Βαγγέλης Χατζής: Ο μποξέρ με το ένα χέρι

Υπήρξε θύμα του Τσέρνομπιλ και ταλαιπωρήθηκε από το bullying. Χάρη στο πείσμα, στην επιμονή και τα μεγάλα αποθέματα ψυχικής δύναμης που διαθέτει, κατάφερε το ακατόρθωτο: να γίνει ο μοναδικός μποξέρ στον κόσμο που πυγμαχεί με ένα χέρι κερδίζοντας την εκτίμηση και τον σεβασμό ακόμα και των επαγγελματιών συναθλητών του. Η απίστευτη ιστορία του 27χρονου Βαγγέλη Χατζή ξετυλίγεται μέσα από τις σελίδες του «thema people» όπως το προστατευτικό μπαντάζ στο λαβωμένο του δεξί

Οκτώβριος 1987. Κλινική Μετροπόλιταν, Βοστόνη. Μια ομάδα ερευνητών γιατρών εξετάζει με τη βοήθεια προηγμένων για την εποχή διαγνωστικών μηχανημάτων την παλάμη ενός βρέφους τριών μηνών, που έχει μεταφερθεί εσπευσμένα από την Ελλάδα. Το ιατρικό πόρισμα θα σοκάρει τους γονείς του. Κακοήθης όγκος. «Το παιδί σας πρέπει να υποβληθεί άμεσα σε χειρουργική επέμβαση». Είναι η στιγμή που για την οικογένεια του Βαγγέλη Χατζή το ένα σοκ διαδέχεται το άλλο. Στην πρώτη αντίδραση των γονέων του, οι γιατροί εμφανίζονται κατηγορηματικοί: «Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Πρέπει να προχωρήσουμε σε ακρωτηριασμό, αλλιώς ο όγκος θα εξαπλωθεί παντού».

Υπολογίζουν ότι το καρκίνωμα έχει προσβάλει μέχρι το ύψος του αγκώνα στο δεξί άκρο. Στα κιτάπια τους καταγράφεται ως το 32ο περιστατικό παγκοσμίως που αφορά τον συγκεκριμένο τύπο καρκινώματος.



Στο σχολείο τον κορόιδευαν αποκαλώντας τον «Κάπτεν Χουκ», «κουλοχέρη» και ό,τι άλλο μπορεί να κατεβάσει ο παιδικός νους. Στη δεύτερη χρονιά τού επιτέθηκε κάποιος συμμαθητής του και επειδή αντέδρασε... του όρμηξαν οι υπόλοιποι!

Το αποδίδουν μάλιστα στο πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ που συνέβη στις 26 Απριλίου 1986 στον αντιδραστήρα Νο 4 του πυρηνικού σταθμού ενέργειας της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, ο οποίος σήμερα βρίσκεται σε εδάφη της Ουκρανίας. Οχι αρκετά μακριά μας. Αλλωστε είναι γνωστό ότι μετά την καταστροφή του πυρηνικού αντιδραστήρα το ραδιενεργό νέφος έφτασε και στη χώρα μας προκαλώντας πανικό στους πολίτες. Οι γονείς δεν άφηναν τα παιδιά να παίξουν έξω, αποφεύγοντας γαλακτοκομικά, φρούτα και λαχανικά, ακόμα και το νερό της βρύσης. Τελικά η χειρουργική επέμβαση θα πραγματοποιηθεί με επιτυχία. Περίπου τέσσερα χρόνια μετά, ο μικρός Βαγγέλης θα πραγματοποιήσει και το δεύτερο υπερατλαντικό του ταξίδι. Προορισμός του ο Καναδάς. Εκεί θα φιλοξενηθεί στο σπίτι ενός συγγενικού προσώπου προκειμένου να ενταχθεί σε ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης και εκπαίδευσης για παιδιά με παρόμοια προβλήματα. Υστερα από τρεις μήνες επιστρέφει και πάλι πίσω στην οικογένειά του. Αγνοεί ωστόσο ότι ο μεγαλύτερος εφιάλτης του έχει μόλις αρχίσει.

Θύμα bullying

Στο Δημοτικό Σχολείο γίνεται εύκολος στόχος. Τον αποκαλούν «Κάπτεν Χουκ», «κουλοχέρη» και ό,τι άλλο μπορεί να κατεβάσει ο απαίδευτος παιδικός νους. Στη δεύτερη χρονιά ένα συμβάν θα σημαδέψει τη ζωή του. Δέχεται επίθεση από τον «σκληρό» του σχολείου και αντιδρά. Αντί να κατεβάσει τα χέρια και να τις φάει, όπως θα έκαναν στη θέση του οι περισσότεροι, εκείνος ανταποδίδει. Οι συμμαθητές του, όμως, αντί να πάρουν το μέρος του, αρχίζουν να τον κλοτσούν από πίσω και να τον βρίζουν.

Στο Γυμνάσιο τα δεδομένα αλλάζουν. Ο Βαγγέλης ασφυκτιά από την πίεση που του ασκεί το περιβάλλον του σχολείου. Γίνεται επιθετικός. Το παρατσούκλι «κουλοχέρης» ηχεί στα αυτιά του όπως ο θόρυβος που κάνει η κιμωλία όταν χαράζει τον μαυροπίνακα. Σε κάθε πείραγμα αντιδρά με γροθιές.



Στο Νότιγχαμ ο Βαγγέλης θα βρει τον εαυτό του. Θα δουλέψει σκληρά, θα γνωρίσει ένα κορίτσι και αργότερα θα ασχοληθεί με το μποξ

Στο νυχτερινό Λύκειο των Αγίων Αναργύρων μπαίνει στο στόχαστρο των πιο σκληρών νταήδων αλλά και των εξωσχολικών. Οπου φασαρία και ξύλο, ο Βαγγέλης είναι μέσα. Είτε για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, είτε γιατί κάπου πρέπει να διοχετεύσει τον συσσωρευμένο θυμό του, στοιχειωμένος από άσχημες παιδικές αναμνήσεις και με ένα τεράστιο «γιατί» να του τρώει τις σάρκες κάθε φορά που γινόταν στόχος βίαιων επιθέσεων - φραστικών και σωματικών.  Επειτα ήταν και οι γυναίκες. Οχι πως ο εγωισμός του τον άφηνε να παραδεχτεί ότι η σωματική του ατέλεια επηρέαζε τον τρόπο με τον οποίο τον κοιτούσαν. Αλλωστε πάντα φρόντιζε να τις κερδίζει πρώτα με την προσωπικότητά του. Αισθανόταν άβολα, όμως, όταν χρειαζόταν να εμφανιστεί στην παραλία, π.χ., όπου όλα τα βλέμματα καρφώνονταν πάνω του. Ηταν ένα συναίσθημα που κατάφερε να αποβάλει με τον καιρό.

Στα 21 του χρόνια η κατάσταση θα ξεφύγει. Κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσει ότι έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Ο χρόνος του αναλώνεται σε μια διαρκή και ανελέητη πάλη με τον εαυτό του και οποιονδήποτε ή οτιδήποτε αποτελεί εμπόδιο στην ήδη διαταραγμένη ψυχική ηρεμία του. Μεταλλάσσεται σε αγρίμι του δρόμου με εκκωφαντικές εκρήξεις θυμού, δίχως προσανατολισμό και καθαρή σκέψη. Θα θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο τη σωματική του ακεραιότητα, αλλά ίσως και το υπόλοιπο της ζωής του. Είναι ένα σκοτεινό κεφάλαιο στη ζωή του Βαγγέλη για το οποίο ουδέποτε αισθάνθηκε άνετα να μιλήσει. Τα τατουάζ στην πλάτη του συμβολίζουν προσωπικά κομμάτια από το παζλ της ζωής του, τα πιο ζόρικα. Αποφεύγει να αναφερθεί σε αυτά με λεπτομέρειες, σαν να θέλει να τα ξορκίσει.

Θα αρκεστεί μόνο να πει είναι ότι αισθάνεται ευγνώμων που τις κρίσιμες αυτές στιγμές είχε στο πλευρό του τον πατέρα του.  Αλλωστε, χάρη στην έγκαιρη και καθοριστική παρέμβασή του ο Βαγγέλης θα απεγκλωβιστεί από το προσωπικό του αδιέξοδο. Ο πατέρας του είναι εκείνος που θα τον συμβουλέψει να αλλάξει σελίδα «όσο είναι ακόμα καιρός».



Βρήκε τον δρόμο του...

Θα του προτείνει να ακολουθήσει μία από τις τρεις αδερφές του, τη Θεοδώρα, στο Νότιγχαμ όπου σπουδάζει με υποτροφία. Ο μικρός θα συμφωνήσει συνειδητοποιώντας ότι δεν έχει δεύτερη επιλογή.

Στην πόλη του Ρομπέν των Δασών ο Βαγγέλης θα βρει τη χαμένη του Ιθάκη. Θα παρακολουθήσει μαθήματα μαγειρικής, θα πλύνει πιάτα σε ελληνικό εστιατόριο και μετά θα ξεκινήσει να δουλεύει οκτάωρο σε εταιρεία τροφίμων κάνοντας παράλληλα και δύο βραδινά νυχτοκάματα ως υπάλληλος σε εταιρεία σεκιούριτι για να συμπληρώσει το εισόδημά του. Στα μαθήματα μαγειρικής θα γνωρίσει τη Ριάν -μισή Τζαμαϊκανή, μισή Ιρλανδέζα- και κάπως έτσι η καθημερινότητά του θα αρχίσει να αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον. Στη διάρκεια του δεύτερου χρόνου παραμονής του στο Νότιγχαμ θα γνωριστεί με τον πρώτο του δάσκαλο Τόνι Λάινγκ, πρώην πρωταθλητή του μποξ με σημαντικές ευρωπαϊκές διακρίσεις. Είναι ο άνθρωπος που θα δώσει στον Βαγγέλη Χατζή τις πρώτες του βάσεις στην πυγμαχία. Κανένας αντίπαλος δεν θα του χαριστεί επειδή χρησιμοποιεί μόνο το αριστερό του χέρι.

«Για να παίζεις μαζί μας σημαίνει ότι έχεις θράσος», είναι το μήνυμα που θα του στείλουν και εκείνος δεν θα μασήσει. Προτιμά να τους αντιμετωπίσει στα ίσα.

Στα πυγμαχικά καταγώγια της πόλης βιώνει κι έναν άλλο ρατσισμό, τον κοινωνικό. Οι συναθλητές του δεν τον κρίνουν μόνο επειδή έχει ένα χέρι, αλλά κυρίως επειδή είναι ξένος. Στα γκετοποιημένα γυμναστήρια του Νότιγχαμ οι Αγγλοι κάνουν παρέα με τους Αγγλους, οι μαύροι με τους μαύρους και όλοι οι άλλοι ξένοι μεταξύ τους. Πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει αυτές τις διαχωριστικές γραμμές. Ο Βαγγέλης θα το νιώσει στο πετσί του. Σε ένα από τα σχεδόν καθημερινά σπάριγνκ (αγώνες προπόνησης) θα βάλει τα γάντια για να παλέψει με έναν Αγγλο. Θα του περάσει ένα καλό αριστερό κροσέ δίχως να υπολογίζει την αντίδραση του αντιπάλου του, ο οποίος από τα νεύρα του αρχικά πετάει τα γάντια του και αμέσως μετά εκτοξεύει απειλές εναντίον του: «Βγάλτε αυτόν τον ξένο μπάσταρδο έξω να του σπάσω τη μούρη!». Το συμβάν θα λήξει τελικά με την παρέμβαση του προπονητή.



Ο Βαγγέλης έχει άσχημες παιδικές αναμνήσεις και στο μυαλό του ένα τεράστιο «γιατί» γινόταν στόχος φραστικών και σωματικών επιθέσεων στο σχολείο. Σήμερα, γεμάτος αυτοπεποίθηση και επιτυχίες, έχει αλλάξει σελίδα στη ζωή του. Ο,τι δεν καταφέρνουν οι άλλοι με τα δύο χέρια, ο Βαγγέλης το μπορεί με το ένα


Αρχισαν να τον εκτιμούν

Στον πρώτο του επαγγελματικό αγώνα στο Νιούκαστλ θα έρθει αντιμέτωπος με έναν ντόπιο. Μόλις το όνομά του ανακοινώνεται από τα μεγάφωνα, η κερκίδα τον γιουχάρει. Επειτα από μια συγκλονιστική μάχη χάνει από τον αντίπαλό του στα σημεία, οι αντιδράσεις του πλήθους τον βοηθούν όμως να διαπιστώσει ότι μόλις είχε κερδίσει την εκτίμηση και τον σεβασμό ακόμα και των πιο απαιτητικών. Μαζί και τον άτυπο τίτλο του μοναδικού πυγμάχου στον κόσμο με ένα χέρι.

Πριν από περίπου ενάμιση χρόνο πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τον μουντό καιρό της φτωχότερης πόλης της Μεγάλης Βρετανίας, όπως θεωρείται το Νότιγχαμ, και να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη. Η ποιότητα ζωής εκεί δεν τον κάλυπτε πια, καθώς οι φιλοδοξίες του μεγάλωναν και σε συνδυασμό με τον χωρισμό του από τη Ριάν ένιωσε ότι τίποτα δεν τον κρατάει πλέον εκεί. Είχε έρθει η ώρα να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα. Θα τον αναλάβει ο προπονητής Στέλιος Πετρούτσος και το ελληνικό κοινό θα τον γνωρίσει μέσα από το δημοφιλές τουρνουά «No Limits» που διοργανώνει η δραστήρια μάνατζερ Γωγώ Μπιτάκου. Θα δώσει τρεις επαγγελματικούς αγώνες και θα κερδίσει τους δύο γνωρίζοντας την αποθέωση.

Σήμερα προπονείται στο γυμναστήριο «Vizantinos Target Sport Club» που βρίσκεται στο κλειστό ολυμπιακό κολυμβητήριο στο Μαρούσι υπό την επίβλεψη τριών έμπειρων και πρώην πρωταθλητών της πυγμαχίας, των Πέτρου Χασάπη, Γιώργου Τσέλη και Χρήστου Γάτση, καθώς προετοιμάζεται εντατικά για το επόμενο «No Limits» τουρνουά που θα διεξαχθεί στις 30 Μαΐου. Οι ειδικοί λένε για τον Βαγγέλη Χατζή ότι είναι επικίνδυνος αντίπαλος για κάθε αθλητή επειδή παίζει από κοντινή απόσταση. Θεωρούν μάλιστα το αριστερό του ιδιαίτερα δυνατό. Το βέβαιο είναι ότι διαθέτει μεγάλα αποθέματα ψυχικής δύναμης, γεγονός που από μόνο του αρκεί για να θεωρείται υπολογίσιμος - και σίγουρα κάθε άλλο παρά θύμα πια.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr