Πίτσα Παπαδοπούλου: Θα τα βροντήξει όλα κάτω τελικά;
13.01.2015
08:30
Η αγαπημένη λαϊκή τραγουδίστρια Πίτσα Παπαδοπούλου φεύγει για λίγο από τις πίστες και επισκέπτεται τις κινηματογραφικές αίθουσες, αφού -μαζί με τον Λεωνίδα Βελή- ερμηνεύει το τραγούδι «Απόψε» που ακούγεται στους τίτλους της ταινίας «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης». Λίγες ώρες πριν μπει στο αεροπλάνο για Αυστραλία μας μίλησε για τις συνθήκες που επικρατούσαν στο επάγγελμα όταν ξεκινούσε, εντοπίζει τις διαφορές με το σήμερα και εξηγεί τον πολλαπλό ρόλο της αγάπης στη ζωή της
Στο άκουσμα του ονόματός της το μυαλό κατακλύζεται από τίτλους μεγάλων επιτυχιών που κατάφεραν να ξεπεράσουν το φράγμα του χρόνου και να γίνουν διαχρονικές. Στο κελάρυσμα της φωνής της, αυτό το βελούδινο «γιατρικό» για πληγωμένες καρδιές, κανείς σχεδόν δεν ακούει τον μελωδικό απόηχο μιας εποχής όπου τα μπουζούκια ήταν οι ναοί της διασκέδασης και οι ταλαντούχοι λαϊκοί τραγουδιστές με τα χρυσά λαρύγγια λατρεύονταν σαν θεοί της πίστας. Η Πίτσα Παπαδοπούλου ήταν μία από αυτούς. Και εξακολουθεί να είναι. Ανήμερα τα Χριστούγεννα είχε κλείσει μια εμφάνιση σε γνωστό νυχτερινό κέντρο της Λάρισας. Δύο μέρες μετά, θα πετούσε για Αυστραλία: Σίδνεϊ, Αδελαΐδα, Μελβούρνη, Μπρίσμπεϊν. Την πετύχαμε στον δρόμο της επιστροφής στην Αθήνα, όπου πέρασε όλο το βράδυ πακετάροντας τα απαραίτητα για το ταξίδι στην άλλη άκρη της γης.
Mε τον Γιώργο Νταλάρα και τον Μιχάλη Τζουγανάκη
«Είναι η τέταρτη ή η πέμπτη φορά που πηγαίνω. Μεγάλο ταξίδι, αλλά και η ανταμοιβή από τους ομογενείς που έρχονται να με ακούσουν μεγάλη», διευκρινίζει και συνεχίζει συγκινημένη: «Αυτοί οι άνθρωποι σε υποδέχονται σαν να τους πηγαίνεις το καλύτερο δώρο. Οχι μόνο στην Αυστραλία. Το ίδιο συμβαίνει στην Αμερική, στη Γερμανία και στο Ισραήλ. Και μόνο που σε αγγίζουν νιώθουν λίγο κοντύτερα στην Ελλάδα. Στέκονται σε ουρές πολλές ώρες μόνο για να σου σφίξουν το χέρι και κάνουν πολλά χιλιόμετρα για να σε δουν και να σου πουν δυο ελληνικές κουβέντες δακρύζοντας. Ποτέ δεν έχω τραγουδήσει ξένο τραγούδι. Δεν γνωρίζω τη γλώσσα και δεν μπορώ να είμαι παπαγάλος όταν τραγουδάω. Δεν θέλω να προσποιούμαι. Εχω στηρίξει τη ζωή και την καριέρα μου στην αλήθεια και σε αυτά που ξέρω. Και είμαι ευγνώμων που υπάρχουν άνθρωποι που το εκτιμούν», καταλήγει. Τη ρωτάω εάν συνηθίζεται ποτέ το γεγονός ότι σε κάθε γιορτή και αργία ο καλλιτέχνης πρέπει να βρίσκεται στην πίστα όταν όλοι οι υπόλοιποι συγκεντρώνονται γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι με συγγενείς και φίλους.
«Δεν συνηθίζεται ποτέ, αλλά αποτελεί πλέον μέρος της ζωής μας», αποκρίνεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια χωρίς καμία διάθεση να ωραιοποιήσει καταστάσεις. «Ολα μου τα χρόνια κάνω Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στην πίστα. Αυτή είναι πλέον η οικογένειά μας. Είναι ωραίο βέβαια να είσαι και με τους δικούς σου ανθρώπους, τους γονείς, τα αδέρφια, τα παιδιά και τους φίλους σου. Και το κάνεις, αλλά άλλες ώρες. Γιορτάζουμε τη μέρα, τρώμε όλοι μαζί. Το βράδυ όμως είμαστε στη δουλειά», τονίζει.
Mε τον Γιώργο Νταλάρα και τον Μιχάλη Τζουγανάκη
«Είναι η τέταρτη ή η πέμπτη φορά που πηγαίνω. Μεγάλο ταξίδι, αλλά και η ανταμοιβή από τους ομογενείς που έρχονται να με ακούσουν μεγάλη», διευκρινίζει και συνεχίζει συγκινημένη: «Αυτοί οι άνθρωποι σε υποδέχονται σαν να τους πηγαίνεις το καλύτερο δώρο. Οχι μόνο στην Αυστραλία. Το ίδιο συμβαίνει στην Αμερική, στη Γερμανία και στο Ισραήλ. Και μόνο που σε αγγίζουν νιώθουν λίγο κοντύτερα στην Ελλάδα. Στέκονται σε ουρές πολλές ώρες μόνο για να σου σφίξουν το χέρι και κάνουν πολλά χιλιόμετρα για να σε δουν και να σου πουν δυο ελληνικές κουβέντες δακρύζοντας. Ποτέ δεν έχω τραγουδήσει ξένο τραγούδι. Δεν γνωρίζω τη γλώσσα και δεν μπορώ να είμαι παπαγάλος όταν τραγουδάω. Δεν θέλω να προσποιούμαι. Εχω στηρίξει τη ζωή και την καριέρα μου στην αλήθεια και σε αυτά που ξέρω. Και είμαι ευγνώμων που υπάρχουν άνθρωποι που το εκτιμούν», καταλήγει. Τη ρωτάω εάν συνηθίζεται ποτέ το γεγονός ότι σε κάθε γιορτή και αργία ο καλλιτέχνης πρέπει να βρίσκεται στην πίστα όταν όλοι οι υπόλοιποι συγκεντρώνονται γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι με συγγενείς και φίλους.
«Δεν συνηθίζεται ποτέ, αλλά αποτελεί πλέον μέρος της ζωής μας», αποκρίνεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια χωρίς καμία διάθεση να ωραιοποιήσει καταστάσεις. «Ολα μου τα χρόνια κάνω Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στην πίστα. Αυτή είναι πλέον η οικογένειά μας. Είναι ωραίο βέβαια να είσαι και με τους δικούς σου ανθρώπους, τους γονείς, τα αδέρφια, τα παιδιά και τους φίλους σου. Και το κάνεις, αλλά άλλες ώρες. Γιορτάζουμε τη μέρα, τρώμε όλοι μαζί. Το βράδυ όμως είμαστε στη δουλειά», τονίζει.
Με τον Στέλιο Καζαντζίδη
Το μικρότερο από τα εννιά παιδιά μιας οικογένειας προσφύγων με ρίζες από τον Πόντο και την Ανατολία, η Πίτσα Παπαδοπούλου, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη του ’50, υπό τους ήχους της βαριάς φωνής του Στέλιου Καζαντζίδη και των σμυρναίικων τραγουδιών που είχε πάρει μαζί της η μητέρα της, όταν σε μικρή ηλικία είχε ξεριζωθεί από τον τόπο της. Ολόκληρη η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει για ακόμη μία φορά, όταν αποφάσισε πως η Αθήνα ίσως έδινε περισσότερες ευκαιρίες σε ένα από τα αγόρια της οικογένειας το οποίο ήθελε να ασχοληθεί με το τραγούδι.
Η τύχη όμως τα έφερε αλλιώς. Η φωνή της νεαρής Πίτσας λάμπει σαν ακατέργαστο διαμάντι και το έμπειρο αυτί του Γιώργου Ζαμπέτα τον οποίο είχαν επισκεφθεί τα δύο αδέλφια, την ξεχωρίζει. Το ίδιο βράδυ εμφανίζεται σε ένα από τα πλέον γνωστά νυχτερινά κέντρα της εποχής δίπλα στον μεγάλο μαέστρο και τη Βίκυ Μοσχολιού.
«Ο αδερφός μου με πίεσε. Πίστευε πολύ σε μένα. Κι αυτός βέβαια παιδί ήταν τότε. Εγώ ήμουν γύρω στα 16, αυτός λίγα χρόνια μεγαλύτερος. "Πάμε να σε ακούσει, Πίτσα μου", μου έλεγε. “Οχι”, του απαντούσα εγώ. Τελικά, με έπεισε και το ίδιο βράδυ έγινα τραγουδίστρια. Είπα “Τα ξένα χέρια”. Το θυμάμαι σαν να ’ταν χθες», περιγράφει και προσθέτει: «Τραγουδούσα πάντα αλλά δεν το έβλεπα ποτέ ως μελλοντικό μου επάγγελμα. Δεν ήμουν και του διαβάσματος για να έχω άλλα όνειρα. Δεν υπήρχαν τέτοιες προοπτικές. Δεν μπορώ να ξέρω τι άλλο θα έκανα, τι δρόμο θα είχα πάρει εάν δεν προέκυπτε αυτό τόσο νωρίς. Είναι ένα λαμπερό επάγγελμα, το δίχως άλλο. Και δεν φτάνεις εύκολα στο σημείο να τραγουδήσεις στα μαγαζιά όπου τραγουδούσα και με τα ονόματα με τα οποία συνεργαζόμουν. Για να μπεις τότε μέσα στα μαγαζιά έπρεπε να είσαι και καλοντυμένος. Το να βγεις για διασκέδαση και να πας στα μπουζούκια ήταν γεγονός. Ισχύει ακόμα, αλλά με λίγο διαφορετικό τρόπο. Εξελίσσεται ο κόσμος. Αλλάζει. Αλλα πράγματα θέλει να βλέπει πια. Εκείνη την εποχή, επίσης, έτρωγαν στα μαγαζιά. Είχε και καλή κουζίνα. Ηταν μια πολυτέλεια το να πας να ακούσεις την Πόλυ Πάνου, τον Βοσκόπουλο ή τον Διονυσίου».
Με χρυσό δίσκο στα χέρια της
Είναι όμως αυτές οι μόνες αλλαγές που εντοπίζει ανάμεσα στο τότε και το τώρα; Ηταν όλα πάντοτε ιδανικά και ρόδινα; «Ευτυχώς, στην πορεία μου δεν συνάντησα συμπεριφορές περίεργες. Δεν με αντιμετώπισε κανείς ποτέ με άσχημο τρόπο κι έτσι κι εγώ με τη σειρά μου νιώθω καλά όταν βοηθάω τα νέα παιδιά», απαντά. «Εχουμε την τάση να βλέπουμε τα πράγματα χειρότερα απ’ ό,τι είναι. Πάντα υπάρχουν υπερβολές και σήμερα βλέπω περισσότερες. Το καλό και το κακό υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα. Αυτός που αξίζει όμως θα βρει τον δρόμο του. Ο χώρος της νύχτας δεν είναι, όπως πολλοί φαντάζονται, χαώδης και σκοτεινός. Δεν γνώρισα ποτέ τέτοια πράγματα, όπως πισώπλατα μαχαιρώματα και ίντριγκες. Πιστεύω πως για να τα δεχτείς θα πρέπει πρώτα να τα κάνεις. Εμείς ήμασταν φίλοι. Γελούσαμε στο καμαρίνι. Είναι κανόνας ότι πάνω στην πίστα πρέπει να προσπαθείς να ξεπεράσεις τον εαυτό σου και όχι τον διπλανό σου. Αν δεν αξίζεις, δεν θα προχωρήσεις. Βεβαίως μια πιο σέξι παρουσία και ένα πιο κοντό φόρεμα έχουν κι αυτά τη σημασία και τους οπαδούς τους σε ένα νυχτερινό κέντρο. Το τι παρουσιάζεται άλλωστε είναι συνάρτηση του τι ζητάει ο κόσμος. Αρα όλα έχουν τη θέση τους. Ο κόσμος πλέον βλέπει πάρα πολλά πράγματα. Δεν τον νοιάζει τόσο η σπουδαία φωνή. Υπάρχει βεβαίως και κόσμος που αγαπάει και σέβεται τους καλούς τραγουδιστές. Και έχουμε πολλές, πραγματικά καλές φωνές. Νομίζω όμως ότι τώρα πια μετράει το πακέτο. Τότε δεν είχε τόση σημασία το πακέτο. Επρεπε πρώτα και πάνω απ’ όλα να έχεις φωνή», λέει με έμφαση.
Τη ρωτάω τι είναι αυτό που την κάνει να έχει την όρεξη να ταξιδέψει με το αεροπλάνο γύρω στις 20 ώρες για μόλις πέντε εμφανίσεις. Η απάντησή της εξηγεί πολλά περισσότερα, καθώς μοιάζει να διαπερνά τον φλοιό και να φτάνει στον πυρήνα τού τι σημαίνει το να είσαι τραγουδιστής για την Πίτσα Παπαδοπούλου: «Πάνω στην πίστα ξεχνιέσαι. Πάνω στην πίστα δίνεις αυτό που αγαπάς. Πάνω στην πίστα υπάρχεις. Μετά από τόσα χρόνια η πίστα σού λείπει. Η αγάπη του κόσμου. Τα σκόρπια χαμόγελα που βλέπεις παντού. Η αποδοχή με την οποία σε σκεπάζει αυτή η λατρεία. Μετά από τόσα χρόνια το έχεις ανάγκη και το αναζητάς. Κανείς δεν απαρνιέται την αγάπη. Ειλικρινά, εάν πάψω να έχω αυτή την αγάπη, δεν θα ανέβω ξανά στην πίστα. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Δεν έχω απωθημένα και νιώθω καλά μέσα μου. Γιατί πήρα αγάπη και έδωσα αγάπη».
Info: Η Πίτσα Παπαδοπούλου ντύνει με την υπέροχη φωνή της το τραγούδι των τίτλων της κινηματογραφικής ταινίας «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης», σε ένα εύθυμο ντουέτο με τον Λεωνίδα Βελή, το οποίο κυκλοφορεί από τη Minos EMI με τον τίτλο «Απόψε».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr