Λεωνίδας Βελής: Από τον Καζαντζίδη στην «Ιοκάστη»
21.01.2015
07:58
Για μια δεκαετία ήταν από τα πρώτα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού. Τα τελευταία χρόνια όμως είχε επιλέξει να απέχει. Με αφορμή το τραγούδι που ερμηνεύει στην ταινία «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης», η οποία προβάλλεται τις τελευταίες μέρες στους κινηματογράφους, δίνει στο «thema people» μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του
1984. Είναι η περίοδος που ο Στέλιος Καζαντζίδης, η μεγαλύτερη φωνή που γέννησε ποτέ το λαϊκό τραγούδι, έχει αποσυρθεί από τη δισκογραφία, τα νυχτερινά μαγαζιά, τις εμφανίσεις μπροστά σε μεγάλο κοινό, τη δημοσιότητα. Είναι, επίσης, η χρονιά που αποφασίζει να γίνει παραγωγός στον -«πιτσιρικά» ακόμη τότε και νεοφερμένο από την Αμερική, όπου ζούσε μέχρι εκείνη την εποχή-, Λεωνίδα Βελή, τον οποίο είχε πρωτοακούσει από τη συνεργασία του με τον Ακη Πάνου στον δίσκο τους «Πρώτη Γνωριμία». Εχει προηγηθεί ο πρώτος δίσκος του, έναν χρόνο πριν, με τίτλο το όνομά του, που περιείχε μεταξύ άλλων επιτυχίες των Ξαρχάκου, Κουγιουμτζή, Ρασούλη, Γκάτσου. «Με τον Ακη Πάνου είχα περάσει βασανιστήρια!», ξεκινά να μου διηγείται από το σπίτι όπου μένει τα τελευταία χρόνια, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στην Καρδία. «Ηταν ένας άνθρωπος αυταρχικός, ένας μονόχνοτος τύπος, ο οποίος δεν μπορούσε ποτέ ουσιαστικά να διδάξει τον τραγουδιστή λόγω του ότι δεν είχε φωνή ο ίδιος. Μέχρι να τελειώσει εκείνος ο δίσκος, ήμουν “στρατιώτης”. Δεν είχα λόγο σε τίποτα και έπρεπε απλά να συμφωνώ μαζί του γιατί, όπως μου είχαν πει από την Columbia, αν κάτι δεν του αρέσει, τα παρατάει και φεύγει, όπως είχε κάνει με τον Γιώργο Νταλάρα. Τότε τραγούδησα τα “Θέλω να τα πω”, “7 νομά σ’ ένα δωμά”, “Για κοίτα με στα μάτια”».
Οταν ο Στέλιος Καζαντζίδης ζήτησε να μάθει περισσότερα για εκείνον τον τραγουδιστή «με τον οποίο έμοιαζαν οι φωνές τους», του ανέφεραν πως «ο Βελής γεννήθηκε στη Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης και από μικρός είχε φύγει από την Ελλάδα για την Αμερική για να σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων». Οι πληροφορίες ήταν σωστές. Θυμάται μάλιστα ο Λεωνίδας Βελής πως σε μια συνάντησή τους με τον Καζαντζίδη στο σπίτι όπου έμενε τότε ο Ακης Πάνου στην Αθήνα, «με βαθμολόγησε με ποσοστό 80% για την ερμηνεία μου στα τραγούδια του Πάνου, ενώ μου επεσήμανε πως ούτε τον εαυτό του δεν βαθμολογούσε ποτέ με άριστα, έχοντας τη φήμη του πολύ αυστηρού κριτή», αναφέρει.
Με τη Δήμητρα Γαλάνη
Οταν ο Στέλιος Καζαντζίδης ζήτησε να μάθει περισσότερα για εκείνον τον τραγουδιστή «με τον οποίο έμοιαζαν οι φωνές τους», του ανέφεραν πως «ο Βελής γεννήθηκε στη Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης και από μικρός είχε φύγει από την Ελλάδα για την Αμερική για να σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων». Οι πληροφορίες ήταν σωστές. Θυμάται μάλιστα ο Λεωνίδας Βελής πως σε μια συνάντησή τους με τον Καζαντζίδη στο σπίτι όπου έμενε τότε ο Ακης Πάνου στην Αθήνα, «με βαθμολόγησε με ποσοστό 80% για την ερμηνεία μου στα τραγούδια του Πάνου, ενώ μου επεσήμανε πως ούτε τον εαυτό του δεν βαθμολογούσε ποτέ με άριστα, έχοντας τη φήμη του πολύ αυστηρού κριτή», αναφέρει.
Με τη Δήμητρα Γαλάνη
«Κοίτα, εγώ ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί να γίνω τραγουδιστής, αν και στις παρέες που τραγουδούσα με τους φίλους μου ενθουσίαζα τους πάντες», συνεχίζει. «Στο Σικάγο, για χάρη μιας κοπέλας,εγκατέλειψα τις σπουδές μου και πήγα στο Λος Αντζελες. Μια μέρα, αυθόρμητα, τραγούδησα σε κάποιο μαγαζί. Μάλλον άρεσα στον μαγαζάτορα και με προσέλαβε με 150 δολάρια τη βδομάδα. Το 1975, σε ένα άλλο μαγαζί που τραγουδούσα τότε, στο Σικάγο, το “Ελλάς Καφέ”, με είδε η Τζίντζερ Ρότζερς, ξετρελάθηκε και με πήρε μαζί της σε μια περιοδεία 6 μηνών σε όλη την Αμερική, όπου τραγουδούσα Σινάτρα, Τομ Τζόουνς και το “Ποτέ την Κυριακή”. Μεγάλες στιγμές!».
Το «παιδί» του Καζαντζίδη
Την περίοδο που ξεκίνησε να συνεργάζεται με τον Στέλιο Καζαντζίδη θα τη θυμάται, λέει, για πάντα. Κάποιοι μάλιστα είχαν πει εκείνη την εποχή πως απ’ τη στιγμή που ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής επέλεξε να γίνει παραγωγός του ήταν σαν να του έδινε το χρίσμα, να τον θεωρούσε ήδη αντικαταστάτη του κι αυτό ήταν κάτι που ανέφερε και ο ίδιος ο Καζαντζίδης σε συνέντευξή του τότε στον Λάμπη Ταγματάρχη. Τότε ο Λεωνίδας τραγουδούσε στο «Playboy» της λεωφόρου Συγγρού. Μάλιστα, για να υλοποιηθεί αυτός ο δίσκος, όπως θυμάται, έφευγε το πρωί με το που τελείωνε το πρόγραμμά του, πήγαινε στο σπίτι του όπου κοιμόταν μέχρι τις 10 η ώρα, μετά πήγαινε στην Κυψέλη όπου έμενε ο Τάκης Σούκας, ο οποίος είχε συμφωνήσει με τον Καζαντζίδη να γράψει τα τραγούδια του δίσκου, στη συνέχεια ανέβαινε στην Πεύκη όπου ήταν το σπίτι του Στέλιου, άκουγαν μαζί τα τραγούδια και τα μελετούσαν μέχρι τις 10 το βράδυ. Υστερα επέστρεφε στο σπίτι του, έκανε ντους και 12 η ώρα βρισκόταν ήδη στο μαγαζί, γιατί στις 12.30 έβγαινε για να τραγουδήσει. «Αυτό συνέβαινε επί έναν χρόνο!» μου λέει. «Δεν ξέρω πώς τα ακούει αυτά ο κόσμος. Είναι μάλλον κινηματογραφικά όσα λέω και σήμερα δεν γίνονται. Το αποτέλεσμα, όμως, μας δικαίωσε. Το “Είμαι τραγούδι, είμαι λαός” είναι ένα καταπληκτικό τραγούδι που δεν πρόκειται ποτέ να το σβήσει ο χρόνος. Κι εγώ το τραγούδησα για τον ίδιο τον Στέλιο! Εάν δεις τον στίχο, θα καταλάβεις ότι απευθύνεται σ’ εκείνον».Στο στούντιο με τον Στέλιο Καζαντζίδη
Αναρωτιέμαι πώς εξελίχθηκαν στη συνέχεια οι σχέσεις τους, αν υπήρξε ποτέ περίοδος ψυχρότητας μεταξύ τους, ιδιαίτερα την εποχή της συνεργασίας του με τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, αλλά και τη μεγάλη επιτυχία των δίσκων του που ακολούθησαν: «Αγάπη όλο ζήλεια», «Ενα βράδυ στις νταλίκες», «Συλλαβιστά, ψιθυριστά». Τότε που θεωρήθηκαν «δίσκοι της χρονιάς», από το 1987 έως το 1989 που είχαν κυκλοφορήσει, με το όνομα του Λεωνίδα Βελή να φιγουράρει ως πρώτο όνομα τότε στο λαϊκό τραγούδι.
«Κάποια στιγμή, είχε δώσει μια συνέντευξη ο Καζαντζίδης που μιλούσε γι’ αυτούς που είχαν κάνει καριέρα “εν τη απουσία του”. Φυσικά φωτογράφιζε εμένα. Αλλά εγώ δεν είχα ούτε καλές ούτε κακές σχέσεις με τον Στέλιο, οι σχέσεις μας ήταν απολύτως τυπικές. Αν και είμαι βέβαιος πως με εκτιμούσε πολύ, όπως κι εγώ εκείνον! Ηξερα, όμως, πως ο Στέλιος δεν χώνευε τον Νικολόπουλο, αλλά ο Χρήστος ήταν ήδη συνεργάτης μου και αυτό δεν άλλαζε. Ισως να μην αισθανόταν πολύ άνετα με αυτό», επισημαίνει.
Το 1992 ο Λεωνίδας Βελής αποσύρεται οριστικά από τα νυχτερινά μαγαζιά, περιορίζεται μόνο σε κάποιες έκτακτες εμφανίσεις στην Αμερική, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, ενώ και δισκογραφικά η παρουσία του είναι πολύ μικρή τα τελευταία 20 περίπου χρόνια. «Παρέμενα λαϊκός κι ήθελα να τραγουδώ το στυλ τραγουδιών που έλεγα και στο ξεκίνημά μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω -ή δεν ήθελα να κατανοήσω- ότι το τραγούδι άλλαζε και γινόταν μοντέρνο, με διαφορετικούς ακροατές και αλλιώτικο τρόπο γλεντιού. Σκέψου ότι με το που ξεκινούσα να τραγουδήσω ανέβαινε αμέσως ο κόσμος να χορέψει, κάτι που δεν γινόταν παλιά.
Ο κόσμος πλέον δεν άκουγε κι εγώ όταν τραγουδώ θέλω να με ακούνε, όχι να χορεύουν όλη την ώρα. Το σύστημα, λοιπόν, είχε πια διαφοροποιηθεί, αλλά εγώ παρέμενα στην παλιά νοοτροπία. Ή θα έπρεπε να αλλάξω ή να αποσυρθώ από τη δουλειά. Προτίμησα να κάνω το δεύτερο».
Με τον Μάνο Χατζιδάκι
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 φεύγει από την Ελλάδα και ζει στο Λας Βέγκας για 11 χρόνια, μαζί με τη σύζυγό του, τη Νικολέττα, την οποία έχασε πριν από 6 χρόνια από καρκίνο. «Θα παρέμενα στο Λας Βέγκας αν δεν συνέβαινε αυτό το κακό με τη γυναίκα μου, αν δεν αναγκαζόμασταν να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, όπου έζησα ίσως την πιο μαύρη δεκαετία της ζωής μου, με μεγάλη ψυχολογική κατάπτωση. H γυναίκα μου ήταν η ίδια μου η ζωή. Στο Λας Βέγκας, λοιπόν, όπου είχαμε εγκατασταθεί, πάτησα ξανά στα πόδια μου, ξέφυγα από τη στενοχώρια που με είχε κυριεύσει στην Ελλάδα με τη μουσική και είπα στον εαυτό μου: “Λεωνίδα, η ζωή δεν είναι μόνο τραγούδι και οφείλεις να τη ζήσεις”. Σε εκείνο το σημείο έμοιαζε η πορεία μου με εκείνη του Στέλιου Καζαντζίδη, αν και εκείνος είχε προτιμήσει να ψαρεύει», εξηγεί.
«Ευτυχώς είχα προνοήσει»
«Ευτυχώς πάντως που είχα προνοήσει από τα χρόνια που δούλευα πολύ στα νυχτερινά μαγαζιά και στην Αμερική ώστε να μην έχω οικονομικές εξαρτήσεις και να μην κάνω καλλιτεχνικές εκπτώσεις. Εκτός από κάποιες σποραδικές εμφανίσεις, δεν ξανατραγούδησα από τότε, παρά μόνο βγήκα σε κάποιες τηλεοπτικές εκπομπές προκειμένου να μη λένε κάποιοι ότι είμαι “άρρωστος”. Η άποψή μου, η οποία παραμένει ίδια, ήταν ότι πάντα θεωρούσα χρέος μου να στηρίξω τα σπουδαία τραγούδια που είχα πει, γιατί δεν μπορούσα ξαφνικά -μετά τις συνεργασίες μου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τη Βασιλική Λαβίνα, τον Αντώνη Βαρδή, τον Σταμάτη Σπανουδάκη και όσους προαναφέραμε- να πω τραγούδια που δεν θα με εξέφραζαν. Θέλω να τελειώσω ως λαϊκός τραγουδιστής! Οπως άρχισα».Με τον Γιάννη Πάριο
Εδώ και λίγες μέρες το «Απόψε», το τραγούδι που ακούγεται στους τίτλους τέλους της ταινίας «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης», σε μουσική Γιάννη Χριστοδουλόπουλου και στίχους Βασίλη Μυριανθόπουλου, σηματοδοτεί, κατά κάποιον τρόπο, την επιστροφή του στο τραγούδι.
«Σκέφτομαι πως στο άμεσο μέλλον, λίγο πριν τα εγκαταλείψω τελείως, οφείλω να κάνω μια πανηγυρική εμφάνιση, τραγουδώντας σε κάποιο μαγαζί. Ηδη είπα αυτό το τραγούδι του σπουδαίου, του μέγιστου ταλέντου Γιάννη Χριστοδουλόπουλου, με αυτούς τους εξαιρετικούς στίχους του Βασίλη, το οποίο λέμε μαζί με την Πίτσα Παπαδοπούλου. Και ελπίζω να οδηγήσει κάπου», μου λέει.
Τελειώνοντας την κουβέντα μας, του αναφέρω σκόρπια λόγια που θυμάμαι απέξω από κάποιο τραγούδι του, ένα που είχε χαρακτηριστεί «επιτυχία της χρονιάς» το 1987 και το οποίο τραγούδησε όλη η Ελλάδα: «Και το βράδυ, το βραδάκι, είσαι σπίρτο που ανάβει φωτιά, και με καίει σαν κλαδάκι, ως το χάραμα, μες στη νυχτιά…».
Χαμογελάει. Για λίγο νοσταλγεί. Και θέλει να μου ξαναπεί για τον Στέλιο, για εκείνα τα τραγούδια που δεν πρόλαβε να ερμηνεύσει εκείνος, αλλά είχε δώσει εντολή στον Μάκη Ερημίτη, συνεργάτη και φίλο του λαϊκού βάρδου, μέσα από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, λίγο πριν πεθάνει, να δισκογραφήσει ο ίδιος ο Λεωνίδας. Ο άλλοτε συνεχιστής και μάλλον μοναδικό «παιδί» του.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr