλότιμου και άλλα τινά - Περιστατικά του 1932 από τα στενά της Πλάκας και του Ψυρρή
Στα στενά της Πλάκας και του Ψυρρή και με τη συνοδεία κεχριμπαρένιας,
δοκιμαζόταν καθημερινά ο μάγκας και το φιλότιμό του. Όσο πιο βαρύμαγκας
τόσο περισσότερο ο καυγάς ήταν δεδομένος. Τι να γίνει; Για μια τιμή και
υπόληψη ζούσαν τότε οι άνθρωποι …
Η εφημερίδα «Εξέλσιορ» του 1932 έχει το σχετικό ρεπορτάζ:
«Ποιος είδε Ρωμέϊκο καυγά και δεν τον εφοβήθη; Προ παντός ποιος είδε τα παλληκάρια να στραπατσάρωνται μεσ’ στην ταβερνίτσα και να μη φοβηθή το μάτι του! Και πράγματι δεν υπάρχει μεγαλείτερο παλληκάρι της «φακής» από το σημερινό κουτσαβάκι της Πλάκας ή του Ψυρρή.
Εάν Χριστιανός τις περάση απ’ έξω από τα υπόγεια του Ψυρρή και της Πλάκας κατά τας επτά το βραδάκι θ’ ακούση αναμφιβόλως βραχνές φωνές ν’ αναδύωνται από τα βάθη της κολάσεως. Είνε των παλληκαράδων που μερακλώνονται για την γκόμινάν των και αναστενάζουν εις τόνον ερωτικόν.
Η εφημερίδα «Εξέλσιορ» του 1932 έχει το σχετικό ρεπορτάζ:
«Ποιος είδε Ρωμέϊκο καυγά και δεν τον εφοβήθη; Προ παντός ποιος είδε τα παλληκάρια να στραπατσάρωνται μεσ’ στην ταβερνίτσα και να μη φοβηθή το μάτι του! Και πράγματι δεν υπάρχει μεγαλείτερο παλληκάρι της «φακής» από το σημερινό κουτσαβάκι της Πλάκας ή του Ψυρρή.
Εάν Χριστιανός τις περάση απ’ έξω από τα υπόγεια του Ψυρρή και της Πλάκας κατά τας επτά το βραδάκι θ’ ακούση αναμφιβόλως βραχνές φωνές ν’ αναδύωνται από τα βάθη της κολάσεως. Είνε των παλληκαράδων που μερακλώνονται για την γκόμινάν των και αναστενάζουν εις τόνον ερωτικόν.
-Μπώ, μπώ, μπώ τι πίνεις Χριστέ να σε κεράσω …
Εν τω μεταξύ το γλεντάκι στην ταβερνίτσα δίνει και παίρνει υπό τους ήχους της ρομβίας ή κανενός φωνογράφου. Το πρωτοπαλλήκαρο σηκώνεται ξαπωλάει το κόκκινο ζουνάρι του εις ένδειξιν παλληκαριάς και λεβεντιάς και χτυπώντας τα παλαμάκια δίδει το σύνθημα του συρτού ή του ζεμπέκικου… Τα ποτηράκια με την παραπονιάρα την ρετσίνα πηγαινοέρχονται σαν σιδηρόδρομος.
-Γειά σου αρεφάκι Μήτσο.
-Γειά σου και σένανε Κολέα.
-Χρόνια είχαμε να σε ιγδούμε ρε Μήτσο…
-Άστα, αρεφός, ντόρτια με βάλανε οι Μαύροι …
-Βάρα το τώρα ντέ!
Κι’ ο παλληκαράς ο Μήτσος που οι Μαύροι τον είχαν καταδικάσει τέσσερα χρόνια φυλακή για κλοπή με διάρηξι, αρχίζει να βαράη το μπαγλαμαδάκι, τον αχώριστον μουσικόν σύντροφον κάθε φυλακισμένου της Αίγινας ή του Παλαμηδίου.
Όλα σου τα συγχωρεί ο Ρωμηός, αρκεί να μη του θίξης το φιλότιμο, το αιώνιο ρωμέϊκο φιλότιμο. Εάν ρωτήσετε ένα φυλακισμένο της Αίγινας γιατί είνε στη φυλακή θα σου απαντήση χωρίς να σκεφθή και πολύ με τη βαρειά φωνή του:
-Γιατί με βάρεσε στο φιλότιμο κύριος…
Συνήθως η παραμικρή αιτία αρκεί για να θιγή το φιλότιμο του Ρωμηού. Κι’ ενώ για τα σπουδαιότατα ζητήματα ο Ρωμηός σκύβει τον αυχένα και τρώει καρπαζές για το παραμικρό, για το τιποτένιο θίγεται το φιλότιμό του.
-Τράβα τη μούρη σου απ’ εδώ ρέ.
-Εμένα το λές;
-Ναι ρέ, εσένα, τι είσαι σύ;
-Μίλα όμορφα αδερφάκι γιατί θα σε στραπατσάρω.
-Εμένα θα στραπατσάρης ρέ;
-Ναι, εσένα, γιατί;
Και το καυγαδάκι από λόγο σε λόγο φουντώνει, η γυναικούλες της γειτονιάς τρέχουν απ’ όλες τις μεριές για να χαζέψουν, τα τσόκαρα και τα κατσάρια βαράνε επιστράτευσι, οι χωροφύλακες ξυπνούν ξαφνικά κι’ εν τέλει οι παλληκαράδες οδηγούνται εις το τμήμα για να ξηγηθούνε καλλίτερα. Οι ατμοί της ρετσίνας βγαίνουν σιγά-σιγά απ’ όλους τους πόρους του σώματος, και το φιλότιμο επανέρχεται στον τόπο του.
Έτσι κατά ενεννήντα τα εκατό καταπνίγονται τα Ρωμέϊκα φιλότιμα. Πολλάκις όμως κάνει την εμφάνισί της κι’ η διμούτσουνη ή καμμιά κολοκοτρωνέϊκη, οπότε «χαιρέτα μου τον πλάτανο…»
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Κάποιες επεξηγήσεις για τους νεώτερους αναγνώστες:
Κουτσαβάκης: Ο βαρύμαγκας της Παλιάς Αθήνας που σύχναζε συνήθως στην πλατεία του Ψυρρή, στο θρυλικό καφενείο του Τσούτρη.
Μαύροι: Οι δικαστές
Κατσάρια: Παλιά παπούτσια που φόραγαν πρόχειρα σαν παντόφλες οι νοικοκυρές όταν γινόταν κάτι ξαφνικό στη γειτονιά. Τη λέξη χρησιμοποιούσαν μεταφορικά για τις ατημέλητες γυναίκες
Διμούτσουνη: Παλιά πιστόλα με δύο κάνες
Κολοκοτρωνέϊκη: Φτηνοσουγιάς με ξύλινη λαβή
Εν τω μεταξύ το γλεντάκι στην ταβερνίτσα δίνει και παίρνει υπό τους ήχους της ρομβίας ή κανενός φωνογράφου. Το πρωτοπαλλήκαρο σηκώνεται ξαπωλάει το κόκκινο ζουνάρι του εις ένδειξιν παλληκαριάς και λεβεντιάς και χτυπώντας τα παλαμάκια δίδει το σύνθημα του συρτού ή του ζεμπέκικου… Τα ποτηράκια με την παραπονιάρα την ρετσίνα πηγαινοέρχονται σαν σιδηρόδρομος.
-Γειά σου αρεφάκι Μήτσο.
-Γειά σου και σένανε Κολέα.
-Χρόνια είχαμε να σε ιγδούμε ρε Μήτσο…
-Άστα, αρεφός, ντόρτια με βάλανε οι Μαύροι …
-Βάρα το τώρα ντέ!
Κι’ ο παλληκαράς ο Μήτσος που οι Μαύροι τον είχαν καταδικάσει τέσσερα χρόνια φυλακή για κλοπή με διάρηξι, αρχίζει να βαράη το μπαγλαμαδάκι, τον αχώριστον μουσικόν σύντροφον κάθε φυλακισμένου της Αίγινας ή του Παλαμηδίου.
Όλα σου τα συγχωρεί ο Ρωμηός, αρκεί να μη του θίξης το φιλότιμο, το αιώνιο ρωμέϊκο φιλότιμο. Εάν ρωτήσετε ένα φυλακισμένο της Αίγινας γιατί είνε στη φυλακή θα σου απαντήση χωρίς να σκεφθή και πολύ με τη βαρειά φωνή του:
-Γιατί με βάρεσε στο φιλότιμο κύριος…
Συνήθως η παραμικρή αιτία αρκεί για να θιγή το φιλότιμο του Ρωμηού. Κι’ ενώ για τα σπουδαιότατα ζητήματα ο Ρωμηός σκύβει τον αυχένα και τρώει καρπαζές για το παραμικρό, για το τιποτένιο θίγεται το φιλότιμό του.
-Τράβα τη μούρη σου απ’ εδώ ρέ.
-Εμένα το λές;
-Ναι ρέ, εσένα, τι είσαι σύ;
-Μίλα όμορφα αδερφάκι γιατί θα σε στραπατσάρω.
-Εμένα θα στραπατσάρης ρέ;
-Ναι, εσένα, γιατί;
Και το καυγαδάκι από λόγο σε λόγο φουντώνει, η γυναικούλες της γειτονιάς τρέχουν απ’ όλες τις μεριές για να χαζέψουν, τα τσόκαρα και τα κατσάρια βαράνε επιστράτευσι, οι χωροφύλακες ξυπνούν ξαφνικά κι’ εν τέλει οι παλληκαράδες οδηγούνται εις το τμήμα για να ξηγηθούνε καλλίτερα. Οι ατμοί της ρετσίνας βγαίνουν σιγά-σιγά απ’ όλους τους πόρους του σώματος, και το φιλότιμο επανέρχεται στον τόπο του.
Έτσι κατά ενεννήντα τα εκατό καταπνίγονται τα Ρωμέϊκα φιλότιμα. Πολλάκις όμως κάνει την εμφάνισί της κι’ η διμούτσουνη ή καμμιά κολοκοτρωνέϊκη, οπότε «χαιρέτα μου τον πλάτανο…»
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Κάποιες επεξηγήσεις για τους νεώτερους αναγνώστες:
Κουτσαβάκης: Ο βαρύμαγκας της Παλιάς Αθήνας που σύχναζε συνήθως στην πλατεία του Ψυρρή, στο θρυλικό καφενείο του Τσούτρη.
Μαύροι: Οι δικαστές
Κατσάρια: Παλιά παπούτσια που φόραγαν πρόχειρα σαν παντόφλες οι νοικοκυρές όταν γινόταν κάτι ξαφνικό στη γειτονιά. Τη λέξη χρησιμοποιούσαν μεταφορικά για τις ατημέλητες γυναίκες
Διμούτσουνη: Παλιά πιστόλα με δύο κάνες
Κολοκοτρωνέϊκη: Φτηνοσουγιάς με ξύλινη λαβή
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα