Νίκος Πουρσανίδης: Από ηθοποιός του Στίβεν Φρίαρς στα «Κλεμμένα όνειρα»
11.02.2015
08:59
Ο 32χρονος ηθοποιός των «Κλεμμένων ονείρων» του MEGA παράτησε ό,τι είχε καταφέρει τα προηγούμενα χρόνια στο ελληνικό θέατρο και στην τηλεόραση για να δοκιμαστεί στην Αγγλία, μηδενίζοντας τα πάντα και ξεκινώντας ουσιαστικά από την αρχή, ανάμεσα σε διάσημους σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Στο μεταξύ έγινε μπαμπάς και επέστρεψε στα πάτρια πιο ευτυχής από ποτέ για τα δώρα της ζωής που ήρθαν ως επιβράβευση
Ο μικρός που κρατούσε στην αγκαλιά της η γυναίκα του Νίκου μοιάζει περισσότερο στη μάνα του. Ξανθός, με πράσινα μάτια, ίδια χείλη, μέτωπο, δέρμα, χρώμα μαλλιών με εκείνη. Ωστόσο, υπάρχει κάτι που σε μπερδεύει, κάτι που σε κάνει να νομίζεις πως μόλις γεννήθηκε ένας δεύτερος Νίκος. Και αυτό είναι η παρατηρητικότητά του. Και το βλέμμα του. Διαπεραστικό, έντονο, πολύ εκφραστικό, λες και διαβάζει -αν και μόλις 6 μηνών- τη σκέψη σου, σαν να καταλαβαίνει σχεδόν αμέσως τι έχεις μέσα στο κεφάλι σου. Δεν τα είπα όλα αυτά στον Νίκο για να μην αρχίσει να μου καταρρίπτει το προφανές της ομοιότητάς του με τον γιο του φέρνοντάς μου γενεαλογικά παραδείγματα και κάνοντας διάλογο με την Κατερίνα, τη γυναίκα του, μπροστά μου, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλους τους νέους γονείς. Προτίμησα να του πω ένα «να σας ζήσει!» και να τον ρωτήσω «πώς θα τον ονομάσετε;». «Δεν έχουμε αποφασίσει ακόμη. Θα το βρούμε όμως. Ανυπομονώ να μεγαλώσει, να λέμε πράγματα, να τον πειράζω, να καταλαβαίνει, να γελάει. Μου είναι σημαντικό να τον κάνω να γελάει!» μου απαντά κρατώντας στο δεξί του χέρι ένα ποτήρι κρασί στο μπαρ «Οκτάνα» του Παγκρατίου όπου βρεθήκαμε.
-Γιατί έγινες μπαμπάς; Ετυχε; Καθόλου. Ηθελα να κάνω ένα παιδί! Και ήταν η ανάγκη μας με την Κατερίνα, τη γυναίκα μου, να πάμε τη σχέση μας πιο πέρα, να μεγαλώσουμε την οικογένειά μας. Δεν αισθάνθηκα πάντως ότι «μεγάλωσα» ή ότι «έλειπε στη ζωή μου κάτι τόσο πολύ». Θέλαμε πολύ να κάνουμε ένα παιδί και έβαλα στην άκρη όλες τις άλλες δυσκολίες που συναντήσαμε στην Αγγλία.
-Τι δουλειές έκανες εκεί;
-Γιατί έγινες μπαμπάς; Ετυχε; Καθόλου. Ηθελα να κάνω ένα παιδί! Και ήταν η ανάγκη μας με την Κατερίνα, τη γυναίκα μου, να πάμε τη σχέση μας πιο πέρα, να μεγαλώσουμε την οικογένειά μας. Δεν αισθάνθηκα πάντως ότι «μεγάλωσα» ή ότι «έλειπε στη ζωή μου κάτι τόσο πολύ». Θέλαμε πολύ να κάνουμε ένα παιδί και έβαλα στην άκρη όλες τις άλλες δυσκολίες που συναντήσαμε στην Αγγλία.
-Τι δουλειές έκανες εκεί;
Η μία ήταν η ταινία «Icon», που έκανα με τον διάσημο Στίβεν Φρίαρς, και η άλλη, μία παραγωγή του BBC, που λέγεται «Spooks». Παράλληλα έπαιξα και σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις.
-Εκανες κι άλλα πράγματα ταυτόχρονα προκειμένου να επιβιώνεις; Ναι, δούλευα ως πωλητής στα «Harrods», στην υποδοχή μαγαζιού και σε κάποιο σινεμά - από το να πουλάω εισιτήρια μέχρι πίσω από το μπαρ. Η δουλειά μου εκεί ήταν σουρεαλιστική, αφού η λιμουζίνα που το πρωί με πήγαινε στο γύρισμα το απόγευμα με άφηνε στην Baker Street, όπου βρισκόταν το σινεμά. Εκεί πουλούσα εισιτήρια για την προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη με τον οποίο ήδη δουλεύαμε μαζί το πρωί.
-Σου φαινόταν φυσιολογικό όλο αυτό; Καμία δουλειά στο Λονδίνο δεν θεωρείται υποτιμητική. Μάλιστα η casting director που με είχε πάει σε εκείνη την ταινία έτυχε να με δει μέσα στο σινεμά. Επαθε σοκ, ταυτόχρονα όμως το εκτίμησε. Σκέφτηκε μάλλον πως ένας άνθρωπος άφησε πίσω στην πατρίδα του την καριέρα του και προσπαθεί σε μια ξένη χώρα.
-Γιατί το έκανες; Γιατί μετανάστευσες στην Αγγλία; Για να ρισκάρω. Και αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν τι θα πούμε με τον Φρίαρς σε ένα break, τι θα εισπράξω από αυτό τον άνθρωπο και όχι τι θα ανεβάσω στο Twitter μου για εκείνον. Ηθελα να φύγω γιατί αυτό πάντα επιθυμούσα. Και μάλιστα πήγα στην Αγγλία όταν ήδη στην Ελλάδα δούλευα φουλ. Εκεί ζήσαμε σχεδόν τέσσερα χρόνια με την Κατερίνα. Και το κάναμε γιατί θέλαμε να γίνουμε πιο πλούσιοι άνθρωποι, να αποκτήσουμε περισσότερες εμπειρίες, να γίνουμε καλύτεροι καλλιτέχνες, να ψαχτούμε πιο πολύ.
-Μεγάλο ρίσκο… Πολύ μεγάλο. Πήγαμε στην Αγγλία χωρίς να ξέρουμε κανέναν. Είχα κρατήσει κάποιες οικονομίες από την «Πολυκατοικία» και με αυτά τα χρήματα ζούσαμε αρχικά. Αλλά ήθελα να το κάνω. Ετσι κι αλλιώς, από το σινεμά ξεκίνησα, από τον Βασίλη Βαφέα και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, δύο πολύ μεγάλα διαβατήρια για εκεί. Αυτό ήθελα να το αξιοποιήσω.
-Ηταν κάτι σαν απωθημένο σου; Ναι. Και είναι κάτι που ακόμη δεν έχει τελειώσει. Σε δύο βδομάδες θα ξαναπάω για μια δουλειά, συζητάω για μια σειρά εκεί, αλλά θα ξαναγυρίσω.
-Γιατί επέλεξες να πάτε στην Αγγλία και όχι στην Αμερική, όπως κάνουν αρκετοί Ελληνες ηθοποιοί; Θέλαμε τόσο πολύ να φύγουμε, που μια μέρα μου είπε η Κατερίνα: «Βρήκα κάτι εισιτήρια για Αγγλία. Μπορούμε να φύγουμε σε τρεις βδομάδες. Πάμε;». Τα εισιτήρια ήταν για 1 ή 2 Απριλίου. Της είπα «το “1η Απριλίου” θα φαίνεται σαν ψέμα. Δεν πάμε στις 2 του μήνα;». Και πήγαμε.
-Αισθάνθηκες στην Αγγλία σαν να ξεκινούσες την καριέρα σου από την αρχή; Βέβαια. Σκέψου ότι εγώ ξεκίνησα πολύ μικρός τη δουλειά στην Ελλάδα, από τα 16 μου. Εκανα την ταινία του Βαφέα «Κάθε Σάββατο», μπήκα στο Εθνικό και με το που τέλειωσα το πρώτο έτος με επέλεξε ο Αγγελόπουλος για το «Λιβάδι που δακρύζει». Οταν πήγα στο Λονδίνο, πριν από τέσσερα χρόνια, ήμουν πια 27 χρόνων.
Σκηνή από τα «Κλεμμένα όνειρα»
-Σου ήταν δύσκολο το να ξανασυστηθείς στο κοινό; Οχι, ήταν πολύ απελευθερωτικό. Εκεί δεν ήμουν ο Νότης από τα «Κλεμμένα όνειρα», ο Μάζης από τον «Γιούγκερμαν» ή ο Χρήστος από την «Πολυκατοικία». Εκεί ήμουν ο Νίκος. Στους Αγγλους άρεσε ή δεν άρεσε αυτό που έβλεπαν τη δεδομένη στιγμή, όχι αυτά που είχα κάνει. Διότι για εκείνους δεν έχει σημασία τι έχεις κάνει. Καταρχάς είσαι εσύ, και αυτό είναι πολύ σκληρό. Γιατί τις περισσότερες φορές θα ακούσεις «όχι». Μοιάζει ιδιαίτερα ψυχοφθόρο, αλλά εκεί βρήκα τον εαυτό μου.
-Τον είχες χάσει στην Ελλάδα; Εφερα στο φως πράγματα που πίστευα για μένα και τα οποία ποτέ δεν έβγαζα - από φόβο ή αναστολές που μπορεί να είχα. Εκεί έπρεπε καταρχήν να επιζήσω και να είμαι πάρα πολύ ανταγωνιστικός με τους άλλους ηθοποιούς. Οπότε έπρεπε να ξεπεράσω ακόμη περισσότερο τα όρια που είχα ως άνθρωπος. Ξέρεις για πόσα χρόνια έλεγα «όχι» στην τηλεόραση; Γιατί σκεφτόμουν πως, άμα κάνω αυτό, θα γλυκαθώ και δεν θα θέλω μετά να φύγω.
-Εχεις ακόμη την πειθαρχία του αθλητή που κάποτε υπήρξες; Ναι. Αλλωστε, το σινεμά μοιάζει πολύ με τους αθλητές του στίβου: περιμένεις να έρθει η σειρά σου και όταν φτάσει πρέπει να κάνεις το μεγάλο άλμα για να κερδίσεις το χρυσό. Στον αγώνα, όπως και στη λήψη, πρέπει εκείνη τη μαγική στιγμή να τα δώσεις όλα.
-Η μετανάστευση στην Αγγλία ήταν και ένας τρόπος να τσεκάρεις αν η σχέση σου με την Κατερίνα αντέχει στις δυσκολίες; Οχι. Ετσι κι αλλιώς έχουμε περάσει πολλά πράγματα με την Κατερίνα - είμαστε μαζί οκτώ χρόνια. Περάσαμε άγχη, δυσκολίες, περιοδείες, Επιδαύρους, πρεμιέρες, παραστάσεις. Στην Αγγλία παντρευτήκαμε με πολιτικό γάμο στις 5 Νοεμβρίου του 2013, με λίγους φίλους, κάνοντας μετά ένα ωραίο πάρτυ στο Σόχο, στο αγαπημένο μας μπαράκι. Στην Αγγλία κάναμε και το παιδί μας πριν από έξι μήνες, στην Αγγλία προσπαθήσαμε να βρούμε και οι δύο τον εαυτό μας. Η Κατερίνα μάλιστα ξεκίνησε να εργάζεται εκεί ως ατζέντισσα σε μια πολύ μεγάλη εταιρεία. Κάποιες σκέψεις του τύπου «τι κάνουμε εδώ;», «τι έχουμε αφήσει στην Ελλάδα;», ναι, υπήρξαν, αλλά ήταν μόνο φευγαλέες. Οποτε ήμουν στα κάτω μου, με σήκωνε η Κατερίνα και το ίδιο, αντίστοιχα, έκανα και εγώ με εκείνη. Και είπαμε «αφού περάσαμε κι αυτό, δεν μας χωρίζει τίποτα». Ξέρεις, η Κατερίνα με έχει απελευθερώσει. Και δεν είναι μόνο ο έρωτας. Είναι ο έρωτας με τον σωστό άνθρωπο! Είναι όπως η μεταμόρφωση που συμβαίνει στον ήρωά μου στα «Κλεμμένα όνειρα», τον Νότη, που από κακός της υπόθεσης μετατρέπεται σε καλό επειδή βρίσκει την αγάπη μέσα του. Ο έρωτας και η αγάπη μπορούν να αλλάξουν τα πάντα.
-Λόγω του παιδιού γυρίσατε τώρα στην Αθήνα; Και για το παιδί. Για να έχουμε μια βοήθεια στην αρχή. Οταν πλέον γεννήθηκε και το παιδί μας, έβαλα άλλες προτεραιότητες στη ζωή μου: έγινα πιο δραστήριος, πιο δημιουργικός, άρχισα να γράφω. Μάλιστα ξεκίνησα να δουλεύω ήδη το πρώτο μου σίριαλ, το οποίο υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να παρουσιαστεί την επόμενη χρονιά στην ελληνική τηλεόραση.
-Πώς είναι η αίσθηση της επανεγκατάστασης πια στην Αθήνα; Ηταν σαν να μην έφυγα ποτέ. Δούλεψα ξανά με την Ανωση, την εταιρεία παραγωγής με την οποία είχαμε συνεργαστεί ξανά και στην «Πολυκατοικία», οπότε ήμουν με πολύ γνώριμους ανθρώπους. Και επειδή έζησα όλο το προηγούμενο, εκτιμώ πολύ που είμαι σε αυτή τη δουλειά. Είμαι ευγνώμων. Και αν κάτι δεν μπορώ στους ανθρώπους είναι το να βαριούνται. Τώρα που έχω βιώσει όλο αυτό, έχω κάνει και άλλα πράγματα και μου είχε λείψει η δουλειά μου στην Ελλάδα αναζητώντας παράλληλα άλλους τρόπους έκφρασης, μου φαίνεται ακόμη πιο απίστευτο να βλέπω ανθρώπους οι οποίοι δεν χαίρονται που κάνουν αυτή τη δουλειά. Κάθε πρωί πηγαίνω στο γύρισμα με τόση χαρά, τόση όρεξη! Τόσο συνειδητοποιημένη χαρά δεν είχα αισθανθεί ποτέ άλλοτε στο παρελθόν!
-Εκανες κι άλλα πράγματα ταυτόχρονα προκειμένου να επιβιώνεις; Ναι, δούλευα ως πωλητής στα «Harrods», στην υποδοχή μαγαζιού και σε κάποιο σινεμά - από το να πουλάω εισιτήρια μέχρι πίσω από το μπαρ. Η δουλειά μου εκεί ήταν σουρεαλιστική, αφού η λιμουζίνα που το πρωί με πήγαινε στο γύρισμα το απόγευμα με άφηνε στην Baker Street, όπου βρισκόταν το σινεμά. Εκεί πουλούσα εισιτήρια για την προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη με τον οποίο ήδη δουλεύαμε μαζί το πρωί.
-Σου φαινόταν φυσιολογικό όλο αυτό; Καμία δουλειά στο Λονδίνο δεν θεωρείται υποτιμητική. Μάλιστα η casting director που με είχε πάει σε εκείνη την ταινία έτυχε να με δει μέσα στο σινεμά. Επαθε σοκ, ταυτόχρονα όμως το εκτίμησε. Σκέφτηκε μάλλον πως ένας άνθρωπος άφησε πίσω στην πατρίδα του την καριέρα του και προσπαθεί σε μια ξένη χώρα.
-Γιατί το έκανες; Γιατί μετανάστευσες στην Αγγλία; Για να ρισκάρω. Και αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν τι θα πούμε με τον Φρίαρς σε ένα break, τι θα εισπράξω από αυτό τον άνθρωπο και όχι τι θα ανεβάσω στο Twitter μου για εκείνον. Ηθελα να φύγω γιατί αυτό πάντα επιθυμούσα. Και μάλιστα πήγα στην Αγγλία όταν ήδη στην Ελλάδα δούλευα φουλ. Εκεί ζήσαμε σχεδόν τέσσερα χρόνια με την Κατερίνα. Και το κάναμε γιατί θέλαμε να γίνουμε πιο πλούσιοι άνθρωποι, να αποκτήσουμε περισσότερες εμπειρίες, να γίνουμε καλύτεροι καλλιτέχνες, να ψαχτούμε πιο πολύ.
-Μεγάλο ρίσκο… Πολύ μεγάλο. Πήγαμε στην Αγγλία χωρίς να ξέρουμε κανέναν. Είχα κρατήσει κάποιες οικονομίες από την «Πολυκατοικία» και με αυτά τα χρήματα ζούσαμε αρχικά. Αλλά ήθελα να το κάνω. Ετσι κι αλλιώς, από το σινεμά ξεκίνησα, από τον Βασίλη Βαφέα και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, δύο πολύ μεγάλα διαβατήρια για εκεί. Αυτό ήθελα να το αξιοποιήσω.
-Ηταν κάτι σαν απωθημένο σου; Ναι. Και είναι κάτι που ακόμη δεν έχει τελειώσει. Σε δύο βδομάδες θα ξαναπάω για μια δουλειά, συζητάω για μια σειρά εκεί, αλλά θα ξαναγυρίσω.
-Γιατί επέλεξες να πάτε στην Αγγλία και όχι στην Αμερική, όπως κάνουν αρκετοί Ελληνες ηθοποιοί; Θέλαμε τόσο πολύ να φύγουμε, που μια μέρα μου είπε η Κατερίνα: «Βρήκα κάτι εισιτήρια για Αγγλία. Μπορούμε να φύγουμε σε τρεις βδομάδες. Πάμε;». Τα εισιτήρια ήταν για 1 ή 2 Απριλίου. Της είπα «το “1η Απριλίου” θα φαίνεται σαν ψέμα. Δεν πάμε στις 2 του μήνα;». Και πήγαμε.
-Αισθάνθηκες στην Αγγλία σαν να ξεκινούσες την καριέρα σου από την αρχή; Βέβαια. Σκέψου ότι εγώ ξεκίνησα πολύ μικρός τη δουλειά στην Ελλάδα, από τα 16 μου. Εκανα την ταινία του Βαφέα «Κάθε Σάββατο», μπήκα στο Εθνικό και με το που τέλειωσα το πρώτο έτος με επέλεξε ο Αγγελόπουλος για το «Λιβάδι που δακρύζει». Οταν πήγα στο Λονδίνο, πριν από τέσσερα χρόνια, ήμουν πια 27 χρόνων.
Σκηνή από τα «Κλεμμένα όνειρα»
-Σου ήταν δύσκολο το να ξανασυστηθείς στο κοινό; Οχι, ήταν πολύ απελευθερωτικό. Εκεί δεν ήμουν ο Νότης από τα «Κλεμμένα όνειρα», ο Μάζης από τον «Γιούγκερμαν» ή ο Χρήστος από την «Πολυκατοικία». Εκεί ήμουν ο Νίκος. Στους Αγγλους άρεσε ή δεν άρεσε αυτό που έβλεπαν τη δεδομένη στιγμή, όχι αυτά που είχα κάνει. Διότι για εκείνους δεν έχει σημασία τι έχεις κάνει. Καταρχάς είσαι εσύ, και αυτό είναι πολύ σκληρό. Γιατί τις περισσότερες φορές θα ακούσεις «όχι». Μοιάζει ιδιαίτερα ψυχοφθόρο, αλλά εκεί βρήκα τον εαυτό μου.
-Τον είχες χάσει στην Ελλάδα; Εφερα στο φως πράγματα που πίστευα για μένα και τα οποία ποτέ δεν έβγαζα - από φόβο ή αναστολές που μπορεί να είχα. Εκεί έπρεπε καταρχήν να επιζήσω και να είμαι πάρα πολύ ανταγωνιστικός με τους άλλους ηθοποιούς. Οπότε έπρεπε να ξεπεράσω ακόμη περισσότερο τα όρια που είχα ως άνθρωπος. Ξέρεις για πόσα χρόνια έλεγα «όχι» στην τηλεόραση; Γιατί σκεφτόμουν πως, άμα κάνω αυτό, θα γλυκαθώ και δεν θα θέλω μετά να φύγω.
-Εχεις ακόμη την πειθαρχία του αθλητή που κάποτε υπήρξες; Ναι. Αλλωστε, το σινεμά μοιάζει πολύ με τους αθλητές του στίβου: περιμένεις να έρθει η σειρά σου και όταν φτάσει πρέπει να κάνεις το μεγάλο άλμα για να κερδίσεις το χρυσό. Στον αγώνα, όπως και στη λήψη, πρέπει εκείνη τη μαγική στιγμή να τα δώσεις όλα.
-Η μετανάστευση στην Αγγλία ήταν και ένας τρόπος να τσεκάρεις αν η σχέση σου με την Κατερίνα αντέχει στις δυσκολίες; Οχι. Ετσι κι αλλιώς έχουμε περάσει πολλά πράγματα με την Κατερίνα - είμαστε μαζί οκτώ χρόνια. Περάσαμε άγχη, δυσκολίες, περιοδείες, Επιδαύρους, πρεμιέρες, παραστάσεις. Στην Αγγλία παντρευτήκαμε με πολιτικό γάμο στις 5 Νοεμβρίου του 2013, με λίγους φίλους, κάνοντας μετά ένα ωραίο πάρτυ στο Σόχο, στο αγαπημένο μας μπαράκι. Στην Αγγλία κάναμε και το παιδί μας πριν από έξι μήνες, στην Αγγλία προσπαθήσαμε να βρούμε και οι δύο τον εαυτό μας. Η Κατερίνα μάλιστα ξεκίνησε να εργάζεται εκεί ως ατζέντισσα σε μια πολύ μεγάλη εταιρεία. Κάποιες σκέψεις του τύπου «τι κάνουμε εδώ;», «τι έχουμε αφήσει στην Ελλάδα;», ναι, υπήρξαν, αλλά ήταν μόνο φευγαλέες. Οποτε ήμουν στα κάτω μου, με σήκωνε η Κατερίνα και το ίδιο, αντίστοιχα, έκανα και εγώ με εκείνη. Και είπαμε «αφού περάσαμε κι αυτό, δεν μας χωρίζει τίποτα». Ξέρεις, η Κατερίνα με έχει απελευθερώσει. Και δεν είναι μόνο ο έρωτας. Είναι ο έρωτας με τον σωστό άνθρωπο! Είναι όπως η μεταμόρφωση που συμβαίνει στον ήρωά μου στα «Κλεμμένα όνειρα», τον Νότη, που από κακός της υπόθεσης μετατρέπεται σε καλό επειδή βρίσκει την αγάπη μέσα του. Ο έρωτας και η αγάπη μπορούν να αλλάξουν τα πάντα.
-Λόγω του παιδιού γυρίσατε τώρα στην Αθήνα; Και για το παιδί. Για να έχουμε μια βοήθεια στην αρχή. Οταν πλέον γεννήθηκε και το παιδί μας, έβαλα άλλες προτεραιότητες στη ζωή μου: έγινα πιο δραστήριος, πιο δημιουργικός, άρχισα να γράφω. Μάλιστα ξεκίνησα να δουλεύω ήδη το πρώτο μου σίριαλ, το οποίο υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να παρουσιαστεί την επόμενη χρονιά στην ελληνική τηλεόραση.
-Πώς είναι η αίσθηση της επανεγκατάστασης πια στην Αθήνα; Ηταν σαν να μην έφυγα ποτέ. Δούλεψα ξανά με την Ανωση, την εταιρεία παραγωγής με την οποία είχαμε συνεργαστεί ξανά και στην «Πολυκατοικία», οπότε ήμουν με πολύ γνώριμους ανθρώπους. Και επειδή έζησα όλο το προηγούμενο, εκτιμώ πολύ που είμαι σε αυτή τη δουλειά. Είμαι ευγνώμων. Και αν κάτι δεν μπορώ στους ανθρώπους είναι το να βαριούνται. Τώρα που έχω βιώσει όλο αυτό, έχω κάνει και άλλα πράγματα και μου είχε λείψει η δουλειά μου στην Ελλάδα αναζητώντας παράλληλα άλλους τρόπους έκφρασης, μου φαίνεται ακόμη πιο απίστευτο να βλέπω ανθρώπους οι οποίοι δεν χαίρονται που κάνουν αυτή τη δουλειά. Κάθε πρωί πηγαίνω στο γύρισμα με τόση χαρά, τόση όρεξη! Τόσο συνειδητοποιημένη χαρά δεν είχα αισθανθεί ποτέ άλλοτε στο παρελθόν!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr