Γιώργος Χατζηπαύλου: Κωμικός «στα όρθια»

Είτε τον έχεις γνωρίσει σε κάποια από τις πολυάριθμες τηλεοπτικές stand up comedy απόπειρες, είτε τον έχεις ακούσει στο «Κάτι Ψήνεται» στον ρόλο του αφηγητή, είναι δύσκολο να φανταστείς ότι ο Γιώργος Χατζηπαύλου είναι, κατά βάση, πολύ πιο σοβαρός -και απέναντι στον εαυτό του και απέναντι σε αυτό που κάνει- από πληθώρα ατόμων με σοβαροφανή επαγγέλματα και βαρύγδουπους executive τίτλους. Αλλωστε έχει περάσει κι από εκεί. Κι έφυγε τρέχοντας...

Ο Γιώργος Χατζηπαύλου δεν μου είπε -ευτυχώς- ότι ήθελε να γίνει stand up comedian από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ούτε ότι έστηνε παραστάσεις τέτοιου είδους για την οικογένειά του και τους γείτονες. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερε ακριβώς τι ήθελε να γίνει και ήταν ένα μάλλον μονόχνοτο και αντικοινωνικό -όπως εξομολογείται- παιδί, το οποίο στη Λιβαδειά της δεκαετίας του ’90, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, πάσχιζε να βρει έναν τρόπο να εκφράσει το ανήσυχο καλλιτεχνικό «κάτι» που ένιωθε ότι ελλοχεύει μέσα του. Δεν του άρεσαν -και εξακολουθούν να μην του αρέσουν- τα απρόσωπα και τυποποιημένης διασκέδασης clubs και προτιμούσε να περνάει τα Σαββατοκύριακά του στον ραδιοφωνικό σταθμό της περιοχής, όπου μετά από αυτοπρότασή του δοκιμάστηκε και κέρδισε εκπομπή ενώ ήταν μόλις 14 ετών. Αργότερα έκανε πρόβες στο στούντιο του σταθμού και ηχογραφήσεις με τη ροκ μπάντα του, τους Naira (ο τόνος στο πρώτο «a»). «Το εμπνευστήκαμε από την Αρμένισσα κοπέλα ενός φίλου μας, τη Ναΐρα, μέσα σε ένα βράδυ, όταν έπρεπε να βρούμε όνομα για να λάβουμε μέρος στο Battle of the Bands του “An Club” στα Εξάρχεια. Τα είχαμε όλα εκτός από όνομα. Ετσι παίξαμε εκείνο το βράδυ και βγήκαμε πρώτοι. Ημασταν καλοί. Ετσι, μπορώ να λέω ότι τα πρώτα καλλιτεχνικά μου λεφτά τα έχω βγάλει ως μέλος ροκ συγκροτήματος. Ηταν 2.500 δρχ. το 1996. Πολλά, αν σκεφτείς ότι ο εβδομαδιαίος μισθός μου όταν δούλευα τετραήμερο σε ένα μαγαζί όπου βάζαμε κασετόφωνα και συναγερμούς σε αυτοκίνητα ήταν 4.000 δρχ.», περιγράφει ο Γιώργος για τα πρώτα του χρόνια στην Αθήνα, όταν κατάφερε τελικά να έρθει -μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος- με αφορμή τις σπουδές Μάρκετινγκ σε ιδιωτικό ΙΕΚ.



Η δουλειά στη διαφημιστική


Μετά την αποφοίτησή του, ωστόσο, στράφηκε στον χώρο της διαφήμισης, η οποία τον κράτησε «δέσμιο» στα τρελά ωράριά της, αλλά και στη δημιουργική φρενίτιδά της για μια ολόκληρη δεκαετία. «Ηθελα να ασχοληθώ με τη διαφήμιση», παραδέχεται. «Είχα συμβιβαστεί μέσα μου με την ιδέα ότι άλλο αυτό με το οποίο θες να ασχοληθείς επαγγελματικά και άλλο το χόμπι. Δεν είναι ανάγκη να ταυτίζονται πάντοτε. Επειδή είχαμε στη οικογένεια άτομα που εργάζονταν στον ευρύτερο χώρο της διαφήμισης (σκηνοθέτες σε διαφημιστικές εταιρείες, κειμενογράφους, γραφίστες), μου ήταν κάτι το οικείο και μου άρεσε. Και τότε είχε και χρήματα. Βεβαίως ξεκίνησα το 1999, όταν οι εποχές της μεγάλης γκλαμουριάς ήταν παρελθόν, αλλά και πάλι ήταν πολύ καλά. Κι εννοείται πως θα συνέχιζα να έχω παράλληλα και μια καλλιτεχνική δραστηριότητα, όπως το ραδιόφωνο, το οποίο αγαπώ και κάνω μέχρι και σήμερα. Αυτή την περίοδο παρουσιάζουμε μαζί με την Ελευθερία Παντελιδάκη το “Πρωινό στην Αθήνα”, κάθε μέρα 7 με 10 το πρωί, στον Λάμψη 92,3. Πριν ξεκινήσω στη διαφημιστική, θυμάμαι με είχε βάλει η μάνα μου να δώσω εξετάσεις για την τράπεζα. Της έκανα το χατίρι αλλά προσπαθούσα να απαντήσω τα ανάποδα από αυτά που πίστευα ότι θα ήθελαν για να με πάρουν. Ελεγαν για παράδειγμα “περίγραψε τον εαυτό σου” και απαντούσα ότι είμαι ανοιχτόκαρδος και καταθλιπτικός», αφηγείται και συνεχίζει: «Ενα φεγγάρι πέρασα και από ένα lifestyle περιοδικό, το “Max”. Μπορούμε να αναφέρουμε το όνομα, φαντάζομαι, εφόσον έχει κλείσει πια. Εκεί, λοιπόν, υποτίθεται ότι θα έγραφα, αλλά δεν είχε και πολλά κείμενα. Ηταν ένα πολύ μεγάλο μάθημα, μια αποκαλυπτική εμπειρία. Εκεί κατέληξα στο ότι δεν παίζει ρόλο εάν οι “απέναντι” είναι πολλοί κι εσύ μόνος σου. Μπορεί οι πολλοί να έχουν άδικο κι εσύ να έχεις δίκιο. Αυτό που με ενοχλούσε κυρίως ήταν το κενό περιεχόμενο. Είναι χαρακτηριστική του κλίματος μια συγκεκριμένη σύσκεψη κατά την οποία ψάχναμε να βρούμε τίτλους εξωφύλλου για ένα τεύχος αφιερωμένο στην Ευρώπη. Λέγαμε, λέγαμε, λέγαμε, ξαφνικά πετάγεται ένας και λέει: “Το βρήκα. Ψηλά τα πέη, Ευρωπαίοι”! Ολοι άρχισαν να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται. Στα σοβαρά! Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν θα μακροημέρευα εκεί. Εμεινα λιγότερο από δύο μήνες. Διότι αν μένεις σε ένα περιβάλλον που δεν σου ταιριάζει για πάρα πολύ καιρό, ή θα φρικάρεις ή θα γίνεις σαν κι αυτό που σε απωθούσε. Ετσι ένα πρωί πήγα και τους είπα φιλικότατα: “Παιδιά, εγώ φεύγω. Δεν θα τα βρούμε ποτέ”. Υπήρχαν φυσικά και μερικές εξαιρέσεις όπως η συνέντευξη που είχα κάνει με τον Τζορτζ Πελεκάνος. Ηταν όμως ελάχιστες», καταλήγει.

Το stand up comedy


«Οταν είδα τελείως τυχαία μια παράσταση stand up στον χώρο της αλησμόνητης Λουκίας Ρικάκη, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά στη ζωή μου τι ήθελα να κάνω πραγματικά. Θα πήγαινε να την παρακολουθήσει ένας ξάδερφός μου με μεγάλη παρέα, και δύο άτομα τελικά δεν ήρθαν. Ετσι με πήρε τελευταία στιγμή. Σάββατο ήταν, δεν είχα άλλα σχέδια, οπότε πήγα. Ημουν 23 ετών και δεν είχα ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα. Μου άρεσε πολύ και άρχισα να το ψάχνω», αποκαλύπτει. Εκτοτε πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι. Μετά από πολλές ώρες δοκιμών σε διάφορες σκηνές, ήρθαν τα τηλεοπτικά παράσημα και οι παραστάσεις όχι μόνο σε μπαράκια και clubs, αλλά και σε θέατρα.

Ο Γιώργος για ακόμη μία φορά στη ζωή του είχε τολμήσει τη μεγάλη ανατροπή και είχε καταφέρει να αλλάξει τα πάντα στην καθημερινότητά του, παρά την πολυπόθητη ασφάλεια των δέκα χρόνων προϋπηρεσίας σε έναν δύσκολο τομέα, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη. Γι’ αυτό και ξαφνιάστηκα όταν γύρισε και μου είπε ότι δεν τάσσεται υπέρ των ριζικών μεταβολών και η μεγαλύτερή του φοβία είναι πως θα συμβεί κάτι και θα αλλάξουν τα πράγματα όπως τα ξέρει! Σκέφτομαι πως δεν μπορεί να το λέει αυτό ένας άνθρωπος που έχει αναγάγει τη «δραπέτευση», υπό μη 100% ικανοποιητικές για τον ίδιο συνθήκες, σε τέχνη! Ισως τελικά όλα αυτά με το οποία καταπιάνεται ανήκουν με κάποιον τρόπο σε μία και μοναδική συνισταμένη των ταλέντων του. Ισως και η φοβία του αυτή να είναι απλώς κάτι στο οποίο θέλει να πιστεύει, ακόμα κι αν ξέρει ότι δεν ισχύει. Ετσι, για γούρι και δύναμη για ακόμη περισσότερη δουλειά. Διότι πώς αλλιώς η φετινή εκδοχή της σόλο παράστασής του γύρω από τις νόρμες των ζευγαριών θα ήταν για τρίτη συνεχή χρονιά sold out; Πώς αλλιώς η περσινή δική του πρωτοβουλία για μια παράσταση φιλανθρωπικού χαρακτήρα υπέρ της UNICEF -το «Stand Up for U»- θα είχε τέτοια απήχηση ώστε να θεσμοθετηθεί και να επαναληφθεί με μεγαλύτερη διάρκεια και τον ερχόμενο Μάιο; Ναι, πλέον έχει αυτοπροσδιοριστεί. Κι αν έχει ένα παράπονο, αυτό είναι ότι υπάρχουν ακόμα κάποιοι που δεν γνωρίζουν ακριβώς τους «κανόνες» της τέχνης του.

«Η φόρμα του stand up έχει ως εξής: ένας κωμικός γράφει τα κείμενά του και τα παρουσιάζει μπροστά σε κοινό, 99% όντας ο εαυτός του μεγεθυμένος ή πιο εκτεθειμένος. Δεν είναι ούτε το show, ούτε το bar theater όπου ψιλομιλάμε για πέντε λεπτά με τον κόσμο και χαριεντιζόμαστε, ούτε τα καλιαρντά με τους φίλους μας που τα καταλαβαίνουμε μόνο μεταξύ μας οι δέκα τηλεοπτικοί αστέρες. Ούτε φυσικά τα ανέκδοτα, ούτε ο ελεύθερος αυτοσχεδιασμός. Δεν γίνεται να πεις στην ουσία σε κάποιον “έλα να πληρώσεις κι αν μου έρθει έμπνευση εκείνη την ώρα θα περάσουμε ωραία”. Δεν υπάρχει στάνταρ ορισμός, αλλά σίγουρα αυτά που ανέφερα δεν είναι stand up. Εχει πάρα πολλή δουλειά από πίσω», λέει σε μια απόπειρα να το βάλει σε λέξεις συμπληρώνοντας: «Πονάει το μυαλό από την πίεση και ματώνουν τα δάχτυλα από το γράψιμο».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr