Μελέτης Ηλίας: Από το πειραματικό θέατρο στο τηλεοπτικό prime time
03.02.2015
08:00
Μέχρι τα 18 του είχε δει όλες κι όλες δύο θεατρικές παραστάσεις. Δεκαπέντε χρόνια μετά έχει παίξει σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης ως μέλος του θεάτρου «Αττις», θεωρεί μέντορές του τον Θεόδωρο Τερζόπουλο και τον Στάθη Λιβαθινό, ενώ φέτος έχει για πρώτη φορά πρωταγωνιστικό ρόλο στην τηλεόραση ως σύζυγος της Βάσως Λασκαράκη στην οικογενειακή κωμωδία «Το σόι σου». Αλλωστε για τον -σεμνό και μετρημένο στα λόγια του- Μελέτη Ηλία δεν υπάρχουν ταξική διαστρωμάτωση, όρια και περιορισμοί στην τέχνη του
Το πιο συχνό μπέρδεμα με τον πρωτοεμφανιζόμενο τηλεοπτικά ηθοποιό είναι εκείνο που συμβαίνει με την αναστροφή του ονοματεπώνυμού του. Ακόμη κι αυτήν όμως φαίνεται να τη διασκεδάζει, όπως λέει πως διασκεδάζει τη διαδικασία των γυρισμάτων κι ας είναι πολύωρα και κοπιαστικά. Για τον Μελέτη Ηλία η τηλεόραση είναι μια ακόμη terra incognita, την οποία ιχνηλατεί με την αδημονία (και την τύχη καθώς φαίνεται) του πρωτάρη. Η ζωή του άλλωστε είναι γεμάτη από μικρές στιγμές επιφοίτησης που του άλλαξαν όχι απλώς την επαγγελματική ρότα, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Μολονότι η πορεία του στο θέατρο αρχικά στην ομάδα του Θεόδωρου Τερζόπουλου και κατόπιν σε εκείνη του Στάθη Λιβαθινού είναι και σημαντική και διακριτή, πρόκειται ίσως για την πρώτη φορά που η αναγνωρισιμότητα, ελέω τηλεθέασης του σίριαλ, του χτυπά το κατώφλι. «Το “γνωστός” είναι κάτι το οποίο δεν με απασχολεί ως προς το αντικείμενο της δουλειάς. Εμείς -εννοώ οι ηθοποιοί- εκείνο που κοιτάμε είναι να είμαστε όσο το δυνατόν καλύτεροι ως προς αυτό που μας ζητείται κάθε φορά. Το να εισπράττεις την αγάπη του κόσμου είναι θεμιτό. Βέβαια παίζει ρόλο και πώς τη χειρίζεσαι. Ο λόγος που αποφάσισα να είμαι στη συγκεκριμένη δουλειά, πέρα από το οικονομικό θέμα, είναι οι συνθήκες, οι οποίες, δόξα τω Θεώ, είναι ιδανικές: έχουμε ένα πολύ καλό σενάριο, έναν πολύ καλό σκηνοθέτη, τον Νίκο Ζαπατίνα, εξαιρετικούς ηθοποιούς με μεγάλη εμπειρία και στην τηλεόραση και στο θέατρο. Ολα αυτά είναι πολύ σημαντικά για κάποιον που ουσιαστικά κάνει πρώτη φορά τηλεόραση», επισημαίνει ενώ πίνει μια γουλιά από τον καφέ του έχοντας ανάψει το πρώτο του τσιγάρο.
Σιωπηλοί μάρτυρες της κουβέντας μας που λαμβάνει χώρα στο καφέ ενός μεγάλου εμπορικού κέντρου -για να είμαστε κοντά στο στούντιο όπου έχει να κατευθυνθεί μετά- η τσάντα του με τα απαραίτητα για την ημέρα και το κράνος του. Για τον ρόλο του στη σειρά «Το σόι σου» μου λέει πως πέρασε από οντισιόν -«κάποια στελέχη του ALPHA με θυμούνταν από τη συμμετοχή μου στο “Δέκα” του Καραγάτση, άλλοι με είχαν δει στο θέατρο και κάποιοι τρίτοι σε δύο-τρία διαφημιστικά που είχα κάνει», εξιστορεί.
Σκηνή από το σίριαλ «Το σόι σου» που προβάλλεται στον ALPHA
Του ζητώ να μου μιλήσει για την πορεία του, για το πώς έγινε ηθοποιός. «Πώς έγινα ηθοποιός;», ανταπαντά με ένα μειδίαμα και συνεχίζει: «Μέχρι την ηλικία των 17-18 ετών δεν είχα καμία σχέση με την τέχνη. Μάλιστα αυτό που έθεσα στις πανελλήνιες εξετάσεις ως πρώτη επιλογή ήταν η δημοσιογραφία. Μου άρεσε η αθλητικογραφία γιατί ασχολούμουν με τον αθλητισμό, έπαιζα μπάσκετ και ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά, τελικά δεν πέρασα στη σχολή κι έτσι σπούδασα λογιστικά. Και ξαφνικά, από το πουθενά είδα δύο παραστάσεις χάρη σε μια παρέα που είχα τότε. Πήγα λοιπόν την επόμενη μέρα στους γονείς μου και τους είπα “θα γίνω ηθοποιός”. Στην αρχή το αντιμετώπισαν σαν μια περαστική τρέλα. Μέχρι τότε πρέπει να σου πω πως τα μόνα έργα που είχα δει στο θέατρο ήταν μια τραγωδία όπου μας είχαν πάει ως μαθητές με το σχολείο και μία επιθεώρηση με τον Μουστάκα». Μου λέει πως μεγάλωσε στο Μενίδι, όπου ζει έως σήμερα με τη σύζυγό του και την τεσσάρων ετών κόρη τους, για την οποία πιστεύει ότι έχει περισσότερες συνάψεις με το θέαμα απ’ ό,τι ο ίδιος.
Σιωπηλοί μάρτυρες της κουβέντας μας που λαμβάνει χώρα στο καφέ ενός μεγάλου εμπορικού κέντρου -για να είμαστε κοντά στο στούντιο όπου έχει να κατευθυνθεί μετά- η τσάντα του με τα απαραίτητα για την ημέρα και το κράνος του. Για τον ρόλο του στη σειρά «Το σόι σου» μου λέει πως πέρασε από οντισιόν -«κάποια στελέχη του ALPHA με θυμούνταν από τη συμμετοχή μου στο “Δέκα” του Καραγάτση, άλλοι με είχαν δει στο θέατρο και κάποιοι τρίτοι σε δύο-τρία διαφημιστικά που είχα κάνει», εξιστορεί.
Σκηνή από το σίριαλ «Το σόι σου» που προβάλλεται στον ALPHA
Του ζητώ να μου μιλήσει για την πορεία του, για το πώς έγινε ηθοποιός. «Πώς έγινα ηθοποιός;», ανταπαντά με ένα μειδίαμα και συνεχίζει: «Μέχρι την ηλικία των 17-18 ετών δεν είχα καμία σχέση με την τέχνη. Μάλιστα αυτό που έθεσα στις πανελλήνιες εξετάσεις ως πρώτη επιλογή ήταν η δημοσιογραφία. Μου άρεσε η αθλητικογραφία γιατί ασχολούμουν με τον αθλητισμό, έπαιζα μπάσκετ και ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά, τελικά δεν πέρασα στη σχολή κι έτσι σπούδασα λογιστικά. Και ξαφνικά, από το πουθενά είδα δύο παραστάσεις χάρη σε μια παρέα που είχα τότε. Πήγα λοιπόν την επόμενη μέρα στους γονείς μου και τους είπα “θα γίνω ηθοποιός”. Στην αρχή το αντιμετώπισαν σαν μια περαστική τρέλα. Μέχρι τότε πρέπει να σου πω πως τα μόνα έργα που είχα δει στο θέατρο ήταν μια τραγωδία όπου μας είχαν πάει ως μαθητές με το σχολείο και μία επιθεώρηση με τον Μουστάκα». Μου λέει πως μεγάλωσε στο Μενίδι, όπου ζει έως σήμερα με τη σύζυγό του και την τεσσάρων ετών κόρη τους, για την οποία πιστεύει ότι έχει περισσότερες συνάψεις με το θέαμα απ’ ό,τι ο ίδιος.
Ο γύρος του κόσμου με το θέατρο «Αττις»
Κι ύστερα ήρθε η επανατοποθέτηση του εαυτού του. «Στα 19 μου χρόνια, όταν μπήκα στο Θέατρο Τέχνης, ήταν σαν να ξαναγεννήθηκα. Ηταν ένας τελείως καινούριος κόσμος για μένα. Πόσο μάλλον όταν λίγο αργότερα, αφού τελείωσα τη σχολή, συνεργάστηκα με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο, έναν από τους μεγαλύτερους δασκάλους μου. Μέσα σε τρία-τέσσερα χρόνια θητείας στο “Αττις” γύρισα όλον τον κόσμο. Εκεί που δεν είχα πάει ούτε έξω από τη Λαμία, βρέθηκα να παίζω σε φεστιβάλ από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Κίνα. Ηταν κάτι μαγικό.Πέραν του ότι παίζεις, έχεις τη δυνατότητα να δεις και άλλες παραστάσεις αλλά και έναν άλλο κόσμο. Να παίζεις στην Μποκοτά με 45 θιάσους από όλον τον κόσμο και να λες από μέσα σου “τι γίνεται, τι υπάρχει εδώ πέρα;”». Η αφήγησή του αναφορικά με τα χρόνια του στον πειραματικό θίασο του Τερζόπουλου είναι σαρωτική: «Το “Αττις” ήταν οικογένεια. Οι ώρες που περνάς μέσα σε μια ομάδα είναι πολύ περισσότερες από εκείνες που περνάς στο σπίτι σου με την πραγματική σου οικογένεια. Οταν κάνεις ένα ρεπερτόριο τριών παραστάσεων τον χρόνο, κάνεις πρόβες μέχρι το απόγευμα και το βράδυ παίζεις, συν το γεγονός ότι κάθε έναν με δύο μήνες φεύγαμε ταξίδια στο εξωτερικό, δεν μπορείς παρά να θεωρείς αυτούς τους ανθρώπους οικογένεια. Τα ταξίδια σε δένουν ακόμη περισσότερο γιατί ξαφνικά βρίσκεσαι με πέντε ανθρώπους σε μια ξένη γη. Κάθε ταξίδι που έχω κάνει είχε κάτι διαφορετικό. Ακόμη και οι ατυχίες που είχα ήταν χρήσιμες τελικά. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, είχα πιει νερό από τη βρύση, έπαθα γαστρεντερίτιδα και έπαιζα με 40 πυρετό, λιώμα τελείως. Μιλάμε βέβαια και για ταξίδια που δεν έχεις τη δυνατότητα να κάνεις μόνος σου. Πήγαμε, για παράδειγμα, και παίξαμε στο Εθνικό Θέατρο της Ταϊπέι ή στο θεατρικό χωριό που είναι ο Ταντάσι Σουζούκι, στην Τόντα στην Ιαπωνία, όπου για να φτάσεις μέχρι εκεί θέλεις τρεις πτήσεις. Μετά από 21 ώρες στο αεροπλάνο βγαίνεις και βλέπεις έναν άλλο πλανήτη. Οταν το λέω το εννοώ. Ο κόσμος, η φύση, ο τρόπος επικοινωνίας είναι όλα διαφορετικά. Πρόσφατα ήμασταν ξανά στην Κίνα μετά από 11 χρόνια, παίζαμε και στο κοινό ήταν ο Ζαν Γιμού, ο περίφημος σκηνοθέτης. Μιλάμε για απίστευτες εμπειρίες».
Από τον Βογιατζή στον Τερζόπουλο
Ολα αυτά βέβαια δεν θα είχαν συμβεί ποτέ αν ο Μελέτης δεν είχε επιλεγεί από τον αείμνηστο Λευτέρη Βογιατζή, η συνεργασία του με τον οποίο τελείωσε άδοξα. «Οταν τελείωσα τη σχολή είχαν έρθει και είχαν δει τις εξετάσεις, την πτυχιακή, διάφοροι σκηνοθέτες. Ανάμεσά τους ήταν και ο Λευτέρης Βογιατζής. Μόλις τελείωσα με φώναξε, μου ζήτησε να περάσω από μια τρελή οντισιόν πολλών ημερών και ξεκίνησα να είμαι σε μια παράστασή του. Μετά από πρόβες πέντε μηνών δεν άντεξα. Ηταν τέτοιοι οι ρυθμοί και τόση η πίεση που ως πρωτάρης δεν μπορούσα να τη διαχειριστώ. Φεύγοντας λοιπόν από εκεί συνάντησα μια μέρα στον δρόμο μια καθηγήτριά μου, την Πέπη Οικονομοπούλου. Με ρώτησε πώς πάνε οι πρόβες και τότε της απάντησα: “Ποιες πρόβες; Εφυγα”. Τότε μου είπε ότι ο Τερζόπουλος έψαχνε κόσμο. Της είπα: “Από τον Βογιατζή στον Τερζόπουλο, πάει, θα πέσω στα ναρκωτικά”. Τελικά με πήρε τηλέφωνο εκείνος και μου είπε: “Θα ήθελα να σας δω”. Ε, δεν μπορούσα να μην πάω».Σκηνή από τη θεατρική παράσταση «ΑΙΑΣ, η τρέλα»
Τον ρωτώ αν όλες αυτές οι κοσμογονικές εμπειρίες, η θητεία του δίπλα σε σπουδαίους σκηνοθέτες, του δημιούργησαν αίσθημα σνομπισμού προς την τηλεόραση: «Σνομπ δεν ήμουν ποτέ. Το ξέρεις το ανέκδοτο με τους ηθοποιούς και τη λάμπα; Λέει, λοιπόν: Πώς αλλάζουν πέντε ηθοποιοί μια λάμπα; Ο ένας την αλλάζει και οι άλλοι τέσσερις από κάτω λένε “εγώ θα το έκανα καλύτερα”. Οπότε με αυτή την έννοια βλέποντας τηλεόραση ή σινεμά πάντα υπάρχουν στιγμές έπαρσης που λες “εγώ θα το έκανα καλύτερα” και άλλες στιγμές που λες “αυτός είναι εξαιρετικός, δεν θα μπορούσα να το κάνω με τίποτα”. Αλλά αυτό απέχει πάρα πολύ από την πραγματικότητα. Οταν μπαίνεις στη δουλειά, κάτι το οποίο φαίνεται εύκολο, τελικά δεν είναι καθόλου. Και οφείλω να πω ότι έχω αρχίσει να παραδέχομαι πολύ περισσότερο τους ηθοποιούς που κάνουν τηλεόραση απ’ όσο όταν δεν έκανα εγώ. Οπότε με αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρχε όχι σνομπισμός, αλλά άγνοια κινδύνου του τύπου “έλα μωρέ, και τι κάνει;”, αλλά στην ουσία αυτό που κάνει είναι πάρα πολύ δύσκολο και το αντιλαμβάνομαι τώρα», καταλήγει μετριοπαθής ή για να το θέσουμε στη σωστή του βάση, ανεπιτήδευτα cool.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr