Ενα κορυφαίο χάτσμπακ για όσους οικογενειάρχες επιθυμούν ένα ευρύχωρο, ποιοτικό και μοντέρνο σε εμφάνιση μοντέλο. Με πιο δυναμική και σύγχρονη σχεδίαση, πιο πολυτελές εσωτερικό και με ακόμα πιο πλήρες εξοπλιστικό πακέτο, είναι σίγουρο ότι θα προσελκύσει με τις αρετές του τους υποψήφιους αγοραστές.
Γιώργος Παπακώστας: O mister «Burger» των 2 εκατ.€
Γιώργος Παπακώστας: O mister «Burger» των 2 εκατ.€
Αφού σπούδασε σεφ στις ΗΠΑ και συνεργάστηκε με κορυφαία ονόματα της γαστρονομίας, ο Γιώργος Παπακώστας δημιούργησε μια αλυσίδα ταχυφαγείων στην Ελλάδα.
Ο τζίρος των 2 εκατ. ευρώ είναι μόνο η αρχή για ένα ανήσυχο
επιχειρηματικό και καλλιτεχνικό πνεύμα, αλλά και έναν γοητευτικό,
υπέρκομψο νέο άντρα ο οποίος δεν ξέφυγε από την προσοχή της ηθοποιού
Πατρίτσια-Μίλικ Περιστέρη
Από τότε που θυμάται τον εαυτό του ο Γιώργος Παπακώστας βρίσκεται σε κάποιο από τα μαγαζιά της οικογένειάς του. Σε ηλικία 8 ετών πήγαινε μαζί με τη μητέρα του στο «Casa di Pasta», στο Κολωνάκι, προκειμένου να γευτεί τα αγαπημένα του spaghetti alle vongole. Οπως αναπολεί ο ίδιος: «Τις Κυριακές ντυνόμασταν καλά και πηγαίναμε στο δικό μας εστιατόριο λες και επρόκειτο για πρόσκληση σε τραπέζι από κάποιον άλλον. Για την οικογένειά μου το φαγητό αποτελεί ιεροτελεστία, την οποία ξέρουμε να τιμάμε».
Ηδη από την περίοδο που ήταν μόλις 10 ετών άρχισε να δουλεύει για να βοηθήσει τον πατέρα του: «Εκανα ό,τι δουλειά μπορείς να φανταστείς. Σερβίριζα, έκανα λάντζα, τα πάντα. Μνημειώδης έχει μείνει η σκηνή όπου ντυμένος με κουστούμι και παπιγιόν ανέβηκα πάνω σε ένα καφάσι αναψυκτικών προκειμένου να φτάσω τη μηχανή του καφέ για να φτιάξω εσπρέσο».
O πατέρας Παπακώστας, πρώτη γενιά επιχειρηματίας, ήθελε τα παιδιά του να μυηθούν από νωρίς στην πραγματική ζωή. Μετανάστης στη Νέα Υόρκη, ο Γιάννης Παπακώστας ξεκίνησε την καριέρα του αγοράζοντας το πρώτο του εστιατόριο στις ΗΠΑ το 1972. Εκτοτε εξελίχθηκε σε ένα δυνατό όνομα στον χώρο εστίασης στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δημιουργώντας μια ολόκληρη αλυσίδα από ελληνικά εστιατόρια, τα «Greek Kitchen». Αυτά θα γίνονταν η απόλυτη μόδα της εποχής, ενώ ήταν τα πρώτα που έμεναν ανοιχτά όλο το 24ωρο.
Η γειτνίαση ανάμεσα στο εστιατόριο Παπακώστα και τον ναό του νεοϋορκέζικου ξεσαλώματος, του διάσημου «Studio 54», θα μετατρέψουν το «Greek Kitchen» στην απόλυτη τάση της εποχής. Ο Μίκι Ρουρκ, ο Σιλβέστερ Σταλόνε, ο Μικ Τζάγκερ, ακόμη και η Μπρουκ Σιλντς συνωστίζονται στα σαλόνια του Ελληνα που μυεί επώνυμους και σταρ στο ελληνικό γκουρμέ. Λίγα χρόνια αργότερα και ενώ ο μεγάλος του γιος, ο Γιώργος, έχει γίνει 3 ετών, ο Ελληνας επιχειρηματίας παίρνει την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο ίδιος δικαιολογεί αυτή την απόφαση του πατέρα του: «Εκείνα τα χρόνια, στο τέλος της δεκαετίας του ΄70 και στα 80s, η Νέα Υόρκη ήταν επικίνδυνη και ο μπαμπάς ήθελε να μεγαλώσουμε σε ένα ήρεμο περιβάλλον με ασφάλεια. Θυμάμαι ότι για να πάρει τις εισπράξεις από τα μαγαζιά του είχε πάντα φρουρά και συνοδεία. Και αυτό δεν του άρεσε καθόλου, γι’ αυτό και πήρε την απόφαση να επιστρέψουμε».
Από τότε που θυμάται τον εαυτό του ο Γιώργος Παπακώστας βρίσκεται σε κάποιο από τα μαγαζιά της οικογένειάς του. Σε ηλικία 8 ετών πήγαινε μαζί με τη μητέρα του στο «Casa di Pasta», στο Κολωνάκι, προκειμένου να γευτεί τα αγαπημένα του spaghetti alle vongole. Οπως αναπολεί ο ίδιος: «Τις Κυριακές ντυνόμασταν καλά και πηγαίναμε στο δικό μας εστιατόριο λες και επρόκειτο για πρόσκληση σε τραπέζι από κάποιον άλλον. Για την οικογένειά μου το φαγητό αποτελεί ιεροτελεστία, την οποία ξέρουμε να τιμάμε».
Ηδη από την περίοδο που ήταν μόλις 10 ετών άρχισε να δουλεύει για να βοηθήσει τον πατέρα του: «Εκανα ό,τι δουλειά μπορείς να φανταστείς. Σερβίριζα, έκανα λάντζα, τα πάντα. Μνημειώδης έχει μείνει η σκηνή όπου ντυμένος με κουστούμι και παπιγιόν ανέβηκα πάνω σε ένα καφάσι αναψυκτικών προκειμένου να φτάσω τη μηχανή του καφέ για να φτιάξω εσπρέσο».
O πατέρας Παπακώστας, πρώτη γενιά επιχειρηματίας, ήθελε τα παιδιά του να μυηθούν από νωρίς στην πραγματική ζωή. Μετανάστης στη Νέα Υόρκη, ο Γιάννης Παπακώστας ξεκίνησε την καριέρα του αγοράζοντας το πρώτο του εστιατόριο στις ΗΠΑ το 1972. Εκτοτε εξελίχθηκε σε ένα δυνατό όνομα στον χώρο εστίασης στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δημιουργώντας μια ολόκληρη αλυσίδα από ελληνικά εστιατόρια, τα «Greek Kitchen». Αυτά θα γίνονταν η απόλυτη μόδα της εποχής, ενώ ήταν τα πρώτα που έμεναν ανοιχτά όλο το 24ωρο.
Η γειτνίαση ανάμεσα στο εστιατόριο Παπακώστα και τον ναό του νεοϋορκέζικου ξεσαλώματος, του διάσημου «Studio 54», θα μετατρέψουν το «Greek Kitchen» στην απόλυτη τάση της εποχής. Ο Μίκι Ρουρκ, ο Σιλβέστερ Σταλόνε, ο Μικ Τζάγκερ, ακόμη και η Μπρουκ Σιλντς συνωστίζονται στα σαλόνια του Ελληνα που μυεί επώνυμους και σταρ στο ελληνικό γκουρμέ. Λίγα χρόνια αργότερα και ενώ ο μεγάλος του γιος, ο Γιώργος, έχει γίνει 3 ετών, ο Ελληνας επιχειρηματίας παίρνει την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο ίδιος δικαιολογεί αυτή την απόφαση του πατέρα του: «Εκείνα τα χρόνια, στο τέλος της δεκαετίας του ΄70 και στα 80s, η Νέα Υόρκη ήταν επικίνδυνη και ο μπαμπάς ήθελε να μεγαλώσουμε σε ένα ήρεμο περιβάλλον με ασφάλεια. Θυμάμαι ότι για να πάρει τις εισπράξεις από τα μαγαζιά του είχε πάντα φρουρά και συνοδεία. Και αυτό δεν του άρεσε καθόλου, γι’ αυτό και πήρε την απόφαση να επιστρέψουμε».
Η επάνοδος του πατέρα του στην Ελλάδα δεν άργησε να συνδεθεί με μία ακόμη επαγγελματική επιτυχία. Δημιούργησε μια σειρά από νυχτερινά κέντρα στην παραλία της Αθήνας, όπως το «Avance», το «Βio-Bio», το «Penthouse Club» κ.ά. Στη συνέχεια, ακολουθώντας το ρεύμα του κοινού προς την ιταλική κουζίνα, άνοιξε την περίφημη αλυσίδα εστιατορίων «Casa di Pasta»: «Από τα μαγαζιά μας περνούσαν όλοι. Θυμάμαι τον Κώστα Βουτσά να κάνει πλάκες και την Αλίκη Βουγιουκλάκη να μπαίνει στην κουζίνα και να μαγειρεύει μόνη της τα μακαρόνια που επρόκειτο να απολαύσει. Μέσω των “Casa di Pasta” γνώρισα όλη την επιχειρηματική και καλλιτεχνική αφρόκρεμα της εποχής», λέει ο υιός Παπακώστας.
Ανωτάτη μαγειρική στις ΗΠΑ
Τελειώνοντας το σχολείο ο Γιώργος Παπακώστας έφυγε για τη Νέα Υόρκη, όπου σπούδασε μάρκετινγκ και διοίκηση επιχειρήσεων. Ανήσυχο πνεύμα, που διψά διαρκώς για νέες περιπέτειες, όπως ήταν φυσικό, δεν ήθελε να επιστρέψει αμέσως στην Ελλάδα. Επεισε, λοιπόν, τον πατέρα του να παραμείνει στο εξωτερικό για ένα δεύτερο πτυχίο, αυτό του σεφ. Πράγματι, σπούδασε σε μία από τις καλύτερες σχολές μαγείρων στον κόσμο, το French Culinary Institute στο Σόχο και το μαγικό ταξίδι στις εκλεπτυσμένες γεύσεις άρχισε. Αποφοιτώντας βρέθηκε να συνεργάζεται με καταξιωμένους σεφ σε μερικά από τα πιο σημαντικά εστιατόρια του κόσμου. Ο Γιώργος Παπακώστας πέρασε ικανό και εποικοδομητικό χρόνο στην κουζίνα του «Νello» στη λεωφόρο Μάντισον, όπως και στο «Mercer Kitchen», ένα από τα κλασικά σημεία συνάντησης των μεγαλύτερων Αμερικανών σταρ.
Ο φιλόδοξος Ελληνας, έστω και αν δεν γνώριζε ακόμη τη δραστηριότητα στην οποία θα αφοσιωνόταν, ούτε ότι θα ακολουθούσε τα πατρικά βήματα με το να γίνει ο ίδιος ιδιοκτήτης εστιατορίων, έκανε το «διδακτορικό» του σε ένα από τα εστιατόρια του Ντάνιελ Μπούλουντ με τα τρία αστέρια Michelin, καθώς και στο «Τhe London Hotel» υπό την εποπτεία του Γκόρντον Ράμσι αυτοπροσώπως: «Δύο συνεργασίες είναι αυτές που θα μου μείνουν αξέχαστες», παραδέχεται ο Γιώργος: «Με το εστιατόριο “Hotel de Paris” του Αλέν Ντουκάς στο Παρίσι και με εκείνο του Γκόρντον Ράμσι, για τον οποίο είχα την άποψη ότι είναι απλώς ένας νευρικός φωνακλάς μάγειρας που το μόνο που επιδιώκει είναι η επίδειξη. Ε, λοιπόν, καμία σχέση. Πρόκειται για ένα μεγάλο ταλέντο της κουζίνας, έναν άκρως επικοινωνιακό άνθρωπο, ο οποίος έχει επιπλέον τη γενναιοδωρία να μεταλαμπαδεύει τη γνώση του».
Στη Νέα Υόρκη γνωρίστηκε με εξέχουσες προσωπικότητες. «Στα εστιατόρια όπου εργάστηκα γνώρισα πολύ κόσμο. Στην Αμερική οι σταρ είναι πιο απλοί και πιο γήινοι. Δεν θα ξεχάσω π.χ. τη χειραψία μου με τον Φρανκ Σινάτρα, τα δυο λόγια που αντάλλαξα με τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, αλλά και τη Χάλι Μπέρι να μου χαμογελά ρωτώντας με “how are you, George?”. Η περιήγησή μου στις διασημότερες κουζίνες μού χάρισε χωρίς αμφιβολία ένα υπέροχο ταξίδι», λέει.
Χάμπουργκερ αλά ελληνικά
Οταν βαρέθηκε τους ουρανοξύστες και τη ζωή με μια βαλίτσα στο χέρι, επέστρεψε στην Ελλάδα και συνεργάστηκε με τις επιχειρήσεις του πατέρα του για το πρώτο διάστημα. Καταρχάς δούλεψε στο μπαρ-εστιατόριο «Cubanita», μέχρις ότου πάρει την απόφαση να κάνει κάτι δικό του με τη βοήθεια των αδελφών του.
Το 2011, όταν η Ελλάδα βρισκόταν ήδη σε βαθιά οικονομική κρίση, δημιούργησε το πρώτο «Burger Joint», το στέκι δηλαδή του burger, σε ένα μικρό μαγαζί στη Γλυφάδα. «Δεν θέλαμε να ρισκάρουμε και γι’ αυτό επενδύσαμε λίγα χρήματα», εξομολογείται ο ίδιος, αποκαλύπτοντας ότι «εγώ με τα ταχυφαγεία δεν τα πήγαινα καλά. Η εμπειρία μου ήταν από εστιατόρια με λινά τραπεζομάντιλα. Θυμάμαι που μια ζωή έλεγα “εγώ σουβλατζίδικο δεν πρόκειται να ανοίξω ποτέ!”». Ενα βράδυ, όμως, κάποιοι φίλοι του αδελφού του παράγγειλαν burger, λέγοντάς του ότι πρόκειται για ό,τι πιο νόστιμο έχουν δοκιμάσει. Οταν ο Γιώργος Παπακώστας δάγκωσε το συγκεκριμένο μπιφτέκι μούδιασε, καθώς ένιωσε αμέσως ότι επρόκειτο περί μιας μετριότητας - στην καλύτερη περίπτωση. Και αμέσως προέβη στη δήλωση: «Αν αυτό είναι burger, πού να δείτε τι θα γίνει με το δικό μου!». Ουσιαστικά από εκείνη τη στιγμή μπήκαν σε ενέργεια τα πρώτα επιχειρηματικά πλάνα του.
Το «Burger Joint» βασίζεται σε αμερικανικά γευστικά πρότυπα και σημειώνει ήδη τεράστια επιτυχία. Υπάρχουν δύο, ένα στη Γλυφάδα και ένα στο Ψυχικό. Επίσης, υπό την επωνυμία «Ace Burger Company», λειτουργεί ήδη άλλο ένα στα γευστικά και αισθητικά πρότυπα του Παπακώστα στην Πανόρμου, ενώ ένα δεύτερο ετοιμάζεται να ανοίξει προσεχώς στην Κηφισιά. Ο Γιώργος εγγυάται μοναδική γεύση, ωραίο περιβάλλον και γρήγορο σέρβις, γι’ αυτό και τα burger του γίνονται ανάρπαστα. Χάρη σε αυτά τα μπιφτέκια, τα οποία ο ίδιος παλαιότερα σνόμπαρε, έχει επιτύχει ένα μοναδικό burger success story, με τζίρους που αγγίζουν τα 2 εκατ. ευρώ τον χρόνο, για τον ίδιο και τα δύο αδέλφια-συνεταίρους του.
Ωστόσο τα όνειρά του δεν σταματούν εδώ. Ανθρωπος φινετσάτος και με στυλ, ο 31χρονος επιχειρηματίας έχει πολύ ευρύτερες ανησυχίες: ενδιαφέρεται με πάθος για τη σχεδίαση των ξενοδοχείων του μέλλοντος, όπως και το να λανσάρει ρούχα ή ακόμη και παπούτσια με το όνομά του. Οι τάσεις στη μόδα είναι κάτι που ο Γιώργος Παπακώστας μπορεί να επιβάλει εύκολα, καθώς θεωρείται από τους πλέον καλοντυμένους και γοητευτικούς νεαρούς άνδρες της Αθήνας.
Ο ίδιος, άλλωστε, παραδέχεται ότι τα παπούτσια που σχεδίασε πριν από λίγους μήνες για τον εαυτό του αγαπήθηκαν τόσο πολύ από τους φίλους του, ώστε έχουν γίνει ήδη οι πρώτες παραγγελίες. «Η ίδια η ζωή σού δείχνει τον δρόμο», λέει. Από την άλλη, όταν έγινε γνωστό ότι διατηρεί σχέση με την Πατρίτσια Μίλικ-Περιστέρη, αν και δεν του αρέσει το γεγονός ότι έχει δημοσιοποιηθεί, αναφέρει στο «thema people»: «Είμαστε μαζί και είμαστε καλά. Το γεγονός ότι εκείνη εργάζεται στην Κύπρο και εγώ μένω στην Ελλάδα μπορεί να δυσχεραίνει την κατάσταση, όταν υπάρχουν όμως αληθινά συναισθήματα ακόμη και οι αποστάσεις γεφυρώνονται.
Στο πρόσωπο της Πατρίτσια νιώθω ότι βρήκα τον άνθρωπό μου, μια γυναίκα συνοδοιπόρο. Ακόμη και στα επιχειρηματικά πλάνα είναι δίπλα μου. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που μου πρότεινε εκείνη να μοιράσουμε μαζί φυλλάδια για το “Ace Burger Company” της Πανόρμου προκειμένου να κάνουμε περισσότερο γνωστό το μαγαζί».
«Στα εστιατόρια όπου εργάστηκα γνώρισα πολύ κόσμο. Στην Αμερική οι σταρ είναι πιο απλοί και πιο γήινοι. Δεν θα ξεχάσω τη χειραψία μου με τον Φρανκ Σινάτρα, τα δυο λόγια που αντάλλαξα με τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, αλλά και τη Χάλι Μπέρι να μου χαμογελά ρωτώντας με “how are you, George?”»
Ανωτάτη μαγειρική στις ΗΠΑ
Τελειώνοντας το σχολείο ο Γιώργος Παπακώστας έφυγε για τη Νέα Υόρκη, όπου σπούδασε μάρκετινγκ και διοίκηση επιχειρήσεων. Ανήσυχο πνεύμα, που διψά διαρκώς για νέες περιπέτειες, όπως ήταν φυσικό, δεν ήθελε να επιστρέψει αμέσως στην Ελλάδα. Επεισε, λοιπόν, τον πατέρα του να παραμείνει στο εξωτερικό για ένα δεύτερο πτυχίο, αυτό του σεφ. Πράγματι, σπούδασε σε μία από τις καλύτερες σχολές μαγείρων στον κόσμο, το French Culinary Institute στο Σόχο και το μαγικό ταξίδι στις εκλεπτυσμένες γεύσεις άρχισε. Αποφοιτώντας βρέθηκε να συνεργάζεται με καταξιωμένους σεφ σε μερικά από τα πιο σημαντικά εστιατόρια του κόσμου. Ο Γιώργος Παπακώστας πέρασε ικανό και εποικοδομητικό χρόνο στην κουζίνα του «Νello» στη λεωφόρο Μάντισον, όπως και στο «Mercer Kitchen», ένα από τα κλασικά σημεία συνάντησης των μεγαλύτερων Αμερικανών σταρ.
Ο φιλόδοξος Ελληνας, έστω και αν δεν γνώριζε ακόμη τη δραστηριότητα στην οποία θα αφοσιωνόταν, ούτε ότι θα ακολουθούσε τα πατρικά βήματα με το να γίνει ο ίδιος ιδιοκτήτης εστιατορίων, έκανε το «διδακτορικό» του σε ένα από τα εστιατόρια του Ντάνιελ Μπούλουντ με τα τρία αστέρια Michelin, καθώς και στο «Τhe London Hotel» υπό την εποπτεία του Γκόρντον Ράμσι αυτοπροσώπως: «Δύο συνεργασίες είναι αυτές που θα μου μείνουν αξέχαστες», παραδέχεται ο Γιώργος: «Με το εστιατόριο “Hotel de Paris” του Αλέν Ντουκάς στο Παρίσι και με εκείνο του Γκόρντον Ράμσι, για τον οποίο είχα την άποψη ότι είναι απλώς ένας νευρικός φωνακλάς μάγειρας που το μόνο που επιδιώκει είναι η επίδειξη. Ε, λοιπόν, καμία σχέση. Πρόκειται για ένα μεγάλο ταλέντο της κουζίνας, έναν άκρως επικοινωνιακό άνθρωπο, ο οποίος έχει επιπλέον τη γενναιοδωρία να μεταλαμπαδεύει τη γνώση του».
Στη Νέα Υόρκη γνωρίστηκε με εξέχουσες προσωπικότητες. «Στα εστιατόρια όπου εργάστηκα γνώρισα πολύ κόσμο. Στην Αμερική οι σταρ είναι πιο απλοί και πιο γήινοι. Δεν θα ξεχάσω π.χ. τη χειραψία μου με τον Φρανκ Σινάτρα, τα δυο λόγια που αντάλλαξα με τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, αλλά και τη Χάλι Μπέρι να μου χαμογελά ρωτώντας με “how are you, George?”. Η περιήγησή μου στις διασημότερες κουζίνες μού χάρισε χωρίς αμφιβολία ένα υπέροχο ταξίδι», λέει.
Χάμπουργκερ αλά ελληνικά
Οταν βαρέθηκε τους ουρανοξύστες και τη ζωή με μια βαλίτσα στο χέρι, επέστρεψε στην Ελλάδα και συνεργάστηκε με τις επιχειρήσεις του πατέρα του για το πρώτο διάστημα. Καταρχάς δούλεψε στο μπαρ-εστιατόριο «Cubanita», μέχρις ότου πάρει την απόφαση να κάνει κάτι δικό του με τη βοήθεια των αδελφών του.
Το 2011, όταν η Ελλάδα βρισκόταν ήδη σε βαθιά οικονομική κρίση, δημιούργησε το πρώτο «Burger Joint», το στέκι δηλαδή του burger, σε ένα μικρό μαγαζί στη Γλυφάδα. «Δεν θέλαμε να ρισκάρουμε και γι’ αυτό επενδύσαμε λίγα χρήματα», εξομολογείται ο ίδιος, αποκαλύπτοντας ότι «εγώ με τα ταχυφαγεία δεν τα πήγαινα καλά. Η εμπειρία μου ήταν από εστιατόρια με λινά τραπεζομάντιλα. Θυμάμαι που μια ζωή έλεγα “εγώ σουβλατζίδικο δεν πρόκειται να ανοίξω ποτέ!”». Ενα βράδυ, όμως, κάποιοι φίλοι του αδελφού του παράγγειλαν burger, λέγοντάς του ότι πρόκειται για ό,τι πιο νόστιμο έχουν δοκιμάσει. Οταν ο Γιώργος Παπακώστας δάγκωσε το συγκεκριμένο μπιφτέκι μούδιασε, καθώς ένιωσε αμέσως ότι επρόκειτο περί μιας μετριότητας - στην καλύτερη περίπτωση. Και αμέσως προέβη στη δήλωση: «Αν αυτό είναι burger, πού να δείτε τι θα γίνει με το δικό μου!». Ουσιαστικά από εκείνη τη στιγμή μπήκαν σε ενέργεια τα πρώτα επιχειρηματικά πλάνα του.
Το «Burger Joint» βασίζεται σε αμερικανικά γευστικά πρότυπα και σημειώνει ήδη τεράστια επιτυχία. Υπάρχουν δύο, ένα στη Γλυφάδα και ένα στο Ψυχικό. Επίσης, υπό την επωνυμία «Ace Burger Company», λειτουργεί ήδη άλλο ένα στα γευστικά και αισθητικά πρότυπα του Παπακώστα στην Πανόρμου, ενώ ένα δεύτερο ετοιμάζεται να ανοίξει προσεχώς στην Κηφισιά. Ο Γιώργος εγγυάται μοναδική γεύση, ωραίο περιβάλλον και γρήγορο σέρβις, γι’ αυτό και τα burger του γίνονται ανάρπαστα. Χάρη σε αυτά τα μπιφτέκια, τα οποία ο ίδιος παλαιότερα σνόμπαρε, έχει επιτύχει ένα μοναδικό burger success story, με τζίρους που αγγίζουν τα 2 εκατ. ευρώ τον χρόνο, για τον ίδιο και τα δύο αδέλφια-συνεταίρους του.
Ωστόσο τα όνειρά του δεν σταματούν εδώ. Ανθρωπος φινετσάτος και με στυλ, ο 31χρονος επιχειρηματίας έχει πολύ ευρύτερες ανησυχίες: ενδιαφέρεται με πάθος για τη σχεδίαση των ξενοδοχείων του μέλλοντος, όπως και το να λανσάρει ρούχα ή ακόμη και παπούτσια με το όνομά του. Οι τάσεις στη μόδα είναι κάτι που ο Γιώργος Παπακώστας μπορεί να επιβάλει εύκολα, καθώς θεωρείται από τους πλέον καλοντυμένους και γοητευτικούς νεαρούς άνδρες της Αθήνας.
Ο ίδιος, άλλωστε, παραδέχεται ότι τα παπούτσια που σχεδίασε πριν από λίγους μήνες για τον εαυτό του αγαπήθηκαν τόσο πολύ από τους φίλους του, ώστε έχουν γίνει ήδη οι πρώτες παραγγελίες. «Η ίδια η ζωή σού δείχνει τον δρόμο», λέει. Από την άλλη, όταν έγινε γνωστό ότι διατηρεί σχέση με την Πατρίτσια Μίλικ-Περιστέρη, αν και δεν του αρέσει το γεγονός ότι έχει δημοσιοποιηθεί, αναφέρει στο «thema people»: «Είμαστε μαζί και είμαστε καλά. Το γεγονός ότι εκείνη εργάζεται στην Κύπρο και εγώ μένω στην Ελλάδα μπορεί να δυσχεραίνει την κατάσταση, όταν υπάρχουν όμως αληθινά συναισθήματα ακόμη και οι αποστάσεις γεφυρώνονται.
Στο πρόσωπο της Πατρίτσια νιώθω ότι βρήκα τον άνθρωπό μου, μια γυναίκα συνοδοιπόρο. Ακόμη και στα επιχειρηματικά πλάνα είναι δίπλα μου. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που μου πρότεινε εκείνη να μοιράσουμε μαζί φυλλάδια για το “Ace Burger Company” της Πανόρμου προκειμένου να κάνουμε περισσότερο γνωστό το μαγαζί».
«Στα εστιατόρια όπου εργάστηκα γνώρισα πολύ κόσμο. Στην Αμερική οι σταρ είναι πιο απλοί και πιο γήινοι. Δεν θα ξεχάσω τη χειραψία μου με τον Φρανκ Σινάτρα, τα δυο λόγια που αντάλλαξα με τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, αλλά και τη Χάλι Μπέρι να μου χαμογελά ρωτώντας με “how are you, George?”»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα