Όταν η βιομηχανία της μελωδικής αισθηματολογίας μεγαλουργεί!

1936. Ραδιόφωνα και γραμμόφωνα είναι στα επάνω τους και μαζί με αυτά η δισκογραφική παραγωγή. Οι παραγόμενοι τίτλοι την έχουν αναγάγει σε πραγματική βιομηχανία. Τώρα αν οι στίχοι πάσχουν λιγάκι τι να κάνουμε; Κανείς δεν είναι τέλειος. Ο «ΕΥ» στο «Έθνος» κάνει τον σχετικό απολογισμό:

«Η εποχή μας τραγουδάει. Ερωτεύεται, πονεί, υποφέρει, κλαίει, οδύρεται, ξενυχτά, μεθοκοπάει, απελπίζεται, ζει και πεθαίνει εμμέτρως και με το κλειδί του σολ!

Όλα τα μυστικά της καρδιάς και τα απόρρητα του ιδιωτικού βίου, εννοεί να τα εκμυστηρευθή δημοσία εις την μελωδικήν γλώσσαν του πενταγράμμου. Οι βιτρίνες των μουσικών καταστημάτων και οι εκδοτικοί κατάλογοι των φωνογραφικών εταιρειών, κραυγάζουν: «Δε σ’ αγαπώ πια», «Γιατί να σ’ αγαπώ», «Σ’ αγάπησα γιατί της μοιάζεις», «Δεν είσαι αυτή που αγάπησα», «Κουράστηκα να σ’ αγαπώ», «Σ’ αγαπώ σαν το φως μου», «Βαρέθηκα πια να σ’ αγαπώ». Αυτή είνε η πρόχειρη παράταξις αντιπροσωπευτικών τίτλων του τελευταίου ρεπερτορίου της στιχουργούσης καρδιάς, που έχει ανοίξη «εργοστάσιον» αισθηματικής βιομηχανίας»!



Ο επιχειρηματικός στόχος, όμως, της συγχρόνου εμπνεύσεως, είνε η Γυναίκα: Η ρίμα και το «τέμπο ντι ταγκό» έχουν γίνη αδυσώπητοι εισαγγελείς που αγορεύουν μέρα νύχτα κατά του ωραίου φύλου, το οποίον κατέχει, θέλοντας και μη, το εδώλιον του κατηγορουμένου.

Και παρελαύνουν οι αμέτρητοι μάρτυρες κατηγορίας εις την ατέλειωτη δίκη. Ο ένας βεβαιεί:

«Μην πιστέψης τη γυναίκα, είνε ψέμμα
όλα ψέμματα, το γέλιο της, το βλέμμα»
Και συνεχίζει εις άλλην… έμμετρον πεσιμιστικήν κατάθεσιν:
«Γυναίκας ψεύτικα φιλιά, μην τα πιστέψης, ούτε χάδια
μια νύχτα πάρτην αγκαλιά να σε… γεμίση κοκκινάδια»!
Και επεμβαίνει άλλος, ο οποίος δηλοί επισήμως ότι:
«Οι γυναίκες είνε όλες ίδιες, τρελλές
τι κι’ αν είνε ξανθομάλλες ή καστανές»



Τρίτος συμβουλεύει σπαρακτικώς:

«Μη γελαστής
γυναίκας όρκους μην πιστέψης
μην της γυρέψης να σ’ ορκιστή,
μη γελαστής,
κι’ αν αγαπάνε, δεν πονάνε!»
Κατά ποίον τρόπον τώρα, ενώ «αγαπάνε»… «δεν πονάνε», το γνωρίζει η φιλοσοφούσα γραφίς του στιχουργού.
Και επί τέλους έρχεται η κατακλείς. Κάποιος αφηγείται με ύφος πεπειραμένου:
«Μια γυναίκα πέρασε
μούπε ψέματα… με γέλασε».

Δεν είνε γνωστόν αν η ερίτιμος Ομοιοκαταληξία υπέβαλε μήνυσιν γι’ αυτό το «εγέλασε», που ισχυρίζεται ότι ταιριάζει με το «επέρασε». Αλλ’ επί τέλους ο ποιητής έχει δίκηο. Δεν φταίει αυτός, φταίει το «πτωχότατον» ελληνικό λεξιλόγιο. Στο «επέρασε» τι ναύρισκε ο δυστυχής; Δεν υπάρχει άλλο από το «εγέρασε», το «εκέρασε» και το «εξέρασε».



Τι νάλεγε λοιπόν; «Μια γυναίκα πέρασε και.. καφέ με κέρασε;» ή «Μια γυναίκα πέρασε, ήταν νια και… γέρασε;». Όσο για την τρίτη… ομοιοκαταληξία, ούτε λόγος να γίνεται. Αυτήν μπορούν να την προσθέσουν μόνον οι ακροαταί του άσματος. Έβαλε λοιπόν το «εγέλασε» και ησύχασε, όπως θα μπορούσε ωραιότατα να βάλη «σιδηρόδρομος» ή «μακαρονάδα».

Ας είνε, τέλος πάντων. Ακούστε για την ώρα αυτόν τον πλανόδιο ντιζέρ της ταβέρνας, που εκλιπαρεί δραματικώς:

«Δος μου, λίγη αγάπη, δος μου,
δε σου ζητάω φως μου,
παντοτεινή φωλιά.
δος μου λίγη… λατρεία, δος μου
και δώσε όλου του κόσμου
τα πλάνα σου φιλιά»!



Ζητεί, λοιπόν, ολιγαρκέστατα ο καϋμένος «ολίγην λατρείαν», πιθανόν και δια λόγους… οικονομίας, όπως δηλαδή θα μπορούσε να ζητήση και «ολίγο ψητό». Η λατρεία, λοιπόν, δεν είνε απόλυτος. Είνε σχετική και διανέμεται με δράμια. Ο ποιητής, βλέπετε, συμμορφώνεται με τας περιστάσεις. Δεν είνε ζηλότυπος. Γνωρίζει ότι σήμερα η ζωή είνε δύσκολη και εκδηλώνει την… συγκαταβατικότητά του, επιτρέπων εις την «εκλεκτήν» του «να δίνη… όλου του κόσμου τα πλάνα της φιλιά»! Έτσι εκδίδεται το τραγούδι και εκδίδεται και εκείνη τη συγκατάθεσή του! Αλλά εις την τέχνην δεν υπάρχει αστυνομία ηθών, ούτε –δυστυχώς- αστυνομία στιχουργικής.

                                                      ***
Άλλο προϊόν βαθυστόχαστου ρωμαντισμού:

«Τι έχεις κι’ όλο κλαις
και δεν μου το λες
φτωχή καρδιά μου
στώπα να προσέξης
με γυναίκα να μην ξαναμπλέξης»!
Γιατί τον παρήκουσε, αφού τις είπε «να προσέξη, με γυναίκα να μην ξαναμπλέξη»; Αυτή η τελευταία συμβουλή του τρομερού μισογυνισμού –με γυναίκα να μην ξαναμπλέξη»!- είνε τουλάχιστον… παρεξηγήσιμος!
Αλλά υπάρχουν και άλλες μελωδικές συμβουλές προς την καρδίαν:
«Κλάψε φτωχή μου καρδιά
ντροπή δεν είνε στον άντρα
να κλαίη γι’ αγάπη παληά»!



Έτσι ο αντρικός εγωισμός περισώζεται. Άλλος όμως υποστηρίζει την αντίθετον άποψιν:

«Καρδιά μου, μη λυπάσαι
έτσι είνε της γυναίκας η καρδιά
σου τώπα, το θυμάσαι!»
Η καρδιά όμως δεν το θυμάται. Έχει φαίνεται την μνήμη ασθενή! Ευτυχώς δηλαδή. Γιατί αλλοιώς –αν όλα ήσαν όπως τα θέλαμε-, που θα εύρισκε τας «πρώτας ύλας» η βιομηχανία της ερωτικής μελαγχολίας;

                                                  ***
Και αρχίζει η τραγουδιστή διαφήμισις της ρετσίνας: «Ρετσίνα ξανθειά», «Ρετσίνα μου γλυκειά», «Ρετσίνα ρουμπινένια», «Ρετσίνα μου αγνή», «Βάλε να πιω», «Κάπελα εσύ» και τα λοιπά και τα λοιπά. Ένας εκμυστηρεύεται:

«Σαν πιω κρασί ζαλίζομαι
ξεμυαλίζομαι. Στη στιγμή.
τα λογικά μου χάνονται
και… ξεχάνονται οι καϋμοί»
Και η μπεκρολογική φιλολογία συνεχίζεται, παροτρύνουσα τους πάντας εις την οδόν της απωλείας:
«Πιες γλυκό κρασί δεν είν’ ντροπή
μη σε νοιάζη ο κόσμος τι θα πη»
ή
«Έγινα μπεκρής, έγινα μπεκρής
για τα δυο ματάκια μιας μικρής
για τα δυο ματάκια μιας τσαχπίνας
πούχουνε το χρώμα της ρετσίνας»
Τα φαντάζεσθε, αλήθεια, αυτά τα «ματάκια της τσαχπίνας πούχουνε… το χρώμα της ρετσίνας»; Συνήθως οι μπεκρήδες τα βλέπουνε διπλά. Θα εδικαιολογείτο λοιπόν να μας πη ότι «εκείνη» είχε τα μάτια της… τέσσερα, όχι όμως και… ρετσινόχρωμα!
Και άλλη προσωπική εξομολόγησις, φιλοσοφική, δραματική και πλήρης ρεαλιστικής παραστατικότητος:
«Είσαι ωραία,
είσαι γυναίκα μοιραία
κι’ αν έκλαψα μπροστά σου
και μπρος στους εραστάς σου
το ξέρεις σ’ αγαπώ»



Αυτή βέβαια είνε πιθανόν να «το ξέρη» ότι την αγαπά, αλλά ποιος ο λόγος να πληροφορηθούμε εμείς τον… εξευτελισμόν που υπέστη εκείνος, να κλάψη «μπροστά στους εραστάς της»! Ήταν ανάγκη δηλαδή;

Υπάρχουν όμως ακόμη και οι εξυμνούντες την Γυναίκα. Ιδού ένας, ο οποίος την θαυμάζει κατά τον εξής εκστατικόν τρόπον:
«Τι γυναίκα είσαι συ,
τι μάτια είν’ αυτά –τι μάτια!
χρώμα έχουν θαλασσί
λες κ’ είνε… τ’ ουρανού κομμάτια!»

Όπως βλέπετε μεγάλον ρόλον παίζει εδώ η Φυσική Ιστορία. Η θάλασσα, το χρώμα της το παίρνει απ’ τον ουρανό. Αλλά τα μάτια της υμνουμένης, μολονότι είνε «κομμάτια τ’ ουρανού», έχουν πάρη το χρώμα τους από τη θάλασσα. Συμβαίνει και αυτό καμμιά φορά, άμα το θέλη η ρίμα και ιδίως, όταν ο ποιητής ίπταται εις τον ουρανόν, αλλά ανακατεύει και… τη θάλασσα στους στίχους, οπότε και ο ουρανός… γίνεται θάλασσα!

Εν τούτοις δεν επενέβη ακόμη ο «Σύνδεσμος για τα δικαιώματα της… Γυναίκας». Αλλ’ ούτε και ο νεοσύστατος «Σύνδεσμος υπέρ των δικαιωμάτων του Ανθρώπου»!

Και έτσι, η βιομηχανία των παλμών της καρδιάς συνεχίζεται. Και δε λέει να κάνη τουλάχιστον καμμίαν, έστω και εικοσιτετράωρον…, απεργίαν».
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr